Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η μέθοδος του Κούντερα


 
Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, χωρίς να αντλεί κάποια απόλαυση απ’ αυτό, ούτε ο ίδιος ούτε η πατρίδα του».
 
Μόλις έγινε η εισβολή στην Ουκρανία έβαλα την Μποφίλιου να παίζει σε λούπα και έτρεξα στην δημοτική βιβλιοθήκη να δανειστώ το «Μυστικό ημερολόγιο του Πούτιν» για να μπορέσω να σχηματίσω μια καλύτερη άποψη, γραμμένο από την δημοσιογράφο και δολοφονημένη από το καθεστώς του, Άννα Πολιτκόφσκαγια («πολιτική-σκάγια», το λογοπαίγνιο λειτουργεί κάπως στα ελληνικά, ίσως ούτε καν έτσι, αλλά ήθελα να το πω∙ αν δεν σας αρέσουν τα αστεία μου, ζητήστε να κοπώ σαν την σειρά του Σεφερλή). Δυστυχώς, το βιβλίο ήταν ένα εν πολλοίς ανεπεξέργαστο χρονικό – την τελική επεξεργασία ανέλαβε ο θάνατος – με πολλές κουραστικές λεπτομέρειες που αν δουλεύονταν θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ίσως το ξαναπροσπαθήσω στο μέλλον ή θα αναζητήσω κάποιο παλιότερο βιβλίο της. Και τώρα; Η ζωή με Μποφίλιου είναι απάλευτη! Είδα και απόειδα και έπιασα έναν Κούντερα που βρισκόταν παράμερα και ήξερα ότι μόνο εκείνος μπορούσε να βάλει τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, αν και μιλούσε για μια παλιότερη και διαφορετική(;) συνθήκη. Η συγκυρία αποδείχθηκε ευτυχής γιατί το βιβλίο του Κούντερα που είχα ήταν εκείνο του «Γέλιου και της λήθης», το πρώτο βιβλίο που έγραψε (με παύση αρκετών χρόνων) ύστερα από την αυτοεξορία του στην Γαλλία που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στη χώρα του. 
 
http://straysatellite.com/kundera/
[…] «Τις προάλλες, που είχαν βγει περίπατο, η μαμά κοίταξε κάπου μακριά και είπε: «Ποιο είναι αυτό το ωραίο άσπρο χωριουδάκι εκεί κάτω;» Δεν ήταν χωριουδάκι, ήταν ασβεστωμένες ξερολιθιές. Ο Κάρελ ένιωσε λύπη για τη μητέρα του και την όρασή της που εξασθενούσε.
Αλλά αυτή η εξασθενημένη όραση έμοιαζε να εκφράζει κάτι πιο ουσιώδες: ό,τι έβρισκαν αυτοί μεγάλο, εκείνη το έβρισκε μικρό, ό,τι ήταν για εκείνους ξερολιθιές, για εκείνην ήταν σπίτια.
Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κάτι καινούριο αυτό. Η διαφορά είναι πως άλλοτε αγανακτούσαν. Μια νύχτα λόγου χάρη εισέβαλαν στη χώρα τους τα τανκς μιας γιγαντιαίας γειτονικής χώρας. Ήταν τέτοιο το σοκ, τέτοιος ο τρόμος, που για πολύν καιρό κανένας δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Ήταν Αύγουστος, και τα αχλάδια στον κήπο τους είχαν ωριμάσει. Μια εβδομάδα πιο πριν, η μαμά είχε πει στον φαρμακοποιό να ’ρθει να τα μαζέψει. Αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήρθε, κι ούτε καν ζήτησε συγγνώμη. Η μαμά δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει, κι αυτό έβγαζε τον Κάρελ και τη Μαρκέτα απ’ τα ρούχα τους: όλοι σκέφτονται τα τανκς, κι εσύ σκέφτεσαι τ’ αχλάδια, τη μάλωναν. Έπειτα μετακόμισαν, παίρνοντας μαζί τους την ανάμνηση της μικρότητάς της.
Αλλά τα τανκς είναι όντως πιο σημαντικά από τ’ αχλάδια; Με το πέρασμα του χρόνου ο Κάρελ συνειδητοποίησε πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νόμιζε πάντα, κι άρχισε να συμμερίζεται κρυφά την προοπτική της μαμάς, που είχε στο πρώτο πλάνο ένα μεγάλο αχλάδι και κάπου πίσω, μακριά, ένα τανκς όχι μεγαλύτερο από μια πασχαλίτσα, που από στιγμή σε στιγμή θα πετάξει και θα γίνει άφαντη. Α ναι! τελικά, έχει δίκιο η μαμά: το τανκς είναι φθαρτό, το αχλάδι αιώνιο».

 
Μερικά αποσπάσματά του, όπως το παραπάνω, είναι συμπυκνωμένοι τόμοι. Και πόσο συγκινητικά όμορφα. Προσωπικά, ανακάλυψα (με την αληθινή έννοια, είχαν προηγηθεί και οι «Γελοίοι έρωτες») τον Κούντερα μέσα από τις «Προδομένες διαθήκες» του – ένα απόλυτο αριστούργημα και από τα καλύτερα δοκίμια που έχω διαβάσει ποτέ. Μέσα εκεί μπορεί ο καθένας να καταρρίψει τις όποιες ενστάσεις έχει (καλλιεργήσει εξ αντανακλάσεως) για το έργο του∙ φυσικά δεν μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά δεν αξίζει την ελαφρότητα με την οποία τον έχουν περιβάλει αρκετοί αναγνώστες τόσα χρόνια∙ αν και δε θα τον χαλούσε στην τελική, ξέρει τι εστί ελαφρότητα και δεν το φέρνει βαρέως! Για κάθε βιβλίο που διαβάζω σε κάθε ηλικία που βρίσκομαι, υποψιάζομαι αρκετά εύστοχα τι είναι εκείνο που μου διαφεύγει σε σύγκριση με την ηλικία μου. Τι και πόσα είναι τα κενά μου και τι θα μπορούσα να κάνω για να βελτιώσω την απόλαυση. Ή να μην το καταδικάσω και να περιμένω να μεγαλώσω (και υποτίθεται να ωριμάσω) – κάποια βιβλία ζητάνε να μικρύνεις για να τα χαρείς αλλά λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό για την ώρα. Με τον Κούντερα έχω καταλήξει ότι αν τον διάβαζα μικρότερος θα τον καταδίκαζα στη λήθη. Φαινομενικά απλές αφηγήσεις, υποτυπώδεις πλοκές, γελοιότητες ερώτων και λοιπών δαιμονίων, ελαφρότητα, ασημαντότητα, βραδύτητα, ίσως άγνοια, και κάπου στο βάθος ένα δυο αστεία, και μια αχνή υποψία αθανασίας. Όμως είναι ακριβώς τα δοκίμιά του που δίνουν όλο το βάθος και την ιδιοφυΐα στα λογοτεχνικά έργα του∙ χωρίς να σημαίνει ότι δίχως αυτά δεν έχει αξία το έργο. Θέλω να πω, ότι το λογοτεχνικό του έργο είναι μια γοητευτική παρεξήγηση που αν ήμουν μικρότερος δεν θα είχα την διαύγεια και την καλοσύνη να του την συγχωρήσω! Ενώ τώρα, μόνο να τον ευχαριστήσω μπορώ. «Ο άνθρωπος, παρόλο που είναι ο ίδιος θνητός, δεν μπορεί να φανταστεί ούτε το τέλος του χώρου, ούτε το τέλος του χρόνου, ούτε το τέλος της Ιστορίας, ούτε το τέλος ενός λαού, γιατί ζει πάντοτε μέσα σε μιαν απατηλή απεραντοσύνη». 
 

Μέγας θαυμαστής του Ραμπελαί προκρίνει την φαντασία έναντι των άλλων. Οι ιδέες ακολουθούν την φαντασία σε μια διαρκή πορεία λοξοδρομήσεων που καταλήγει σε μια τεράστια τεχνητή λίμνη γέλιου (οι λέξεις «φαντασία», «ιδέες» και «γέλιο» με αστερίσκους, για να μην απογοητευτείτε οι ανυποψίαστοι). Δεν μπορώ να ξέρω ποιο από όλα τα βιβλία του θα είναι το καλύτερο, ούτε και ποιες είναι οι διαφορές στην λογοτεχνία του προ και μετά εισβολής. Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του μπόρεσε και μου έδωσε μια πολύ μεστή εικόνα της κατάστασης στην Ουκρανία και μια λογοτεχνία σπουδαία, συναισθηματικά μετρημένη, ειρωνική, με βάθος, ουσία και φαντασία.
 
[…] «Για να ξεπαστρέψεις έναν λαό» έλεγε ο Χυμπλ, «του αφαιρείς πρώτα την μνήμη. Καταστρέφεις τα βιβλία του, τον πολιτισμό του, την ιστορία του. Και κάποιος άλλος του γράφει άλλα βιβλία, του δίνει άλλον πολιτισμό και επινοεί για λογαριασμό του άλλη Ιστορία. Έπειτα, ο λαός αρχίζει σιγά σιγά να ξεχνάει ποιος είναι και ποιος ήταν. Ακόμα πιο γρήγορα θα τον ξεχάσει ο κόσμος γύρω του».
«Και η γλώσσα;»
«Ποιος ο λόγος να μας την πάρει; Θα μείνει σκέτη γραφικότητα, που αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από φυσικό θάνατο.»

 
Η έκδοση είναι της «Εστίας» που έχει την αποκλειστικότητα του Κούντερα και η καλή μετάφραση του Γιάννη Χάρη την έγκρισή του. Η λογοτεχνία του είναι μια λογοτεχνία συνόρων, που μπαινοβγάζει ακόμα και τον ίδιο εντός της, όπως κάνει και με τους πιστούς του αναγνώστες. Τα σύνορα δεν καταλύονται ποτέ. Το διαβατήριο σου είναι μόνο η απαλοιφή των βαθύτερων προκαταλήψεών σου. Ειρήνη σε όλον τον κόσμο – Μποφίλιου, σταμάτα γαμώτο, φτάνει!!
 
[…] «Η δυστυχία της δεν έγκειται στο ότι είναι κακά τα παιδιά, αλλά στο ότι βρέθηκε πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου. Οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται επειδή σφάζουν τα μοσχαράκια στο σφαγείο. Τα μοσχαράκια είναι έξω απ’ τον νόμο των ανθρώπων, ακριβώς όπως η Τάμινα είναι έξω απ’ τον νόμο των παιδιών.
Αν κάποιος πλημμυρίζει από φαρμακερό μίσος είναι η Τάμινα, όχι τα παιδιά. Η επιθυμία των παιδιών να προξενήσουν πόνο είναι επιθυμία θετική και χαρούμενη, και δίκαια μπορεί να αποκληθεί χαρά. Τα παιδιά θέλουν να προξενήσουν πόνο σε κάποιον που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου, μόνο και μόνο για να μεγαλύνουν τον κόσμο τους και τον νόμο του». 
 
 
 
Υ.Γ. 2666  Πηγές φωτογραφιών:  
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!