Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Keeping up with the Durrells

 
Αν θα μπορούσε να υπάρξει λογοτεχνικό αντίστοιχο των Καρντάσιανς – με μια καλαισθησία ωστόσο που στερείται παντελώς το πρωτότυπο σόου – τότε αυτό το βιβλίο θα ήταν μια πιστή και ενδιαφέρουσα σύνοψη. Ο Λόρενς θα ήταν η Κιμ, ο Τζέραλντ θα ήταν η Κλόι, και τους υπόλοιπους δε θα τους ήξερε ούτε η μάνα τους, η απουσία των οποίων όμως, θα καταδίκαζε σε αποτυχία το αποτέλεσμα· έχουμε και αυτά τα παράδοξα όταν παίζουμε το παιχνίδι της δημοσιότητας. Ο χιουμοριστικός και διφορούμενος τίτλος του με τράβηξε αμέσως από την μύτη, καθότι εξυπνοπούλι. Βέβαια, όπως ανακάλυψα προσφάτως, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου χιούμορ και μπορεί να διακρίνουν στον τίτλο ηθικά ανοσιουργήματα και λοιπές μιαρότητες, αλλά εγώ χέστηκα, του Ντάρελ είναι η οικογένεια. Αν θέλουν μπορούν να του απευθύνουν με στόμφο την ερώτηση (που φανερώνει, εκτός των άλλων, ότι έχουν ήδη πέσει θύματά της): «Διακρίνω μια ειρωνεία στον τίτλο;»
 
Σιγά το βιβλίο θα πείτε, καμία ιδιαίτερη ουσία, είναι σαν χαζοχαρούμενο χρονικό – παιδιά... είναι χρονικό! Και όπως συμβαίνει με τα χρονικά (στα χρονικά) συνήθως θεωρούνται υποδεέστερη λογοτεχνία (κάποια δικαίως) από την άλλη την επίσημη, τι να κλάσει το τσογλανάκι ο Τζέραλντ μπροστά στην ιδιοφυΐα του Λόρενς;, κάπως έτσι σκεφτόμαστε οι περισσότεροι. Όμως κάποια εξ αυτών αξίζουν την προσοχή μας, ο καθένας μας θα κρίνει για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό. Το συγκεκριμένο βιβλίο μου άρεσε γιατί έχω επισκεφτεί πάμπολλες φορές την Κέρκυρα (και έχω μείνει και για ένα μικρό διάστημα) και οι εντυπώσεις που έχω αποκομίσει από τους κατοίκους της είναι τουλάχιστον διφορούμενες. Έτσι θέλησα να δω την Κέρκυρα μέσα από τα μάτια ενός δυτικού. Υπάρχουν χρονικά γραμμένα από ξένους συγγραφείς που περιγράφουν ξένους τόπους, από Έλληνες που περιγράφουν ξένους τόπους, από Έλληνες που περιγράφουν ελληνικούς τόπους, και από ξένους που περιγράφουν ελληνικούς τόπους – τα τελευταία νομίζω είναι τα πιο ενδιαφέροντα· ως Έλληνας θέλω να δω πώς βλέπει ένας ξένος έναν τόπο που έχω φάει με το κουτάλι. Καλώς ήρθες ξένε στον τόπο μου!
 

 
Στην περίπτωση του Ντάρελ τζούνιορ, σε αντίθεση με τον διάσημο μεγαλύτερο αδερφό του, δεν έχουμε την μυθοποίηση του τόπου και ενδεχομένως την απομυθοποίηση του σε κάποιο από τα υπόλοιπα βιβλία της «Τριλογίας της Κέρκυρας» [όσοι θέλετε να πάρετε μια ιδέα πώς αναπτύχθηκαν οι μυθοποιητικές και απομυθοποιητικές δυνάμεις του Λόρενς, δείτε μια περίληψη στο βίντεο από το 43:30 έως το 49:25 περίπου]· σίγουρα κάποιου είδους μυθοποίηση θα υπάρχει και στο βιβλίο του Τζέραλντ Ντάρελ αλλά είναι πιο «αγνή» και επιδερμική, όχι εκείνη που δημιουργείται τεχνητά και εκκωφαντικά για χάρη της υψηλής λογοτεχνίας (ή «υψηλής», γιατί κυκλοφορεί και η Αστυνομία της Σκέψης και δε θέλω να με συλλάβει ως αναρχοάπλυτο κουμάσι, και με την κατηγορία της βλασφημίας των χρηστών λογοτεχνικών ηθών και ειδών). Ο Τζέραλντ – Τζέρυ στο βιβλίο – όταν μετακομίζει με την οικογένειά του στην Κέρκυρα είναι μόλις 10 ετών και άρα εκ των πραγμάτων έχει επέλθει στο παιδικό μυαλό του μία μυθοποιητική πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων και ζωής στο νησί. Δίνοντας την μορφή βιβλίου σε μεταγενέστερο χρόνο, ελπίζει και μαζί μ' αυτόν και μεις, να έχει διατηρηθεί αρκετή από εκείνη την ανακουφιστική σωρεία αναμνήσεων.
 
[...] Μέρα τη μέρα, η μαγεία του νησιού μας τύλιγε απαλά, σαν γύρη από λουλούδια. Η κάθε μέρα είχε μια γαλήνη και μια αίσθηση έξω απ' τον χρόνο, έτσι που δεν ήθελες να τελειώσει ποτέ. Μα όταν το σκοτάδι της νύχτας έφευγε σαν φλούδι, μια καινούρια μέρα μας περίμενε, γυαλιστερή και πολύχρωμη σαν παιδική φαντασία, και με τις ίδιες έξω από κάθε πραγματικότητα αποχρώσεις.
 
Μοιραία, οι αναγνώστες θα ψάξουν να βρουν στην αφήγηση του Τζέρυ, μια πιστή και αληθινή εκδοχή του Λάρυ – Λόρενς Ντάρελ – που θα τους φέρει πιο κοντά με την (εκκολαπτόμενη) πολυσχιδή προσωπικότητα του συγγραφέα του «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου». Αυτό όμως θα ήταν λάθος. Η λογοτεχνία μάς φλομώνει με ψέματα με σκοπό να δημιουργήσουμε μόνοι τη δική μας προσωπική αλήθεια. Δεν λειτουργεί (ευτυχώς) αντιστρόφως – οποιαδήποτε ντεμέκ αδιαμφισβήτητη αλήθεια προσφέρεται μέσα από την λογοτεχνία, είναι απλώς ένα κατάφωρο ψέμα! Ένα μέρος της αλήθειας (έξω από τα βιβλία) είναι ότι ο Λόρενς Ντάρελ αγαπούσε πολύ τον αδερφό του και τον παρότρυνε να γράψει τα βιβλία του που έγιναν στην πορεία παγκόσμιες επιτυχίες. Δεν τον καπέλωσε με την ιδιοφυΐα του, αλλά ούτε και ο Τζέρυ ένιωθε άβολα ως δεύτερο όνομα στην μαρκίζα της οικογένειας, κούρνιαζε ευχάριστα κάτω από τις λογοτεχνικές φτερούγες του αδερφού του, και τίποτα δεν τον εμπόδισε να αναπτύξει τα δικά του ταλέντα, εξάλλου
 
[...] «...είναι απλώς μια φάση... θα του περάσει στα δεκατέσσερα».
«Βρίσκεται σ' αυτήν την φάση απ' όταν ήταν δύο χρονών», παρατήρησε η Μητέρα, «και τίποτα δεν δείχνει ότι πρόκειται να την ξεπεράσει».
 
Η «φάση» του Τζέρυ που ποτέ δεν ξεπεράστηκε δεν ήταν η λογοτεχνία, ήταν τα ζώα και η φυσική ιστορία που τον μαγνήτιζε σαν κουνούπι γύρω από την αναμμένη λάμπα. Όσοι παγιδεύσαμε, μικροί, κωλοφωτιές σε ένα βαζάκι αναγκάζοντάς τες να κλάσουν και την τελευταία τους πνοή για χάρη της επιστήμης, να σηκώσουμε το χέρι! Η παιδική σκληρότητα απέναντι στα ζώα – αν δεν οδηγήσει μερικές φορές σε παρεκκλίνουσες σαδιστικές τάσεις – συνήθως οδηγεί σε μια εκτίμηση και αγάπη για τις ζωές των (άλλων) ζώων. Ενίοτε δεν οδηγεί και πουθενά, οκ, συμβαίνει και αυτό. Γενικά όμως, η συνύπαρξη των ανθρώπων με τα ζώα είναι μεγάλο μάθημα για ένα παιδί, όπως και για όλους τους ενήλικες, είτε φθάνουν στο απώτατο όριο να ξερνάνε χνουδόμπαλες μαζί με τα λατρευτά οικόσιτα ζωάκια τους είτε απλώς γιατί συνυπάρχουν αρμονικά μαζί τους και τα αφήνουν να ζήσουν την ζωή τους. Βέβαια, το ζήτημα έχει βαθιές ρίζες και μην με ρωτήσετε τώρα, γιατί κάποια τα τρώμε, το πιθανότερο είναι να δυσκολευτώ να σας απαντήσω έπειτα και από το πελώριο τσιμπούσι της Τσικνοπέμπτης! Ωστόσο, έστω και ο λίγος προβληματισμός είναι καλύτερος από τον μη προβληματισμό. Εδώ, δεν ψάχνουμε μάρτυρες κατηγορίας, ψάχνουμε συνηγόρους υπεράσπισης – «Τα ζώα είναι η μεγάλη πλειοψηφία χωρίς ψήφο και φωνή, και μπορούν να σωθούν μόνο με τη δική μας βοήθεια».
 
Έτσι λοιπόν ο Τζέρυ μαζεύει και παρατηρεί από πολύ μικρός, κάθε είδους μπάμπουρες και σαμιαμίδια (η «Μεταμόρφωση» πρέπει να ήταν από τα αγαπημένα του βιβλία!) με σκοπό να τα γνωρίσει εις βάθος και να μάθει να ζει μαζί τους. Το βιβλίο του Ντάρελ διατηρεί μια ισχνή σύνδεση, σαν παιδική ανάμνηση, με το βιβλίο του Μαεστριπιέρι που παρουσίασα πριν λίγες εβδομάδες. Η παρανόηση των ανθρώπων (που είχε επισημάνει και ο Μαεστριπιέρι στο βιβλίο του) ξεκινά από την πεποίθηση των περισσοτέρων ότι τα ζώα μοιάζουν σε μας – άκρατος ανθρωπομορφισμός! – ενώ η αλήθεια είναι ότι εμείς μοιάζουμε στα ζώα και είναι προς όφελός μας να το συνειδητοποιήσουμε όσο γίνεται γρηγορότερα. Ο Τζέραλντ Ντάρελ μοιράζει την αφήγηση ανάμεσα στα ζώα της οικογένειάς του και σε εκείνα που ζουν έξω και πέριξ της εκάστοτε κατοικίας τους – ειρήσθω εν παρόδω, η βερυκοκιά βίλα που περιγράφεται στο δεύτερο μέρος, βρίσκεται στο λόφο πάνω από την υπέροχη παραλία «Κερασιά» στο βόρειο τμήμα της Κέρκυρας, μην λησμονήσετε να την επισκεφτείτε την επόμενη φορά – την παραλία, μωρέ! Το βιβλίο μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα σε ευθυμογράφημα και ημερολόγιο φυσιοδίφη, πότε κερδίζοντας μια μερίδα αναγνωστών, και πότε χάνοντας μια άλλη. Ο τρόπος αφήγησης όμως είναι ευχάριστος και ηλιόλουστος, οργιώδης και ευμετάβλητος, σαρκαστικός και πυκνόφυτος, ακριβώς σαν το κλίμα της Κέρκυρας που αντιλαμβάνεται και ένας «εγχώριος τουρίστας». Αυτή δεν ήταν μια άνοιξη για τους τύπους, με μισή καρδιά· όλο το νησί παλλόταν, σαν να είχε αντηχήσει μια δυνατή συγχορδία που όλοι και όλα την είχαν ακούσει, κι ανταποκρίνονταν. Στην τελική, αν γουστάρετε Αιγαίο, διαβάστε Γκάτσο, that' s simple!
 
Η μετάφραση του βιβλίου αποδείχθηκε εξαιρετική ομαδική δουλειά – πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα του «φτιάξ 'το μόνος σου» – και ανήκει στις κυρίες Μαρίνα Δημητρά και Δήμητρα Σίμου. Οι γλαφυρότατες μεταφορές του Τζέραλντ Ντάρελ με τις λυρικές κορυφώσεις τους αποδόθηκαν θαυμάσια. Αντιθέτως η έκδοση του «Καλειδοσκοπίου» δε ξέρω πόσο θα φτουρίσει στα χέρια των αναγνωστών πριν αποδημήσει εις Κύριον. Λεπτό χαρτί και ντελικάτο χάρτινο εξώφυλλο που αν δεν είχα δανειστεί το βιβλίο από βιβλιοθήκη και το είχα πληρώσει (ευτυχώς δεν ξέρω πόσο κάνει, μην μου το πείτε), ίσως να γινόμουν πολύ πικρόχολος. Γενικά οι εκδόσεις με ελαφρύ χαρτί εφημερίδας, κλπ, δεν με χαλάνε εξ ορισμού, μάλιστα τις απολαμβάνω γιατί κάνουν την ανάγνωση παιχνιδάκι. Εκεί που τα χαλάμε είναι στην τιμή. Καθώς επίσης και στην εντύπωση που σχηματίζω ότι αυτές οι εκδόσεις υποβιβάζουν το εκάστοτε βιβλίο σε αναλώσιμο είδος. Φερ' ειπείν, δε θα ήθελα να έχω το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» σε τέτοια έκδοση, τώρα, για το πονηματάκι του βενιαμίν Ντάρελ, ας πάει και το παλιάμπελο! Είναι κρίμα όμως μερικοί εκδότες να καθορίζουν, τρόπον τινά, την ποιότητα ενός βιβλίου, πριν καν εκείνο διαβαστεί, τέλος πάντων. Στο υπαινικτικό εξώφυλλο, (μάλλον) ένας μπούφος που κοιτάζει κατάματα... έναν άλλον;;! 
 

 
Δεν νομίζω να διαβάσω τα υπόλοιπα μέρη της τριλογίας (το δεύτερο μέρος εκδόθηκε πρόσφατα, επίσης από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο»), αν και δεν το ξέρω με σιγουριά, καθότι ετούτο το βιβλίο αποδείχθηκε απολαυστικό ανάγνωσμα. Αν μη τι άλλο, σου δείχνει ότι από όλα τα ζώα, μόνο οι άνθρωποι παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο στα σοβαρά (μην μου πείτε ότι τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν συνειδητοποίηση του εαυτού τους, δεν είναι αυτό το θέμα μας!!) και θα άξιζε για μερικές ώρες να χαθούμε σε κείνες τις αλλοτινές παιδικές αναμνήσεις που χαρχαλεύαμε κάθε βρωμερή μπούρδα που βρίσκαμε στον δρόμο. Η ρουφιάνα η νοσταλγία αργεί να πεθάνει, καμιά φορά καθυστερεί περισσότερο και από την ίδια την ελπίδα. Δώστε το και στα παιδιά σας να το διαβάσουν, τα οποία πάντα ετοιμόλογα θα σας πουν, «Μα πώς έβρισκε χωρίς εφαρμογή τόσα πόκεμον; Ίσως να έχανε υπερβολικά τον χρόνο του με εκείνα της χαμηλότερης αξίας, αφήνοντας να του ξεφύγουν τα πιο πολύτιμα. Άσχετος!». Μην κρυφογελάτε δικαιωμένοι, εννοείται πως κάθε πέρσι και χειρότερα, τότε πεθαίναμε σαν τις μύγες. Εμβολιάστε τα, ΖΩΑ! 
 
[...] «Τι αριστοτεχνική υποτίμηση της πραγματικότητας», είπε τελικά. «Έχεις πάντα έτοιμη τη σωστή κοινοτοπία για να περιγράψεις μια καταστροφή. Πόσο ζηλεύω την ικανότητά σου να μην μπορείς να εκφραστείς όταν χτυπάει η Μοίρα».
 
Ακόμα ακόμα, διαβάστε το και για αυτό το εύηχο «The Corfu Trilogy» που έκτοτε κοσμεί την διεθνή βιβλιογραφία, δείτε το και λίγο πατριωτικά, γαμώτο μου, όταν οι άλλοι έγραφαν βιβλία εμείς τρώγαμε βελανίδια!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !