Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι «σκληροί» παίζουν σκάκι


Όχι μόνο οι σκληροί, και οι μαλακοί παίζουν – ακόμα και οι μαλάκες – το σκάκι δεν κάνει διακρίσεις. Το σκάκι δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι· αν για κάποιους δεν είναι ζωή, με τον ολιστικό τρόπο, «Το σκάκι είναι η ζωή», που το έθετε ο μεγάλος σκακιστής Μπόμπι Φίσερ, τότε σίγουρα είναι μέρος αυτής – ένα αρκετά μεγάλο μέρος της, ίσως εντέχνως συγκαλλυμένο αλλά πάντοτε παρόν. Για μένα η σκακιέρα είναι το ομορφότερο σύμβολο, περιορισμού και ανεξαρτησίας ταυτόχρονα. Ένα αυστηρά οριοθετημένο μέρος όπου πάνω του μπορείς να κάνεις άπειρες κινήσεις, λιγότερο ή περισσότερο ελεύθερες. Σύμβολο ανθρώπινης φύσεως! Και αν αποζητάτε μια πιο εύστοχη μεταφορά ας σας την δώσει ο Γουίλλιαμ Φώκνερ – δεν το περιμένατε αυτό, έτσι; «Αν κάτι αντικατοπτρίζει και ακολούθως πιστοποιεί ολάκερο το ανθρώπινο πάθος, την ελπίδα και την τρέλα, τότε αυτό το κάτι δεν μπορεί ποτέ να είναι σκέτο παιχνίδι». Παίζουν τα λευκά. Ματ σε 951 λέξεις. 

Αυτό το blitz βιβλιαράκι είναι μια ομιλία των Franz Blaha και Marge Cathcart που διαβάστηκε ως ανακοίνωση στο συμπόσιο «Σκάκι και ανθρωπιστικές επιστήμες: Έρευνα πάνω στις χρήσεις και τις αξίες μιας ψυχαγωγικής δραστηριότητας» που έλαβε χώρα μεταξύ 27 και 29 Μαΐου 1978 στο ξενοδοχείο Χίλτον του Λίνκολν της Νεμπράσκα. Τι ωραία θα ήταν να γίνονταν και άλλες ανάλογες ομιλίες! Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι επειδή το σκάκι είναι δημοφιλές και αρκετά πρόσφορο σε κάθε είδους παρομοιώσεις και αναλύσεις, δεν αποκλείεται να πέφταμε θύματα απίστευτα βαρετών συζητήσεων και αμφιλεγόμενων θεωριών – μη εξαιρουμένης και της παρούσας ανάρτησης. Check this out, και θα καταλάβετε! 


Επιχειρείται μία σύνδεση του σκακιού με την λογοτεχνία (κάτι διόλου σπάνιο εξάλλου), από μία οπτική όμως που σπανίως δοκιμάζεται. Οι συγγραφείς του παρόντος, αγνοούν την λόγια ή «διανοουμενίστικη» λογοτεχνία στην οποία το σκάκι χρησιμοποιείται συνήθως ως μεταφορά, και καταπιάνονται περισσότερο με την λαϊκή λογοτεχνία που εκπροσωπείται εδώ από την αστυνομική λογοτεχνία, όπου η ενασχόληση με το σκάκι παρουσιάζεται κυρίως ως «δολιότητα» του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, εξού και οι… «σκληροί» παίζουν σκάκι. Αρχής γενομένης από την πρώτη ιστορία της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας που δεν είναι άλλη από τους «Φόνους στην οδό Μοργκ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε, όπου στην εισαγωγή εκείνης της ιστορίας, ένιωσε την ανάγκη να κάνει δυσφημιστικά σχόλια σχετικά με το παιχνίδι του σκακιού, συγκρίνοντάς το δυσμενώς με το παιχνίδι της ντάμας! Ήταν πράγματι μια θλιβερή ημέρα στην ιστορία του σκακιού: κατατάσσεται χαμηλότερα από το ουίστ ή το μπριτζ και, σαν να μην έφτανε αυτό, αποκαλείται και επιπόλαιο! Προς υπεράσπιση του Πόε πρέπει να ειπωθεί ότι μάλλον δεν είχε ξεπεράσει το επίπεδο του αρχάριου στο παιχνίδι και, όπως έλεγε, δεν έγραφε μια μελέτη περί σκακιού, απλώς έκανε «τυχαίες» παρατηρήσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι στο μυαλό του Πόε είχε διαμορφωθεί μια λανθασμένη εντύπωση για τους μετρ του σκακιού: άνθρωποι-μηχανές, ψυχρά υπολογιστικοί, κατά το ήμισυ μόνο ανθρώπινοι. Αυτή την εικόνα συνέχισαν να διαδίδουν πολλοί συγγραφείς τού πιο απλοϊκού είδους λαϊκής λογοτεχνίας. 

Δυστυχώς αυτή η εικόνα, του σκακιστή ως μονομανούς ανθρώπου, σκληρόπετσου, υστερόβουλου και αδιάφορου απέναντι στα συναισθήματα των ανθρώπων, εν πολλοίς συντηρείται έως και σήμερα, εντός και εκτός λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και για πολλούς ανθρώπους, η ενασχόληση με το σκάκι, αν δεν ενέχει κάτι ουσιωδώς μοχθηρό στον πυρήνα της, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο φαντάζει κάτι βαρετό και εντελώς άχρηστο. Και αφού ο Πόε ήταν ο πατέρας της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, οι περισσότεροι επίγονοί του… έπαιξαν με το σκάκι, με έναν τρόπο όμως που συνήθως δεν το τιμούσε και ιδιαίτερα. Εγκληματίες ή/και ντετέκτιβ έπαιζαν σκάκι, ως συνδήλωση της μοχθηρίας τους, της ικανότητάς τους δηλαδή να διαπράξουν ένα έγκλημα οι μεν, και να το εξιχνιάσουν οι δε. Δεν είναι δα και τίποτα φλώροι να παίζουν τάβλι! Μέσα σε όλη αυτή την αστυνομικο-σκακιστική περιπτωσιολογία υπάρχουν και μερικά κραυγαλέα λάθη στα οποία υπέπιπταν οι εκάστοτε συγγραφείς και θα φανούν πολύ αστεία σε όσους γνωρίζουν σκάκι. Θα αναφέρω ένα τέτοιο λάθος έξω από το βιβλίο, που πάντα το προσέχουν οι σκακιστές όταν τύχει και συμβεί: στην σκακιέρα όταν τοποθετείται ανάμεσα στους παίκτες, το δεξί ακρινό τετράγωνο όπως κοιτά ο κάθε παίκτης, πρέπει να είναι λευκό. Είναι νόμος. Την επόμενη φορά που θα δείτε σε μια ταινία να διαδραματίζεται μια σκακιστική μάχη, ρίξτε μια προσεκτική ματιά και νιώστε την ευφυΐα σας να ανεβαίνει επίπεδο, όπως ανεβασμένη είναι και εμάς των σκακιστώνε! Βέβαια, όλα αυτά τα μικρολάθη και οι ανακολουθίες δεν με πειράζουν και πολύ στις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Θα έλεγα ότι ενίοτε τα βρίσκω μέχρι και γοητευτικά. Εννοείται ότι κάθε δημιουργός πρέπει να έχει κάνει μια άλφα έρευνα σε αυτό που θέλει να περιγράψει, αλλά αν έχει ένα ταλέντο να εστιάζει στο ουσιώδες, τότε αυτά τα λαθάκια δεν τα προσέχεις καν – μοιάζουν με εκείνα τα goofs στις ταινίες που δεν τα προσέχει κανένας σοβαρός θεατής παρά μόνο κάτι μοχθηροί, δύστροποι και μονομανείς τύποι… να δεις που θα παίζουν και σκάκι!! 


Το βιβλίο είναι από τις εκδόσεις «Ουαπίτι» – δεν τις είχα ξανακούσει αλλά παρατηρώ ότι έχουν ενδιαφέροντα λιλιπούτεια βιβλιαράκια. Η μετάφραση είναι του Ηλία Διαμέση όπως και ένα όμορφο επίμετρο στο τέλος του βιβλίου. Μέσα σε όλα τα ωραία, ξεχώρισα δυο ιδιαίτερες τσαχπινιές. Πρώτον, όπου υπήρχαν σκακιστικοί όροι που παρέπεμπαν σε ειδικό γλωσσάρι, αντί για αριθμητική παραπομπή υπήρχε ζωγραφισμένο το σύμβολο της μαύρης βασίλισσας, μια όμορφη πινελιά. Δεύτερον, σε κάποιο σημείο που οι συγγραφείς περιγράφουν ένα πιθανό λάθος τακτικής κάποιου άλλου συγγραφέα σχετικά με το σκάκι, χρησιμοποιούν το σύμβολο “!;” στο τέλος μιας πρότασης, για να δώσουν περισσότερη έμφαση· και κει ακολουθεί μια σημείωση: «Εδώ οι συγγραφείς χρησιμοποιούν (εσκεμμένα ή τυχαία) το σκακιστικό σύμβολο “!;” που στο πλαίσιο σχολιασμού μιας παρτίδας υποδηλώνει μια ενδιαφέρουσα κίνηση που ίσως δεν έχει αναλυθεί επαρκώς από την ήδη υπάρχουσα σκακιστική θεωρία (κυρίως στο άνοιγμα)». Κάποτε, είχα σκεφτεί να χρησιμοποιώ εγώ ο ίδιος ή κάποιος επινοημένος χαρακτήρας – που για την ώρα παραμένει επινόηση της επινόησης – αυτά τα σκακιστικά σύμβολα για να υποδεικνύω/ει και να κριτικάρω/ει εν συντομία αποσπάσματα λογοτεχνικών βιβλίων. Τέλος πάντων, τα άτομα που ασχολούνται με το σκάκι δεν είναι ζαβά, τουλάχιστον όχι περισσότερο από τα άτομα που ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο. Να τα κάνετε παρέα, μην φοβάστε. Ειδάλλως, κινδυνεύετε να βρεθείτε σφαγμένοι και πεταμένοι σε κάποιο χαντάκι! 

Για το φινάλε, φύλαξα την ευχή να εκδοθεί κάποτε στα ελληνικά το αστυνομικό διήγημα (και κατ’ επέκταση η συλλογή) του Φώκνερ «Knight’ s Gambit», το μόνο δικό του που έχω κατά νου με σκακιστικές αναφορές, και το μόνο λογοτεχνικό παράδειγμα που αναλύθηκε στο παρόν βιβλίο και έκανε χρήση του σκακιού περισσότερο ως μεταφοράς παρά οτιδήποτε άλλου. «Τα γκαμπί (θυσίες πιονιών) μπορούν να παιχτούν μονάχα στην αρχή μιας παρτίδας και όχι στο φινάλε, το οποίο αποτελεί το τέλος της. Η προχειρότητα της αναφοράς του συγγραφέα είναι προφανής». Η βεβαιότητα ότι η παραπάνω υποσημείωση δεν αφορά τον Φώκνερ, έναν συγγραφέα που δεν έκανε ποτέ προχειρότητες, είναι φαντάζομαι εξίσου προφανής.

Σχόλια

  1. Εξαιρετική βιβλιοανακάλυψη φίλε Μαραμπού. Και τι ωραία πρόταση εισαγωγής "Για μένα η σκακιέρα είναι το ομορφότερο σύμβολο, περιορισμού και ανεξαρτησίας ταυτόχρονα". Γι' αυτό είναι ωραίο να μάθει ένα παιδί να παίζει σκάκι, γιατί κυρίως διδάσκεται ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Πάω να ξεκινήσω την ανάγνωσή του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωω τι ωραία σκέψη, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Το σκάκι είναι πολλαπλώς ωφέλιμο για ένα παιδί και αργότερα για έναν ενήλικα -- όπως και όλα τα παιχνίδια εδώ που τα λέμε αλλά το σκάκι λίγο παραπάνω. Στο σκάκι μπορείς να αναζητήσεις λύσεις για όλα σου τα προβλήματα, και το πιο αλλόκοτο είναι ότι πάντα θα έχει μία καλή απάντηση να σου δώσει!

      Μέχρι να απαντήσω στο σχόλιο, φαντάζομαι θα έχεις τελειώσει (δις) την ανάγνωσή του. Ελπίζω να μην σε απογοήτευσε.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !