Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, χωρίς να αντλεί κάποια απόλαυση απ’ αυτό, ούτε ο ίδιος ούτε η πατρίδα του».
Μόλις έγινε η εισβολή στην Ουκρανία έβαλα την Μποφίλιου να παίζει σε λούπα και έτρεξα στην δημοτική βιβλιοθήκη να δανειστώ το «Μυστικό ημερολόγιο του Πούτιν» για να μπορέσω να σχηματίσω μια καλύτερη άποψη, γραμμένο από την δημοσιογράφο και δολοφονημένη από το καθεστώς του, Άννα Πολιτκόφσκαγια («πολιτική-σκάγια», το λογοπαίγνιο λειτουργεί κάπως στα ελληνικά, ίσως ούτε καν έτσι, αλλά ήθελα να το πω∙ αν δεν σας αρέσουν τα αστεία μου, ζητήστε να κοπώ σαν την σειρά του Σεφερλή). Δυστυχώς, το βιβλίο ήταν ένα εν πολλοίς ανεπεξέργαστο χρονικό – την τελική επεξεργασία ανέλαβε ο θάνατος – με πολλές κουραστικές λεπτομέρειες που αν δουλεύονταν θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ίσως το ξαναπροσπαθήσω στο μέλλον ή θα αναζητήσω κάποιο παλιότερο βιβλίο της. Και τώρα; Η ζωή με Μποφίλιου είναι απάλευτη! Είδα και απόειδα και έπιασα έναν Κούντερα που βρισκόταν παράμερα και ήξερα ότι μόνο εκείνος μπορούσε να βάλει τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, αν και μιλούσε για μια παλιότερη και διαφορετική(;) συνθήκη. Η συγκυρία αποδείχθηκε ευτυχής γιατί το βιβλίο του Κούντερα που είχα ήταν εκείνο του «Γέλιου και της λήθης», το πρώτο βιβλίο που έγραψε (με παύση αρκετών χρόνων) ύστερα από την αυτοεξορία του στην Γαλλία που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στη χώρα του.
[…] «Τις προάλλες, που είχαν βγει περίπατο, η μαμά κοίταξε κάπου μακριά και είπε: «Ποιο είναι αυτό το ωραίο άσπρο χωριουδάκι εκεί κάτω;» Δεν ήταν χωριουδάκι, ήταν ασβεστωμένες ξερολιθιές. Ο Κάρελ ένιωσε λύπη για τη μητέρα του και την όρασή της που εξασθενούσε.
Αλλά αυτή η εξασθενημένη όραση έμοιαζε να εκφράζει κάτι πιο ουσιώδες: ό,τι έβρισκαν αυτοί μεγάλο, εκείνη το έβρισκε μικρό, ό,τι ήταν για εκείνους ξερολιθιές, για εκείνην ήταν σπίτια.
Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κάτι καινούριο αυτό. Η διαφορά είναι πως άλλοτε αγανακτούσαν. Μια νύχτα λόγου χάρη εισέβαλαν στη χώρα τους τα τανκς μιας γιγαντιαίας γειτονικής χώρας. Ήταν τέτοιο το σοκ, τέτοιος ο τρόμος, που για πολύν καιρό κανένας δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Ήταν Αύγουστος, και τα αχλάδια στον κήπο τους είχαν ωριμάσει. Μια εβδομάδα πιο πριν, η μαμά είχε πει στον φαρμακοποιό να ’ρθει να τα μαζέψει. Αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήρθε, κι ούτε καν ζήτησε συγγνώμη. Η μαμά δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει, κι αυτό έβγαζε τον Κάρελ και τη Μαρκέτα απ’ τα ρούχα τους: όλοι σκέφτονται τα τανκς, κι εσύ σκέφτεσαι τ’ αχλάδια, τη μάλωναν. Έπειτα μετακόμισαν, παίρνοντας μαζί τους την ανάμνηση της μικρότητάς της.
Αλλά τα τανκς είναι όντως πιο σημαντικά από τ’ αχλάδια; Με το πέρασμα του χρόνου ο Κάρελ συνειδητοποίησε πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νόμιζε πάντα, κι άρχισε να συμμερίζεται κρυφά την προοπτική της μαμάς, που είχε στο πρώτο πλάνο ένα μεγάλο αχλάδι και κάπου πίσω, μακριά, ένα τανκς όχι μεγαλύτερο από μια πασχαλίτσα, που από στιγμή σε στιγμή θα πετάξει και θα γίνει άφαντη. Α ναι! τελικά, έχει δίκιο η μαμά: το τανκς είναι φθαρτό, το αχλάδι αιώνιο».
Αλλά αυτή η εξασθενημένη όραση έμοιαζε να εκφράζει κάτι πιο ουσιώδες: ό,τι έβρισκαν αυτοί μεγάλο, εκείνη το έβρισκε μικρό, ό,τι ήταν για εκείνους ξερολιθιές, για εκείνην ήταν σπίτια.
Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κάτι καινούριο αυτό. Η διαφορά είναι πως άλλοτε αγανακτούσαν. Μια νύχτα λόγου χάρη εισέβαλαν στη χώρα τους τα τανκς μιας γιγαντιαίας γειτονικής χώρας. Ήταν τέτοιο το σοκ, τέτοιος ο τρόμος, που για πολύν καιρό κανένας δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Ήταν Αύγουστος, και τα αχλάδια στον κήπο τους είχαν ωριμάσει. Μια εβδομάδα πιο πριν, η μαμά είχε πει στον φαρμακοποιό να ’ρθει να τα μαζέψει. Αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήρθε, κι ούτε καν ζήτησε συγγνώμη. Η μαμά δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει, κι αυτό έβγαζε τον Κάρελ και τη Μαρκέτα απ’ τα ρούχα τους: όλοι σκέφτονται τα τανκς, κι εσύ σκέφτεσαι τ’ αχλάδια, τη μάλωναν. Έπειτα μετακόμισαν, παίρνοντας μαζί τους την ανάμνηση της μικρότητάς της.
Αλλά τα τανκς είναι όντως πιο σημαντικά από τ’ αχλάδια; Με το πέρασμα του χρόνου ο Κάρελ συνειδητοποίησε πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νόμιζε πάντα, κι άρχισε να συμμερίζεται κρυφά την προοπτική της μαμάς, που είχε στο πρώτο πλάνο ένα μεγάλο αχλάδι και κάπου πίσω, μακριά, ένα τανκς όχι μεγαλύτερο από μια πασχαλίτσα, που από στιγμή σε στιγμή θα πετάξει και θα γίνει άφαντη. Α ναι! τελικά, έχει δίκιο η μαμά: το τανκς είναι φθαρτό, το αχλάδι αιώνιο».
Μερικά αποσπάσματά του, όπως το παραπάνω, είναι συμπυκνωμένοι τόμοι. Και πόσο συγκινητικά όμορφα. Προσωπικά, ανακάλυψα (με την αληθινή έννοια, είχαν προηγηθεί και οι «Γελοίοι έρωτες») τον Κούντερα μέσα από τις «Προδομένες διαθήκες» του – ένα απόλυτο αριστούργημα και από τα καλύτερα δοκίμια που έχω διαβάσει ποτέ. Μέσα εκεί μπορεί ο καθένας να καταρρίψει τις όποιες ενστάσεις έχει (καλλιεργήσει εξ αντανακλάσεως) για το έργο του∙ φυσικά δεν μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά δεν αξίζει την ελαφρότητα με την οποία τον έχουν περιβάλει αρκετοί αναγνώστες τόσα χρόνια∙ αν και δε θα τον χαλούσε στην τελική, ξέρει τι εστί ελαφρότητα και δεν το φέρνει βαρέως! Για κάθε βιβλίο που διαβάζω σε κάθε ηλικία που βρίσκομαι, υποψιάζομαι αρκετά εύστοχα τι είναι εκείνο που μου διαφεύγει σε σύγκριση με την ηλικία μου. Τι και πόσα είναι τα κενά μου και τι θα μπορούσα να κάνω για να βελτιώσω την απόλαυση. Ή να μην το καταδικάσω και να περιμένω να μεγαλώσω (και υποτίθεται να ωριμάσω) – κάποια βιβλία ζητάνε να μικρύνεις για να τα χαρείς αλλά λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό για την ώρα. Με τον Κούντερα έχω καταλήξει ότι αν τον διάβαζα μικρότερος θα τον καταδίκαζα στη λήθη. Φαινομενικά απλές αφηγήσεις, υποτυπώδεις πλοκές, γελοιότητες ερώτων και λοιπών δαιμονίων, ελαφρότητα, ασημαντότητα, βραδύτητα, ίσως άγνοια, και κάπου στο βάθος ένα δυο αστεία, και μια αχνή υποψία αθανασίας. Όμως είναι ακριβώς τα δοκίμιά του που δίνουν όλο το βάθος και την ιδιοφυΐα στα λογοτεχνικά έργα του∙ χωρίς να σημαίνει ότι δίχως αυτά δεν έχει αξία το έργο. Θέλω να πω, ότι το λογοτεχνικό του έργο είναι μια γοητευτική παρεξήγηση που αν ήμουν μικρότερος δεν θα είχα την διαύγεια και την καλοσύνη να του την συγχωρήσω! Ενώ τώρα, μόνο να τον ευχαριστήσω μπορώ. «Ο άνθρωπος, παρόλο που είναι ο ίδιος θνητός, δεν μπορεί να φανταστεί ούτε το τέλος του χώρου, ούτε το τέλος του χρόνου, ούτε το τέλος της Ιστορίας, ούτε το τέλος ενός λαού, γιατί ζει πάντοτε μέσα σε μιαν απατηλή απεραντοσύνη».
Μέγας θαυμαστής του Ραμπελαί προκρίνει την φαντασία έναντι των άλλων. Οι ιδέες ακολουθούν την φαντασία σε μια διαρκή πορεία λοξοδρομήσεων που καταλήγει σε μια τεράστια τεχνητή λίμνη γέλιου (οι λέξεις «φαντασία», «ιδέες» και «γέλιο» με αστερίσκους, για να μην απογοητευτείτε οι ανυποψίαστοι). Δεν μπορώ να ξέρω ποιο από όλα τα βιβλία του θα είναι το καλύτερο, ούτε και ποιες είναι οι διαφορές στην λογοτεχνία του προ και μετά εισβολής. Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του μπόρεσε και μου έδωσε μια πολύ μεστή εικόνα της κατάστασης στην Ουκρανία και μια λογοτεχνία σπουδαία, συναισθηματικά μετρημένη, ειρωνική, με βάθος, ουσία και φαντασία.
[…] «Για να ξεπαστρέψεις έναν λαό» έλεγε ο Χυμπλ, «του αφαιρείς πρώτα την μνήμη. Καταστρέφεις τα βιβλία του, τον πολιτισμό του, την ιστορία του. Και κάποιος άλλος του γράφει άλλα βιβλία, του δίνει άλλον πολιτισμό και επινοεί για λογαριασμό του άλλη Ιστορία. Έπειτα, ο λαός αρχίζει σιγά σιγά να ξεχνάει ποιος είναι και ποιος ήταν. Ακόμα πιο γρήγορα θα τον ξεχάσει ο κόσμος γύρω του».
«Και η γλώσσα;»
«Ποιος ο λόγος να μας την πάρει; Θα μείνει σκέτη γραφικότητα, που αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από φυσικό θάνατο.»
«Και η γλώσσα;»
«Ποιος ο λόγος να μας την πάρει; Θα μείνει σκέτη γραφικότητα, που αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από φυσικό θάνατο.»
Η έκδοση είναι της «Εστίας» που έχει την αποκλειστικότητα του Κούντερα και η καλή μετάφραση του Γιάννη Χάρη την έγκρισή του. Η λογοτεχνία του είναι μια λογοτεχνία συνόρων, που μπαινοβγάζει ακόμα και τον ίδιο εντός της, όπως κάνει και με τους πιστούς του αναγνώστες. Τα σύνορα δεν καταλύονται ποτέ. Το διαβατήριο σου είναι μόνο η απαλοιφή των βαθύτερων προκαταλήψεών σου. Ειρήνη σε όλον τον κόσμο – Μποφίλιου, σταμάτα γαμώτο, φτάνει!!
[…] «Η δυστυχία της δεν έγκειται στο ότι είναι κακά τα παιδιά, αλλά στο ότι βρέθηκε πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου. Οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται επειδή σφάζουν τα μοσχαράκια στο σφαγείο. Τα μοσχαράκια είναι έξω απ’ τον νόμο των ανθρώπων, ακριβώς όπως η Τάμινα είναι έξω απ’ τον νόμο των παιδιών.
Αν κάποιος πλημμυρίζει από φαρμακερό μίσος είναι η Τάμινα, όχι τα παιδιά. Η επιθυμία των παιδιών να προξενήσουν πόνο είναι επιθυμία θετική και χαρούμενη, και δίκαια μπορεί να αποκληθεί χαρά. Τα παιδιά θέλουν να προξενήσουν πόνο σε κάποιον που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου, μόνο και μόνο για να μεγαλύνουν τον κόσμο τους και τον νόμο του».
Αν κάποιος πλημμυρίζει από φαρμακερό μίσος είναι η Τάμινα, όχι τα παιδιά. Η επιθυμία των παιδιών να προξενήσουν πόνο είναι επιθυμία θετική και χαρούμενη, και δίκαια μπορεί να αποκληθεί χαρά. Τα παιδιά θέλουν να προξενήσουν πόνο σε κάποιον που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου, μόνο και μόνο για να μεγαλύνουν τον κόσμο τους και τον νόμο του».
Υ.Γ. 2666 Πηγές φωτογραφιών:
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.