Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

En passant

 
Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.


Διάβασα τρία απανωτά βιβλία του (Ο αξιοπρεπής κύριος Πνιν, Το Μάτι, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ) γιατί κανείς δεν μπορεί να διαβάσει μόνο ένα. Εξάλλου, μέσω του μπλογκ μου εκφράζω κυρίως τον ενθουσιασμό μου για συγγραφείς περισσότερο – ειδικά για αυτούς που εκτιμώ βαθύτατα – και όχι τόσο για μεμονωμένα βιβλία. Θα μου ήταν αδιανόητα βαρετό να γράφω για κάθε ένα βιβλίο που διαβάζω. Συνήθως αδιαφορώ πλήρως για τις πλοκές των βιβλίων και αυτό αποτελεί σαφώς μειονέκτημα όταν θες να γράφεις ένα κειμενάκι για κάθε ανάγνωση που περατώνεις. Θα γράψω λοιπόν μια σούμα για την αισθητική απόλαυση των τριών βιβλίων, αλλά αμφιβάλλω αν θα καταφέρω να σας μεταδώσω επαρκές μέρος των πλοκών τους!
 
Ο Ναμπόκοφ μού προκαλεί την ακαθόριστη αίσθηση ότι είναι μία ασύλληπτης έντασης διάνοια. Ένας υπερευφυής συγγραφέας που σαφέσταστα αδυνατούμε να καταλάβουμε. Ιδιοφυΐα είναι η μη συμβατικότητα. Φυσικά, πολλοί ακόμα συγγραφείς δίνουν αυτή την αίσθηση της υπερευφυίας, όμως ο Ναμπόκοφ τους ξεπερνά όλους – να είναι άραγε εξαιτίας και εκείνης της ψαρωτικής φωτογραφίας που κοσμεί τα αυτιά πολλών βιβλίων του; Γιατί λοιπόν αρκετοί αναγνώστες τον θεωρούν βαρετό συγγραφέα; Μία κουτσοβάσιμη ερμηνεία που μπορώ να δώσω προέρχεται από το σκάκι. Το σκάκι αποτελεί τον πυρήνα πολλών βιβλίων του είτε ως θέμα (Η άμυνα του Λούζιν) είτε ως δομή (Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ=Knight). Όμως σε ένα βαθύτερο επίπεδο, υποψιάζομαι ότι, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της γραφής του. Και εξηγούμαι. 
 
Οι αρχάριοι σκακιστές βαριούνται εύκολα με αυτό το κωλοπαίχνιδο, στο διάολο με την ηλίθια μπούρδα, και θέλουν να ξεμπερδεύουν με τις ασάφειες και τις θεωρίες και να περάσουν γρήγορα στη μάχη, να γίνει τζέρτζελο! Αυτό ανασύρει στο μυαλό την ρομαντική εποχή του σκακιού τότε που οι άμυνες παραγκωνίζονταν για χάρη των επικών μαχών στο κέντρο της σκακιέρας – επίσης θα είχε ενδιαφέρον να κάνουμε και μία αναγωγή με την λογοτεχνία που γραφόταν εκείνη την εποχή («Κανείς από τους δυο δεν ήταν δεινός παίκτης· και οι δυο έρρεπαν προς τις θεαματικές αλλά άχρηστες θυσίες κομματιών»). Η σύγχρονη εποχή του σκακιού (της οποίας τέκνο υπήρξε και ο Ναμπόκοφ) επιτάσσει άλλου είδους αντιμετώπιση – όγκος θεωρίας, εξαντλητική ανάλυση, ισχυροποίηση της άμυνας, πολύπλοκη στρατηγική, φινετσάτες τακτικές («Στη ζωή, όπως και στο σκάκι, είναι πάντα χρήσιμο να αναλύει κανείς τα κίνητρα και τις προθέσεις του άλλου»). Όχι βουρ και όποιον πάρει ο Χάρος! Έτσι λοιπόν, όπως ο αρχάριος σκακιστής στις πρώτες του παρτίδες αναρωτιέται, γιατί άραγε ο αντίπαλος κούνησε εκείνο το ηλίθιο πιονάκι στην άκρη της σκακιέρας ή γενικά, γιατί υπάρχουν τα πιόνα και κλείνουν τον δρόμο στις βαριές πολεμικές μηχανές, κάπως αντίστοιχα αναρωτιέται και ένας αρχάριος αναγνώστης του Ναμπόκοφ, μα τι κάθεται και μου περιγράφει τώρα τις κάλτσες του ήρωα, ο ήρωας γιατί είναι τα ζώα μου αργά, στις πόσες σελίδες επιτρέπεται να το παρατήσω;
 
Τώρα θα μου πείτε με το δίκιο σας, πρέπει να μάθω σκάκι για να απολαύσω τα βιβλία του Ναμπόκοφ; Ξέρω γω, δεν είναι άσχημη ιδέα. Το σκάκι θα διευρύνει το πνεύμα σας, και ο Ναμπόκοφ το ίδιο. Φανταστείτε τα βιβλία του σαν μια παρτίδα σκάκι μεταξύ του Ναμπόκοφ και του αναγνώστη. Όσο πιο δεκτικοί είστε απέναντι στις συγγραφικές κινήσεις του, εκείνος προχωρά σταθερά την παρτίδα σε επόμενο στάδιο. Τις μόνες κινήσεις που περιμένει από εσάς είναι οι κινήσεις των ματιών σας και του μυαλού σας. Και όταν φτάσετε στο τέλος, ο Ναμπόκοφ κάνει κάτι αδιανόητο για σκακιστή: παραδίνεται αμαχητί στο τελεσίδικο της απόλαυσης που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό σας! Και φυσικά, το παραδέχεται και ο ίδιος, δεν λέει ποτέ όχι σε ένα rematch.
 

 
Καλέ, ξέχασα να μιλήσω για τις πλοκές των βιβλίων, μιλάτε ρε σεις. «Ο αξιοπρεπής κύριος Πνιν» (1957) είναι μια απολαυστική φαρσοκωμωδία που ακολουθεί τα βήματα του Ρώσου εμιγκρέ καθηγητή ρωσικής λογοτεχνίας που ψάχνει τον παράδεισό του στην εξωτική Αμερική. Με μια πρώτη ματιά, μοιάζει ως μια μερική ανασκόπηση της ζωής του ίδιου του Ναμπόκοφ (η φράση «μίλησε μνήμη» που αποτελεί τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα πιστό επιθύμιο για κάθε βιβλίο του), ωστόσο τίποτα δεν είναι επιφανειακό στα βιβλία του και κυρίως το βαθύτερο νόημα που κρύβεται διαρκώς πίσω από τις πανέμορφες παραγράφους του και θα πρέπει να αναζητείται αενάως στις πολλαπλές αναγνώσεις στις οποίες μας προτρέπει ο ίδιος ο συγγραφέας! Αν το νόημα είναι η ομορφιά όμως, ήδη βρισκόμαστε στον πυρήνα του. Υπέροχα γραμμένο, το βιβλίο αναπαράγει διασκεδαστικά όλες τις εμμονές του Ναμπόκοφ σε ένα σύνολο με σχετικά χαλαρά επεισόδια της ζωής του Πνιν που δεν μοιάζει σφιχτοδεμένο αλλά αυτό θα είναι και η παγίδα όπου θα πέσετε, αν τύχει και το πιστέψετε! Ειδικά τον Φρόιντ μες στην καρδιά του τον έχει, διασκέδασα απίστευτα με τις σελίδες όπου παρωδεί τις ψυχαναλυτικές θεωρίες μέσω του Βίκτωρα, του γιου της πρώην γυναίκας του Πνιν, ο οποίος υποβάλλεται από μικρός σε ψυχολογικά τεστ από τους ψυχολόγους γονείς του – επειδή ο Βίκτωρ θεωρείται καλλιτεχνική ιδιοφυία, φαίνεται να ανταπεξέρχεται εύκολα στα τεστ αν και επιδεικνύει συγκαλυμμένη αδιαφορία απέναντί τους και τα κάνει μόνο για τους γονείς του, μια κατάσταση που δείχνει ακόμα πιο ανάγλυφο τον σαρκασμό του Ναμπόκοφ προς τον Φρόιντ! 
 
Το «Μάτι» (1930), κάπως θολό θεματικά και αδύναμο ως προς τις λεκτικές αποχρώσεις που θα ανέπτυσσε εντυπωσιακά ο συγγραφέας του στην πορεία της καλλιτεχνικής του δουλειάς, δυσκολεύεται και αυτό να ξεφύγει από τον επίμονο χαρακτηρισμό «αριστούργημα», όρος που περιγράφει μονότονα όλα τα βιβλία του Ναμπόκοφ! Ο Σμίροφ, ένας νεαρός οικοδιδάσκαλος συνάπτει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα, όμως το μαθαίνει ο άντρας της και τον ξυλοφορτώνει. Ταπεινωμένος καταφεύγει στο δωμάτιό του και αυτοκτονεί. Μην ανησυχείτε, δεν είναι σπόιλερ, το μαθαίνουμε στις πρώτες σελίδες. Δεν είναι δα και Άννα Καρένινα, να σας χαλάσω το σασπένς! Δεν πολυκαταλαβαίνουμε αν αυτοκτονεί τελικά αλλά σίγουρα αρχίζει να βλέπει την ζωή του με άλλο μάτι. 
 
[...] Προσεχτικά, αδέξια, γέμισα το περίστροφο και έσβησα έπειτα το φως. Η σκέψη του θανάτου, που κάποτε με είχε τόσο τρομάξει, δεν ήταν τώρα παρά μια γνώριμη και απλή υπόθεση. Φοβόμουν, ναι, φοβόμουν τρομερά, τον τερατώδη πόνο που πιθανόν θα μου προκαλούσε η σφαίρα· αλλά γιατί να φοβηθώ τον μαύρο, βελουδένιο ύπνο, το ομοιόμορφο σκότος, το τόσο πιο αποδεκτό και κατανοητό από την πολύχρωμη και παρδαλή αυπνία της ζωής; Γιατί; Κανείς, μα κανείς, δεν θα μπορούσε να το φοβηθεί αυτό!  
 
Σίγουρα ένα από τα πιο παράξενα βιβλία του Ναμπόκοφ και επειδή είναι από τα πρώτα του κείμενα, η συγγραφική του «ανωριμότητα» το κάνει ακόμα πιο παράξενο και γοητευτικό. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεταφραστής στο επίμετρό του: Βέβαια, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ διόλου δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει πως τα έργα του δεν είναι παρά περίπλοκοι γρίφοι, λαβυρινθώδη αινίγματα, που συνθέτει και λύνει ο ίδιος, συνδυάζοντας ατέρμονα το τερπνό με το ακόμα πιο τερπνό και μειδιώντας στη θέα του συνοφρυωμένου κριτικού ή του αμήχανου αναγνώστη. Διανύοντας ωστόσο μια αλλόκοτη εποχή που οι ζωές πολλών ανθρώπων παρατηρούνται περισσότερο παρά βιώνονται, η αμηχανία των αναγνωστών δεν θα είναι τόσο ισχυρή όσο θα ήταν σε άλλη περίπτωση. Όταν γίνεσαι θεατής της ζωής σου, δεν είναι κάπως σαν να αυτοκτονείς; Το βιβλίο αυτό σου κλείνει το μάτι... άνοιξε τα μάτια σου! Ω, για μένα, όλη τους η ύπαρξη δεν ήταν παρά μια απλή μαρμαρυγή, ένα λαμπύρισμα μονάχα, πάνω σε μιαν οθόνη. Οι πολλαπλοί αντικατοπτρισμοί του Σμίροφ πάνω στα πρόσωπα που γνωρίζει ή φαντάζεται ότι γνωρίζει, μου έφεραν στο μυαλό και το ανέφικτο της μίας και μοναδικής μας προσωπικότητας για όλους (αλλά και για μας τους ίδιους) που αναλύεται βασανιστικά και διεξοδικά στο βιβλίο του Πιραντέλλο, «Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες». 
 
Τώρα, σχετικά με την «Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» έχω να δηλώσω ότι... ωχ, τι συμβαίνει... γαμώτο... δεν κατ... βαι... ω...!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».