Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Τι πιο σύνηθες

    Στο πρόσφατο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είδα μια ταινία που κινιόταν αρκετά έξω από τα συνηθισμένα∙ λεγόταν «Οι συνηθισμένοι». Ποιο ήταν το ασυνήθιστο στοιχείο της; Δεν πάει το μυαλό σας με τίποτα, γιατί έχει σχεδόν εκλείψει από τα καλλιτεχνικά πράγματα, εκείνα τουλάχιστον που απαιτούν αφήγηση. Λέγεται πλοκή και συνήθως χρησιμοποιούνταν παλιότερα για να κάνει τα έργα ψυχαγωγικά. Πλέον τα έργα βραβεύονται για την άψυχη ομοιομορφία τους και η πλοκή κατάντησε το ζαβό ψυχοπαίδι τους. Όταν ήμουν μικρός και επαναστάτης έλεγα θάνατος στην πλοκή, βίβα λα ρεβελουθιόν, αλλά πλέον έγινα συντηρητικός και πολύ το γουστάρω, σε λίγο θα ψηφίσω και Άδωνι. Ασχοληθείτε και λίγο με την πλοκή ρε σεις, που θέλετε μόνο να σας πλέκουν το εγκώμιο αλλά εσείς από πλέξιμο τίποτα, μόνο μπλέξιμο. Σας μιλάω, ζητώ την προσοχή σας, δείτε με που (κάπως άτονο, δυστυχώς!) σας γράφω. Δεν απαντάτε ρε ατάλαντες ψωνάρες; Καλά, δεν επιμένω. Ε, θα πείτε, τι πιο σύνηθες να συμβεί.

Επίδεσμος

    Όλο και συχνότερα, κάθε νέο βιβλίο ενός συγγραφέα μοιάζει ίδιο και απαράλλαχτο με το προηγούμενο, αλλάζουν μόνο η τιμή (προς τα πάνω) και το μάρκετινγκ (προς τα πολύ πάνω) που πείθουν τον κόσμο να τα αγοράσει. Κάθε πέρσι και καλύτερα, αναφωνείς αηδιασμένος, και νιώθεις ότι γίνεσαι ο πατέρας σου, εκείνη ακριβώς την τρομακτική στιγμή. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τον Αχιλλέα ΙΙΙ, παρόλο που ο άτιμος έγραψε ένα ίδιο και απαράλλαχτο βιβλίο με το προηγούμενό του . Το «bandage» με το «bondage» έχουν ένα γράμμα και μια οδυνηρή ιστορία (όχι της Ο) διαφορά – το πρώτο καλύπτει τις πληγές που εξουσιαστικοί μηχανισμοί όπως η οικογένεια φροντίζουν να κρατούν ορθάνοιχτες στάζοντας από πάνω λεμόνι και χιονίζοντας χοντρό αλάτι. Σε μια δεύτερη, ωστόσο, περισσότερο ηδονιστική ανάγνωση, η καλή λογοτεχνία είναι και παραμένει πάντοτε μαζοχιστική.

No man's land

  Απέκτησα όψιμο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία του Κούτσι και αγοράζω ό,τι δικό του μπορώ να βρω, κούτσα κούτσα θα τα πάρω όλα. Δεν έχω καταλήξει αν μου αρέσει τόσο πολύ η λογοτεχνία του αλλά παραδέχομαι ότι λειτουργεί ύπουλα σε μένα και κάποιες στιγμές του είναι πολύ δυνατές. Έχω λατρέψει τη « Γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα », έχω να περιμένει το «Στην καρδιά της χώρας» και έχω βαρεθεί ήδη από την αρχή τον «Άρχοντα της Πετρούπολης» με τον Ντοστογιέφσκι και τον θάνατο του παιδιού του – δεν μου φτάνει ο κλαψιάρης ο Ντοστογιέφσκι, θα έχω και κλάψα εξ αντανακλάσεως; Ε αυτό πάει πολύ, χάρισμα σας. «Ονομάζομαι Γιουτζίν Ντόουν. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Αρχίζουμε λοιπόν».

Death Star

  Καλέ θυμάστε πόσο είχαμε ενθουσιαστεί πριν από μερικούς μήνες με τις φωτογραφίες που ανέβασε το τηλεσκόπιο James Webb; Τι έκσταση! Ανοίγαμε όλοι το photoshop να φτιάξουμε παρόμοιες, ήταν γενικά μεγάλη στιγμή, καιρό είχαμε να δούμε τόσο κακόγουστες φωτογραφίες. Μόνο λίγοι επιστήμονες, συγκριτικά με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, γνώριζαν την σημασία τους. Σκέφτομαι λοιπόν πολλούς αναγνώστες να μισούν την nerd λογοτεχνία του Άντι Γουίρ, ενώ ταυτόχρονα στο ίνσταγκραμ τους έχουν τις παραπάνω φωτογραφίες∙ και αυτό όσο να ’ναι με διασκεδάζει πολύ. Η επιστημονική φαντασία που γράφει ο Γουίρ (όσο και αν κάποιος θεωρεί ότι κινείται στις παρυφές και δεν πλησιάζει καν κέντρο) δεν είναι μια καταγγελτική λογοτεχνία, όπως συχνά συνηθίζεται σε αυτό το είδος, αλλά μια λογοτεχνία ενός σπασίκλα που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και όσες φορές εκείνο αδειάσει, θα το γεμίσει μία παραπάνω. «Ίσως να είναι μόνο η παιδική μου αισιοδοξία, αλλά η ανθρωπότητα μπορεί να κάνει θαύματα όταν το παίρνουμε απόφαση»

Η Αλίκη στις πόλεις

  Καλύτερα Αλίκη στις πόλεις των θαυμάτων παρά Ωραία Κοιμωμένη στο χωριό. Αυτή είναι η τελεσίδικη γνώμη μου. Αλλά τώρα που καλοκαίριασε δύσκολα να σας πείσω, το ξέρω. Τα ξαναλέμε when September ends. «Οι πόλεις δεν προσφέρουν μόνο υλικά οφέλη αλλά και ενθουσιασμό και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει κάποιος τον εαυτό του. Για πολλούς πολίτες του Μάντσεστερ και του Σικάγου, η πόλη σήμαινε μια μορφή ελευθερίας. Αυτό ήταν κάτι που οι επικριτές της βικτοριανής πόλης δεν μπόρεσαν ποτέ να συλλάβουν: με τόσο σκότος και βρομιά δεν μπόρεσαν ποτέ να διακρίνουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινότητα επαναπροσδιοριζόταν μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική μητρόπολη». Όσοι πάλι επι-μένετε στις πόλεις πρέπει να προμηθευτείτε αμέσως το καταπληκτικό βιβλίο του Ben Wilson – γιατί αν εξαντληθεί θα το ψάχνετε στα επαρχιακά βιβλιοπωλεία!

Μαύρα μεσάνυχτα

  Ξημερώματα δίνεις δικαιώματα και όποιος νύχτα περπατεί ξέρουμε καλά τι πατεί, αλλά αν είσαι νυχτοφύλακας δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Το ρίχνεις στο γέλιο λοιπόν, γιατί έτσι κι αλλιώς η κάθε μέρα είναι γεμάτη δράματα, δεν σηκώνει αστεία. «Εμείς οι νυχτοφύλακες και ποιητές πράγματι δεν πολυνοιαζόμαστε για τα πάρε-δώσε των ανθρώπων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Καθώς είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός: Οι άνθρωποι είναι όσο πράττουν εξαιρετικά πεζοί και το πολύ όταν ονειρεύονται παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον» . Βιβλίο νυχτερινής περιπλάνησης και αποπλάνησης και πλάνης, το βιβλίο του Μποναβεντούρα είναι ένα συμπυκνωμένο, και από τα πιο σκοτεινά, δείγμα του γερμανικού Ρομαντισμού που περιέχει τις βασικότερες πτυχές αυτού του λογοτεχνικού κινήματος και ξεδιπλώνει με πολύ κατανοητό τρόπο η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη στο επίμετρο. Αναμφιβόλως έχω μαύρα μεσάνυχτα γύρω από τον γερμανικό Ρομαντισμό, το παραδέχομαι και μόνος μου, αν όχι και για την λογοτεχνία εν γένει, και γι’ αυτό είμαι διατεθειμ

Μας κούφανε

  Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ» . Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει ένα

Κόψε και μοίρασε

  Είχα σκοπό να μην ξαναγράψω σύντομα για τον Κούντερα αλλά πώς να αντισταθείς όταν ανακατεύει τόσο υπέροχα τα στοχαστικά του χαρτιά; Μην μπλέκεις με τον dealer, λένε, αλλά εκείνος κρατάει πάντα τα φύλλα του ανοιχτά και έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις χαμένος. Όταν έμαθα ότι θα εκδοθεί ένα ακόμα δοκίμιό του, έπαιξα τα ρέστα μου και περίμενα με χαρά να ρεφάρω∙ να η ευκαιρία, ο πόλεμος στην Ουκρανία δυστυχώς μαίνεται ακόμα και μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Κούντερα μπορεί να θέσει ξεκάθαρα τα πράγματα, μακάρι να γράψει κάτι σχετικό παρά την προχωρημένη ηλικία του – απογοήτευση όμως, και μάλιστα διπλή. Γιατί τα ξεκαθάρισε όλα πριν από σχεδόν 40 χρόνια και η γεύση που σου αφήνει διαβάζοντάς το σήμερα είναι πικρότατη. «Να γιατί σ’ αυτή την περιοχή των μικρών εθνών που «δεν πέθαναν ακόμα» φάνηκε καθαρότερα και νωρίτερα από αλλού η ευάλωτη φύση της Ευρώπης, όλης της Ευρώπης. Πράγματι, στον δικό μας σύγχρονο κόσμο, όπου η εξουσία έχει την τάση να συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια

Θα φάτε τα μούτρα σας

  Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη , πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ» . Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.

Δουβλινιάδα

    Σήμερα Πέμπτη 16 Ιουνίου, η σωστή μέρα, 2022 πλέον, μία ακόμα πιο τυχερή – κατά Τζόυς – χρονολογία, εκατό χρόνια από την έκδοση του «Οδυσσέα» εντός του οποίου φυλάσσεται αθάνατη η παραπάνω ημερομηνία, σκέφτηκα να το γιορτάσουμε με μερικές φωτογραφίες γιατί ως γνωστόν «μια εικόνα χίλιες λέξεις» – όσες συνήθως είναι μία μέση ανάρτησή μου. «Η χιλιοειπωμένη κοινοτοπία που ισχυρίζεται την ισοδυναμία της εικόνας με χιλιάδες λέξεις κάθε άλλο παρά ισχύει όταν αφορά τη φωτογραφία και τον πεπερασμένο της κόσμο. Κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, το αντίστροφο ισχύει περισσότερο, ότι δηλαδή μία λέξη ισοδυναμεί με χίλιες εικόνες, όσες πάνω κάτω, ας πούμε, φαντάζομαι όταν εκφέρω αιφνιδίως τη λέξη κίτρο ή τη λέξη κλινοσκέπασμα ή όποια άλλη (που η όποια φωτογραφία της βεβαίως μικρή πιθανότητα έχει να τις αφυπνίσει). Θεωρώ αναγκαία αυτή την παρένθεση ως προειδοποίηση για τη λειτουργία των εικόνων σε έναν τόμο, που αν και στο κέντρο του έχει ένα μοναδικό μυθιστόρημα, ωστόσο πλημμυρίζει από εικόν

Άνθρωποι μονάχοι

  Ένα περιζήτητο βιβλίο που έμεινε για πολλά χρόνια στο ράφι (γόνιμα αστεία, τι να λέμε!) αποδέχτηκε επιτέλους την πρότασή μου να διαβαστεί και να παντρευτεί με την στείρα κριτική μου. Ακριβώς όπως η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στους εκφραστικά λιτούς στίχους του Γιάννη Καλαμίτση και στην ακόμα πιο λιτή μουσική του Σπανού είναι ένα σύνολο που δύσκολα μπορεί να παίζει στο κεφάλι σου για καιρό χωρίς να σε θλίψει αλλά που όταν το ακούς σποραδικά δεν παύει να σε συγκινεί σε βάθος, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα 12 υπέροχα διηγήματα του Ουίλλιαμ Τρέβορ. Από την περιγραφή και μόνο φανταζόμουν το βιβλίο υπερβολικά δύσθυμο και αργοκίνητο και έτσι εγώ διαρκώς αναζητούσα κάτι στον αντίποδα∙ αλλά αν ο συγγραφέας είναι μάστορας η πραγματικότητα τελικά κυριαρχεί και βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. «Όταν αφήνεις την φαντασία σου να καλπάζει, κάνεις συνήθως λάθος» .

Deep Blue

  Το σκάκι ανέκαθεν αποτελούσε γεωπολιτική (και όχι μόνο) μεταφορά. Σε εκείνες τις περιπτώσεις δεν ήταν απαραίτητο να ξέρεις καλό σκάκι για να γίνει πιστευτός αρκεί να ήξερες γεωπολιτική. Εδώ, ο Κασπάροφ είναι πασίγνωστο ότι ξέρει απίστευτο σκάκι και μοιραία πολλοί θα αναρωτηθούν τι μπλέκει τώρα με την γεωπολιτική, τι παραπάνω ξέρει αυτός που δεν το ξέρει ο μέσος αχρήστης του διαδικτύου με το μαγνητάκι-σφυροδρέπανο στο ψυγείο του – πάλι καλά να λέει, που έχει και ψυγείο! Οι αποχρώσεις από την βαθιά μελαγχολία στον μαύρο θάνατο είναι τελικά πολύ δυσδιάκριτες. «Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψουμε τη ζωή σε ένα κομμουνιστικό κράτος σε όσους δεν το έχουν ζήσει. Το ανθρώπινο πνεύμα είναι ένα ανθεκτικό πλάσμα και τείνει να προσαρμόζεται σε όλες τις συνθήκες όσο καλύτερα μπορεί, έτσι ώστε να μην χάσει κάθε ελπίδα. Η αλληλεγγύη ευδοκιμεί στη στέρηση, γι’ αυτό και οι ιστορίες της εύπορης Δύσης είχαν μεγάλη υπονομευτική δύναμη στην ΕΣΣΔ. Είναι πολύ πιο δύσκολο να διατηρήσεις τη στωικότητά σου εν

Πετριά

    Η πετριά του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι (Γιοντορόφσκι τον θέλει ο μεταφραστής και εφεξής θα κρατήσω αυτή την γραφή) είναι γνωστή σε όσους τον παρακολουθούν. Σπουδαίος σκηνοθέτης, κομίστας, συγγραφέας, είναι μια προσωπικότητα που δύσκολα να μην σας γοητεύσει – ακόμα και αν σας απογοητεύσει αρχικά, να επιμείνετε, είναι μια ψευδαίσθηση. «Ανάμεσα σε τόσες ψευδαισθήσεις ψάχνω την πιο ωραία» . Γεμάτος αντιφάσεις, μας λιθοβολεί όχι σαν αναμάρτητος αλλά σαν ο πλέον αμαρτωλός. Στην αρχή νόμιζα ότι πρόκειται για ποίηση και λέω ας είναι, τι να γίνει, όμως εν τέλει αποδείχθηκε κάτι πιο όμορφο∙ κάτι ανάμεσα σε πειραγμένα χαϊκού και αφορισμούς «[…] θέλησα να πάω προς άλλη κατεύθυνση, τολμώ να την ονομάσω μεταφυσική (…) Ξέροντας πως μερικά δηλητηριώδη ερπετά είναι υψηλής ομορφιάς, δεν αρκέστηκα με μια έκφραση μονάχα αισθητική: βήμα βήμα, μετέτρεψα τους μικρούς στίχους σε ηθικές προτάσεις, θεραπευτικές, και, όσο ήταν δυνατόν, μυητικές» . Πετραδάκι πετραδάκι το έγραψε αυτό το βιβλίο!

Η μέθοδος του Κούντερα

  Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθν

Παραφορισμοί

  Μου αρέσουν πολύ οι αφορισμοί ως λογοτεχνικό είδος (θα γράψω σχετικά σε προσεχή ανάρτηση) και κυρίως αγαπώ μέχρι παραφοράς εκείνους του Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ. Το όνομα του μπλογκ οφείλεται σε έναν δικό του, μέρος του τρόπου που σκέφτομαι οφείλεται σε αυτόν, και παρόλο που έχω ομολογουμένως εγκεφαλικά κεραυνοβοληθεί ελπίζω να μην εμφανίσω παράξενα σχήματα και στο σώμα μου εξαιτίας του! Παλιότερα είχαν κυκλοφορήσει δύο μικρές συλλογές με αφορισμούς από τις εκδόσεις «Στιγμή» και πριν από λίγο καιρό εντελώς αναπάντεχα – κεραυνός εν αιθρία – μια μεγαλύτερης έκ(σ)τασης από τον «Κέδρο». Νίτσε, Βιτγκενστάιν, Γκαίτε, Κιρκεγκώρ, Σοπενχάουερ, κ.α. πίνανε νερό στο όνομά του και το ίδιο κάνω και εγώ χρόνια τώρα – ενίοτε και με οινοπνευματώδη∙ αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Λίχτενμπεργκ . Ακολουθεί περήφανη παρέλαση που δεν έδειξαν οι τηλεοράσεις!

Τιμές στον μικρό θεό της ειρωνείας

    Με ξέρετε αρκετά καλά πια, ποτέ δε θα προσπαθούσα να καταλάβω την περιοχή της ποίησης με την βία. Δεν χρειάζεται κάποιον να την «σώσει»   – ακόμα και όταν αρκετές φορές στραγγαλίζεται από την ασφυκτική οίησή της – και είναι πάντα καλύτερα να ζει ανεξάρτητη και να διαβιεί όπως νομίζει. Σε άλλους ειρηνικότερους καιρούς είχα ξεχωρίσει αυτή την ποιητική συλλογή για τον υπέροχο τίτλο της και διαβάζοντας ένα δυο ποιήματα στα πεταχτά είχα πειστεί για την αφοπλιστική της απλότητα ( «Χαμηλόφωνα και απλά, τα ποιήματά του αποφεύγουν τόσο την υστερία όσο και την μεγαληγορία, υπενθυμίζοντας πως αν απαντήσουμε στο χάος με χάος, απλώς υποκύπτουμε στις δυνάμεις εκείνες στις οποίες πρέπει να αντισταθούμε» ), σε σύγκριση με άλλους ποιητές εκείνης της ευρύτερης και πολύπαθης περιοχής της Ευρώπης, όπως φερ’ ειπείν είναι ο Μίλος ή ο Τσέλαν, κάπως ακατανόητοι για τα περιορισμένα γούστα και αντιληπτικά σύνορά μου. Την αγόρασα και δεν μετάνιωσα καθόλου. Αφήστε τον Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ να γίνει ο πρεσβευτ

Τώρα μας σώνει μόνο ένα θαύμα

    Μπορεί ένα βιβλιοπωλείο να αποτελέσει καταφύγιο; Όχι καταφύγιο πολέμου, μην παρασύρεστε από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, δεν παίζει τέτοιο πράγμα∙ ούτε βέβαια να σταματήσει τον ίδιο τον πόλεμο, αυτό και αν θα ήταν θαύμα! Μπορεί ωστόσο να αποτελέσει πού και πού ένα ζεστό καταφύγιο μιας μεμονωμένης ζωής, που παρέα με δισεκατομμύρια άλλες συγκροτούν τον κόσμο γύρω μας, τα ακρότατα όρια του οποίου συχνότατα και εντελώς απροσδόκητα μπορεί να είναι οι πιο αναίτιες και ακραίες σφαγές. Oh yes! Το να διεξάγεις ακήρυχτο πόλεμο αλληλεγγύης μέσω social media, να φας μια μπριζόλα επειδή τυχαίνει να είναι Τσικνοπέμπτη στα μέρη σου ή να διαβάσεις ένα ανάλαφρο βιβλίο δεν μοιάζουν αρκετά. Αλλά και τι θα μπορούσε να μοιάζει αρκετό στη ζωή ενός ανθρώπου; «Φοβάμαι ότι αυτό είναι σαν εκείνα τα feelgood μυθιστορήματα που διαβάζει η Τζάσμιν, όπου το τέλος είναι πάντα χαρούμενο γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι αναγνώστες να αντισταθμίσουν τις κακές ειδήσεις και όλα αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν

Ιόλα ή τίποτα

    Πριν από πολλά πολλά χρόνια, θα ήταν θαρρώ 2018 ή και αρχές του 2019, είχα παρακολουθήσει μια έκθεση αφιερωμένη στον Αλέξανδρο Ιόλα, στο – and just like that – σαλονικιώτικο «MOMus» (στο άλλοτε «Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης»), το επαρχιώτικο ξαδερφάκι του μητροπολιτικού πρωτοτύπου. Μην ανησυχείτε, η ανέμπνευστη μετονομασία πασίγνωστων μπραντ είναι ενδημική. Ενθουσιάστηκα με όσα έμαθα και έσπευσα να διαβάσω κάποιο σχετικό βιβλίο με την δράση του και τη ζωή του. Το μόνο που βρήκα ήταν μια βιογραφία γραμμένη από τον Νίκο Σταθούλη (επανεκδόθηκε από «Οδός Πανός» ) που επέλεξε ο ίδιος ο Ιόλας για βιογράφο του. Απογοητεύτηκα πολύ νωρίς όταν από τις πρώτες σελίδες με μια ενοχλητική οίηση του ίδιου του βιογράφου, περιέγραφε πώς αποπλάνησε ένα αγόρι στην Αίγυπτο πίσω από κάτι σκάλες. Δεν προμήνυε τίποτα το αντικειμενικό για την συνέχεια και έτσι το παράτησα αδιάβαστο. Αυτό μου θύμισε μια φράση από την παρούσα βιογραφία, και με την σχετική γνώση που απέκτησα επί του θέματος, διαφωτίζ

Δάφνες και πικροδάφνες

  Όλοι οι καλλιτέχνες κλέβουν. Τι πιο σύνηθες από αυτό, που θα έλεγε και ο Ευαγγελάτος. Απλώς κάποιοι παίρνουν τις δάφνες και κάποιοι άλλοι την πίκρα. Κανείς δεν το κάνει σοβαρό θέμα – ίσως μόνο θέμα Πανελληνίων, μέχρι εκεί. Αν ωστόσο έχεις το θάρρος και την καλοσύνη να το παραδεχτείς, απαλύνεις κάπως την πίκρα του θύματος, και αμβλύνεις τις όποιες καλλιτεχνικές αιχμές πρόκειται να εκτοξευθούν. Ο Τζόυς λοιπόν, για την συγγραφή του «Οδυσσέα» του εκτός από τα λάφυρα της πιο βαθιάς προσωπικής του ζωής και τα ξεφτίδια του κοινωνικού του περίγυρου, έκλεψε και την μέθοδο από ένα βιβλίο του Ντυζαρντέν. Μας ενδιαφέρει πώς θα ήταν ο «Οδυσσέας» χωρίς αυτή την μέθοδο; Όχι. Μας νοιάζει πόσο πολύ την τελειοποίησε ο Τζόυς, καθιστώντας την σχεδόν αγνώριστη; Ούτε αυτό. Τα δυο βιβλία στα μάτια ενός επαρκούς – κατά Ναμπόκοφ – αναγνώστη επικοινωνούν ήδη, βρίσκονται στο ίδιο γενέθλιο πάρτι της αγέραστης λογοτεχνίας και (μας) διασκεδάζουν με τον τρόπο τους. Σήμερα, το θρυλικό βιβλίο του Τζόυς σβήνει τα 100

Dance with the Devil

  A long time ago in a galaxy (στην επαρχία) far, far away… όταν περνούσα την emo φάση μου και έκλαιγα χωρίς λόγο καθώς να καθάριζα κρεμμύδια είχα ανακαλύψει τυχαία ένα βιβλιαράκι που το αγόρασα με τα πρώτα λεφτά που είχα αποταμιεύσει σε ένα βιβλιάριο τραπέζης που είχε δεν είχε μέσα 30 δραχμαί. Εκείνο το βιβλίο ήτο κάποιου ψιλοάγνωστου Χόφμαν μεταφρασμένο υπό του σπουδαίου Καρυωτάκη – αργότερα, όταν οι ισορροπίες άλλαξαν εντός μου, κατάλαβα ότι ο Χόφμαν λειτούργησε κάπως σαν το… καρυωθραυστικό του ποιητή∙ ξέρω, ξέρω, πάγωσε η θάλασσα μέσα σας, μακάρι να βρείτε ένα βιβλίο να πέσει πάνω της σαν τσεκούρι – «το λογοπαίγνιο είναι ένα καυτό σίδερο για μπούκλες στο χέρι της τρέλας και με δαύτο λυγίζει τις σκέψεις» . Ο λόγος είναι ότι ο Χόφμαν αποδείχθηκε μια εξαίσια διαβολική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τα παιδιά του κυκλοφορούν ελεύθερα γύρω μας – ευτυχώς για αυτά, και για εμάς, είχε πάντοτε δουλειά, και μάλιστα σημαντική, να γράφει αριστουργήματα.

Ένοχη απόλαυση

  Τα βιβλία δεν είναι κρούσματα να τα μετράμε, λένε πολλοί, πρέπει πάνω από όλα να τα απολαμβάνουμε, δεν έχει νόημα η ποσότητα, πρωτίστως να μιλάνε βαθιά μέσα μας, και όπως λένε και τα επίσημα χείλη, επειδή η ανάγνωση είναι μοναχική διαδικασία, για καλύτερα αποτελέσματα, να σπρώχνουμε βαθύτερα! Κάτι βαθύτερο αναδύθηκε ανέλπιστα από την πρώτη, παραδοσιακά πλέον, ανάγνωση του νέου έτους. Πριν από πολλά χρόνια κάπου είχα σκαρφιστεί και σημειώσει ένα χαζοευφυολόγημα που πάνω κάτω έλεγε το εξής: «Ο ένοχος νιώθει τύψεις για κάτι που έκανε, ενώ ο ενοχικός για κάτι που δεν έκανε» – όχι με την έννοια της μη δράσης που αν γινόταν ίσως θα του έδινε αργότερα και την ευκαιρία να νιώσει τύψεις, αλλά με την έννοια μιας καταστατικής δυναμικής, που του γεννά αληθινές τύψεις εκ του μηδενός. «Το ότι ακόμα κι ένας αθώος, αν νομίζει ότι τον υποπτεύονται, μπορεί να αρχίσει να συμπεριφέρεται λίγο πολύ σαν ένοχος, αυτό ήταν κάτι που δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό του Σάιλας, όπως μάλλον δεν θα περνούσε και από