On such a winter's day... γιατί το ψιλοδαγκώσαμε με το τελευταίο κρύο και θα άξιζε, θαρρώ, να κάνουμε μερικά ζεστά όνειρα – αν όχι σήμερα, πότε; Ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο συνηθίζει εδώ και χρόνια να κάνει διακοπές το καταχείμωνο (το δικό μας), πηγαίνοντας σε τροπικά μέρη, μαυρίζοντας, πίνοντας κοκτέιλ, γενικά πηγαίνοντας κόντρα σε ό,τι του επιβάλλεται ασυναίσθητα από τις συμβατικότητες της τυχαιότητας της φυλής του. Δεν πρόκειται όμως για επιφανειακή εκκεντρικότητα, για στείρα επίδειξη, τύπου «Θα πάω Χριστούγεννα Μπαλί να σκάσουν όλα τα τσόκαρα του Κολωνακίου». Το ίδιο κάνει και ο Πύντσον τόσα χρόνια μέσα από την λογοτεχνία του. Πάει εκεί που πάει, όχι απλώς γιατί μπορεί, αλλά γιατί είναι η φιλοσοφία του, ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί τον κόσμο. «Αυτός ο πίνακας που είχε ο Ντοκ απεικόνιζε μια ανύπαρκτη παραλία στη Νότια Καλιφόρνια – φοίνικες, γκομενίτσες με μπικίνι, σανίδες του σερφ, και όλα τα σχετικά. Τον σκεφτόταν σαν παράθυρο από το οποίο μπορούσε να κοιτάζει όποτε δεν άντεχε να κοιτάζει από το παραδοσιακό γυάλινο παράθυρο στο άλλο δωμάτιο». Το πρόσωπο αυτό υπήρξε πάντα για μένα ο συγκεκριμένος πίνακας, ο παρηγορητικός. Παραμένω πιστός θεατής. Και κυρίως, έκθαμβος.
Το «Έμφυτο ελάττωμα» αναγνωρίζεται από πολλούς αναγνώστες ως επίκτητο ελάττωμα του συγγραφέα του, σαν κάπου να το έχασε ο Πύντσον με τις υψιπετείς διαδρομές του ένδοξου παρελθόντος και να γκρεμοτσακίστηκε απότομα, να έγραψε μια παπαρίτσα ίσα ίσα για να εξαργυρώσει σε εύκολο χρήμα την φήμη που απέκτησε με πολύ κόπο. Όμως δεν γίνεται αυτό. Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε άλλον συγγραφέα, ως φυσική συγγραφική φθορά αν θέλετε, δεν γίνεται με τον Πύντσον. Το συνολικό έργο του μοιράζεται ανάμεσα σε κορυφώσεις (εδώ, απαραιτήτως, με κλείσιμο ματιού!) και υφέσεις, με μουσικούς τεχνικούς όρους δηλαδή, που αρέσκεται να ενσωματώνει πολλάκις στα βιβλία του και τους οποίους ομολογώ ότι δεν πολυκαταλαβαίνω, καθώς δεν είμαι ιδιαίτερος γνώστης της μουσικής, όμως μπορώ να αντιληφθώ τουλάχιστον το εξής, ότι μουσική χωρίς allegro και adagio, και σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει. Ζουν ανάμεσά μας αναγνώστες που αρνούνται πεισματικά να διαβάσουν το «Έμφυτο ελάττωμα» θεωρώντας το υποδεέστερο των υπόλοιπων μυθιστορημάτων του – εννοείται ότι ΔΕΝ ΥΙΟΘΕΤΩ – και θα προσπαθήσω να ανασκευάσω την πλάνη τους.
Αν θεωρήσουμε το συγκεκριμένο βιβλίο, ολόκληρο, μια «ύφεση», μέσα του αναγνωρίζονται με ευκολία δεκάδες μικρές «κορυφώσεις» που έκαναν τον Πύντσον τον συγγραφέα που είναι σήμερα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι σπαράγματα ή υπολείμματα χαμένης δόξας. Έχοντας ολοκληρώσει, με αυτό, όλα τα βιβλία του Πύντσον (εξαιρώ το «Vineland» μέχρι να βρει την μετάφραση που του αξίζει) έχω να δηλώσω ότι όλη η εργογραφία του είναι ένα παλίμψηστο εικόνων και λόγων που τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί υποδεέστερο έναντι κάποιου άλλου. Η συνήθεια του Πύντσον να συνθέτει αλλόκοτα πράγματα, μέρη και τοποθεσίες που δεν έχουν εμφανή σχέση μεταξύ τους ή δεν υπάρχουν καν, χρονολογίες που διαστέλλονται και συστέλλονται, χρησιμοποιώντας ακόμα και πρωθύστερες πλοκές ή δεν ξέρω και γω τι άλλο, του δίνει την δυνατότητα να φτιάχνει ένα χαώδες σύμπαν επιτρέποντάς του ωστόσο να διατηρεί το τόσο γνώριμο και ελκυστικό του ύφος. Αν όλη του η εργογραφία ήταν ένα και μόνο βιβλίο, δέκα χιλιάδων σελίδων ας πούμε, τότε το «Έμφυτο ελάττωμα» χωμένο εκεί μέσα, θα ήταν ένα απολαυστικότατο adagio (ή allegro, αναλόγως την οπτική γωνία του κάθε αναγνώστη) της όλης σύνθεσης, αλλά ιδιαζόντως χαρακτηριστικό του συγγραφικού του tempo.
[...] «Σε έχω φέρει μέχρι εδώ, αλλά τώρα πρέπει να γυρίσεις μόνος σου. Ο Λεμουριανός είχε φύγει, και ο Ντοκ είχε απομείνει σε αυτό το αμελητέο ύψος πάνω από τον Ειρηνικό προσπαθώντας να βρει τον δρόμο του για να βγει μέσα από μια δίνη αποσαθρωμένης ιστορίας, για να αποφύγει με κάποιον τρόπο ένα μέλλον που έμοιαζε σκοτεινό σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτούσε...»
Όλα είναι στη θέση τους. Οι ελαφρώς παραπλανημένοι χαρακτήρες που αντιλαμβάνονται σταδιακά ότι είναι έρμαια σκοτεινών εξουσιών αλλά παράλληλα και, απροσδόκητα (ακόμα και για τους ίδιους) καλοσυνάτοι άνθρωποι που κάνουν ό,τι μπορούν με τα μέσα που διαθέτουν· οι μεγάλες και τρανές Εξουσίες που πέφτουν πάνω από τους ανθρώπους για να τους κατατροπώσουν αλλά δεν τα καταφέρνουν και πολύ εύκολα – αυτό που με εντυπωσιάζει με το δίπολο «Εξουσία-Άνθρωποι» στα βιβλία του Πύντσον είναι ότι πάντα τάσσεται με το μέρος των ανθρώπων (ασχέτως πόσο αριστοτεχνικά περιγράφει τις σκοτεινές Εξουσίες), αδύναμων και χαμένων στην αρχή, αλλά που η επιμονή τους να αντιταχθούν σε μια Εξουσία που τους ξεπερνά κατά πολυ, τους χαρίζει μια αλλόκοτη δύναμη και στο τέλος επέρχεται μια κάποια δικαίωσις (αν αυτό δεν είναι μια αισιόδοξη οπτική για την χρονιά που ξεκινά και γενικά για κάθε μέρα που ξημερώνει, τότε τι είναι)· οι αναφορές του στην ποπ κουλτούρα, στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη ζωγραφική, στα κόμικς, σε ζώα που μιλάνε, σε κείμενα που του μιλάνε· η εντυπωσιακή λειτουργικότητα και αμεσότητα των διαλόγων· η μαεστρία της όλης αφήγησης· και φυσικά, το αστείρευτο χιούμορ του.
[...] Ο Ντοκ πρόσεξε μια ψεύτικη σκαλιστή πέτρινη φρίζα πάνω από το πορτρέτο, που έγραφε: ΜΟΛΙΣ ΚΑΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΛΟΥΚΙ, ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ. – ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΟΟΥΖΕΣ.
«Ένας σπουδαίος Αμερικανός, που αποτελούσε έμπνευση για τον Μίκαελ», είπε η Σλόουν. «Αυτό ήταν το σύνθημά του».
«Νόμιζα ότι αυτό το είχε πει ο Δρ Βαν Χέλσινγκ».
-- Σκοπεύεις να ξαναδιαβάσεις όλα τα έργα του Πύντσον; -- Δυο φορές ακόμα, στο νερό! |
Δεν λέω τίποτα για την πλοκή του. Απλούστατα γιατί όσοι δεν είχατε σκοπό να το διαβάσετε εξ αρχής, ό,τι και αν πω δεν θ' αλλάξει κάτι, ενώ όσοι θα το διαβάζατε έτσι και αλλιώς, η πλοκή είναι αχρείαστη. Η μετάφραση για ακόμα μια φορά είναι του Γιώργου Κυριαζή και μ' όσα είπαμε προηγουμένως για την αγάπη του Πύντσον προς την μουσική, ξεκαθαρίστηκε πλέον ότι ο πιο κατάλληλος μεταφραστής του δεν θα μπορούσε να είναι άλλος παρά μόνο ένας μαέστρος – μεταφορικά και κυριολεκτικά. Για την ακρίβεια, μουσικός, αλλά χάριν ποιητικής αδείας τον προβίβασα σε μαέστρο. Ο τρόπος που μεταβιβάζεται η αύρα του συγγραφέα μέσω της μετάφρασης είναι εκπληκτικός. Ωστόσο, σε αυτό το βιβλίο βρήκα ένα λαθάκι(;) που θέλω να το επισημάνω. Στην ιστορία έπαιζαν ρόλο δύο γυναίκες αεροσυνοδοί που επανειλημμένα αναφέρονταν ως αεροσυνοδές. Έψαξα να βρω ποιο είναι το σωστό, παρόλο που ήξερα ή νόμιζα ότι ήξερα, γιατί καμιά φορά η γλώσσα σε ξεπερνάει χωρίς να το πάρεις πρέφα. Ο τρόπος να αναφερθείς στις γυναίκες μέσα στην (ή και έξω από την) γλώσσα, κρύβει κάποιες παγίδες και προκαλεί ενίοτε σύγχυση. Το αναφέρω εντελώς καλοπροαίρετα και θέλω να μάθω ποιο είναι το σωστό. Το είχα πάντοτε παράπονο, ήθελα κάποιος να βρεθεί να με διορθώσει όταν έκανα λάθος στην ορθογραφία λέξεων ή η σύνταξή μου ήταν αμφιλεγόμενη (δεν αναφέρομαι στην οικονομική!) ή ολότελα παράδοξη. Η γλώσσα μού είναι ελκυστικότατη και ποτέ δεν περιόριζα την επέκτασή της, μένοντας σε γνώριμα μονοπάτια, μόνο και μόνο για να μην κάνω τρανταχτά ή συγκαλυμμένα λάθη. Απλώς, αν κάποιος δεν σε διορθώσει, δεν ξέρεις αν έκανες και λάθος. Καταλαβαίνω όμως και την δυσκολία του όλου εγχειρήματος. Όσες φορές έκανα νύξη σε τρίτους, με έβρισαν. Λάθος τους! Αυτοί θα μείνουν ξύλα απελέκητα. Εγώ, από την άλλη, παρ' ολίγον... ξύλο πελεκημένο, πάλι καλά να λέω, που με έσωσε η διαδικτυακή απροσωπία μου. Η έκδοση του «Καστανιώτη», κομψή και λειτουργική μαζί, είναι από τις πλέον αγαπημένες μου, ποτέ δεν έχω παράπονο.
Και δυο λόγια για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του. Δεν πρόλαβα ακόμα να δω την ταινία του Άντερσον. Είδα φευγαλέα μερικές σκηνές. Είχα όμως ακούσει κάποιους να λένε ότι κινείται κάπως αργά και αυτό μου δημιούργησε δυο-τρεις σκέψεις. Όντως στο «Έμφυτο ελάττωμα» μπορεί να σε πνίγει το ντουμάνι της μαριχουάνας και έτσι οι περισσότεροι χαρακτήρες να είναι βραδυκίνητοι και η δράση χαλλλαρή («Εξαρτάται τι εννοείς “καλό”», μουρμούρισε ο Ντοκ. «Εδώ πέρα το μυαλό μου τρέχει τόσο γρήγορα, που πάει να κολλήσει». Ο Φριτς χαχάνισε παρατεταμένα. «Ναι, οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ θα πρέπει να μένουν μακριά από ναρκωτικά, όλα αυτά τα εναλλακτικά σύμπαντα περιπλέκουν πάρα πολύ τη δουλειά»), άρα ίσως και η ταινία του Άντερσον να καταφέρνει και να το αποδίδει μια χαρά όλο αυτό. Όμως πάντα πίστευα ότι η γραφή του Πύντσον είναι διαρκώς σπιντάτη (ένα τριπάκι είναι κάθε βιβλίο του) και ένας σκηνοθέτης που μου έρχεται στο μυαλό και θα μπορούσε να το κουμαντάρει όλο αυτό είναι ο Γκάι Ρίτσι. Θυμάμαι τις παλιές σαλεμένες ταινίες του όπου στα πρώτα δέκα λεπτά έπεφταν τόσα πολλά ονόματα χαρακτήρων και επιστρωματώσεις πλοκών που έχανες την μπάλα. Στο τέλος όμως διασκέδαζα πολύ με τις ταινίες του. Αν ποτέ αποφάσιζε να αλλάξει θεματολογία θα μου άρεσε να δω μια ταινία του Ρίτσι βασισμένη σε βιβλίο του Πύντσον.
«Αυτό που μου λείπει σε ύψος», εξήγησε για εκατομμυριοστή φορά στην καριέρα του ο Ντοκ, «το διαθέτω και με το παραπάνω σε ύφος». Σχετικά με τον Πύντσον, είναι εμφανές και στον πλέον αδαή ότι έχει περισσεύματα ύφους, όμως, εκείνο που αδυνατούν να κατανοήσουν είναι ότι κινείται ταυτόχρονα και σε απροσμέτρητο λογοτεχνικό ύψος. Mama's and Papa's, αυτός είναι ο παππούς σας! Get over it!
Υ.Γ. 2019 Καλή χρονιά σε όλους! Πύντσον, άσε τα ρεβεγιόν και στρώσου να γράψεις κάνα ΒΙΒΛΙΑΡΑκι ακόμα!
Χρόνια πολλά, και καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να σου λύσω την απορία: ο Πίντσον δεν χρησιμοποιεί τον τύπο stewardesses, που είναι και ο τυπικά σωστός, αλλά το πλακατζίδικο stewardii. Εκεί οφείλεται η επιλογη «αεροσυνοδές», αντί του τυπικά ορθότερου «αεροσυνοδοί». Βέβαια, αυτά τα θυληκά ονόματα επαγγελμάτων είναι, όπως λες, μεγάλο πρόβλημα στα ελληνικά, αλλά η συγκεκριμένη επιλογή μου δεν έχει καμία σχέση με αυτό.
Χαιρετώ.
Καλησπέρα Γιώργο και καλή χρονιά!
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ για την διευκρίνηση. Υποψιάστηκα ότι κάποια «τσαχπινιά» του Πύντσον θα κρυβόταν από πίσω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, ίσως χρειαζόταν μια υποσημείωση ή έστω μια πλάγια γραφή που να υποδηλώνει ότι κάτι άλλο παίζει με την λανθασμένη γραφή της λέξης, έτσι ώστε να καθησυχάζει και την όποια ψυχαναγκαστική μου εξέγερση, που μοιραία θα έκανε την εμφανισή της κατά την ανάγνωση.
Παρόλο που είμαι φανατικός των υποσημειώσεων, στον Πύντσον, που θα δικαιολογούνταν απολύτως η εκτεταμένη χρήση τους, παραδόξως, δεν με ενοχλεί καθόλου η πλήρης απουσία τους. Αντιθέτως, αποτελεί για μένα μέρος της όλης αναγνωστικής γοητείας! Ας πούμε, στην «Συλλογή των 49 στο σφυρί» με ξένισαν οι υποσημειώσεις του μεταφραστή, ακριβώς γιατί δεν τις περίμενα, και κυρίως γιατί... δεν τις χρειαζόμουν (ασύλληπτο και μόνο που το γράφω αυτό!). Αντικειμενικά μιλώντας, πάλι, εννοείται ότι με βοήθησαν αρκετά.
Ευχαριστώ για το σχόλιο σου και με την ευκαιρία να ξαναπώ ότι σου είμαι ιδιαιτέρως ευγνώμων για αυτές σου τις μεταφράσεις. Ας δώσει ο Θεός να μεταφράσεις ξανά και το Vineland. Καλό βράδυ.
UPDATE: Η ταινία του Άντερσον (https://www.imdb.com/title/tt1791528/?ref_=nv_sr_1) είναι αρκετά καλή. Παραμένει πιστή στην ιστορία και στο ύφος του βιβλίου του Πύντσον και μάλιστα χρησιμοποιεί πολλές αυτούσιες φράσεις του βιβλίου, που μου άρεσε πολύ αυτό, καθώς έχω πολύ φρέσκια την ανάγνωσή του. Φράσεις είτε που θα σημείωνες για την ομορφιά και την δυναμική τους είτε πιο «καμένες» και ιδιάζουσες που είναι χαρακτηριστικές σε όλα τα βιβλία του Πύντσον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο, σε αυτούς που δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, η ταινία θα φανεί κάπως ασύνδετη (ενώ στην ουσία δεν είναι), θα τους κουράσει η μεγάλη διάρκεια και θα τους αφήσει με μια γενική απορία. Θεωρώ ότι αν γυριζόταν σε σειρά (όπως είναι στη μόδα πια) 6-8 επεισοδίων περίπου, θα ήταν σούπερ. Δείτε την, παρόλα αυτά, για τους ωραίους ηθοποιούς. Καλύτερα απ' όλα όμως, διαβάστε το «Έμφυτο ελάττωμα». Όχι απαραιτήτως γιατί το βιβλίο είναι πάντα καλύτερο από την ταινία, αλλά γιατί τα βιβλία του Πύντσον είναι πάντα... τα καλύτερα!