Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αλλόκοτος σαν Έλληνας


Πολλοί Έλληνες ανάμεσά μας φέρονται αλλόκοτα, γιατί αλλάξανε ανεπανόρθωτα τα γούστα τους – GNTM, Power of love, My style rocks, Συμφωνία των Πρεσπών – όλα αυτά είναι οριακές εμπειρίες των ιδεών που τυραννούν τον χειμαζόμενο μέσο Έλληνα. Πλέον είναι πολύ εύκολο να νιώθεις αλλόκοτος, δέκα λεπτά τηλεόραση (με τις διαφημίσεις) αρκούν. Το δύσκολο είναι να μην νιώθεις αλλόκοτος ή έστω να νιώθεις αλλόκοτα αλλόκοτος όπως οι εφτά φιγούρες που ανθολογούνται σε ετούτο το υπέροχο δοκίμιο. «Το αλλόκοτο δεν είναι έννοια πολιτικώς ορθή, μήτε ανώδυνη. Ο φορέας του αλλόκοτου κινείται αναπόταμα και δεν ξενίζει απλώς – ενδέχεται να λοξεύει επίμονα θέτοντας σε δοκιμασία τις αντοχές της κοινότητας». Το περιθώριο θέλει ζόρι και κουπί. Τα έχει πει και ο Μπουλάς αυτά, μανάκι. 

Θα ξεκινήσω την παρουσίαση με κάτι πραγματικά αλλόκοτο: από όλα τα σύγχρονα βιβλία που θυμάμαι τα τελευταία δύο χρόνια τουλάχιστον, να παρουσιάζονται ως το next big thing, ασύλληπτο αριστούργημα, ουάου, #bookporn, #bookaholic, (μας) τα σπάει, φοβερό, τι έγραψε ο άνθρωπας, κλπ, μόνο ο «Αλλόκοτος ελληνισμός» δικαιούται αυτή την τιμή. Κανένα άλλο. Αν έχετε αντίρρηση, σας παρακαλώ να μου αναφέρετε και κάποιο ακόμα. Αν θυμηθείτε… προσπαθώντας να το επαναφέρετε από την οριστική λήθη στην οποία δικαίως περιέπεσε! 

Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στους τίτλους/θέματα των κεφαλαίων (Περιπλάνηση/ Ουτοπία/ Εκτοπισμός/ Βλασφημία/ Αίρεση/ Αλλόκοτο/ Ψευδολογία) υπέθεσα ότι η «Περιπλάνηση» θα μου φαινόταν το λιγότερο ενδιαφέρον (άγνωστο γιατί). Κι όμως ήταν τόσο υπέροχο κεφάλαιο που μου δημιούργησε την επιθυμία να ασχοληθώ εκτενέστερα με αυτό το θέμα στο κοντινό μέλλον. Αντιθέτως, το δεύτερο κεφάλαιο με την ουτοπική σκέψη του Πλήθωνα του Γεμιστού για «ανακατασκευή» της πλατωνικής πολιτείας μού φάνηκε τόσο βαρετό που αδημονούσα να τελειώσει. Φυσικά και δεν φταίει ο συγγραφέας γι’ αυτό αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι φιλοσοφικές σκέψεις του Πλήθωνα, πράγματα που μου φάνηκαν ολίγον αδιάφορα. Όμως, μέσα σε μερικά ενδιαφέροντα σπαράγματα σκέψης εμφανίστηκε από το πουθενά μια όμορφη φράση που ήταν αρκετή για να σώσει στα μάτια μου το κεφάλαιο: «Είμαστε καταδικασμένοι με τον έναν ή άλλον τρόπο να επιθυμούμε την ουτοπία μας σε βάρος κάποιου άλλου». Παιδιά, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας· άμα τη εμφανίσει των περιεχομένων του βιβλίου, εστίασα στην «Βλασφημία», στο «Αλλόκοτο» και στην «Ψευδολογία»… γιατί άραγε; 

M. C. Escher, Ένας άλλος κόσμος, ξυλογραφία, 1947

Αυτές οι τρεις αρετές εξαρχής μού φάνηκαν ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες και από λογοτεχνικής άποψης και προοπτικής και θέλησα να μάθω τι σόι τύποι ήταν οι φορείς τους. Πολύ αλλόκοτοι τύποι πράγματι, θα τους πλήρωνε χρυσάφι ο Τούρκος παραγωγός για να μπουν στο Survivor 3! Αφήνοντας απέξω λόγω έλλειψης χώρου τον Παναγιώτη Σοφιανόπουλο («Αλλόκοτο» – «Η πρωτοπορία είναι αλλόκοτη» / «Τόσο υφολογικά, όσο και από άποψη στοχοθεσίας είναι ακραία διανοητικά πειράματα που θεωρούν ότι το αλλόκοτο δεν αντιμάχεται, αλλά ενισχύει και προεκτείνει τον ορθό λόγο. Η πρωτοπορία είναι πριν από όλα προσωπική καταβύθιση και συνάμα αναζήτηση της αυτονομίας») με την πληροφορία ότι ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο «Νεοέλληνας» – θα του άρεσε στα κρυφά και ο Μητροπάνος! – προχωράμε γοργά στην «Ψευδολογία» (φωτιά να πέσει να με κάψει αν λέω ψέματα) και στην «Βλασφημία» (φωτιά να πέσει να με κάψει… σκέτο)! 

Η Ελλάδα είναι μόνο ήλιος, θάλασσα, Ορθοδοξία και μουζάκα… για παστίτσιο ούτε λόγος!! Και αν η βλασφημία διώκεται με τέτοιον τρόπο στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, φανταστείτε τι γινόταν 220 χρόνια νωρίτερα. «Υπάρχει μοναξιά στην βλασφημία» και ο Παμπλέκης με το Περί Θεοκρατίας βιβλίο του το γνώριζε πολύ καλά αυτό. Εννοείται ότι τον αφόρισαν (πολύ που χέστηκε) με την κατηγορία ότι «γλωσσαλγεί», δηλαδή προκαλεί βλάβη και πόνο με την γλώσσα του, θίγει έναν ζώντα οργανισμό που πασχίζει να διατηρήσει τα κεκτημένα, την παράδοση και τις ισορροπίες του – Θεέ μου, πόσο γαμάτη λέξη και τι ειρωνεία να βρίσκεται σε ένα αφοριστικό κείμενο που μάχεται την ελευθερία της άποψης! Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να αγοράσω το βιβλίο του έστω και με συμβολική διάθεση, για το ότι κατάφερε να διασωθεί μόνο ένα αντίτυπο (ή δύο) κόντρα σε όλες τις λυσσαλέες διώξεις. Ας τον φέρετε στο μυαλό σας όταν θα ξανανέβει καμιά παράσταση του Πεσσόα στην Θεσσαλονίκη που δεν θα γουστάρει το φιλοθέαμον θρησκευτικό ποίμνιο! Δεν έχω λόγια για αυτή την κατάντια. Η αλλοτινή τόλμη του Παμπλέκη μετατράπηκε στον αιώνα μας σε… πού να μπλέκεις, μωρέ, κάνε τον σταυρό σου που την γλυτώσαμε, καλύτερα να μην προκαλούμε. 

[…] «Αρνούμαι, γράφει ο Παμπλέκης, να μεταβάλω εαυτόν «εις τελείαν αναισθησίαν». Είναι το σημείο, όπου μια αίσθηση προσωπικής ταυτότητας («ελεύθερος εγεννήθην και ελεύθερος θέλω να αποθάνω») υπερισχύει κάθε διπλωματικού ελιγμού, συμβιβασμού ή τακτικής υποχώρησης. Μόνη διέξοδο βρίσκει τότε στην πυρετώδη, αυθεντική, αυθόρμητη αποσυμπίεση ενός εγωτικού δυναμικού, κάτι σαν τον ακροτελεύτιο σπασμό ενός θηρίου». 


Τα «Διαβάστε το πριν το κατεβάσουν» και το «Διεδώσται!» είναι ένας εύκολος τρόπος να καταλάβεις ότι αυτό που πρόκειται να διαβάσεις είναι καραμπινάτο fake news. Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης υπήρξε ένα απίστευτο πρωθύστερο τρολ (αν και ο όρος τρολ θα ταίριαζε μάλλον καλύτερα στον Παναγιώτη Σοφιανόπουλο) και ο απόλυτος ορισμός του fake news που θα έκανε ακόμα και τα «Ελληνικά Hoaxes» να σαστίσουν!! Κανείς δεν αμφισβητούσε την αυθεντικότητα των γραφομένων του γιατί κανείς δεν σκάμπαζε ντιπ. Πάντοτε πίστευα ότι υπό κατάλληλες συνθήκες μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να πιστέψουν το οτιδήποτε, όσο ηλίθιο και αν είναι. Στη σημερινή εποχή δεν μοιάζει και τόσο δύσκολο αυτό, αλλά γενικά υπάρχουν διαβαθμίσεις στη δυσκολία του εγχειρήματος. Ο Σιμωνίδης τερμάτισε με ευκολία όλες τις πίστες! Μακράν το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του δοκιμίου. Εκείνο με τις πιο λογοτεχνικές συνδηλώσεις. 

[…] «Ο Σιμωνίδης βρίσκεται μπροστά από την εποχή του: τέτοιος συνδυασμός φανταστικής τεχνολογίας και ιστορικού μυθιστορήματος είναι τυπικός του steampunk, υποείδος της επιστημονικής φαντασίας με αφοσιωμένους οπαδούς στην Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Σιμωνίδης είναι πρόδρομός του, τουλάχιστον όσο ο Ιούλιος Βερν. Μα ό,τι ακριβώς στενοχώρησε τον Μουστοξύδη και τόσο εξόργισε τους περί τα βυζαντιακά και αρχαία πράγματα διατρίβοντες, η πρωτάκουστη αλληλοπεριχώρηση φαντασίας και παλαιογραφίας χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της λογοτεχνικότητας, είναι η ειδοποιός διαφορά του Σιμωνίδη από τους πειραματισμούς ενός Μπόρχες ή πιο πρόσφατα του Ρομπέρτο Μπολάνιο (Roberto Bolano). Οι γενεαλογίες και ψευδοϊστορίες του Σιμωνίδη ζήτησαν επίμονα να γίνουν κάτι ισχυρότερο από την λογοτεχνία». 

Το δοκίμιο δεν είναι τόσο εύκολο παρόλη την λογοτεχνική γοητεία με την οποία λούζεται. Αναλύει 7 σπουδαίες φιγούρες σε 2 σημαντικές ακμές του ελληνισμού και απαιτείται μια κάποια προσοχή για να συλλάβεις την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μοιραία κάποιες φιγούρες είναι πιο ελκυστικές από κάποιες άλλες. Ο συγγραφέας του όμως αποδεικνύεται πολύτιμος βοηθός γιατί γράφει ένα δοκίμιο ίσως με την αρχική έννοια που έδινε στον όρο ο (γεννήτοράς του) Μονταίνιος – για τον εαυτό του και με διάθεση πρωτίστως να ευχαριστεί. Και αυτό βγαίνει και προς τα έξω στον κόσμο. Κάποιο παιδί σε βιβλιοφιλικό γκρουπ του φβ που δίνει του χρόνου πανελλήνιες ρώτησε να του αναφέρουμε μερικά δοκίμια ώστε να βελτιώσει μεταξύ άλλων και το λεξιλόγιό του και γω με ενθουσιασμό του πρότεινα το συγκεκριμένο βιβλίο. Πράγματι, μέσα στο δοκίμιο παρελαύνουν εκατοντάδες όμορφες λέξεις (για κάποιες λέξεις χρειάστηκα λεξικό και πολύ με χαροποίησε αυτή η έκβαση) που ο συγγραφέας κατέχει καλά και δεν χρησιμοποιεί με καμία επιτήδευση (αν και βλέποντας τις λέξεις, θα έλεγες ότι είναι επίτηδες επιλεγμένες). Όντας από μικρός αλλόκοτος, καθότι χρησιμοποιούσα διάφορες παράξενες(;) λέξεις και όλοι με κοιτούσαν σαν εξωγήινο (ακόμα με κοιτάνε), ταυτίστηκα. Θα αναφέρω μόνο μία λέξη που μου άρεσε πολύ με την παραδοξότητά της - «υστερόπρωτος»… είναι το ίδιο με το «πρωθύστερος», έτσι; Γκουγκλάρωντας βρήκα ότι εμφανιζόταν σε κείμενα σχετικά με τον Διαφωτισμό, άρα έχει κάποια σύνδεση. 

Η μοναδική μου ένσταση για το βιβλίο έγκειται στο ότι σχεδόν όλα τα αποσπάσματα που ήταν σε ξένη γλώσσα δεν μεταφράζονταν, παρά μόνο σποραδικά και σπανίως ο συγγραφέας έκανε νύξη για την σημασία τους μέσα στα συμφραζόμενα. Και κυρίως δεν μεταφράζονταν/μεταγράφονταν τα αλλόκοτα ελληνικά! Γιατί τα ελληνικά του μεσαίωνα ή και του Διαφωτιμού ακόμα, εν πολλοίς μου φαίνονταν ενοχλητικά και ακατανόητα. Δεν είμαι φιλόλογος και δεν διαβάζω το βιβλίο από αυτήν την προοπτική. Με ενοχλούν τα «όστις», «τις» (δεν θέλω καν να τα θυμάμαι) και ακόμα περισσότερο η αλλόκοτη σύνταξη των αποσπασμάτων. Πείτε με νεοέλληνα κάγκουρα, θα το δεχτώ. Κάποια πράγματα όμως δεν τα καταλάβαινα καθόλου. Φαίνεται δεν είμαι καθαρός Έλληνας, αλλά μπασταρδεμένος – Ελλάδα συγγνώμη, μα αν θες ν’ αλλάξω γνώμη πρέπει και συ να μάθεις ν’ αγαπάς. Στην λογοτεχνία δέχομαι ευχαρίστως αμετάφραστα κομμάτια ως μέρος της μαγείας της λογοτεχνίας, στα δοκίμια δεν δέχομαι αμετάφραστο ούτε το «Okay», okay? Αυτό με ξενέρωσε κάπως, το ομολογώ, στην κατά τ’ άλλα άψογη έκδοση της «Κίχλης» και μελέτη του Σινιόσογλου. Τίποτα τέτοιο όμως δεν μας σταματά. Περιμένουμε εναγωνίως και την 2η season των Αλλόκοτων· αν δεν μπορέσει να το αναλάβει η «Κίχλη» ας το αναλάβει το Netflix, λίγο με νοιάζει! Και οι 7 ήταν αλλόκοτα υπέροχοι! Συν ένας, ο συγγραφέας (γιατί μεταξύ άλλων έγραψε και ένα εξαιρετικό επίμετρο) αυτών. Αντίο και να διαβάσεις τον ίδιο τον Νικήτα. 

Υ.Γ. 2666 «Αντίο και να διαβάσεις τον ίδιο τον Κυριακό (Αγκωνίτη, κεφ. Περιπλάνηση)». Έτσι αποχαιρετά ο Σκαλαμόντι (ο βιογράφος του) τους αναγνώστες του.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !