Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

En passant deux (Αντ’ πασάμ’, τελείωνε!)

 
Επιπλοκές με τις πλοκές! Σας το είπα, στις πλοκές βραχυκυκλώνω. Ας κάνω reboot. Για μένα, ο Ναμπόκοφ ανήκει στην Αγία Τριάδα των συγγραφέων πίσω από Τζόυς και Πύντσον (ομοούσιος και αδιαίρετος τρισυπόστατη θεότητα, καθότι όπως πολλοί γνωρίζουν ο Ναμπόκοφ έδωσε διαλέξεις για τον Τζόυς στο πανεπιστήμιο Κορνέλ, τις οποίες φημολογείται ότι παρακολούθησε και ο Πύντσον!). Ο Ναμπόκωφ είχε δηλώσει ότι, όπως ο Τζόυς, γράφει τα μυθιστορήματά του όχι από την αρχή προς το τέλος, αλλά από όλα τα σημεία ταυτόχρονα, καλύπτοντας αβίαστα τα κενά. Ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα αρχίζει κανείς να εφαρμόζει ως αναγνώστης την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιεί ο Ναμπόκωφ ως συγγραφέας: να βλέπει όλο το βιβλίο ταυτόχρονα: μια σειρά δομικών σχηματισμών, αλληλένδετων συλλογισμών που προχωράνε και προς τα μπρος και προς τα πίσω. Με δυο λόγια, πρέπει να βλέπεις συνεχώς ολόκληρη την σκακιέρα!
 
Και στην περίπτωση του Σεμπάστιαν Νάιτ(=Knight), το ίδιο το βιβλίο αποτελεί κυριολεκτικά και μεταφορικά, την σκακιέρα. Ακόμα και το τρελό γκομενάκι του – υιοθέτησα σεξιστικό λόγο, κάν' τε μου ριπόρτ – ονομάζεται Κλαίρη Μπίσοπ(=Bishop). Δεν είναι ούτε τυχαίο που μέρος του τρελού έρωτά τους ανθίζει στο Παρίσι όπου ο αξιωματικός στα γαλλικά ονομάζεται «fou», δηλαδή «τρελός». Κατ' αρχήν, ξεκολλάτε τα μυαλά σας από την «Λολίτα» – όπως σημειώνει και ο Ανδρέας Αποστολίδης στο σπουδαιότατο επίμετρό του: Ο Βλαδιμίρ Ναμπόκωφ είναι ευρύτερα γνωστός κυρίως από το μυθιστόρημά του Λολίτα και αντιμετωπίζεται, κατά κανόνα, στα στενά περιθώρια που ορίζει η επιδερμική (αποκομμένη από το συνολικό του έργο) και αποκλειστική θεώρηση του συγκεκριμένου βιβλίου ως «σκανδαλοθηρικού». Και είναι πολύ άδικο αυτό, προσωπικά ο Ναμπόκοφ μπορεί να χέστηκε, αλλά είναι άδικο για την λογοτεχνία την ίδια και για τους πιο πιστούς εκπροσώπους της, τους αναγνώστες. Για μένα, «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» (1941) είναι (μόλις έγινε) το υπέρτατο μυθιστόρημά του.  
 
 
Ο Σεμπάστιαν Νάιτ, διάσημος συγγραφέας, πεθαίνει και ο ετεροθαλής αδερφός του, μετά τον θάνατό του προσπαθεί να γράψει την βιογραφία του και παράλληλα να τον γνωρίσει καλύτερα. Ψάχνει την ζωή του Σεμπάστιαν, μέσα και έξω από τα βιβλία του, και καταλήγει να πειστεί για το ανεκπλήρωτο της ανθρώπινης ταυτότητας, κανείς δεν είναι κανενός, καμιά ζωή δεν είναι αρκετά «αληθινή» - «μια από τις λίγες λέξεις που εκφράζουν το νόημά τους μόνο με τα εισαγωγικά», σύμφωνα με τον ίδιο τον Ναμπόκοφ. Και σε αυτό το μυθιστόρημα – ίσως περισσότερο σε αυτό από οποιοδήποτε άλλο – παρατηρούμε μία σχέση της μνήμης με την επινόηση (η φράση «μίλησε μνήμη» που λειτουργεί ως επιμύθιο, όπως έγραφα στην προηγούμενη ανάρτηση). Στο επίμετρο του βιβλίου υπάρχουν πάμπολλα διαφωτιστικά αποσπάσματα που συνδέουν περιστατικά του βιβλίου με «αληθινά» περιστατικά της ζωής του Ναμπόκοφ, όπως περιγράφονται στην αυτοβιογραφία του. Ο Ναμπόκοφ δίνει μόνος του την επεξήγηση και είναι, κατά την γνώμη μου, ό,τι χρειάζεστε για να απολαύσετε στο έπακρο τα σπουδαία βιβλία του.  
 
Θα έλεγα ότι η φαντασία είναι μια μορφή της μνήμης. Η φαντασία εξαρτάται από την δύναμη των συσχετισμών και τους συσχετισμούς τους προμηθεύει και τους παρακινεί η μνήμη. Όταν μιλάμε εδώ για μια ζωηρή προσωπική ανάμνηση δεν την καταλογίζουμε στην ικανότητά μας να την συγκρατήσει, αλλά στην μυστηριώδη διορατικότητα της Μνημοσύνης να αποθηκεύσει το άλφα ή το βήτα στοιχείο, το οποίο η δημιουργική φαντασία θα μπορεί να το χρησιμοποιήσει όταν συνδυαστεί με κατοπινές αναμνήσεις ή επινοήσεις. Με αυτή την έννοια, τόσο η μνήμη όσο και η φαντασία αποτελούν μια άρνηση του χρόνου.  
 
Λόγω του θέματος του βιβλίου, ο Βλαδίμηρος ξεσαλώνει, και με το δίκιο του. Παρωδεί καταστάσεις της εκδοτικής περιοχής, της λογοτεχνίας, της κριτικής, και της αυτοκριτικής. Θα με κυνηγούσαν οι Ερινύες αν δεν αντέγραφα το ακόλουθο απόσπασμα! Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της ελληνικής συγγραφικής ιντελιγκέντσιας (δεν) είναι εντελώς συμπτωματική. 

[...] Ύστερα μου λέτε ότι η «λογοτεχνική μου σταδιοδρομία» θα υπονομευθεί αμετάκλητα έτσι και ξεκινήσει με επίθεση σε μια καταξιωμένη και αναγνωρισμένη συγγραφική φυσιογνωμία. Μα και αν ακόμη υπήρχε κάτι που να ονομάζεται «λογοτεχνική σταδιοδρομία», την οποία θα κατέστρεφα επειδή θα έκανα του κεφαλιού μου, πάλι θα αρνιόμουν ν' αλλάξω έστω και μια λέξη από τα όσα έχω γράψει. Διότι, πιστεύω ότι και η χειρότερη τιμωρία, όση βία και αν εμπεριέχει, δεν είναι αρκετή για να αναστείλει την ηδονή που αισθάνομαι, ειδικά τώρα που ταυτίζεται με το σταθερό, νεανικό σφρίγος της αλήθειας. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή που να συγκρίνονται με την απόλαυση της σάτιρας, και όσο σκέφτομαι τα μούτρα του απατεώνα όταν θα διαβάζει το συγκεκριμένο απόσπασμα (διότι αποκλείεται να μην το διαβάσει), γνωρίζοντας μάλιστα, όπως και εμείς, ότι λέει την αλήθεια, τότε η απόλαυση αυτή μετατρέπεται σε ηδονή. 
 
Ο Ναμπόκοφ είναι μάστορας στις μεταφορές του λόγου – δεν είναι φθηνές, αντιθέτως είναι πολύ ακριβείς! Θαυμάστε μία όταν ο κύριος Πνιν υπερενθουσιάζεται αναξιοπρεπώς μπροστά σε ένα πλυντήριο σε πλήρη λειτουργία: [...] Αφήνοντας κατά μέρος ευπρέπεια και επιφυλάξεις, το τάιζε ό,τι τύχαινε να βρίσκει πρόχειρο, το μαντήλι του, τις πετσέτες της κουζίνας, σωρούς από παντελόνια και πουκάμισα που μετέφερε λαθραία από το δωμάτιό του, απλώς και μόνο για να έχει την ευχαρίστηση να χαζεύει μέσα από το τζαμάκι της πόρτας αυτό που έμοιαζε με ατέλειωτο κατρακύλημα δελφινιών που έχαναν την ισορροπία τους. Νομίζω ότι αρκετοί αναγνώστες δεν πολυσυμπαθούν τις μεταφορές του λόγου, αν και όταν τους ρωτήσεις μάλλον θα σου πουν ότι τις θεωρούν το αλατοπίπερο της λογοτεχνίας. Ίσως τις θεωρούν βαρετές, ότι καθυστερούν την δράση, κοινώς σαβούρα που βραδυπορεί το όλο κείμενο. Για να τις συγκρίνω με το σκάκι, θα έλεγα ότι οι μεταφορές είναι ό,τι και οι τακτικές στο σκάκι. Οι τακτικές είναι εκείνοι οι συνδυασμοί και οι ελιγμοί που εκπορεύονται από την στρατηγική που έχει ο παίκτης στο κεφάλι του και δίνουν όλη την ομορφιά σε μια σκακιστική παρτίδα. Κατ' αρχήν, οι τακτικές φανερώνουν ότι ο σκακιστής ξέρει να παίζει σκάκι – όπως και οι μεταφορές (σχεδόν πάντα) φανερώνουν για έναν συγγραφέα ότι ξέρει να γράφει λογοτεχνία – και επιπλέον, προσφέρουν μία αισθητική απόλαυση στα μάτια των θεατών. Η τακτική στο παραπάνω απόσπασμα επιδιώκει να μας δείξει τον ενθουσιασμό του Πνιν με το πλυντήριο, και τα δελφίνια αποτελούν μια χαρακτηριστική και διαχρονική πηγή χαράς για τους περισσότερους ανθρώπους.  
 
Τίγκα στις μεταφορές είναι και ο Σεμπάστιαν Νάιτ, άρα τίγκα και στις σκακιστικές τακτικές! Βασικά, εδώ είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά, έχουμε και θέση στην σκακιέρα που περιγράφει όλο το βιβλίο και περιμένει να το διαβάσετε για να ανακαλύψετε την λύση του! Παίζουν τα λευκά, ματ σε δυο κινήσεις! Περισσότερα όταν διαβάσετε το επίμετρο-δοκίμιο του Ανδρέα Αποστολίδη. Ενδιαφέρον έχει και το επίμετρο του κυρίου Πνιν, υπό του Μάικλ Γουντ. Αντιθέτως, το επίμετρο του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη μού φάνηκε σχετικά φτωχό και εν πολλοίς, αδιάφορο.  
 
 
Και οι τρεις μεταφράσεις είναι αρκετά καλές. Αίσθηση όμως μου προκαλούν για ακόμα μια φορά οι επίμονες μεταφραστικές «εκκεντρικότητες» του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη. Ας πούμε, σπανίως πλέον λέμε «είχε μια ύπανδρη αδελφή», συνηθέστερα λέμε «είχε μια παντρεμένη αδελφή». Όπως επίσης δεν χρησιμοποιούμε την λέξη «παρωνύμι» – είτε γράφουμε «παρωνύμιο» είτε «παρατσούκλι» (δύο παραδείγματα μέσα σε μία μικρή παράγραφο, επουσιώδη και εντελώς αδιάφορη για την εξέλιξη της πλοκής). Και άλλες τόσες εκκεντρικότητες (άγρευε, πήγνυται, χειρόκτιο, κλασαυχενιστής – το λεξικό μου έπαθε κατάθλιψη ελλείψει ερμηνείας) που χτυπάνε άσχημα... στο μάτι! Δεν φανερώνουν κάτι το κείμενο ή το ύφος που να υποδηλώνουν ότι αυτές οι «εκκεντρικότητες» ανήκουν στον (χαρακτηριστικά εκκεντρικό) Ρώσο συγγραφέα. Αντιθέτως, η Μαρία Γιαμαλίδου στην μετάφρασή της για τον «Αξιοπρεπή κύριο Πνιν» αναγνωρίζει τις γλωσσικές εκκεντρικότητες του Ναμπόκοφ και φροντίζει πολύ ώστε να μην τις νοθεύει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ο κύριος Πνιν, μέσα στην σύγχυση των γλωσσών που αναγκάζεται ως μετανάστης να αφομοιώνει ελλιπώς, μπερδεύει συχνά το «φ» με το «θ», προσφέροντάς μας διασκεδαστικά λεκτικά κομμάτια.  
 
Το εντυπωσιακό με τον Ναμπόκοφ είναι ότι ενώ τα βιβλία του σπανίως ξεπερνούν τις 250 σελίδες, παρέχουν τόση διανοητική ένταση που μπορούν να συγκριθούν μόνο με το σκάκι, τον βασιλιά των πνευματικών παιχνιδιών – οριστικό τέλος με το σκάκι, σας έπρηξα και σας, βαρέθηκα και εγώ! Και να θυμάστε, μπορεί τα βιβλία του να αρχίζουν σαν αργόσυρτες κάμπιες, αλλά θέλει υπομονή και επιμονή για να καταφέρετε να δείτε την όμορφη πεταλούδα να φτερουγίζει μπροστά στα μάτια σας. Αν το θέλετε και με δικά του λόγια, ιδού: Ήταν την ίδια στιγμή ικανοποιημένος και δυσαρεστημένος από τον κόσμο στον οποίο ήρθε, ακριβώς όπως ένας ταξιδιώτης είναι συνεπαρμένος από τις εικόνες της περιοδείας του και σχεδόν ταυτόχρονα έχει ναυτία.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !