Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρελό κι αγαπησιάρικο

 
Αυτό μοιάζει να είναι ο Αργύρης Χιόνης. Ένα κάπως λοξό (παρά τις περί του αντιθέτου γραπτές διαβεβαιώσεις του) και τρυφερό πλάσμα που δεν μπορείς να σταματήσεις να χαϊδεύεις με το βλέμμα σου τις λέξεις του και με το χέρι σου τις ράχες των βιβλίων του. Είναι κάπως δύσκολο να μιλήσεις για τα βιβλία του, αν και εγώ, γεννημένος νικητής, έχω ξαναμιλήσει γι' αυτά εδώ κι εδώ κι εδώ κι εδώ κι εδώ – μωρέ, τι τα πατάτε όλα, το ίδιο λινκ είναι. Αυτό θα πει επιθετική αυτοδιαφήμιση, τύφλα να 'χει η Σίλικον Βάλει! Εντούτοις, πάντα θα υπάρχει μια αφορμή να μιλήσεις γι' αυτόν και η αφορμή αυτή τη φορά ήταν τα κόλλυβα (φτου, κακά). Ένα απίστευτο σούπερ φουντ που αν η Εκκλησία αποφάσιζε κάποτε να το στείλει στο Master Chef θα σήκωνε όλα τα κύπελλα(κια) από τα αποδυτήρια. Επειδή σήμερα είναι Ψυχοσάββατο, νομίζω ότι τραβιέται ένα κόλλυβο («Σε ανάμνηση του θαύματος αυτού, επικράτησε η συνήθεια να γίνονται κάθε χρόνο κόλλυβα, στη μνήμη του Αγίου Θεοδώρου, την πρώτη βδομάδα των Νηστειών της Μεγάλης Σαρακοστής»). Μπον απετίτ και ζωή σε μας!
 
Υπάρχει μία ρήση του οικοδεσπότη Λίχτενμπεργκ, μιας και ετούτο το μπλογκ του ανήκει, που αγαπώ πολύ, κυρίως για εκείνη την παρένθεση που φανερώνει τον δισταγμό της σκέψης και την διαύγεια της μεγαλοφυούς αντίληψης του κόσμου. Γιατί, η ζωή του καθενός μας είναι ακριβώς αυτή η παρένθεση: «Γιατί είναι τόσο όμορφες οι νεαρές χήρες μέσα στο πένθος τους; (να ερευνηθεί)». Έτσι και γω, εμμένοντας στο ίδιο πένθιμο κλίμα αναρωτιέμαι κάθε φορά, «Γιατί τα κόλλυβα είναι πάντα πιο νόστιμα όταν τρώγονται σε περιστάσεις που απορρέουν από τις τυπολατρίες της Εκκλησίας, κι χάνουν σε νοστιμιά όταν τρώγονται σε εντελώς ανεπίκαιρες στιγμές; (να διευρευνηθεί!)». Αυτό αποτελεί για μένα, απ' όλα, το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας!! Του κώλου τα εννιάμερα θα μου πείτε, τι μας νοιάζουν εμάς, όλες αυτές οι μπούρδες;
 
[...] Τελευταία, διάβασα τη συνέντευξη ενός μεταμοντέρνου Έλληνα σεφ, ο οποίος διαφήμιζε, ως εξαιρετικό ντεσέρ, τα κόλλυβα. Δεν έχω απολύτως τίποτε εναντίον του μεταμοντερνισμού, ακόμη και του γαστριμαργικού, αλλά, ως ειδικός εις την κολλυβοφαγίαν, σας συνιστώ, ανεπιφύλακτα, την αποχή από αυτό το ντεσέρ· είναι τόσο δύσπεπτο όσο και ο θάνατος.
 
Κακά τα ψέματα, όσοι προσπάθησαν να απολαύσουν κόλλυβα ως επιδόρπιο, απέτυχαν πανηγυρικά. Και ο Αργύρης Χιόνης εξηγεί τους λόγους μέσα στο όμορφο διήγημά του. Κατ' αρχήν, θαυμάζω τον Χιόνη γιατί έδωσε θαρρετά τον τίτλο «Κόλλυβα» σ' ένα διήγημά του – όταν οι χριστιανοταλιμπάν αυτής της χώρας ενεδρεύουν παντού, όταν οι αφορισμοί της Εκκλησίας μας ξεπερνούν κατά πολύ τους αφορισμούς του Λίχτενμπεργκ, και όταν ο νόμος περί βλασφημίας συναγωνίζεται στα ίσα το δικαίωμά μας περί ελευθερίας του λόγου – είναι, αν μη τι άλλο, τολμηρό αυτό που έκανε και μπράβο του. Μην αποκαλύψω περισσότερα για τα «Κόλλυβα», εξάλλου το διήγημα είναι ολιγοσέλιδο, και επιπροσθέτως ίσως να μην το βρείτε καν ενδιαφέρον. Προσωπικά ενθουσιάστηκα γιατί δεν περίμενα ποτέ να βρω συγγραφέα που να έχει γράψει για αυτό το θέμα που με απασχολεί κατά καιρούς (τι σκέφτομαι και γω, ώρες ώρες!). Το πιθανότερο θα ήταν, κάποτε να έγραφα εγώ τις σκέψεις μου για τα κόλλυβα και σίγουρα δεν θα τις έγραφα τόσο καλά όσο ο Χιόνης – ευτυχώς για όλους μας, δεν χρειάστηκε, γιατί δεν πολυέχω και σώας τας φρένας μου.
 
Η έκδοση της «Κίχλης» είναι προσεγμένη και όμορφη. Υπάρχει όμως και ένα μικρό παράπονο, μη φοβάστε δε θα πω για το πολυτονικό πάλι. Στο διήγημα «Κόλλυβα» (ας περιοριστώ σ' αυτό, μιας και έχει την τιμητική του σε αυτήν την ανάρτηση) παρουσιάζονται 5-6 αστερίσκοι που παραπέμπουν στις σημειώσεις πίσω. Πηγαίνοντας εκεί βλέπεις ότι μόνο οι δυο αστερίσκοι συνοδεύονται από επεξηγήσεις. Τι έγιναν οι άλλοι; Πεφταστέρια;; Να κάνουμε ευχή, αν είναι. Δεν ήξερα τι να υποθέσω, μέχρι να φτάσω στο τέλος του βιβλίου όπου η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη γράφει μερικές σκέψεις για κάθε διήγημα ξεχωριστά. Εκεί λοιπόν, αναφέρεται στους αστερίσκους λέγοντας ότι ήταν του ίδιου του συγγραφέα με σκοπό να γράψει ο ίδιος τις σημειώσεις με το γνωστό του περιπαικτικό ύφος που θα επέκτειναν και θα ολοκλήρωναν την ίδια την ιστορία του διηγήματος. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί δεν θα φτάσουν καν ως εκεί, αγνοούν σημειώσεις και επίμετρα, γιατί λοιπόν για αυτούς τους αναγνώστες να μείνει η εντύπωση ότι η έκδοση δεν πέρασε από σωστή επιμέλεια; Πρόβλημά τους, θα πείτε, ας έφθαναν ως το τέλος. Σωστά, αλλά και εγώ (που το ήξερα ότι θα φτάσω ως το τέλος), καθώς διάβαζα το διήγημα τσαντίστηκα που γυρνούσα να βρω επεξηγήσεις για τους αστερίσκους και δεν έβρισκα τίποτα. Μια σημείωση στην αρχή του διηγήματος που να εξηγεί ότι οι αστερίσκοι είναι επιλογή του Χιόνη που δεν πρόλαβε να τους τελειώσει, θα έλυνε το πρόβλημα. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι μέσα στο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Κόλλυβα» υπάρχουν σημειώσεις που δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν λόγω θανάτου του συγγραφέα. Πόσο θλιβερά υπέροχο είναι αυτό!
 

 
Ο Χιόνης, όσο ψυχρός και αν σου φαίνεται όταν σου πρωτοσυστήνεται, μόλις τον αφήσεις να σου ψιθυρίσει τις πρώτες φράσεις του αμέσως σου ζεσταίνει την καρδιά και το μυαλό. Είναι μεγάλο ταλέντο αυτό. Είναι η τελευταία του συλλογή αυτή και δυστυχώς, η φωνή της σιωπής του έγινε οριστική και αμετάκλητη. Ωστόσο, πολύ ευχαρίστως θα έτρωγα ένα κυπελλάκι κόλλυβα αφιερωμένο στην μνήμη του και στην λογοτεχνική μέθεξη που μας κοινώνησε μέσω των γραπτών του. Αμήν και χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν.

Σχόλια

  1. Σε αγαπημένα λιβάδια βρέθηκα. Ανταποδίδω με κάτι παλιό:http://logotexniakatefthinsis.blogspot.gr/2011/12/blog-post_27.html
    Καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έτσι ακριβώς Διονύση! Σπουδαίος συγγραφέας (γιατί αν έγραφα ποιητής, μου το περιορίζει κάπως, μιας και δεν είμαι ένθερμος υποστηρικτής της ποίησης, κάνω ωστόσο φιλότιμες προσπάθειες με την αρωγή και της κυρίας που σχολιάζει πιο κάτω!), μεγάλη απώλεια. Φάγαμε ήττα, που λένε, τουλάχιστον όμως κερδίσαμε διαβάζοντας τα βιβλία του.

      Διαγραφή
  2. Για να μην ξεχνιόμαστε:

    *

    Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
    πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.

    Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
    μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
    πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
    τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.

    Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
    σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
    σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...

    Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
    ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.

    Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."

    Αργύρης Χιόνης (1943 - 2011) - IA', Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη (1986)



    ***


    θ

    Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου
    Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως

    Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου ορυχείο
    Στοές ν’ ανοίγεις και να αναζητάς
    Φλέβες χρυσάφι φλέβες κάρβουνο

    Ή μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
    Που κρύβει μέσα του στρώματα στρώματα
    Πολιτισμούς χαμένους

    Ένα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
    Κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δε θα ’βρεις
    Παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό

    Και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα

    ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ: Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1966-2000

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος20.3.18

    Εξαιρετικός ο Αργύρης Χιόνης και τα ποιήματα και τα πεζά!
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σουμέλα, από την στιγμή που δεν χρόνισε το σχόλιο σου είμαι ακόμα εντός ορίων :p Συγγνώμη που δεν το είδα νωρίτερα. Φυσικά και συμφωνώ μαζί σου. Ακόμα και αν φαίνεται κάπου κάπου άνισος μέσα στο έργο του, είναι τόσο χαρακτηριστικό το ύφος του και τόσο ανατρεπτική η σκέψη του που το παραβλέπεις.

      Να περνάς να με βλέπεις. Ελπίζω να το βλέπω εγκαίρως :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !