Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο αχόρταγος

 
[May I Have Your Attention, Please? Ό, τι ακολουθεί είναι το χρονικό μιας αποτυχημένης ανάγνωσης και ενός επιτυχημένου κειμένου. Θυμήθηκα το βιβλίο «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει» (που δεν έχω διαβάσει) και λέω, γιατί όχι; Να μια ευκαιρία να μιλήσω για ένα βιβλίο που άφησα ημιτελές. Καλά εντάξει, με καταλάβατε, είμαι λεξιλάγνος· με μια ναρκισσιστική φιλαυτία πλανώμαι (πλάνην οικτρά) πάνω από την λίμνη των λέξεών μου και βουτάω περιπαθώς στο βάθος των σκέψεών μου κραυγάζοντας γεμάτος ενθουσιασμό και μπουρμπουλήθρες... Τι έγραψμπρρμπλ παλμπρ ο πούστμπμπρλμπ! Ορίστε, σας έβαλα χωρίς να το θέλω στο λογοτεχνικό μου εργαστήρι – οι αναρτήσεις μου γράφονται παράλληλα με την ανάγνωση γι' αυτό και πλημμυρίζουν ενθουσιασμό ή απέχθεια. Ποτέ δε θα διαβάσετε από μένα την κατασταλαγμένη μετριότητα των αντικειμενικών (μπρρ) κριτικών. Δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να το στείλω στον κάλαθο των αχρήστων αλλά νομίζω (και θα το διαπιστώσετε και εσείς αν συνεχίσετε την ανάγνωση) ότι αυτό το κείμενο αξίζει να διασωθεί. Τα συμπεράσματα είναι αναπόφευκτα κάπως πρωθύστερα, αφού δεν ολοκλήρωσα την ανάγνωση αλλά είμαι βέβαιος ότι μέχρι το τέλος δε θα άλλαζαν και ιδιαίτερα μορφή, καταστάλαξαν μέσα μου πριν τα γράψω, αμ πώς! Οι αναρτήσεις (δύο στον αριθμό) θα παρουσιαστούν όπως αρχικά είχαν σχεδιαστεί. Πολλά χρόνια είχε να μου τύχει να εγκλωβιστώ σε ψυχαναγκαστική ανάγνωση και, ακριβώς όπως θυμάμαι ότι συνέβη και την τελευταία φορά, αρνήθηκα ψυχαναγκαστικά να ενδώσω σε ανόητους ψυχαναγκασμούς. Η ανάγνωση σταμάτησε οριστικά στην σελίδα 138 – η συζήτηση όμως σχετικά με το γιατί σταμάτησε, μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί.]

Ο όρος «βιβλιοφάγος» χρησιμοποιείται καταχρηστικά – προφανώς, κανείς δεν τρώει βιβλία, ελπίζω δηλαδή, είναι δύσκολες οι εποχές που διανύουμε, αδέρφια. Και μεταφορικά όμως χωλαίνει γιατί τι βιβλιοφάγος είσαι αν δεν έχεις διαβάσει την «Αδηφαγία». Ένα βιβλίο με την αύρα του δύσκολου που είχα φάει μια μπουκιά πριν χρόνια και την έφτυσα αηδιασμένος. Τότε όμως ήμουν ένας άγευστος αναγνώστης που νόμιζα ότι ο Πύντσον είναι μολυσματική ασθένεια (κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν έπεσα πολύ έξω σ' αυτό) και ο Τζόυς ένας φιλόνικος ζωγράφος που από νεαρή ηλικία έχει βαλθεί να φιλοτεχνεί ξανά και ξανά τις αυτοπροσωπογραφίες του (ούτε και σ' αυτό έπεσα πολύ έξω). Προσφάτως, το εκλεκτικό μπλογκ Ficciones έριξε την πρόταση στο τραπέζι και εγώ πέρασα αμέσως την πετσέτα στο λαιμό – μπορεί και να μου χρειαστεί να πνιγώ μ' αυτήν, ποιος ξέρει! Γιάμι γιάμι ή μπλιαχ; Στρωθείτε, σερβίρωωω... 
 

 
Κάποιοι ίσως έχετε βαρεθεί να με βλέπετε να κάνω (ενδεχομένως και άκαιρες) αναγωγές στον Τζόυς και στον Πύντσον. Αφ' ενός το κάνω γιατί με διασκεδάζει, αφ' ετέρου γιατί ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας σε πολλαπλά επίπεδα περνάει μέσα από αυτούς τους δύο – και γενικά, σε αντίθεση με πολλούς άλλους αναγνώστες, εμένα μου αρέσει να διυλίζω την κάμηλον και να καταπίνω τον κώνωπα (στο δεύτερο, σπάω το ρεκόρ μου, σχεδόν κάθε καλοκαίρι!). Στην περίπτωση της «Αδηφαγίας» ωστόσο, η αναφορά στους δύο προαναφερθέντες συγγραφείς δεν είναι καθόλου άκαιρη. Πριν επεκταθώ, ας ξεκαθαρίσω κάτι. Τα βιβλία του Τζόυς και του Πύντσον ορθώς θεωρούνται δύσκολα και απαιτητικά, όμως, πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν πάμπολλα δύσκολα και απαιτητικά βιβλία εκεί έξω, που ούτε καν υποψιαζόμαστε την κόλαση που ετοιμαζόμαστε να διασχίσουμε. Εννοώ ότι είναι κάπως άδικο να «δαιμονοποιούμε» τους Τζόυς/Πύντσον χρεώνοντάς τους μια επιπρόσθετη δυσκολία, που το μόνο που καταφέρνει είναι να επιτείνει την δική μας δυσκολία να απολαύσουμε τα βιβλία τους.
 
[...] Και τι άλλο ήταν αυτή η δική του εκδοχή της αξιοπρέπειας, παρά η πραγμάτωση της εξέγερσης (...) κι έπειτα απ' όλα αυτά να πορευτεί με το κεφάλι ψηλά. Κι έπειτα ήρθε η άρνηση αυτής της αξιοπρέπειας με τη μορφή ενός ξεδιάντροπου θηλυκού και της ηδονής που συνδεόταν με την ίδια τούτη άρνηση. Όμως πώς είχε φτάσει αυτό το θηλυκό να συμβολίζει την ανατροπή των παλιών, προσωπικών, υπαγορευμένων ιδεωδών; Θα μπορούσε στ' αλήθεια να «μάθει τη ζωή» μέσω εκείνης και παρ' όλα αυτά να παραμείνει συνεπής απέναντι στον εαυτό του; Τρομακτικό, αλλά απολαυστικό. Τέλος πάντων. 
 

 
Η τελευταία φράση του αποσπάσματος συμπυκνώνει σχεδόν όλο το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία» του Τζόυς. Ο επαναστατημένος ιδιοφυής νέος που αρχίζει να αντικρίζει με απολαυστικό τρόμο την πραγματικότητα και διστάζει μπροστά στο χαμό της ιδεαλιστικής νιότης του. Οι πρώτες σελίδες του Βιτκίεβιτς θυμίζουν πολύ έντονα εκείνον τον πρώιμο Τζόυς. Πού είναι ο Πύντσον, θα μου πείτε τώρα. Ο Πύντσον τότε ήταν σπέρμα στ' αρχίδια του μπαμπά του – να μου συγχωρεθεί αυτή η χυδαιότητα αλλά παραδόξως αποτελεί και μία αλλόκοτη λογοτεχνική παρομοίωση για την μετέπειτα εξέλιξή του, μην το αρνείστε! – όταν έγραφε το βιβλίο του ο Βιτκίεβιτς. Όμως διαβάζοντας πρώτα τα έργα του Πύντσον και τώρα ετούτο του Βιτκίεβιτς διαπιστώνω κάποιες ωραίες συγγένειες. Το βιβλίο του Βιτκίεβιτς κατακλύζεται από αλόγιστη μα σαγηνευτική χρήση επιθέτων, από φευγάτες παρομοιώσεις, αλλόκοτες μεταφορές, παράνοια, ό, τι δηλαδή αντιλαμβάνεται πρώτα ένας νέος αναγνώστης του Πύντσον. Επίσης, διακρίνεται και μια στενή σχέση με την ασυνήθιστη χρήση της Ιστορίας που κάνουν και οι δυο συγγραφείς.
 
«Οι ψευδαισθήσεις του ψευδο-ατομικισμού μαίνονται σαν ένας απειλητικός μικρός όγκος στο κωματοειδές πρησμένο κουφάρι της κοινωνίας λίγες στιγμές πριν την τελική έκρηξη της ιστορίας», όπως θα έλεγε ο Αφανάσολ Μπενζ, θεωρητικός της λογικής.
 
Και τώρα που το φέραμε απ' όξω απ' όξω άντε να (καταφέρουμε να) πούμε τι πραγματεύεται τελικά η «Αδηφαγία». Εδώ είναι που ισχύει η φράση «Καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς»! Καλύτερα ας τα πει ο Librofilo που έχει πιο δομημένη σκέψη από την δική μου. Θα συμφωνήσω απόλυτα (πιο απόλυτα δεν γίνεται, είμαι απόλυτος σ' αυτό) μαζί του όταν αναφέρει ότι ο εκδότης όφειλε να έχει συμπεριλάβει μία εισαγωγή και ένα επίμετρο για το συγκεκριμένο βιβλίο. Με αφορμή αυτό, θυμήθηκα μια σχετική συζήτηση στο φβ όπου έγραφα κάτι ανάλογο και νομίζω ότι αξίζει να αναπαραχθεί: «Επίσης, λογοτεχνία δεν σημαίνει απαραίτητα αποθέωση της αφήγησης. Είναι πολύ επιφανειακή αντίληψη αυτή. Το ότι ενδεχομένως απολαμβάνουμε τον Σελίν χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική βοήθεια, δεν σημαίνει ότι έτσι θα έπρεπε να είναι όλη η λογοτεχνία. Ένα μέρος αυτής, θα μπορούσε να είναι και έτσι, αλλά το κάτω μέρος του παγόβουνου της Λογοτεχνίας δεν είναι έτσι, και αυτό που μας νοιάζει κατά την διάρκεια της αναγνωστικής πλεύσης είναι να μην συγκρουστούμε πάνω του. Οι υποσημειώσεις είναι πάντα προς όφελός μας». Στο βιβλίο του Βιτκίεβιτς, καλύτερα να μην σας πω με τι σαπιοκάραβο πλέουμε γύρω από τα παγόβουνα, για να να μην σας χαλάσω τ' όνειρο... τουλάχιστον, με ένα επίμετρο θα μπορούσα να σας ξηγήσω τ' όνειρο! 
 

 
«(...) η λογοτεχνία μεταφέρει πολύ περισσότερο νόημα, επειδή εκεί τουλάχιστον υπάρχει μια αφήγηση βασισμένη στην εμπειρία που την προκαλεί. Μπορείς να ανακατέψεις αδίστακτα αυτό το υλικό, που σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο, ζεστό και ζουμερό...»  
[...] «Η μορφή», επανέλαβε, «η μορφή ζωντανεύει το Μυστήριο της Ύπαρξης! Όλα τα υπόλοιπα είναι σκοτάδι. Οι ιδέες είναι άχρηστες. Η φιλοσοφία είναι νεκρή, καθώς τώρα δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει από το να χαζολογάει με τις πιο λεπτές πτυχώσεις της αιτιότητας. Οι φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων σιγά σιγά κλείνουν. Αυτό καθιστά τη μορφή το μοναδικό μέσο...»
 
Δεν σερβίρουμε άλλο, κλείσαμε κύριος. Αύριο πάλι. Σας έκοψα (πάνω σ-) την όρεξη, ε;  
 
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης αποτελεί και μια συνδήλωση για τα αναγνωστικά περιττώματα που αναπόφευκτα ένας βιβλιοφάγος θα καταναλώσει στη ζωή του. 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !