Ο Μίλαν Κούντερα, όταν δεν λήγει 1-0 (μπρρρ, τσουτσουριάσαμε πάλι με τα αστεία σου!), είναι συνυφασμένος με την έννοια της κουλτούρας. Αρκεί να πεις ανυποψίαστος ότι διαβάζεις Κούντερα για να σου κολλήσει η ρετσινιά της θολοκουλτούρας, είναι πιο ισχυρή η επίδραση της αναφοράς στον κοινό νου, ακόμα και από την αναφορά στον Ντοστογιέφσκι και τον Προυστ μαζί. Επίσης, «η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (όταν δεν χρησιμοποιείται για να συνοψίσει την υψιπετή ερμηνεία της Νατάσας Μποφίλιου), γίνεται το εύκολο σύνθημα για όλα τα δεινά της ζωής μας – ναι, αυτό σου φταίει, που η ζυγαριά σου κόλλησε στα 120 κιλά! Απόκριες είναι, ας ντυθούμε και κουλτουριάρηδες, δεν πειράζει. Να μην το παρακάνουμε όμως, γιατί μόλις παρέλθει η φιέστα, το να παραμένει κανείς καρνάβαλος είναι πολύ εύφλεκτη υπόθεση· κοινώς, καμμένο χαρτί.
Πριν καν μου δημιουργηθεί η επιθυμία να το παίξω κουλτουριάρης πετώντας δεξιά και αριστερά το όνομα του Κούντερα, ήθελα να διαβάσω «Το αστείο» – ένα βιβλίο που είχε καταφέρει να με στοιχειώσει ήδη από το οπισθόφυλλο. Η ιδέα ότι ένα αστείο (επιδερμικό, ή ακόμα και κάπως αιχμηρό, αδιάφορο μού είναι) μπορεί να γίνει αφορμή για να καταστραφεί η ζωή του ανθρώπου που το λέει (είτε εντός είτε εκτός ανελεύθερων καθεστώτων), με γοητεύει και με τρομάζει ταυτόχρονα. Απέφευγα επιμελώς να διαβάσω Κούντερα γιατί ήθελα να αναμετρηθώ μαζί του, ξεκινώντας από εκείνο το βιβλίο – επέμενα δαιμονισμένα, δεν σήκωνα αστεία επ' αυτού! Τέλος πάντων, η μοίρα μου (Αν η μοίρα με καταδίωκε πιο συστηματικά ίσως κατάφερνα κάτι. Γιατί το αδιέξοδο είναι το πεδίο των καλύτερών μου εμπνεύσεων) το θέλησε να ξεκινήσω από αυτό εδώ το βιβλίο, βρισκόταν και αυτό στο καλάθι με τα βιβλία που η βιβλιοθήκη χαρίζει με χαρά στους αναγνώστες της, και εφ' όσον εκτός από βραχύβιος υπάλληλός της, είμαι επίσης, το τσαμενούλι, και συστηματικός αναγνώστης υψηλής λογοτεχνίας (τρομάρα μου), το βούτηξα χωρίς τύψεις – ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω!
Και, σαν παρανοϊκό παιχνίδι της μοίρας, ανοίγω τους «Γελοίους έρωτες» και πέφτω ακριβώς πάνω στο «Αστείο» – πλάκα με κάνετε;; Στο εναρκτήριο αριστουργηματικό διήγημα με τον σαφή (πιο σαφή, δεν γίνεται, στα μάτια μου) τίτλο «Κανείς δε θα γελάσει» (με τα αστεία του;!), ο πρωταγωνιστής οδηγείται στην καταστροφή εξαιτίας ενός αθώου αστείου, μιας σχεδόν αδιάφορης και τυχαίας φάρσας.
[...] -Κλάρα, είπα, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι όλα τα ψέματα είναι ίδια. Βέβαια μοιάζει να έχεις δίκιο, αλλά στην πραγματικότητα έχεις άδικο. Μπορώ να εφευρίσκω οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους άλλους, να κάνω πλάκες, να κάνω φάρσες, δεν νομίζω όμως ότι είμαι ψεύτης, και δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου· τα ψέματα αυτά, αν θες να τα ονομάζουμε ψέματα, είναι ο εαυτός μου όπως πραγματικά είναι· με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτε, στην πραγματικότητα, με τα ψέματα αυτά λέω την αλήθεια. Υπάρχουν όμως πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να να πω ψέματα. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζω βαθιά, που έχω καταλάβει το νόημά τους, που αγαπώ και που παίρνω στα σοβαρά. Και δεν αστειεύομαι με τα πράγματα αυτά. Αν έλεγα ψέματα γι' αυτά, θα μείωνα τον εαυτό μου, και δεν μπορώ, μη μου το ζητάς, δε θα το κάνω.
Ανατρίχιασα, γαμώτο μου! Για μια στιγμή σκέφτηκα να κλείσω το βιβλίο και να παρατήσω εκεί την ανάγνωση. Απλώς και μόνο για να μην αλλοιώσω την αίσθηση της στιγμής. Και όλα αυτά επειδή ο πρωταγωνιστής αρνήθηκε να γνωμοδοτήσει θετικά (αν και αρχικώς ισχυρίστηκε ότι θα το κάνει, κυρίως για να γλυτώσει την μουρμούρα του άλλου) για μια κριτική εργασία ενός άλλου καθηγητή, που θεωρούσε ότι είναι επιεικώς άθλια. Ρε τον χέστη... άλλες εποχές βέβαια, τώρα μπορείς να πεις άνετα ότι η Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα, χωρίς κανείς να θιχτεί και να γκρινιάξει! O tempora o mores!
«Το αστείο» εκδόθηκε το 1967 ενώ οι «Γελοίοι έρωτες» το 1970, έτσι μου δημιουργείται η γοητευτική εντύπωση ότι η εναρκτήρια ιστορία των ερώτων αποτελεί απλώς ένα συμπληρωματικό αστείο ή ότι το αστείο είναι η πηγή όλων των γελοίων ερώτων – Μα τον Άγιο Βαλεντίνο, κέντησα πάλι, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα στον κύριο, παρακαλώ! Η συνέχεια του βιβλίου δεν αποδείχθηκε τόσο συνταρακτική, για μένα, όσο η εκρηκτική αρχή του, όμως, αυτό δεν στερεί τίποτα από την γενική γοητεία του συνόλου. Ο Κούντερα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μοιάζει να σε κερδίζει εύκολα (αχ, αυτό θα πει να είσαι κουλτουριάρης!) και να σε συνεπαίρνει με τις ιστορίες του που κινούνται διαρκώς και ανεπαίσθητα μεταξύ του υψηλού και του χθαμαλού (αχ βαχ, αυτό θα πει να μην είσαι κουλτουριάρης). Στρώνει ένα λεπτότατο και αραχνοΰφαντο πέπλο σαρκασμού πάνω από τις λέξεις του – ακριβώς σαν το φύλλο του καλού μπακλαβά που του δίνει εξάλλου όλη την γεύση – και σε σκεπάζει ολοσχερώς· μέχρι να αποτινάξεις σιγά σιγά τα εφτά πέπλα της αφήγησης θα έχεις βγει ένας νέος άνθρωπος. Μοιάζει πολύ εύκολο να γράψεις σαν τον Κούντερα, γι' αυτό και έχουμε πήξει στους ψευτοκουλτουριάρηδες γελοίους συγγραφείς μας που γράφουν για τους γελοιωδέστατους έρωτές τους, που προσποιούνται λογοτεχνικά τους ανώτερους αλλά κατά βάθος βλαχοφέρνουν – κοιτάω καλύτερα και τι να δω, γαμιόντουσαν! Δεν είναι κακό να είσαι κουλτουριάρης αλλά οι ψευτοκουλτουριάρηδες χαλάνε την πιάτσα, όπως και με τους μπακλαβάδες που λέγαμε πριν, σπανίως πια βρίσκεις κάποιον που να τρώγεται ευχάριστα. Αχ ρε Κούντερα έχεις καταστρέψει γενιές και γενιές συγγραφέων, μου θες και Νόμπελ, γελοίε!
Να πω σε αυτό το σημείο – χωρίς καν να με έχει ρωτήσει κανείς, τέτοιος είμαι – ότι προτιμώ περισσότερο τον τίτλο «Γελοίοι έρωτες» από τον άλλο που κυκλοφορεί ως «Κωμικοί έρωτες», καθώς επίσης και την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης». Ειδικά στο δεύτερο είμαι απόλυτος, τίτλο που κερδίζει δεν τον αλλάζεις (ακόμα και αν δεν είναι εντελώς σωστός). Για να σας ξενερώσω εντελώς θα σας μεταφέρω σε ένα δυστοπικό βιβλιοφιλικό μέλλον, μια μίζερη εναλλακτική πραγματικότητα όπου θα ψάχναμε τίτλους όπως: «Έγκλημα και σωφρονισμός», «Θεία επιθεώρηση», «Ο Μαλόν τα κακαρώνει», «Ψάχνοντας τον χαμένο χρόνο», «Ο χρυσός μπάμπουρας», «Οι περιπλανήσεις του Γκιούλιβερ», «Τα λουλούδια του κακού», «Το ξενύχτι των Φίννεγκαν», «Η σαβούρδα», «Το μπαούλο», «Το τσίγκινο ταμπούρλο», «Το όνομα του τριαντάφυλλου», «Περί στραβωμάρας», κ.λπ. Όσοι έχετε στην κατοχή σας τον «Πύργο των καταιγίδων» και την «Βουή και την αντάρα», με καταλαβαίνετε μια χαρά. Όσοι πάλι, θα αποκτήσετε στο μέλλον, την «Ιστορία της θεραπαινίδος», θα με καταλάβετε. Οι εμβληματικοί τίτλοι, κατά την γνώμη μου, δεν πρέπει να αλλάζουν. Θα μπορούσε κάλλιστα το βιβλίο να συνοδεύεται από ένα εισαγωγικό σημείωμα που θα εξηγεί την διατήρηση του παλιού τίτλου ακόμα και αν όλο το υπόλοιπο έχει αλλάξει εντελώς από το προγενέστερό του. Θα μου άρεσε πολύ αυτό. Η μεγαλύτερη γκάφα στα ελληνικά δεδομένα είναι αδιαμφισβήτητα, η αλλαγή ενός εμβληματικότατου τίτλου, καίτοι ακατανόητου και γελοίου, σε... στάχυα και άχυρα. Ε ρε δρεπάνι που σας χρειάζεται!
Το ροζ εξώφυλλο είναι ένα αγελαίο συμπεριφορικό μοτίβο της εποχής του Παβλόφ, τίτλος «Γελοίοι έρωτες» --> ροζ εξώφυλλο --> ροζ λογοτεχνία... γαβ-γαβ! Επειδή όμως αγαπάμε εκδόσεις «Οδυσσέας» το παραβλέπουμε, εξάλλου το σώζει με την επιλογή του υπέροχου πίνακα, με «του Chagall άλογα» που έγραφε και ο Καββαδίας. Η μετάφραση είναι του Γιάννη Δημολίτσα και είναι αρκούντως ικανοποιητική. Όλη η φιλοσοφία του Κούντερα μοιάζει να συμπυκνώνεται σ' ένα απόσπασμα, μέρος μιας συνέντευξης που φιλοξενείται στο αυτί του βιβλίου, κρυμμένη ολάκερη σε μια σχεδόν αδιάφορη και γενικόλογη φρασούλα, «Πρέπει να περεμβάλεις εμπόδια στην εξουσία, γελώντας»· σε κάθε είδους εξουσία. Αν είναι έτσι όλα τα βιβλία του Κούντερα, τότε θα περάσω καλά. Δοθείσης της ευκαιρίας, λίγο πριν την φρασούλα, ο Κούντερα αποποιείται τον όρο «διαφωνών» λογοτέχνης (με τον οποίον διαφωνεί!), θεωρώντας αυτή την λογοτεχνία ως «προπαγάνδα και ηλίθια πολιτικοποίηση της τέχνης, της λογοτεχνίας και τελικά της ζωής»· και λέει μεταξύ άλλων ότι και «ο Κάφκα δεν είναι διαφωνών και είναι απαγορευμένος στη χώρα μου», και μετά σκάει η φράση με την εξουσία και το γέλιο. Επειδή προσφάτως είχα μια αντιπαράθεση για το αν η λογοτεχνία του Κάφκα έχει χιούμορ, να πω εδώ, ότι για μένα, έχει και παραέχει. Η «Μεταμόρφωση» είναι ο ορισμός του χιούμορ. Και τέλος πάντων, αδιαφορώ για τις διαφωνίες σας, εδώ μέσα, κουμάντο κάνω εγώ.
Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που δεν το διατυμπανίζει (και ευτυχώς έτσι, γιατί όταν διαβάζω σε ένα βιβλίο ότι είναι συλλογή διηγημάτων, ξενερώνω, σκέφτομαι διαρκώς ποιο διήγημα θα είναι καλό, ποιο όχι, γιατί οι συγγραφείς βαριούνται να γράψουν μυθιστορήματα, κλπ), εδώ ο Κούντερα απλώς έβαλε μαζί μερικές ιστορίες με επίκεντρο τον έρωτα στην πιο λαμπρή του γελοιότητα. Το βιβλίο μοιάζει σφιχτοδεμένο αλλά μπορείς να το απολαύσεις εξίσου και αποσπασματικά μέσω των διαφορετικών ιστοριών-διηγημάτων. Αυτό που εντυπωσιάζει στον Κούντερα είναι η επακόλουθη παραλυτική αδυναμία που προκαλείται στον αναγνώστη στην προσπάθειά του να απομονώσει συγκεκριμένα αποσπάσματα λόγου. Η γραφή του και οι σκέψεις του είναι εξαιρετικά βραδυφλεγείς και τακτοποιημένες, σαν ένα πυροτέχνημα που αγνοείς την τέλεια δομή του, [και επιπλέον υπομένεις στωικά την εκνευριστική αναμονή της έκρηξης], τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που θα στρέψεις τα μάτια σου στον ουρανό και θα δεις τις πινελιές να σχηματίζουν τον πίνακα. Και τότε, μου λέτε, πώς μπορεί κάποιος να απομονώσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι του;! Ο Πεσσόα έλεγε ότι όλα τα ερωτικά γράμματα είναι εξ ορισμού γελοία, και ο Κούντερα, το πάει ένα βήμα παραπέρα. Ένα υπέροχο βιβλίο για τον έρωτα. Πώς να στο εξηγήσω, πιο έρωτας πεθαίνεις! – και λίγο κουλτούρα· ποπ.
[...] το σώμα της ήταν θνητό και καταστρεφόταν, αλλά ήξερε τώρα ότι έμενε κάτι το άυλο, κάτι που έμοιαζε με μια αχτίδα που συνεχίζει να λάμπει, ακόμη κι όταν σβήσει το αστέρι· και δεν είχε σημασία που γερνούσε, από την στιγμή που η νεότητά της έμενε άθικτη, παρούσα μόνο σε μια άλλη ύπαρξη. «Μου αναγείρατε ένα μνημείο μες στη μνήμη σας. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να καταστραφεί. Καταλάβετέ με», έλεγε η γυναίκα για να προστατέψει τον εαυτό της. «Δεν έχετε το δικαίωμα, δεν έχετε το δικαίωμα».
Υ.Γ. 2666 Φιλικό μήνυμα προς εκείνους που τον έχουν ήδη διαβάσει: Ου να μου χαθείτε, θολοκουλτουριάρηδες!
Μια χαρά το τσιμπήσατε το συλλεκτικό -έχω κι εγώ ένα ίδιο αντίτυπο. Συμφωνώ με όσα λέτε για τους τίτλους, με τους οποίους καταξιώθηκαν τα βιβλία και επαυξάνω, όσον αφορά τα ονόματα των ηρώων, που κι αυτά πρέπει να μένουν σταθερά στις νεότερες μεταφράσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ, επίσης, η Νατάσα Μποφίλιου μου αρέσει πολύ και δεν ξέρω τι λέτε εσείς και τι υπονοείτε.
Όσο για το ΥΓ. 2666, αν συμπεριλαμβάνει κι εμένα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι λατρεύω τον Κούντερα για ό,τι έχει γράψει και για ό,τι θα γράψει στο μέλλον.
Τώρα το ζητάει ο οργανισμός σας το ποιηματάκι. Σπεύδω λοιπόν να το αναζητήσω.
Ο ΕΡΩΣ ΜΑΚΡΑΙΝΕΙ –ΛΕΝΕ– ΤΗ ΖΩΗ
Ο έρως μακραίνει –λένε– τη ζωή. Και, προφανώς,
σε βοηθάει και να γράφεις καλά: ο Ονέττι
είχε τέσσερις συζύγους –χώρια οι απιστίες του–
και έζησε ηδυπαθώς 84 εν συνόλω έτη.
Άλλος που ήξερε ν’ αγαπάει και να ζει (κι ας πέρασε
τα καλύτερά του χρόνια μες στη φυλακή)
ήταν ο τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ: «Έφτασα
να είμαι ζηλότυπος με όσες γυναίκες αγάπησα»,
μας εξομολογείται σ’ ένα αυτοβιογραφικό του ποίημα.
Και εντελώς αναίσχυντα προσθέτει: «Γυναίκες και γυναίκες
απάτησα· ποτέ μου όμως δεν μίλησα άσχημα για φίλο».
Τουλάχιστον στις φιλίες του επεδείκνυε, ναι, αφοσίωση.
Ούτε του Νερούδα τού έλειπε η ετοιμότητα. Εδώ
θα έπρεπε να μιλήσουμε για τη Μαρία Αντονιέτα,
τη Δέλια, τη Ματίλδε –για τις νόμιμες συζύγους του–
μεταξύ άλλων όχι και τόσο ξεκάθαρων ιστοριών.
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που υπέφεραν στη μοναξιά τους,
αλλά είχαν και την Οφηλία τους, όπως ο Πεσσόα,
ή την Φελίτσε τους, όπως ο Κάφκα: έρωτες ανιαρούς μεν,
ταιριαστούς ωστόσο με ό,τι ένιωθε η καρδιά τους.
Τούτο επιβεβαιώνει ότι πίσω από κάθε μεγάλον άνδρα
υπάρχει πάντα μια γυναίκα –ή δύο ... ή και τρεις ... ίσως
και εκατό– και ότι, επί πλέον, για να γράψεις Δον Κιχώτη
το δίχως άλλο χρειάζεται οπωσδήποτε να είσαι ερωτευμένος.
CÉSAR CANTONI, Μετ: Γιώργος Κεντρωτής.
Γνωστή κουντερόπληκτη, το θυμάμαι καλά! Τίγκα στη θολοκουλτούρα :p Φυσικά αστειεύομαι με το υστερόγραφο, εξάλλου τώρα πια είμαι και γω αχνό μέρος αυτής της θολοκουλτούρας. Απλώς ήθελα να σατιρίσω το γεγονός ότι η αναφορά στον Κούντερα αποτελεί κάτι σαν στίγμα για αυτόν που το αναφέρει. Δε ξέρω πώς προέκυψε αυτό. Ο Κούντερα είναι σπουδαίος συγγραφέας αλλά δεν είναι περισσότερο "κουλτουριάρης" ή δύσκολος από άλλους. Γιατί του κόλλησε η ταμπέλα, απορώ. Και τέλος πάντων, σιχτίρ με τις ταμπέλες.
ΔιαγραφήΨάχνοντας αφηρημένα στη Βικιπαίδεια, έπεσα στο παρακάτω απόσπασμα και μοιραία τον αγάπησα λίγο παραπάνω:
Ο Κούντερα αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστοριογράφος χωρίς μήνυμα. Για παράδειγμα, στην "Τέχνη του Μυθιστορήματος", μιας συλλογής από δοκίμια του ανακαλεί ένα περιστατικό με κάποιον Σκανδιναβό εκδότη, διστακτικό στην προοπτική της έκδοσης του μυθιστορήματος "Αποχαιρετιστήριο Πάρτυ" εξαιτίας του διαφαινόμενου μηνύματος κατά των εκτρώσεων. Ο συγγραφέας εξηγεί πως όχι μόνο ο εκδότης εσφαλμένα προσέδωσε μήνυμα στο έργο αλλά και ότι ο ίδιος "...είναι ευτυχής με την παρεξήγηση. Είχα επιτύχει ως μυθιστοριογράφος. Είχα επιτύχει στη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία της τέχνης του μυθιστορήματος: στην ειρωνεία. Και η ειρωνεία δε δίνει δεκάρα για μηνύματα!"
Υπέροχο αυτό το τελευταίο με την ειρωνεία. Εγώ μπορεί να μην γράφω μυθιστορήματα αλλά οι αναρτήσεις μου (που μοιάζουν με μυθιστορήματα... έλα, δε θέλω κακεντρέχειες!) και είναι, συχνά, φουλ στην ειρωνεία, δεν φέρουν κανένα μήνυμα, δεκάρα δεν δίνουν. Με την ευκαιρία, καλό είναι να το αποσαφηνίσω και αυτό.
Γενικά καλή αρχή έκανα με τον Κούντερα. Δεν έχω παράπονο. Στη συχέχεια όμως, θα ήθελα να πιάσω ένα μυθιστόρημά του και όχι πάλι διηγήματα. Και μένα μου άρεσε παλιότερα η Μποφίλιου (τώρα όχι τόσο), ωστόσο, μην δίνετε δεκάρα για την ειρωνεία μου και για τα, και καλά, κρυμμένα μηνύματα ;)
Ωραιότατο το ποιηματάκι σας... μάκρυνε το σχόλιό σας!! :)