Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ασκήσεις μνήμης

 
Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν, με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα».
 
Στη συλλογή «Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι» συμπεριλαμβάνονται πέντε αυτοβιογραφικά αφηγήματα του Καλβίνο, γραμμένα σε βάθος μιας 15ετίας και δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά. Τα τέσσερα πρώτα είναι γραμμένα πιο ρεαλιστικά, σχετικό αυτό όταν μιλάμε για Καλβίνο, ενώ το τελευταίο θυμίζει κάτι από ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν∙ τις παλιές, τις καλές. «“Από τ’ απόσκια”, από τα βάθη της σκιάς εγώ γράφω, ανασυνθέτοντας τον χάρτη ενός φωτεινού τόπου που είναι απλώς ένα μη επαληθεύσιμο αξίωμα για τους υπολογισμούς της μνήμης, ο γεωμετρικός τόπος του εγώ, ενός εαυτού που χρειάζεται ο εαυτός μου για να ξέρει ότι είναι ο εαυτός του, το εγώ που χρειάζεται μόνο και μόνο προκειμένου να λαμβάνει συνεχώς νέα για την ύπαρξη του κόσμου, ένα κατασκεύασμα που διαθέτει ο κόσμος για να ξέρει αν υπάρχει». Περίπλοκο και σκιώδες, δεν παύει να είναι και ένα γοητευτικό διήγημα, που ο κάθε αναγνώστης θα το ερμηνεύσει και θα το εκτιμήσει ανάλογα με την φωτοευαισθησία του.  
 
Στο ομώνυμο αφήγημα, «Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι», ο Καλβίνο περιγράφει τις παιδικές αναμνήσεις του από ένα κτήμα που είχε ο πατέρας του στη γενέθλια πόλη του, και την κόντρα που άρχισε να αναδύεται ανάμεσα στον πατρικό φυσιολατρικό δρόμο και την επαναστατική εφηβική διαδρομή σε πολύβουα σοκάκια. Εδώ, η κόντρα δεν περιγράφεται με όρους σύγκρουσης, αλλά περισσότερο με όρους κοσμοθεωρίας, δύο κόσμοι που συνυπάρχουν για λίγο λόγω αναγκαστικής συγγένειας και ύστερα ο αναλυόμενος – ο συγγραφέας εν προκειμένω – κάνει την τελική του αποτίμηση για την πορεία των πραγμάτων. Αν και ελαφρώς βουκολικό για τα γούστα μου, αρκετά συγκινητικό και με σημεία που μου θύμισαν πολύ έντονα και την σχέση με τον δικό μου πατέρα. 
 
Στην «Αυτοβιογραφία ενός θεατή», που αποτέλεσε πρόλογο για ένα βιβλίο για τον Φελίνι, ο Καλβίνο περιγράφει το εφηβικό του κόλλημα με τον κόσμο του σινεμά και πόσο αυτό τον διαμόρφωσε. Μέσα στο αφήγημα ξεχώρισα μια ωραία σκέψη που κατά την γνώμη μου βρίσκει εφαρμογή, ίσως και περισσότερο εκεί, στον κόσμο της λογοτεχνίας: «Δεν υπάρχει ένας κόσμος μέσα στη φωτεινή οθόνη, στη σκοτεινή αίθουσα, και ένας άλλος κόσμος έξω, ετερογενής, που τους διαχωρίζει μια ξεκάθαρη ασυνέχεια, ωκεανός ή άβυσσος. Η σκοτεινή αίθουσα εξαφανίζεται, η οθόνη είναι ένας μεγεθυντικός φακός στραμμένος έξω στον κόσμο, στην καθημερινότητα, και σε αναγκάζει να κοιτάξεις αυτό που με γυμνό μάτι έχει την τάση να κυλάει δίχως σταματημό. Η λειτουργία αυτή έχει – μπορεί να έχει – τη δική της χρησιμότητα, μικρή, μέτρια ή τεράστια σε ορισμένες περιπτώσεις. Όμως εκείνη την ανθρωπολογική, κοινωνική ανάγκη της απόστασης, δεν την ικανοποιεί». Αυτή η απουσία απόστασης έσω και έξω κόσμου έχει κάνει φοβερά χλιαρή την λογοτεχνία της τελευταίας 25ετίας. Και τον κινηματογράφο, εξυπακούεται αυτό.  
 

Στο «Αναμνήσεις μιας μάχης» ο Καλβίνο ανασυνθέτει μια ενέδρα σε ένα χωριό την εποχή της Αντίστασης. Έχοντας διαβάσει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», το λιγότερο καλβινικό από όλα αλλά πάρα πολύ ωραίο (αν το βρείτε, να το πάρετε), μου έσκασε στο μυαλό εκείνη η περίοδος που το διάβαζα και πόσο το είχα απολαύσει. Νομίζω ότι αυτό το διήγημα, υπάρχει με κάποιο τρόπο μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί μου φάνηκε τόσο οικεία η αίσθηση. «Αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι γιατί το τρύπιο δίχτυ της μνήμης συγκρατεί ορισμένα πράγματα και όχι άλλα». Και κατά έναν παράξενο και χιουμοριστικό τρόπο, το καλύτερο διήγημα της συλλογής είναι για τα σκουπίδια. Στο «La poubelle agréée» γράφει ένα διήγημα για την αξία που έχει να κατεβάζεις τα σκουπίδια σου στον δρόμο – φαίνεται ότι το έγραψε άντρας, λυσσάξτε τσάουσες – ευτυχισμένο το 1995! «Αν αληθεύει αυτό, αν το να πετάμε είναι η πρώτη αναγκαία συνθήκη της ύπαρξης, διότι είμαστε αυτό που δεν πετιέται, η πρώτη φυσιολογική και πνευματική πράξη είναι να διαχωρίσω το κομμάτι του εαυτού μου που μένει από το κομμάτι που πρέπει να αφήσω να κατέβει σε έναν άλλο κόσμο ανεπιστρεπτί». Τα σκουπίδια του ενός είναι ο θησαυρός του άλλου, λέμε συνήθως για μέτρια βιβλία που βρίσκονται δίπλα σε κάδους και ονειρευόμαστε να βρουν μια θέση σε κάποια βιβλιοθήκη ή σε ένα ζεστό σαλόνι δίπλα στο τζάκι (ή και μέσα στο τζάκι, θα πουν κάποιοι πικρόχολοι), αλλά ο Καλβίνο σε κάθε βιβλίο του κινείται πολύ άνω του μετρίου και μπορεί να δημιουργήσει τα πάντα από το τίποτα, αυτό δηλαδή που συνηθίζουν να κάνουν οι σπουδαίοι συγγραφείς. Διαλέξτε κάποιο από τα πολλά βιβλία του και αφεθείτε σε μια υπαρξιακή μαγεία που σπανίζει, αν δεν έχει παύσει εντελώς, παρόλο που κάποια παιδιά, επιμένουν να πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμα. Μην τους χαλάσετε το παραμύθι. 
  
 
Το βιβλίο περιέχει ένα εισαγωγικό σημείωμα και ένα επίμετρο που μου φάνηκαν και τα δύο χλιαρά και αχρείαστα, ειδικά το επίμετρο (του Τσέζαρε Γκάρμπολι). Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση φαίνεται να πατάει σε στέρεα και χαρτογραφημένα μονοπάτια. Όμως, στον αλλόκοτο δρόμο που τράβηξε το «Στερέωμα» βάζοντας το βιογραφικό σημείωμα πριν από την σελίδα τίτλου, κινείται εδώ και ο «Καστανιώτης» που τοποθετεί ένα εκτενέστατο χρονολόγιο, 28 σελίδες, ακριβώς μετά την εισαγωγή. Ό,τι τρεντάρει στο τικ τοκ, το φέρνουν και στην Ελλάδα, δεν εξηγείται αλλιώς! Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι ένα πολυσέλιδο χρονολόγιο για έναν τόσο γνωστό και σπουδαίο συγγραφέα είναι αχρείαστο, αν όχι προσβλητικό∙ θα αρκούσε μια ημερομηνία γέννησης και θανάτου που θα γνωστοποιούσε μόνο το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο του συγγραφέα, αν και ο Καλβίνο με το τεράστιο ταλέντο του ξεχείλωσε μια για πάντα αυτό το πλαίσιο. Αν μη τι άλλο, ο εκδότης που έχει ήδη εκδώσει σχεδόν όλο το έργο του Ιταλού, θα έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει πια ότι… τελευταίο έρχεται το χρονολόγιο.  
 
[…] «Κι εγώ; Εγώ νόμιζα ότι είχα άλλα κατά νου. Τι ήταν η φύση; Χορτάρι, φυτά, πράσινα τοπία, ζώα. Ζούσα ανάμεσά τους και ήθελα να είμαι αλλού. Μπροστά στη φύση έμενα αδιάφορος, επιφυλακτικός, ενίοτε εχθρικός. Και δεν ήξερα πως κι εγώ αναζητούσα μια σχέση, ίσως πιο πετυχημένη από εκείνη του πατέρα μου, μια σχέση που θα μου την έδινε η λογοτεχνία, ανανοηματοδοτώντας τα πάντα, και ξαφνικά καθετί θα γινόταν αληθινό, απτό, κατακτητέο και τέλειο, κάθε πράγμα εκείνου του τώρα πια χαμένου κόσμου.  
    Πού είναι ο πατέρας που φωνάζει να φέρω τη μάνικα και να ρίξω νερό, γιατί τα πάντα έχουν ξεραθεί;»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».