Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κουλτούρα και λίγο!

 
Ο Μίλαν Κούντερα, όταν δεν λήγει 1-0 (μπρρρ, τσουτσουριάσαμε πάλι με τα αστεία σου!), είναι συνυφασμένος με την έννοια της κουλτούρας. Αρκεί να πεις ανυποψίαστος ότι διαβάζεις Κούντερα για να σου κολλήσει η ρετσινιά της θολοκουλτούρας, είναι πιο ισχυρή η επίδραση της αναφοράς στον κοινό νου, ακόμα και από την αναφορά στον Ντοστογιέφσκι και τον Προυστ μαζί. Επίσης, «η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (όταν δεν χρησιμοποιείται για να συνοψίσει την υψιπετή ερμηνεία της Νατάσας Μποφίλιου), γίνεται το εύκολο σύνθημα για όλα τα δεινά της ζωής μας – ναι, αυτό σου φταίει, που η ζυγαριά σου κόλλησε στα 120 κιλά! Απόκριες είναι, ας ντυθούμε και κουλτουριάρηδες, δεν πειράζει. Να μην το παρακάνουμε όμως, γιατί μόλις παρέλθει η φιέστα, το να παραμένει κανείς καρνάβαλος είναι πολύ εύφλεκτη υπόθεση· κοινώς, καμμένο χαρτί.
 
Πριν καν μου δημιουργηθεί η επιθυμία να το παίξω κουλτουριάρης πετώντας δεξιά και αριστερά το όνομα του Κούντερα, ήθελα να διαβάσω «Το αστείο» – ένα βιβλίο που είχε καταφέρει να με στοιχειώσει ήδη από το οπισθόφυλλο. Η ιδέα ότι ένα αστείο (επιδερμικό, ή ακόμα και κάπως αιχμηρό, αδιάφορο μού είναι) μπορεί να γίνει αφορμή για να καταστραφεί η ζωή του ανθρώπου που το λέει (είτε εντός είτε εκτός ανελεύθερων καθεστώτων), με γοητεύει και με τρομάζει ταυτόχρονα. Απέφευγα επιμελώς να διαβάσω Κούντερα γιατί ήθελα να αναμετρηθώ μαζί του, ξεκινώντας από εκείνο το βιβλίο – επέμενα δαιμονισμένα, δεν σήκωνα αστεία επ' αυτού! Τέλος πάντων, η μοίρα μου (Αν η μοίρα με καταδίωκε πιο συστηματικά ίσως κατάφερνα κάτι. Γιατί το αδιέξοδο είναι το πεδίο των καλύτερών μου εμπνεύσεων) το θέλησε να ξεκινήσω από αυτό εδώ το βιβλίο, βρισκόταν και αυτό στο καλάθι με τα βιβλία που η βιβλιοθήκη χαρίζει με χαρά στους αναγνώστες της, και εφ' όσον εκτός από βραχύβιος υπάλληλός της, είμαι επίσης, το τσαμενούλι, και συστηματικός αναγνώστης υψηλής λογοτεχνίας (τρομάρα μου), το βούτηξα χωρίς τύψεις – ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω! 
 

 
Και, σαν παρανοϊκό παιχνίδι της μοίρας, ανοίγω τους «Γελοίους έρωτες» και πέφτω ακριβώς πάνω στο «Αστείο» – πλάκα με κάνετε;; Στο εναρκτήριο αριστουργηματικό διήγημα με τον σαφή (πιο σαφή, δεν γίνεται, στα μάτια μου) τίτλο «Κανείς δε θα γελάσει» (με τα αστεία του;!), ο πρωταγωνιστής οδηγείται στην καταστροφή εξαιτίας ενός αθώου αστείου, μιας σχεδόν αδιάφορης και τυχαίας φάρσας.
 
[...] -Κλάρα, είπα, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι όλα τα ψέματα είναι ίδια. Βέβαια μοιάζει να έχεις δίκιο, αλλά στην πραγματικότητα έχεις άδικο. Μπορώ να εφευρίσκω οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους άλλους, να κάνω πλάκες, να κάνω φάρσες, δεν νομίζω όμως ότι είμαι ψεύτης, και δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου· τα ψέματα αυτά, αν θες να τα ονομάζουμε ψέματα, είναι ο εαυτός μου όπως πραγματικά είναι· με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτε, στην πραγματικότητα, με τα ψέματα αυτά λέω την αλήθεια. Υπάρχουν όμως πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να να πω ψέματα. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζω βαθιά, που έχω καταλάβει το νόημά τους, που αγαπώ και που παίρνω στα σοβαρά. Και δεν αστειεύομαι με τα πράγματα αυτά. Αν έλεγα ψέματα γι' αυτά, θα μείωνα τον εαυτό μου, και δεν μπορώ, μη μου το ζητάς, δε θα το κάνω.
 
Ανατρίχιασα, γαμώτο μου! Για μια στιγμή σκέφτηκα να κλείσω το βιβλίο και να παρατήσω εκεί την ανάγνωση. Απλώς και μόνο για να μην αλλοιώσω την αίσθηση της στιγμής. Και όλα αυτά επειδή ο πρωταγωνιστής αρνήθηκε να γνωμοδοτήσει θετικά (αν και αρχικώς ισχυρίστηκε ότι θα το κάνει, κυρίως για να γλυτώσει την μουρμούρα του άλλου) για μια κριτική εργασία ενός άλλου καθηγητή, που θεωρούσε ότι είναι επιεικώς άθλια. Ρε τον χέστη... άλλες εποχές βέβαια, τώρα μπορείς να πεις άνετα ότι η Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα, χωρίς κανείς να θιχτεί και να γκρινιάξει! O tempora o mores! 
 

 
«Το αστείο» εκδόθηκε το 1967 ενώ οι «Γελοίοι έρωτες» το 1970, έτσι μου δημιουργείται η γοητευτική εντύπωση ότι η εναρκτήρια ιστορία των ερώτων αποτελεί απλώς ένα συμπληρωματικό αστείο ή ότι το αστείο είναι η πηγή όλων των γελοίων ερώτων – Μα τον Άγιο Βαλεντίνο, κέντησα πάλι, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στον κύριο, παρακαλώ! Η συνέχεια του βιβλίου δεν αποδείχθηκε τόσο συνταρακτική, για μένα, όσο η εκρηκτική αρχή του, όμως, αυτό δεν στερεί τίποτα από την γενική γοητεία του συνόλου. Ο Κούντερα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μοιάζει να σε κερδίζει εύκολα (αχ, αυτό θα πει να είσαι κουλτουριάρης!) και να σε συνεπαίρνει με τις ιστορίες του που κινούνται διαρκώς και ανεπαίσθητα μεταξύ του υψηλού και του χθαμαλού (αχ βαχ, αυτό θα πει να μην είσαι κουλτουριάρης). Στρώνει ένα λεπτότατο και αραχνοΰφαντο πέπλο σαρκασμού πάνω από τις λέξεις του – ακριβώς σαν το φύλλο του καλού μπακλαβά που του δίνει εξάλλου όλη την γεύση – και σε σκεπάζει ολοσχερώς· μέχρι να αποτινάξεις σιγά σιγά τα εφτά πέπλα της αφήγησης θα έχεις βγει ένας νέος άνθρωπος. Μοιάζει πολύ εύκολο να γράψεις σαν τον Κούντερα, γι' αυτό και έχουμε πήξει στους ψευτοκουλτουριάρηδες γελοίους συγγραφείς μας που γράφουν για τους γελοιωδέστατους έρωτές τους, που προσποιούνται λογοτεχνικά τους ανώτερους αλλά κατά βάθος βλαχοφέρνουν – κοιτάω καλύτερα και τι να δω, γαμιόντουσαν! Δεν είναι κακό να είσαι κουλτουριάρης αλλά οι ψευτοκουλτουριάρηδες χαλάνε την πιάτσα, όπως και με τους μπακλαβάδες που λέγαμε πριν, σπανίως πια βρίσκεις κάποιον που να τρώγεται ευχάριστα. Αχ ρε Κούντερα έχεις καταστρέψει γενιές και γενιές συγγραφέων, μου θες και Νόμπελ, γελοίε!
 
Να πω σε αυτό το σημείο – χωρίς καν να με έχει ρωτήσει κανείς, τέτοιος είμαι – ότι προτιμώ περισσότερο τον τίτλο «Γελοίοι έρωτες» από τον άλλο που κυκλοφορεί ως «Κωμικοί έρωτες», καθώς επίσης και την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Ειδικά στο δεύτερο είμαι απόλυτος, τίτλο που κερδίζει δεν τον αλλάζεις (ακόμα και αν δεν είναι εντελώς σωστός). Για να σας ξενερώσω εντελώς θα σας μεταφέρω σε ένα δυστοπικό βιβλιοφιλικό μέλλον, μια μίζερη εναλλακτική πραγματικότητα όπου θα ψάχναμε τίτλους όπως: «Έγκλημα και σωφρονισμός», «Θεία επιθεώρηση», «Ο Μαλόν τα κακαρώνει», «Ψάχνοντας τον χαμένο χρόνο», «Ο χρυσός μπάμπουρας», «Οι περιπλανήσεις του Γκιούλιβερ», «Τα λουλούδια του κακού», «Το ξενύχτι των Φίννεγκαν», «Η σαβούρδα», «Το μπαούλο», «Το τσίγκινο ταμπούρλο», «Το όνομα του τριαντάφυλλου», «Περί στραβωμάρας», κ.λπ. Όσοι έχετε στην κατοχή σας τον «Πύργο των καταιγίδων» και την «Βουή και την αντάρα», με καταλαβαίνετε μια χαρά. Όσοι πάλι, θα αποκτήσετε στο μέλλον, την «Ιστορία της θεραπαινίδος», θα με καταλάβετε. Οι εμβληματικοί τίτλοι, κατά την γνώμη μου, δεν πρέπει να αλλάζουν. Θα μπορούσε κάλλιστα το βιβλίο να συνοδεύεται από ένα εισαγωγικό σημείωμα που θα εξηγεί την διατήρηση του παλιού τίτλου ακόμα και αν όλο το υπόλοιπο έχει αλλάξει εντελώς από το προγενέστερό του. Θα μου άρεσε πολύ αυτό. Η μεγαλύτερη γκάφα στα ελληνικά δεδομένα είναι αδιαμφισβήτητα, η αλλαγή ενός εμβληματικότατου τίτλου, καίτοι ακατανόητου και γελοίου, σε... στάχυα και άχυρα. Ε ρε δρεπάνι που σας χρειάζεται! 
 

 
Το ροζ εξώφυλλο είναι ένα αγελαίο συμπεριφορικό μοτίβο της εποχής του Παβλόφ, τίτλος «Γελοίοι έρωτες» --> ροζ εξώφυλλο --> ροζ λογοτεχνία... γαβ-γαβ! Επειδή όμως αγαπάμε εκδόσεις «Οδυσσέας» το παραβλέπουμε, εξάλλου το σώζει με την επιλογή του υπέροχου πίνακα, με «του Chagall άλογα» που έγραφε και ο Καββαδίας. Η μετάφραση είναι του Γιάννη Δημολίτσα και είναι αρκούντως ικανοποιητική. Όλη η φιλοσοφία του Κούντερα μοιάζει να συμπυκνώνεται σ' ένα απόσπασμα, μέρος μιας συνέντευξης που φιλοξενείται στο αυτί του βιβλίου, κρυμμένη ολάκερη σε μια σχεδόν αδιάφορη και γενικόλογη φρασούλα, «Πρέπει να περεμβάλεις εμπόδια στην εξουσία, γελώντας»· σε κάθε είδους εξουσία. Αν είναι έτσι όλα τα βιβλία του Κούντερα, τότε θα περάσω καλά. Δοθείσης της ευκαιρίας, λίγο πριν την φρασούλα, ο Κούντερα αποποιείται τον όρο «διαφωνών» λογοτέχνης (με τον οποίον διαφωνεί!), θεωρώντας αυτή την λογοτεχνία ως «προπαγάνδα και ηλίθια πολιτικοποίηση της τέχνης, της λογοτεχνίας και τελικά της ζωής»· και λέει μεταξύ άλλων ότι και «ο Κάφκα δεν είναι διαφωνών και είναι απαγορευμένος στη χώρα μου», και μετά σκάει η φράση με την εξουσία και το γέλιο. Επειδή προσφάτως είχα μια αντιπαράθεση για το αν η λογοτεχνία του Κάφκα έχει χιούμορ, να πω εδώ, ότι για μένα, έχει και παραέχει. Η «Μεταμόρφωση» είναι ο ορισμός του χιούμορ. Και τέλος πάντων, αδιαφορώ για τις διαφωνίες σας, εδώ μέσα, κουμάντο κάνω εγώ.
 
Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που δεν το διατυμπανίζει (και ευτυχώς έτσι, γιατί όταν διαβάζω σε ένα βιβλίο ότι είναι συλλογή διηγημάτων, ξενερώνω, σκέφτομαι διαρκώς ποιο διήγημα θα είναι καλό, ποιο όχι, γιατί οι συγγραφείς βαριούνται να γράψουν μυθιστορήματα, κλπ), εδώ ο Κούντερα απλώς έβαλε μαζί μερικές ιστορίες με επίκεντρο τον έρωτα στην πιο λαμπρή του γελοιότητα. Το βιβλίο μοιάζει σφιχτοδεμένο αλλά μπορείς να το απολαύσεις εξίσου και αποσπασματικά μέσω των διαφορετικών ιστοριών-διηγημάτων. Αυτό που εντυπωσιάζει στον Κούντερα είναι η επακόλουθη παραλυτική αδυναμία που προκαλείται στον αναγνώστη στην προσπάθειά του να απομονώσει συγκεκριμένα αποσπάσματα λόγου. Η γραφή του και οι σκέψεις του είναι εξαιρετικά βραδυφλεγείς και τακτοποιημένες, σαν ένα πυροτέχνημα που αγνοείς την τέλεια δομή του, [και επιπλέον υπομένεις στωικά την εκνευριστική αναμονή της έκρηξης], τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που θα στρέψεις τα μάτια σου στον ουρανό και θα δεις τις πινελιές να σχηματίζουν τον πίνακα. Και τότε, μου λέτε, πώς μπορεί κάποιος να απομονώσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι του;! Ο Πεσσόα έλεγε ότι όλα τα ερωτικά γράμματα είναι εξ ορισμού γελοία, και ο Κούντερα, το πάει ένα βήμα παραπέρα. Ένα υπέροχο βιβλίο για τον έρωτα. Πώς να στο εξηγήσω, πιο έρωτας πεθαίνεις! – και λίγο κουλτούρα· ποπ.
 
[...] το σώμα της ήταν θνητό και καταστρεφόταν, αλλά ήξερε τώρα ότι έμενε κάτι το άυλο, κάτι που έμοιαζε με μια αχτίδα που συνεχίζει να λάμπει, ακόμη κι όταν σβήσει το αστέρι· και δεν είχε σημασία που γερνούσε, από την στιγμή που η νεότητά της έμενε άθικτη, παρούσα μόνο σε μια άλλη ύπαρξη. «Μου αναγείρατε ένα μνημείο μες στη μνήμη σας. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να καταστραφεί. Καταλάβετέ με», έλεγε η γυναίκα για να προστατέψει τον εαυτό της. «Δεν έχετε το δικαίωμα, δεν έχετε το δικαίωμα».
 
Υ.Γ. 2666 Φιλικό μήνυμα προς εκείνους που τον έχουν ήδη διαβάσει: Ου να μου χαθείτε, θολοκουλτουριάρηδες!

Σχόλια

  1. Μια χαρά το τσιμπήσατε το συλλεκτικό -έχω κι εγώ ένα ίδιο αντίτυπο. Συμφωνώ με όσα λέτε για τους τίτλους, με τους οποίους καταξιώθηκαν τα βιβλία και επαυξάνω, όσον αφορά τα ονόματα των ηρώων, που κι αυτά πρέπει να μένουν σταθερά στις νεότερες μεταφράσεις.

    Α, επίσης, η Νατάσα Μποφίλιου μου αρέσει πολύ και δεν ξέρω τι λέτε εσείς και τι υπονοείτε.
    Όσο για το ΥΓ. 2666, αν συμπεριλαμβάνει κι εμένα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι λατρεύω τον Κούντερα για ό,τι έχει γράψει και για ό,τι θα γράψει στο μέλλον.
    Τώρα το ζητάει ο οργανισμός σας το ποιηματάκι. Σπεύδω λοιπόν να το αναζητήσω.

    Ο ΕΡΩΣ ΜΑΚΡΑΙΝΕΙ –ΛΕΝΕ– ΤΗ ΖΩΗ

    Ο έρως μακραίνει –λένε– τη ζωή. Και, προφανώς,
    σε βοηθάει και να γράφεις καλά: ο Ονέττι
    είχε τέσσερις συζύγους –χώρια οι απιστίες του–
    και έζησε ηδυπαθώς 84 εν συνόλω έτη.

    Άλλος που ήξερε ν’ αγαπάει και να ζει (κι ας πέρασε
    τα καλύτερά του χρόνια μες στη φυλακή)
    ήταν ο τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ: «Έφτασα
    να είμαι ζηλότυπος με όσες γυναίκες αγάπησα»,
    μας εξομολογείται σ’ ένα αυτοβιογραφικό του ποίημα.

    Και εντελώς αναίσχυντα προσθέτει: «Γυναίκες και γυναίκες
    απάτησα· ποτέ μου όμως δεν μίλησα άσχημα για φίλο».
    Τουλάχιστον στις φιλίες του επεδείκνυε, ναι, αφοσίωση.

    Ούτε του Νερούδα τού έλειπε η ετοιμότητα. Εδώ
    θα έπρεπε να μιλήσουμε για τη Μαρία Αντονιέτα,
    τη Δέλια, τη Ματίλδε –για τις νόμιμες συζύγους του–
    μεταξύ άλλων όχι και τόσο ξεκάθαρων ιστοριών.

    Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που υπέφεραν στη μοναξιά τους,
    αλλά είχαν και την Οφηλία τους, όπως ο Πεσσόα,
    ή την Φελίτσε τους, όπως ο Κάφκα: έρωτες ανιαρούς μεν,
    ταιριαστούς ωστόσο με ό,τι ένιωθε η καρδιά τους.

    Τούτο επιβεβαιώνει ότι πίσω από κάθε μεγάλον άνδρα
    υπάρχει πάντα μια γυναίκα –ή δύο ... ή και τρεις ... ίσως

    και εκατό– και ότι, επί πλέον, για να γράψεις Δον Κιχώτη
    το δίχως άλλο χρειάζεται οπωσδήποτε να είσαι ερωτευμένος.

    CÉSAR CANTONI, Μετ: Γιώργος Κεντρωτής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γνωστή κουντερόπληκτη, το θυμάμαι καλά! Τίγκα στη θολοκουλτούρα :p Φυσικά αστειεύομαι με το υστερόγραφο, εξάλλου τώρα πια είμαι και γω αχνό μέρος αυτής της θολοκουλτούρας. Απλώς ήθελα να σατιρίσω το γεγονός ότι η αναφορά στον Κούντερα αποτελεί κάτι σαν στίγμα για αυτόν που το αναφέρει. Δε ξέρω πώς προέκυψε αυτό. Ο Κούντερα είναι σπουδαίος συγγραφέας αλλά δεν είναι περισσότερο "κουλτουριάρης" ή δύσκολος από άλλους. Γιατί του κόλλησε η ταμπέλα, απορώ. Και τέλος πάντων, σιχτίρ με τις ταμπέλες.

      Ψάχνοντας αφηρημένα στη Βικιπαίδεια, έπεσα στο παρακάτω απόσπασμα και μοιραία τον αγάπησα λίγο παραπάνω:

      Ο Κούντερα αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα. Για παράδειγμα, στην "Τέχνη του Μυθιστορήματος", μιας συλλογής από δοκίμια του ανακαλεί ένα περιστατικό με κάποιον Σκανδιναβό εκδότη, διστακτικό στην προοπτική της έκδοσης του μυθιστορήματος "Αποχαιρετιστήριο Πάρτυ" εξαιτίας του διαφαινόμενου μηνύματος κατά των εκτρώσεων. Ο συγγραφέας εξηγεί πως όχι μόνο ο εκδότης εσφαλμένα προσέδωσε μήνυμα στο έργο αλλά και ότι ο ίδιος "...είναι ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!"

      Υπέροχο αυτό το τελευταίο με την ειρωνεία. Εγώ μπορεί να μην γράφω μυθιστορήματα αλλά οι αναρτήσεις μου (που μοιάζουν με μυθιστορήματα... έλα, δε θέλω κακεντρέχειες!) και είναι, συχνά, φουλ στην ειρωνεία, δεν φέρουν κανένα μήνυμα, δεκάρα δεν δίνουν. Με την ευκαιρία, καλό είναι να το αποσαφηνίσω και αυτό.

      Γενικά καλή αρχή έκανα με τον Κούντερα. Δεν έχω παράπονο. Στη συχέχεια όμως, θα ήθελα να πιάσω ένα μυθιστόρημά του και όχι πάλι διηγήματα. Και μένα μου άρεσε παλιότερα η Μποφίλιου (τώρα όχι τόσο), ωστόσο, μην δίνετε δεκάρα για την ειρωνεία μου και για τα, και καλά, κρυμμένα μηνύματα ;)

      Ωραιότατο το ποιηματάκι σας... μάκρυνε το σχόλιό σας!! :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!