Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η μέθοδος του Κούντερα


 
Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, χωρίς να αντλεί κάποια απόλαυση απ’ αυτό, ούτε ο ίδιος ούτε η πατρίδα του».
 
Μόλις έγινε η εισβολή στην Ουκρανία έβαλα την Μποφίλιου να παίζει σε λούπα και έτρεξα στην δημοτική βιβλιοθήκη να δανειστώ το «Μυστικό ημερολόγιο του Πούτιν» για να μπορέσω να σχηματίσω μια καλύτερη άποψη, γραμμένο από την δημοσιογράφο και δολοφονημένη από το καθεστώς του, Άννα Πολιτκόφσκαγια («πολιτική-σκάγια», το λογοπαίγνιο λειτουργεί κάπως στα ελληνικά, ίσως ούτε καν έτσι, αλλά ήθελα να το πω∙ αν δεν σας αρέσουν τα αστεία μου, ζητήστε να κοπώ σαν την σειρά του Σεφερλή). Δυστυχώς, το βιβλίο ήταν ένα εν πολλοίς ανεπεξέργαστο χρονικό – την τελική επεξεργασία ανέλαβε ο θάνατος – με πολλές κουραστικές λεπτομέρειες που αν δουλεύονταν θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ίσως το ξαναπροσπαθήσω στο μέλλον ή θα αναζητήσω κάποιο παλιότερο βιβλίο της. Και τώρα; Η ζωή με Μποφίλιου είναι απάλευτη! Είδα και απόειδα και έπιασα έναν Κούντερα που βρισκόταν παράμερα και ήξερα ότι μόνο εκείνος μπορούσε να βάλει τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις, αν και μιλούσε για μια παλιότερη και διαφορετική(;) συνθήκη. Η συγκυρία αποδείχθηκε ευτυχής γιατί το βιβλίο του Κούντερα που είχα ήταν εκείνο του «Γέλιου και της λήθης», το πρώτο βιβλίο που έγραψε (με παύση αρκετών χρόνων) ύστερα από την αυτοεξορία του στην Γαλλία που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στη χώρα του. 
 
http://straysatellite.com/kundera/
[…] «Τις προάλλες, που είχαν βγει περίπατο, η μαμά κοίταξε κάπου μακριά και είπε: «Ποιο είναι αυτό το ωραίο άσπρο χωριουδάκι εκεί κάτω;» Δεν ήταν χωριουδάκι, ήταν ασβεστωμένες ξερολιθιές. Ο Κάρελ ένιωσε λύπη για τη μητέρα του και την όρασή της που εξασθενούσε.
Αλλά αυτή η εξασθενημένη όραση έμοιαζε να εκφράζει κάτι πιο ουσιώδες: ό,τι έβρισκαν αυτοί μεγάλο, εκείνη το έβρισκε μικρό, ό,τι ήταν για εκείνους ξερολιθιές, για εκείνην ήταν σπίτια.
Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κάτι καινούριο αυτό. Η διαφορά είναι πως άλλοτε αγανακτούσαν. Μια νύχτα λόγου χάρη εισέβαλαν στη χώρα τους τα τανκς μιας γιγαντιαίας γειτονικής χώρας. Ήταν τέτοιο το σοκ, τέτοιος ο τρόμος, που για πολύν καιρό κανένας δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Ήταν Αύγουστος, και τα αχλάδια στον κήπο τους είχαν ωριμάσει. Μια εβδομάδα πιο πριν, η μαμά είχε πει στον φαρμακοποιό να ’ρθει να τα μαζέψει. Αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήρθε, κι ούτε καν ζήτησε συγγνώμη. Η μαμά δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει, κι αυτό έβγαζε τον Κάρελ και τη Μαρκέτα απ’ τα ρούχα τους: όλοι σκέφτονται τα τανκς, κι εσύ σκέφτεσαι τ’ αχλάδια, τη μάλωναν. Έπειτα μετακόμισαν, παίρνοντας μαζί τους την ανάμνηση της μικρότητάς της.
Αλλά τα τανκς είναι όντως πιο σημαντικά από τ’ αχλάδια; Με το πέρασμα του χρόνου ο Κάρελ συνειδητοποίησε πως η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νόμιζε πάντα, κι άρχισε να συμμερίζεται κρυφά την προοπτική της μαμάς, που είχε στο πρώτο πλάνο ένα μεγάλο αχλάδι και κάπου πίσω, μακριά, ένα τανκς όχι μεγαλύτερο από μια πασχαλίτσα, που από στιγμή σε στιγμή θα πετάξει και θα γίνει άφαντη. Α ναι! τελικά, έχει δίκιο η μαμά: το τανκς είναι φθαρτό, το αχλάδι αιώνιο».

 
Μερικά αποσπάσματά του, όπως το παραπάνω, είναι συμπυκνωμένοι τόμοι. Και πόσο συγκινητικά όμορφα. Προσωπικά, ανακάλυψα (με την αληθινή έννοια, είχαν προηγηθεί και οι «Γελοίοι έρωτες») τον Κούντερα μέσα από τις «Προδομένες διαθήκες» του – ένα απόλυτο αριστούργημα και από τα καλύτερα δοκίμια που έχω διαβάσει ποτέ. Μέσα εκεί μπορεί ο καθένας να καταρρίψει τις όποιες ενστάσεις έχει (καλλιεργήσει εξ αντανακλάσεως) για το έργο του∙ φυσικά δεν μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά δεν αξίζει την ελαφρότητα με την οποία τον έχουν περιβάλει αρκετοί αναγνώστες τόσα χρόνια∙ αν και δε θα τον χαλούσε στην τελική, ξέρει τι εστί ελαφρότητα και δεν το φέρνει βαρέως! Για κάθε βιβλίο που διαβάζω σε κάθε ηλικία που βρίσκομαι, υποψιάζομαι αρκετά εύστοχα τι είναι εκείνο που μου διαφεύγει σε σύγκριση με την ηλικία μου. Τι και πόσα είναι τα κενά μου και τι θα μπορούσα να κάνω για να βελτιώσω την απόλαυση. Ή να μην το καταδικάσω και να περιμένω να μεγαλώσω (και υποτίθεται να ωριμάσω) – κάποια βιβλία ζητάνε να μικρύνεις για να τα χαρείς αλλά λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό για την ώρα. Με τον Κούντερα έχω καταλήξει ότι αν τον διάβαζα μικρότερος θα τον καταδίκαζα στη λήθη. Φαινομενικά απλές αφηγήσεις, υποτυπώδεις πλοκές, γελοιότητες ερώτων και λοιπών δαιμονίων, ελαφρότητα, ασημαντότητα, βραδύτητα, ίσως άγνοια, και κάπου στο βάθος ένα δυο αστεία, και μια αχνή υποψία αθανασίας. Όμως είναι ακριβώς τα δοκίμιά του που δίνουν όλο το βάθος και την ιδιοφυΐα στα λογοτεχνικά έργα του∙ χωρίς να σημαίνει ότι δίχως αυτά δεν έχει αξία το έργο. Θέλω να πω, ότι το λογοτεχνικό του έργο είναι μια γοητευτική παρεξήγηση που αν ήμουν μικρότερος δεν θα είχα την διαύγεια και την καλοσύνη να του την συγχωρήσω! Ενώ τώρα, μόνο να τον ευχαριστήσω μπορώ. «Ο άνθρωπος, παρόλο που είναι ο ίδιος θνητός, δεν μπορεί να φανταστεί ούτε το τέλος του χώρου, ούτε το τέλος του χρόνου, ούτε το τέλος της Ιστορίας, ούτε το τέλος ενός λαού, γιατί ζει πάντοτε μέσα σε μιαν απατηλή απεραντοσύνη». 
 

Μέγας θαυμαστής του Ραμπελαί προκρίνει την φαντασία έναντι των άλλων. Οι ιδέες ακολουθούν την φαντασία σε μια διαρκή πορεία λοξοδρομήσεων που καταλήγει σε μια τεράστια τεχνητή λίμνη γέλιου (οι λέξεις «φαντασία», «ιδέες» και «γέλιο» με αστερίσκους, για να μην απογοητευτείτε οι ανυποψίαστοι). Δεν μπορώ να ξέρω ποιο από όλα τα βιβλία του θα είναι το καλύτερο, ούτε και ποιες είναι οι διαφορές στην λογοτεχνία του προ και μετά εισβολής. Το σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του μπόρεσε και μου έδωσε μια πολύ μεστή εικόνα της κατάστασης στην Ουκρανία και μια λογοτεχνία σπουδαία, συναισθηματικά μετρημένη, ειρωνική, με βάθος, ουσία και φαντασία.
 
[…] «Για να ξεπαστρέψεις έναν λαό» έλεγε ο Χυμπλ, «του αφαιρείς πρώτα την μνήμη. Καταστρέφεις τα βιβλία του, τον πολιτισμό του, την ιστορία του. Και κάποιος άλλος του γράφει άλλα βιβλία, του δίνει άλλον πολιτισμό και επινοεί για λογαριασμό του άλλη Ιστορία. Έπειτα, ο λαός αρχίζει σιγά σιγά να ξεχνάει ποιος είναι και ποιος ήταν. Ακόμα πιο γρήγορα θα τον ξεχάσει ο κόσμος γύρω του».
«Και η γλώσσα;»
«Ποιος ο λόγος να μας την πάρει; Θα μείνει σκέτη γραφικότητα, που αργά ή γρήγορα θα πεθάνει από φυσικό θάνατο.»

 
Η έκδοση είναι της «Εστίας» που έχει την αποκλειστικότητα του Κούντερα και η καλή μετάφραση του Γιάννη Χάρη την έγκρισή του. Η λογοτεχνία του είναι μια λογοτεχνία συνόρων, που μπαινοβγάζει ακόμα και τον ίδιο εντός της, όπως κάνει και με τους πιστούς του αναγνώστες. Τα σύνορα δεν καταλύονται ποτέ. Το διαβατήριο σου είναι μόνο η απαλοιφή των βαθύτερων προκαταλήψεών σου. Ειρήνη σε όλον τον κόσμο – Μποφίλιου, σταμάτα γαμώτο, φτάνει!!
 
[…] «Η δυστυχία της δεν έγκειται στο ότι είναι κακά τα παιδιά, αλλά στο ότι βρέθηκε πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου. Οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται επειδή σφάζουν τα μοσχαράκια στο σφαγείο. Τα μοσχαράκια είναι έξω απ’ τον νόμο των ανθρώπων, ακριβώς όπως η Τάμινα είναι έξω απ’ τον νόμο των παιδιών.
Αν κάποιος πλημμυρίζει από φαρμακερό μίσος είναι η Τάμινα, όχι τα παιδιά. Η επιθυμία των παιδιών να προξενήσουν πόνο είναι επιθυμία θετική και χαρούμενη, και δίκαια μπορεί να αποκληθεί χαρά. Τα παιδιά θέλουν να προξενήσουν πόνο σε κάποιον που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα του δικού τους κόσμου, μόνο και μόνο για να μεγαλύνουν τον κόσμο τους και τον νόμο του». 
 
 
 
Υ.Γ. 2666  Πηγές φωτογραφιών:  
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !