Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Kinds of kindness



Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».  
 
Επίσης, τα Χριστούγεννα κάνουμε δώρα βιβλία – πώς μου ξέφυγε αυτό το κλισέ! Δεν ξέρω τι πάρε-δώσε θα γίνει με τα δικά σας βιβλία αλλά σε μένα έλαχε το βιβλίο της Κλερ Κίγκαν «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» λόγω και της ομώνυμης ταινίας που βγήκε μόλις στους κινηματογράφους και καθώς το διάβαζα ξαναθυμήθηκα ότι εκείνη η θαυμάσια και πάντα ακριβολόγα ιρλανδική λογοτεχνία υπήρξε θείο δώρο για μένα. Η νουβέλα της Κίγκαν δεν υπολείπεται σε τίποτα από άλλες πλουσιότερες λογοτεχνικές συνθέσεις γιατί με λίγες στοχευμένες λέξεις και σκέψεις βρίσκει πάντα το κέντρο∙ του κόσμου. «Του φαινόταν τόσο λογικό, όσο και βαθιά άδικο ταυτόχρονα, η ζωή, στο μεγαλύτερο μέρος της, να αφήνεται στην τύχη». Ο ήρωας του βιβλίου, Μπιλ Φέρλονγκ είναι προμηθευτής καυσόξυλων που δουλεύει σκληρά όλον τον χρόνο για να ζει αξιοπρεπώς με την γυναίκα του και τις πέντε κόρες του. Ως άνθρωπος του μόχθου την δεκαετία του ’80 στην Ιρλανδία, η κοσμοθεωρία του συνοψιζόταν ακριβώς στην απουσία της: «Πάντα το ίδιο, σκέφτηκε ο Φέρλονγκ∙ πάντα ξεκινούσαν μηχανικά μια δουλειά μέχρι να πιάσουν μια νέα, χωρίς σταματημό. Πώς θα ήταν η ζωή, αναρωτιόταν, αν είχαν τον χρόνο να σκεφτούν και να στοχαστούν; Θα ήταν οι ζωές τους διαφορετικές ή ολόιδιες – ή μήπως θα γίνονταν άλλοι άνθρωποι;» Μπορεί να μην υπήρχε ο χρόνος να σκεφτεί τα προβλήματα του κόσμου αλλά δεν σήμαινε ότι δεν τα συναισθάνονταν βαθιά μέσα του και αν δεν κατάφερνε να γίνει μέρος της λύσης, τουλάχιστον πάσχιζε να μην τα επιδεινώνει. Εξάλλου, τα προβλήματα του κόσμου τα λύνουν οι σοφοί του κόσμου, όπως ας πούμε η Εκκλησία, Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Και δη, η Καθολική Εκκλησία, γιατί τα καθολικά προβλήματα απαιτούν καθολικές λύσεις. Και Ιρλανδία και Καθολική Εκκλησία πάνε μαζί – ευδιάκριτη η ειρωνεία της Κλερ Κίγκαν στην χαρακτηριστική μεταφορά που πλάθει, χρησιμοποιώντας τα (συμπαθέστατα κατ΄ άλλα) κοράκια: «Και τα υπόλοιπα τόσο κομψά, καθώς πηγαινοέρχονταν επιθεωρώντας το έδαφος και τον περίγυρο με τα φτερά τους κολλημένα στον κορμό, θύμιζαν στον Φέρλονγκ τον νεαρό εφημέριο που του άρεσε να περιφέρεται στην πόλη με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη».  
 
 
Όπως έλεγε και ο George Carlin «They will do anything for the unborn. But once you’re born, you’re on your own». Έτσι στο τοπικό μοναστήρι υπάρχει κάτι που βρωμάει και κανέναν δεν συμφέρει να βγουν τα άπλυτα στη φόρα. Πολλά Οικοτροφεία για Μητέρες και Βρέφη στην Ιρλανδία, κακοποιούσαν χιλιάδες παιδιά σε αυτό που έμεινε γνωστό ως πλυσταριό της Μαγδαληνής. Η συγγραφέας ωστόσο, ευφυώς αποφεύγει τους μελοδραματισμούς ή τις λεπτομερείς περιγραφές και έτσι καταφέρνει να αναγάγει αυτό το ειδικό θέμα σε ένα γενικότερο, και τον συγκεκριμένο ήρωα σε έναν οποιονδήποτε. Εξάλλου, αρκεί να θυμάσαι την φράση, «Αν θες να τα βγάλεις πέρα στη ζωή, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αγνοείς, για να μπορείς να συνεχίζεις»∙ αλλά αν μπορείς να τα αγνοείς, δε θα θυμάσαι πλέον και την φράση, ενώ αν θυμάσαι την φράση, τότε μάλλον δε θα καταφέρνεις να τα αγνοείς επιτυχώς∙ catch 22.
 
Σε αυτή την παγίδα πέφτει και ο καλοκάγαθος Μπιλ ο οποίος καθώς πλησιάζει η άδεια των Χριστουγέννων αρχίζει να σκέφτεται περισσότερο είτε το παρελθόν του που ξεκίνησε δυσοίωνα αλλά θα μπορούσε να συνεχίσει ακόμα χειρότερα είτε το παρελθόν των κοριτσιών του που ξεκίνησε όσο καλύτερα μπορούσε αλλά πάντα θα φοβάται για το πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον. Και εκεί ακριβώς, εύχεται η ίδια μηχανιστική καθημερινότητα που τον καταδυνάστευε για χρόνια να έρθει τώρα να τον λυτρώσει. Η Κυριακή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μεταφορά εδώ, καθότι θεωρείται η μέρα του θεού.
 
 
[…] «Ένα μέρος του εαυτού του ευχόταν να ήταν Δευτέρα πρωί, να μπορούσε να σκύψει το κεφάλι του και να συνεχίσει να οδηγεί στους δρόμους και να τον απορροφήσουν οι μηχανικές διαδικασίες μιας συνηθισμένης εργάσιμης εβδομάδας. Οι Κυριακές του φαίνονταν ξεφτισμένες και βαριές. Γιατί να μην μπορεί να χαλαρώσει και να τις χαρεί όπως άλλοι που έπιναν μια μπίρα ή και δυο μετά τη λειτουργία και αποκοιμιούνταν δίπλα στη φωτιά με την εφημερίδα αγκαλιά, έχοντας φάει ένα πιάτο φαΐ;»  
 
Το βιβλίο κυκλοφορεί από το «Μεταίχμιο» σε ένα όμορφο πράσινο εξώφυλλο και μετάφραση της Μαρτίνας Ασκητοπούλου. Η Κλερ Κίγκαν χρησιμοποιεί για φόντο τα Χριστούγεννα όχι ως μέσο να εκβιάσει το συναίσθημα αλλά κάπως τυχαία, η ιστορία της νομίζω θα λειτουργούσε σε οποιαδήποτε εποχή. Οι αναγνώστες είναι ευεπίφοροι στα συναισθήματα που γεννιούνται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων όμως αυτό είναι παράπλευρη απώλεια ή ωφέλεια, αναλόγως. Η συγγραφέας λέει την ιστορία της με τα πιο λιτά μέσα και τα πιο ουσιαστικά. Ακόμα και η γυναικεία της αλληλεγγύη μπορεί να εκφραστεί ολοκληρωμένα με μια υπόκωφη και γεμάτη πικρό χιούμορ φράση. «Πώς να ’ναι άραγε να είσαι άντρας» είπε εκείνη «και να έχεις άδεια». Η μεγάλη λογοτεχνία ενίοτε γράφεται και με μικρά πράγματα σαν κι αυτά. 
 

 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !