Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (2 μ.μ.)

 
Αυτό είναι ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια του Οδυσσέα αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα. Βρισκόμαστε στην Εθνική Βιβλιοθήκη όπου λαμβάνει χώρα μια ιδιωτική συζήτηση για την ζωή και το έργο του Σαίξπηρ. Οι συνομιλητές του Στέφανου (υπαρκτά πρόσωπα, κατά την προσφιλή τακτική του Τζόυς) υποστηρίζουν ότι το έργο ένος ποιητή/συγγραφέα (θα έπρεπε να) είναι ασύνδετο με τη ζωή του, σαν να είναι ξέχωρο από την «ποταπή» ζωή που το γέννησε.
 
[...] Εννοώ όταν διαβάζουμε την ποίηση του Βασιλιά Ληρ τι μας νοιάζει πώς έζησε ο ποιητής; (...) Κρυφοκοιτάζοντας και σκαλίζοντας μέσα στο αναπαυτήριο το κουτσομπολιό της ημέρας, τα μεθύσια του ποιητή, τα χρέη του ποιητή. Εμείς έχουμε τον Βασιλιά Ληρ και είναι αθάνατος.
 
Ο Στέφανος με επιμονή και σταθερότητα προσπαθεί να αναπτύξει την θεωρία του ότι ο καλλιτέχνης δεν βρίσκεται έξω από το έργο του αλλά κρύβεται μέσα σε αυτό, σε σπαράγματα, μεταμορφώσεις, συγκαλύψεις, όμως πάντα παρών.
 
[...] Όπως εμείς, ή η μητέρα Ντάνα, υφαίνουμε και ξευφαίνουμε τα σώματά μας, είπε ο Στέφανος, από μέρα σε μέρα, με τα μόρια μας να πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, έτσι και ο καλλιτέχνης συνθέτει και αποσυνθέτει την εικόνα του.
 

 
Για έναν αμύητο αναγνώστη στα έργα και τη ζωή του Σαίξπηρ, το κεφάλαιο στην αρχή φαίνεται πολύ δυσνόητο. Παρουσιάζονται διάφορα γεγονότα από τη ζωή του, εικασίες των μελετητών του, αποσπάσματα από τα έργα του και απαιτείται αρκετή υπομονή μέχρι να αναδυθεί η υπέροχη ιδέα του Τζόυς. Ο Τζόυς εξαπολύει ένα κατηγορώ στο λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής του (αφήνοντάς τους να εκτεθούν μέσα από τα λεγόμενά τους – είναι υπαρκτά πρόσωπα, μην ξεχνιέστε) και αναδεικνύει το δικό του λογοτεχνικό μανιφέστο που φέρνει στην επιφάνεια τον άνθρωπο-καλλιτέχνη, εκείνον που τίποτα ανθρώπινο δεν του είναι ξένο, όσο κοινό και ποταπό και να θεωρείται, εκείνον που με τη ζωή του χαλυβδώνει το έργο του και το αντίστροφο. Σε ένα υπέροχο απόσπασμα που στην αρχή θα νομίζετε ότι αναφέρεται στον Χριστό (σύμφωνα με τον Έλμαν, ο Τζους συχνά ταύτιζε τον εαυτό του με τον Χριστό ή τον Παρνέλ, ως άνθρωπος προδομένος δηλαδή) αλλά στην πορεία θα διαπιστώσετε ότι αναφέρεται στον ίδιο τον Τζόυς, ο Μέγας Ιρλανδός μάς αποδεικνύει ότι με την συγγραφή του Οδυσσέα έκανε πράξη την λογοτεχνική του θεωρία!
 
Αυτός ο Οποίος εγέννησε τον Εαυτόν Του, μεσάζων του Αγίου Πνεύματος, και ο Ίδιος έπεμψε Εαυτόν, Λυτρωτής, μεταξύ Εαυτού και των άλλων, ο Οποίος, κακομεταχειρισθείς υπό των φίλων Του, γυμνωθείς και μαστιγωθείς, εκαρφώθη ως νυχτερίς επί της θυρός της σιταποθήκης, επείνασε επί του δέντρου του σταυρού, ο Οποίος αφήκε τον Εαυτόν του να ταφεί, ανεστηθή, κατήλθεν εις την κόλασιν, ανήλθεν εις τους ουρανούς και εκεί ταύτα τα χίλια εννιακόσια έτη καθήμενος εκ δεξιών του Ίδιου του Εαυτού Του, αλλά θα επανέλθει την εσχάτην ημέραν ίνα κρίνει ζώντας και νεκρούς όταν άπαντες οι ζώντες θα είναι ήδη νεκροί.
 
Σταδιακά, ο Στέφανος απογοητεύεται από τις άκαιρες παρεμβάσεις των συνομιλητών του και του σταθερού χλευαστή του Μπακ Μάλλιγκαν, και όταν στο τέλος τον ρωτούν αν όντως πιστεύει στην θεωρία που τους ανέλυσε, εκείνος απαντά χωρίς σκέψη «όχι». Ωστοσο, ο αναγνώστης έχει προλάβει να καταλάβει ότι παρά την άτονη άρνηση του Στέφανου, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει.
 
[...] Κάθε ζωή είναι πολλές μέρες, μέρα τη μέρα. Περπατάμε μέσα από τους εαυτούς μας, συναντώντας ληστές, φαντάσματα, γίγαντες, γέρους, νέους, συζύγους, χήρες, ομοφυλόφιλους, αλλά πάντα συναντώντας τους εαυτούς μας
 

 
Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται περισσότερο ευκρινές, απ' ό,τι σε όλα τα προηγούμενα, ότι ο Μπλουμ είναι η ώριμη εκδοχή του Στέφανου. Όσοι έχουν διαβάσει τα πρώιμα έργα του Τζόυς (Στήβεν ο Ήρωας και Το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία) γνωρίζουν ότι η περσόνα του Στέφανου είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Από την Βιογραφία του Έλμαν μαθαίνουμε ότι και ο Μπλούμ αποτελεί ένα ώριμο alter ego του Τζόυς. Οι δύο εκδοχές του Τζόυς απέχουν πολλά χρόνια μεταξύ τους όμως μέσα στον Οδυσσέα συνυπάρχουν αρμονικά. Η φράση «καθήμενος εκ δεξιών του Ίδιου του Εαυτού Του» είναι αρκετά ενδεικτική – προφέρεται από τον Στέφανο ο οποίος καθήμενος εκ δεξιών αποτελεί τον «γιο» του «πατέρα» Εαυτού Του (δηλαδή της ώριμης εκδοχής). Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται και από διάφορες ενδείξεις των προηγούμενων κεφαλαίων που δείχνουν ότι ο Στέφανος αντιμετωπίζει τον Μπλουμ ως τον πνευματικό του πατέρα. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, γίνεται πιο διακριτή η σχέση γιατί καθώς αναπτύσσεται η ανάλυση για τον Σαίξπηρ ο χλευαστής Μάλλιγκαν σε κάποιο σημείο ειρωνεύεται αυτά που λέει ο Στέφανος με την εξής φράση: Ο ίδιος του ο εαυτός πατέρας του εαυτού του, είπε μέσα του ο Μάλλινγκανγιος. Και λίγο παρακάτω, ο ίδιος ο Στέφανος λέει (και πιστεύει κιόλας)
 
[...] Το αγόρι της πρώτης πράξης είναι ο ώριμος άντρας της πέμπτης πράξης. Όλα σε όλα. (...) Αυτός βρήκε στον εξωτερικό κόσμο ως πραγματικότητα αυτό που ήταν στον εσωτερικό του κόσμο ως δυνατότητα
 
Η ταύτιση του Τζόυς με τον Σαίξπηρ γίνεται καθόλη τη διάρκεια του κεφαλαίου, προσφέροντας σε πολλά αποσπάσματα μια γοητευτική διφορούμενη σημασία αλλά και μια απολαυστική παραπλάνηση του νου. Μου άρεσε πολύ η φράση, Γουίλλιαμ Σαίξπηρ και σία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ο μεταφραστής μάς θυμίζει την συνάφεια που έχει η παραπάνω φράση με το γεγονός ότι ο Οδυσσέας εκδόθηκε το 1922 από το βιβλιοπωλείο της Σύλβια Μπητς, Shakespeare & Co. Άραγε ο Τζόυς πρόσθεσε αυτή την φράση επίτηδες λίγο πριν εκδοθεί το βιβλίο (ξέραμε ότι έκανε συνεχείς διορθώσεις στα έργα του) ή μήπως πρέπει να αναζητήσουμε το νόημά της κάπου αλλού, κάπου που αδυνατούμε να αντιληφθούμε; Σύμπτωση ή όχι, παραμένει ωστόσο μία εντυπωσιακή αναφορά για τον σημερινό αναγνώστη!
 
Πού είναι ο αδελφός σου; Στη Στέγη των Φαρμακοποιών. Η ακονόπετρά μου. Αυτός, ύστερα ο Κράνλυ, ο Μάλλιγκαν: τώρα αυτοί. Λόγια, λόγια. Μα πράξε. Πράξε τον λόγο. Λοιδορούν για να σε δοκιμάσουν. Πράξε. Παίξε.
 
Σε αυτό το απόσπασμα υπερτονίζεται η σχέση που είχε ο Τζόυς με τον αδελφό του Στανίσλαο, μέσα από την θαυμάσια μεταφορά του λόγου που χρησιμοποιεί: η ακονόπετρά μου. Μέσα σε αυτή την λέξη κρύβεται και μια ενδόμυχη υποτίμηση προς τον αδελφό του, για την οποία αναφέρθηκα σχετικά στην προηγούμενη ανάρτηση. Γιατί, η ακονόπετρα «παίρνει ζωή» και γίνεται χρήσιμη μόνο εξ αντανακλάσεως, είναι ετερόφωτη, μετά, είναι απλώς ένα άχρηστο βάρος! Ο Κράνλυ για τον οποίον γίνεται λόγος πιο πάνω (και σε κάνα δυο ακόμα σημεία του Οδυσσέα) είναι ο πιστός φίλος του Στέφανου Δαίδαλου στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη – εδώ, την θέση του παίρνει ο Μάλλιγκαν, για τον οποίον ο Στέφανος δεν επιφυλάσσει την ίδια αφοσίωση που έδειχνε στον Κράνλυ. 
 
Η «Σκύλλα και Χάρυβδις» είναι μια ελεγεία αφιερωμένη στον Σαίξπηρ. Αν έχετε βιβλία του στην βιβλιοθήκη σας, θα ανατρέξετε αμέσως σε αυτά. Αν όχι, θα πάτε να τα αγοράσετε. Μετά τον Θεό ο Σαίξπηρ είναι ο μεγαλύτερος δημιουργός. Και φαντάζεστε την συνέχεια της φράσης, έτσι; Μετά τον Σαίξπηρ ο Τζόυς είναι ο μεγαλύτερος δημιουργός! Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην λογοτεχνία, την απαιτητική και την ζωογόνα, την δυσνόητη και την θεόπνευστη. Κάθε γνήσιος αναγνώστης θα αναγνωρίσει εκεί τον εαυτό του και θα σκύψει πάνω της με ευλάβεια. Μην φοβάστε, μεγαλοφυίες μου, για όσα λάθη διαπράττετε καθώς προσπαθείτε να ερμηνεύσετε το βιβλίο του Τζόυς. Εξάλλου, ένας μεγαλοφυής δεν κάνει λάθη. Τα λάθη του είναι ηθελημένα και είναι οι πύλες της ανακάλυψης. Θαρσείν χρη!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!