Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι «σκληροί» παίζουν σκάκι


Όχι μόνο οι σκληροί, και οι μαλακοί παίζουν – ακόμα και οι μαλάκες – το σκάκι δεν κάνει διακρίσεις. Το σκάκι δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι· αν για κάποιους δεν είναι ζωή, με τον ολιστικό τρόπο, «Το σκάκι είναι η ζωή», που το έθετε ο μεγάλος σκακιστής Μπόμπι Φίσερ, τότε σίγουρα είναι μέρος αυτής – ένα αρκετά μεγάλο μέρος της, ίσως εντέχνως συγκαλλυμένο αλλά πάντοτε παρόν. Για μένα η σκακιέρα είναι το ομορφότερο σύμβολο, περιορισμού και ανεξαρτησίας ταυτόχρονα. Ένα αυστηρά οριοθετημένο μέρος όπου πάνω του μπορείς να κάνεις άπειρες κινήσεις, λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερες. Σύμβολο ανθρώπινης φύσεως! Και αν αποζητάτε μια πιο εύστοχη μεταφορά ας σας την δώσει ο Γουίλλιαμ Φώκνερ – δεν το περιμένατε αυτό, έτσι; «Αν κάτι αντικατοπτρίζει και ακολούθως πιστοποιεί ολάκερο το ανθρώπινο πάθος, την ελπίδα και την τρέλα, τότε αυτό το κάτι δεν μπορεί ποτέ να είναι σκέτο παιχνίδι». Παίζουν τα λευκά. Ματ σε 951 λέξεις. 

Αυτό το blitz βιβλιαράκι είναι μια ομιλία των Franz Blaha και Marge Cathcart που διαβάστηκε ως ανακοίνωση στο συμπόσιο «Σκάκι και ανθρωπιστικές επιστήμες: Έρευνα πάνω στις χρήσεις και τις αξίες μιας ψυχαγωγικής δραστηριότητας» που έλαβε χώρα μεταξύ 27 και 29 Μαΐου 1978 στο ξενοδοχείο Χίλτον του Λίνκολν της Νεμπράσκα. Τι ωραία θα ήταν να γίνονταν και άλλες ανάλογες ομιλίες! Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι επειδή το σκάκι είναι δημοφιλές και αρκετά πρόσφορο σε κάθε είδους παρομοιώσεις και αναλύσεις, δεν αποκλείεται να πέφταμε θύματα απίστευτα βαρετών συζητήσεων και αμφιλεγόμενων θεωριών – μη εξαιρουμένης και της παρούσας ανάρτησης. Check this out, και θα καταλάβετε! 


Επιχειρείται μία σύνδεση του σκακιού με την λογοτεχνία (κάτι διόλου σπάνιο εξάλλου), από μία οπτική όμως που σπανίως δοκιμάζεται. Οι συγγραφείς του παρόντος, αγνοούν την λόγια ή «διανοουμενίστικη» λογοτεχνία στην οποία το σκάκι χρησιμοποιείται συνήθως ως μεταφορά, και καταπιάνονται περισσότερο με την λαϊκή λογοτεχνία που εκπροσωπείται εδώ από την αστυνομική λογοτεχνία, όπου η ενασχόληση με το σκάκι παρουσιάζεται κυρίως ως «δολιότητα» του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, εξού και οι… «σκληροί» παίζουν σκάκι. Αρχής γενομένης από την πρώτη ιστορία της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας που δεν είναι άλλη από τους «Φόνους στην οδό Μοργκ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε, όπου στην εισαγωγή εκείνης της ιστορίας, ένιωσε την ανάγκη να κάνει δυσφημιστικά σχόλια σχετικά με το παιχνίδι του σκακιού, συγκρίνοντάς το δυσμενώς με το παιχνίδι της ντάμας! Ήταν πράγματι μια θλιβερή ημέρα στην ιστορία του σκακιού: κατατάσσεται χαμηλότερα από το ουίστ ή το μπριτζ και, σαν να μην έφτανε αυτό, αποκαλείται και επιπόλαιο! Προς υπεράσπιση του Πόε πρέπει να ειπωθεί ότι μάλλον δεν είχε ξεπεράσει το επίπεδο του αρχάριου στο παιχνίδι και, όπως έλεγε, δεν έγραφε μια μελέτη περί σκακιού, απλώς έκανε «τυχαίες» παρατηρήσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι στο μυαλό του Πόε είχε διαμορφωθεί μια λανθασμένη εντύπωση για τους μετρ του σκακιού: άνθρωποι-μηχανές, ψυχρά υπολογιστικοί, κατά το ήμισυ μόνο ανθρώπινοι. Αυτή την εικόνα συνέχισαν να διαδίδουν πολλοί συγγραφείς τού πιο απλοϊκού είδους λαϊκής λογοτεχνίας. 

Δυστυχώς αυτή η εικόνα, του σκακιστή ως μονομανούς ανθρώπου, σκληρόπετσου, υστερόβουλου και αδιάφορου απέναντι στα συναισθήματα των ανθρώπων, εν πολλοίς συντηρείται έως και σήμερα, εντός και εκτός λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και για πολλούς ανθρώπους, η ενασχόληση με το σκάκι, αν δεν ενέχει κάτι ουσιωδώς μοχθηρό στον πυρήνα της, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο φαντάζει κάτι βαρετό και εντελώς άχρηστο. Και αφού ο Πόε ήταν ο πατέρας της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, οι περισσότεροι επίγονοί του… έπαιξαν με το σκάκι, με έναν τρόπο όμως που συνήθως δεν το τιμούσε και ιδιαίτερα. Εγκληματίες ή/και ντετέκτιβ έπαιζαν σκάκι, ως συνδήλωση της μοχθηρίας τους, της ικανότητάς τους δηλαδή να διαπράξουν ένα έγκλημα οι μεν, και να το εξιχνιάσουν οι δε. Δεν είναι δα και τίποτα φλώροι να παίζουν τάβλι! Μέσα σε όλη αυτή την αστυνομικο-σκακιστική περιπτωσιολογία υπάρχουν και μερικά κραυγαλέα λάθη στα οποία υπέπιπταν οι εκάστοτε συγγραφείς και θα φανούν πολύ αστεία σε όσους γνωρίζουν σκάκι. Θα αναφέρω ένα τέτοιο λάθος έξω από το βιβλίο, που πάντα το προσέχουν οι σκακιστές όταν τύχει και συμβεί: στην σκακιέρα όταν τοποθετείται ανάμεσα στους παίκτες, το δεξί ακρινό τετράγωνο όπως κοιτά ο κάθε παίκτης, πρέπει να είναι λευκό. Είναι νόμος. Την επόμενη φορά που θα δείτε σε μια ταινία να διαδραματίζεται μια σκακιστική μάχη, ρίξτε μια προσεκτική ματιά και νιώστε την ευφυΐα σας να ανεβαίνει επίπεδο, όπως ανεβασμένη είναι και εμάς των σκακιστώνε! Βέβαια, όλα αυτά τα μικρολάθη και οι ανακολουθίες δεν με πειράζουν και πολύ στις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Θα έλεγα ότι ενίοτε τα βρίσκω μέχρι και γοητευτικά. Εννοείται ότι κάθε δημιουργός πρέπει να έχει κάνει μια άλφα έρευνα σε αυτό που θέλει να περιγράψει, αλλά αν έχει ένα ταλέντο να εστιάζει στο ουσιώδες, τότε αυτά τα λαθάκια δεν τα προσέχεις καν – μοιάζουν με εκείνα τα goofs στις ταινίες που δεν τα προσέχει κανένας σοβαρός θεατής παρά μόνο κάτι μοχθηροί, δύστροποι και μονομανείς τύποι… να δεις που θα παίζουν και σκάκι!! 


Το βιβλίο είναι από τις εκδόσεις «Ουαπίτι» – δεν τις είχα ξανακούσει αλλά παρατηρώ ότι έχουν ενδιαφέροντα λιλιπούτεια βιβλιαράκια. Η μετάφραση είναι του Ηλία Διαμέση όπως και ένα όμορφο επίμετρο στο τέλος του βιβλίου. Μέσα σε όλα τα ωραία, ξεχώρισα δυο ιδιαίτερες τσαχπινιές. Πρώτον, όπου υπήρχαν σκακιστικοί όροι που παρέπεμπαν σε ειδικό γλωσσάρι, αντί για αριθμητική παραπομπή υπήρχε ζωγραφισμένο το σύμβολο της μαύρης βασίλισσας, μια όμορφη πινελιά. Δεύτερον, σε κάποιο σημείο που οι συγγραφείς περιγράφουν ένα πιθανό λάθος τακτικής κάποιου άλλου συγγραφέα σχετικά με το σκάκι, χρησιμοποιούν το σύμβολο “!;” στο τέλος μιας πρότασης, για να δώσουν περισσότερη έμφαση· και κει ακολουθεί μια σημείωση: «Εδώ οι συγγραφείς χρησιμοποιούν (εσκεμμένα ή τυχαία) το σκακιστικό σύμβολο “!;” που στο πλαίσιο σχολιασμού μιας παρτίδας υποδηλώνει μια ενδιαφέρουσα κίνηση που ίσως δεν έχει αναλυθεί επαρκώς από την ήδη υπάρχουσα σκακιστική θεωρία (κυρίως στο άνοιγμα)». Κάποτε, είχα σκεφτεί να χρησιμοποιώ εγώ ο ίδιος ή κάποιος επινοημένος χαρακτήρας – που για την ώρα παραμένει επινόηση της επινόησης – αυτά τα σκακιστικά σύμβολα για να υποδεικνύω/ει και να κριτικάρω/ει εν συντομία αποσπάσματα λογοτεχνικών βιβλίων. Τέλος πάντων, τα άτομα που ασχολούνται με το σκάκι δεν είναι ζαβά, τουλάχιστον όχι περισσότερο από τα άτομα που ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο. Να τα κάνετε παρέα, μην φοβάστε. Ειδάλλως, κινδυνεύετε να βρεθείτε σφαγμένοι και πεταμένοι σε κάποιο χαντάκι! 

Για το φινάλε, φύλαξα την ευχή να εκδοθεί κάποτε στα ελληνικά το αστυνομικό διήγημα (και κατ’ επέκταση η συλλογή) του Φώκνερ «Knight’ s Gambit», το μόνο δικό του που έχω κατά νου με σκακιστικές αναφορές, και το μόνο λογοτεχνικό παράδειγμα που αναλύθηκε στο παρόν βιβλίο και έκανε χρήση του σκακιού περισσότερο ως μεταφοράς παρά οτιδήποτε άλλου. «Τα γκαμπί (θυσίες πιονιών) μπορούν να παιχτούν μονάχα στην αρχή μιας παρτίδας και όχι στο φινάλε, το οποίο αποτελεί το τέλος της. Η προχειρότητα της αναφοράς του συγγραφέα είναι προφανής». Η βεβαιότητα ότι η παραπάνω υποσημείωση δεν αφορά τον Φώκνερ, έναν συγγραφέα που δεν έκανε ποτέ προχειρότητες, είναι φαντάζομαι εξίσου προφανής.

Σχόλια

  1. Εξαιρετική βιβλιοανακάλυψη φίλε Μαραμπού. Και τι ωραία πρόταση εισαγωγής "Για μένα η σκακιέρα είναι το ομορφότερο σύμβολο, περιορισμού και ανεξαρτησίας ταυτόχρονα". Γι' αυτό είναι ωραίο να μάθει ένα παιδί να παίζει σκάκι, γιατί κυρίως διδάσκεται ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Πάω να ξεκινήσω την ανάγνωσή του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωω τι ωραία σκέψη, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Το σκάκι είναι πολλαπλώς ωφέλιμο για ένα παιδί και αργότερα για έναν ενήλικα -- όπως και όλα τα παιχνίδια εδώ που τα λέμε αλλά το σκάκι λίγο παραπάνω. Στο σκάκι μπορείς να αναζητήσεις λύσεις για όλα σου τα προβλήματα, και το πιο αλλόκοτο είναι ότι πάντα θα έχει μία καλή απάντηση να σου δώσει!

      Μέχρι να απαντήσω στο σχόλιο, φαντάζομαι θα έχεις τελειώσει (δις) την ανάγνωσή του. Ελπίζω να μην σε απογοήτευσε.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!