Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άτιμη κοινωνία! Άλλους τους κατεβάζεις και άλλους τους ανεβάζεις στα τάρταρα!


Πριν δέκα μέρες μπήκε ο νέος χρόνος και όσοι δεν έχετε διαβάσει ποτέ σας Μέλβιλ, νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να τον βάλετε στο πρόγραμμα. Πώς θα σας φαινόταν όμως αν υπήρχε ένα Ημερολόγιο Μέλβιλ όπου θα μπορούσατε να σημειώνετε στην κάθε ξεχωριστή μέρα, την υπενθύμιση «Να διαβάσω Μέλβιλ!», σαν ενοχλητική επίπληξη στον τεμπέλη εαυτό σας; Εγώ, προσωπικά, το βρίσκω τέλειο! Την ιδέα για την υλοποίηση αυτού του ημερολογίου έκανε πράξη ο Σ.Μ.Ε.Δ. (Σύλλογος Μεταφραστών-Επιμελητών-Διορθωτών) και εντελώς αναπάντεχα έκανε και ποδαρικό στην νέα αναγνωστική μου χρονιά. Ημερολόγιο Μέλβιλ όμως χωρίς λογοτεχνία δεν παίζει, κι έτσι, μέρος αυτής της έκδοσης είναι και ένα υπέροχο διήγημα που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Harper’s Magazine τον Απρίλιο του 1855 και μεταφράζεται (νομίζω) πρώτη φορά στα ελληνικά. Γι’ αυτό σας λέω, αν καταφέρετε να βρείτε το ημερολόγιο, αναγκαστικά θα διαβάσετε Μέλβιλ και θα σας μείνει και το ημερολόγιο άθικτο αφού δεν θα χρειαστεί να επιπλήττετε εκεί μέσα τους εαυτούς σας!
 
Και μιας και μιλάμε για ημερολόγια και ημερομηνίες, ας ξαναθυμηθούμε ότι ο Μέλβιλ παραμένει τουλάχιστον 200 χρόνια μπροστά απ’ την εποχή μας! Το έργο του πάντα γεμάτο συμβολισμούς και ερμηνείες, μας παρέχει μία καπιταλιστική θεώρηση της λογοτεχνίας! Ο καπιτάλισμος είναι το πιο δίκαιο σύστημα – το ισχυρίζονται μόνο όσοι δουλεύουν το πολύ οκτώ ώρες, και όχι για ψίχουλα. Αυτό είναι και το πρώτο επίπεδο και το πιο φανερό, του σπουδαίου διηγήματός του. Ο ποιητικός τίτλος «Ο Παράδεισος των εργένηδων και τα Τάρταρα των παρθένων» (που τεκμηριώνεται πολύ λογοτεχνικά μέσα στο διήγημα) περιγράφει μία αντίστιξη, δύο κόσμους που δεν θα ενωθούν ποτέ τους. Από την μια, τον κόσμο των δικηγόρων στην περιοχή Τεμπλ (κανένας συμβολισμός τυχαίος) του Λονδίνου και από την άλλη ένα εργοστάσιο χαρτιού στην Νέα Αγγλία στο οποίο δουλεύουν νεαρές εργάτριες, σε μια δύσβατη περιοχή που παραπέμπει εμμέσως στην Κόλαση – εκτός από μία άμεση αναφορά στον Δάντη ώστε να κάνει αντίστιξη με τον Παράδεισο των εργένηδων, τοπωνύμια όπως Μπουντρούμι του Διαβόλου, Ματωμένος Ποταμός, κλπ, ενισχύουν περισσότερο την αντίθεση. 

[…] «Αυτό που αποκαλούμε πόνο, το βάσανο που ονομάζουμε ανησυχία – αυτοί οι δυο θρύλοι έμοιαζαν εξωφρενικοί στις εργένικες φαντασίες τους. Πώς θα μπορούσαν άντρες με φιλελεύθερες απόψεις, ώριμη γνώση του κόσμου και ευρύτατες φιλοσοφικές και κοινωνικές αντιλήψεις – πώς θα μπορούσαν αυτοί να ανεχθούν να τους επιβάλλονται τέτοιοι μοναστικοί μύθοι; Πόνος! Ανησυχία! Είναι σαν να μιλάμε για θαύματα καθολικών. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. – Μου δίνετε το σέρι, κύριε; – Σιγά! Αποκλείεται! – Το πορτό, παρακαλώ, κύριε; Ανοησίες· μη λέτε τέτοια πράγματα. – Η καράφα πηγαίνει σε σας, αν δεν κάνω λάθος, κύριε. 
Και κάπως έτσι προχώρησε η βραδιά». 


Ο καπιταλισμός είναι δίκαιος… μόνο αν είσαι δικηγόρος (για να χρησιμοποιήσω μία κάπως αμφιλεγόμενη μεταφορά)! Αν κάνεις δεύτερες σκέψεις, αν για μια στιγμή σταθείς στο σαλόνι σου και σκεφτείς όλα αυτά τα πράγματα που σε ζεσταίνουν, σε βοηθούν να επικοινωνήσεις, θρέφουν το κορμί και το πνεύμα σου, πού και από ποιους φτιάχνονται, τότε ίσως να μεταφερθείς νοερά σε κάποιο Μπουντρούμι του Διαβόλου που δεν θα σου αρέσει καθόλου. Εκεί σε πάει ο Μέλβιλ, ο οποίος, όπως οφείλουν οι μεγάλοι συγγραφείς, δεν παίρνει συγκεκριμένη θέση. Ούτε και εγώ σκοπεύω να πάρω. «Σε σειρές πάγκων που έμοιαζαν άδειοι κάθονταν κορίτσια που έμοιαζαν εξίσου άδεια, με άδειους λευκούς φακέλους στα άδεια χέρια τους, κι όλες δίπλωναν άδειο χαρτί με μιαν άδεια έκφραση στα πρόσωπά τους»

Το διήγημα πέρα από την παραπάνω προφανή αντίστιξη, εμπεριέχει και άλλες τόσες, περισσότερο ή λιγότερο φανερές, περισσότερο ή λιγότερο κρυφές. «Ο συγγραφέας ενώνει δυο εικόνες μακρινές μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα: κοινωνικό, χωροταξικό, πολιτισμικό, εκείνο του φύλου, αλλά και της ατμόσφαιρας». Και η πολιτισμική αντίστιξη θα τέρψει ιδιαιτέρως μερικά μυαλά, αλλά εγώ λέω να επιμείνω λίγο σε εκείνη του φύλου. Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την φεμινιστική λογοτεχνία, αν πρέπει να γράφεται μόνο από γυναίκες, οι άντρες συγγραφείς (ειδικά οι Γάλλοι πενηντάρηδες!) τι ρόλο έχουν σε αυτή, κλπ. Το διήγημα του Μέλβιλ συμπύκνωσε με θαυμαστή μεστότητα το διάσημο βιβλίο της Άτγουντ, τουλάχιστον στη γενικότερη φιλοσοφία και όχι τόσο στα επιμέρους κομμάτια. Δεν υποτιμώ το σπουδαίο έργο της Άτγουντ, απλώς καταδεικνύω ότι ακόμα και ένα έργο πολύ παλιό μπορεί να μιλήσει στο σήμερα και το αύριο με  αναπάντεχους τρόπους. Όλες οι εργάτριες είναι ανύπαντρες γιατί έτσι ευνοείται η επιχείρηση – όποια γυναίκα έμεινε έγκυος ενώ παράλληλα δούλευε, ενδεχομένως, έχει να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία πάνω σε αυτό. Ένα εύρημα του Μέλβιλ που μου άρεσε πάρα πολύ είναι όταν βάζει ένα μικρό παλικαράκι να δείξει το εργοστάσιο χαρτιού στον αφηγητή-επισκέπτη. Το ονομά του είναι Έρως και είναι θρασύ και ενθουσιώδες που κινείται διαρκώς ανάμεσα στα κορίτσια που μένουν ανέκφραστα και θλιμμένα στην παρουσία του – «σαν χρυσόψαρο μέσα σε άχρωμα κύματα»

Το διήγημα μεταφράστηκε όμορφα από τους «Bachelors and Maids», μια χαρά παιδιά, είναι του… Συλλόγου! Η γενική έκδοση είναι πολύ κομψή και ταυτόχρονα χρηστική, για να σημειώνετε και στο ημερολόγιο ποια άλλα βιβλία διαβάσατε στην διάρκεια του χρόνου. Φροντίστε μόνο να είναι αντάξια του Μέλβιλ! Ο Μέλβιλ είναι ο σπουδαιότερος συγγραφέας που γνώρισε αυτός ο κόσμος, γιατί διαθέτει δύο αντικρουόμενα προτερήματα: είναι προσιτός στον πολύ κόσμο (σε σύγκριση με πολλούς συγγραφείς του περασμένου αιώνα που θεωρούνται ακαταλαβίστικοι) και παράλληλα, διατηρεί κάτω από την γραφή του ένα παγόβουνο ερμηνειών που ο κάθε αναγνώστης βλέπει μονό μια απειροελάχιστη κορυφή του. Ο κόσμος είναι πολυπλοκος όπως και η λογοτεχνία και ο Μέλβιλ το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Εδώ η λογοτεχνία δεν είναι καθόλου παρθένα, γεννά συνεχώς νέες ερμηνείες που διαιωνίζονται ασταμάτητα, και ο Μέλβιλ, επιτρέψτε μου την αθυροστομία, είναι μεγάλη συγγραφική πουτάνα. 


Melville rules! «White whale – holy grail», με δύο λόγια η αιώνια αντίστιξη που παρουσιάζει ο συγγραφέας (και) στο συγκεκριμένο βιβλιαράκι αλλά γενικότερα και σε όλο το δαιμόνιο έργο του! 

Υ.Γ. 2666 Ευχαριστώ πολύ τη Rosa Mund που γνωρίζει την εμμονή μου με τον Καπετάνιο και δεν χάνει ευκαιρία να τυραννάει το μυαλό μου.

Σχόλια

  1. JulSt11.1.19

    Μεγάλη μαγκιά οι Mastodon...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Παρότι δεν είμαι γνώστης του συγκεκριμένου είδους μουσικής, από πολύ παλιά άκουγα με μεγάλη ευχαρίστηση αυτές τις μουσικές. Και συνεχίζω ακόμα. Δυνατό κομμάτι!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!