[May I Have Your Attention, Please? Ό, τι ακολουθεί είναι το χρονικό μιας αποτυχημένης ανάγνωσης και ενός επιτυχημένου κειμένου. Θυμήθηκα το βιβλίο «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει» (που δεν έχω διαβάσει) και λέω, γιατί όχι; Να μια ευκαιρία να μιλήσω για ένα βιβλίο που άφησα ημιτελές. Καλά εντάξει, με καταλάβατε, είμαι λεξιλάγνος· με μια ναρκισσιστική φιλαυτία πλανώμαι (πλάνην οικτρά) πάνω από την λίμνη των λέξεών μου και βουτάω περιπαθώς στο βάθος των σκέψεών μου κραυγάζοντας γεμάτος ενθουσιασμό και μπουρμπουλήθρες... Τι έγραψμπρρμπλ παλμπρ ο πούστμπμπρλμπ! Ορίστε, σας έβαλα χωρίς να το θέλω στο λογοτεχνικό μου εργαστήρι – οι αναρτήσεις μου γράφονται παράλληλα με την ανάγνωση γι' αυτό και πλημμυρίζουν ενθουσιασμό ή απέχθεια. Ποτέ δε θα διαβάσετε από μένα την κατασταλαγμένη μετριότητα των αντικειμενικών (μπρρ) κριτικών. Δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να το στείλω στον κάλαθο των αχρήστων αλλά νομίζω (και θα το διαπιστώσετε και εσείς αν συνεχίσετε την ανάγνωση) ότι αυτό το κείμενο αξίζει να διασωθεί. Τα συμπεράσματα είναι αναπόφευκτα κάπως πρωθύστερα, αφού δεν ολοκλήρωσα την ανάγνωση αλλά είμαι βέβαιος ότι μέχρι το τέλος δε θα άλλαζαν και ιδιαίτερα μορφή, καταστάλαξαν μέσα μου πριν τα γράψω, αμ πώς! Οι αναρτήσεις (δύο στον αριθμό) θα παρουσιαστούν όπως αρχικά είχαν σχεδιαστεί. Πολλά χρόνια είχε να μου τύχει να εγκλωβιστώ σε ψυχαναγκαστική ανάγνωση και, ακριβώς όπως θυμάμαι ότι συνέβη και την τελευταία φορά, αρνήθηκα ψυχαναγκαστικά να ενδώσω σε ανόητους ψυχαναγκασμούς. Η ανάγνωση σταμάτησε οριστικά στην σελίδα 138 – η συζήτηση όμως σχετικά με το γιατί σταμάτησε, μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί.]
Ο όρος «βιβλιοφάγος» χρησιμοποιείται καταχρηστικά – προφανώς, κανείς δεν τρώει βιβλία, ελπίζω δηλαδή, είναι δύσκολες οι εποχές που διανύουμε, αδέρφια. Και μεταφορικά όμως χωλαίνει γιατί τι βιβλιοφάγος είσαι αν δεν έχεις διαβάσει την «Αδηφαγία». Ένα βιβλίο με την αύρα του δύσκολου που είχα φάει μια μπουκιά πριν χρόνια και την έφτυσα αηδιασμένος. Τότε όμως ήμουν ένας άγευστος αναγνώστης που νόμιζα ότι ο Πύντσον είναι μολυσματική ασθένεια (κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν έπεσα πολύ έξω σ' αυτό) και ο Τζόυς ένας φιλόνικος ζωγράφος που από νεαρή ηλικία έχει βαλθεί να φιλοτεχνεί ξανά και ξανά τις αυτοπροσωπογραφίες του (ούτε και σ' αυτό έπεσα πολύ έξω). Προσφάτως, το εκλεκτικό μπλογκ Ficciones έριξε την πρόταση στο τραπέζι και εγώ πέρασα αμέσως την πετσέτα στο λαιμό – μπορεί και να μου χρειαστεί να πνιγώ μ' αυτήν, ποιος ξέρει! Γιάμι γιάμι ή μπλιαχ; Στρωθείτε, σερβίρωωω...
Κάποιοι ίσως έχετε βαρεθεί να με βλέπετε να κάνω (ενδεχομένως και άκαιρες) αναγωγές στον Τζόυς και στον Πύντσον. Αφ' ενός το κάνω γιατί με διασκεδάζει, αφ' ετέρου γιατί ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας σε πολλαπλά επίπεδα περνάει μέσα από αυτούς τους δύο – και γενικά, σε αντίθεση με πολλούς άλλους αναγνώστες, εμένα μου αρέσει να διυλίζω την κάμηλον και να καταπίνω τον κώνωπα (στο δεύτερο, σπάω το ρεκόρ μου, σχεδόν κάθε καλοκαίρι!). Στην περίπτωση της «Αδηφαγίας» ωστόσο, η αναφορά στους δύο προαναφερθέντες συγγραφείς δεν είναι καθόλου άκαιρη. Πριν επεκταθώ, ας ξεκαθαρίσω κάτι. Τα βιβλία του Τζόυς και του Πύντσον ορθώς θεωρούνται δύσκολα και απαιτητικά, όμως, πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν πάμπολλα δύσκολα και απαιτητικά βιβλία εκεί έξω, που ούτε καν υποψιαζόμαστε την κόλαση που ετοιμαζόμαστε να διασχίσουμε. Εννοώ ότι είναι κάπως άδικο να «δαιμονοποιούμε» τους Τζόυς/Πύντσον χρεώνοντάς τους μια επιπρόσθετη δυσκολία, που το μόνο που καταφέρνει είναι να επιτείνει την δική μας δυσκολία να απολαύσουμε τα βιβλία τους.
[...] Και τι άλλο ήταν αυτή η δική του εκδοχή της αξιοπρέπειας, παρά η πραγμάτωση της εξέγερσης (...) κι έπειτα απ' όλα αυτά να πορευτεί με το κεφάλι ψηλά. Κι έπειτα ήρθε η άρνηση αυτής της αξιοπρέπειας με τη μορφή ενός ξεδιάντροπου θηλυκού και της ηδονής που συνδεόταν με την ίδια τούτη άρνηση. Όμως πώς είχε φτάσει αυτό το θηλυκό να συμβολίζει την ανατροπή των παλιών, προσωπικών, υπαγορευμένων ιδεωδών; Θα μπορούσε στ' αλήθεια να «μάθει τη ζωή» μέσω εκείνης και παρ' όλα αυτά να παραμείνει συνεπής απέναντι στον εαυτό του; Τρομακτικό, αλλά απολαυστικό. Τέλος πάντων.
Η τελευταία φράση του αποσπάσματος συμπυκνώνει σχεδόν όλο το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία» του Τζόυς. Ο επαναστατημένος ιδιοφυής νέος που αρχίζει να αντικρίζει με απολαυστικό τρόμο την πραγματικότητα και διστάζει μπροστά στο χαμό της ιδεαλιστικής νιότης του. Οι πρώτες σελίδες του Βιτκίεβιτς θυμίζουν πολύ έντονα εκείνον τον πρώιμο Τζόυς. Πού είναι ο Πύντσον, θα μου πείτε τώρα. Ο Πύντσον τότε ήταν σπέρμα στ' αρχίδια του μπαμπά του – να μου συγχωρεθεί αυτή η χυδαιότητα αλλά παραδόξως αποτελεί και μία αλλόκοτη λογοτεχνική παρομοίωση για την μετέπειτα εξέλιξή του, μην το αρνείστε! – όταν έγραφε το βιβλίο του ο Βιτκίεβιτς. Όμως διαβάζοντας πρώτα τα έργα του Πύντσον και τώρα ετούτο του Βιτκίεβιτς διαπιστώνω κάποιες ωραίες συγγένειες. Το βιβλίο του Βιτκίεβιτς κατακλύζεται από αλόγιστη μα σαγηνευτική χρήση επιθέτων, από φευγάτες παρομοιώσεις, αλλόκοτες μεταφορές, παράνοια, ό, τι δηλαδή αντιλαμβάνεται πρώτα ένας νέος αναγνώστης του Πύντσον. Επίσης, διακρίνεται και μια στενή σχέση με την ασυνήθιστη χρήση της Ιστορίας που κάνουν και οι δυο συγγραφείς.
«Οι ψευδαισθήσεις του ψευδο-ατομικισμού μαίνονται σαν ένας απειλητικός μικρός όγκος στο κωματοειδές πρησμένο κουφάρι της κοινωνίας λίγες στιγμές πριν την τελική έκρηξη της ιστορίας», όπως θα έλεγε ο Αφανάσολ Μπενζ, θεωρητικός της λογικής.
Και τώρα που το φέραμε απ' όξω απ' όξω άντε να (καταφέρουμε να) πούμε τι πραγματεύεται τελικά η «Αδηφαγία». Εδώ είναι που ισχύει η φράση «Καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς»! Καλύτερα ας τα πει ο Librofilo που έχει πιο δομημένη σκέψη από την δική μου. Θα συμφωνήσω απόλυτα (πιο απόλυτα δεν γίνεται, είμαι απόλυτος σ' αυτό) μαζί του όταν αναφέρει ότι ο εκδότης όφειλε να έχει συμπεριλάβει μία εισαγωγή και ένα επίμετρο για το συγκεκριμένο βιβλίο. Με αφορμή αυτό, θυμήθηκα μια σχετική συζήτηση στο φβ όπου έγραφα κάτι ανάλογο και νομίζω ότι αξίζει να αναπαραχθεί: «Επίσης, λογοτεχνία δεν σημαίνει απαραίτητα αποθέωση της αφήγησης. Είναι πολύ επιφανειακή αντίληψη αυτή. Το ότι ενδεχομένως απολαμβάνουμε τον Σελίν χωρίς ιδιαίτερη εξωτερική βοήθεια, δεν σημαίνει ότι έτσι θα έπρεπε να είναι όλη η λογοτεχνία. Ένα μέρος αυτής, θα μπορούσε να είναι και έτσι, αλλά το κάτω μέρος του παγόβουνου της Λογοτεχνίας δεν είναι έτσι, και αυτό που μας νοιάζει κατά την διάρκεια της αναγνωστικής πλεύσης είναι να μην συγκρουστούμε πάνω του. Οι υποσημειώσεις είναι πάντα προς όφελός μας». Στο βιβλίο του Βιτκίεβιτς, καλύτερα να μην σας πω με τι σαπιοκάραβο πλέουμε γύρω από τα παγόβουνα, για να να μην σας χαλάσω τ' όνειρο... τουλάχιστον, με ένα επίμετρο θα μπορούσα να σας ξηγήσω τ' όνειρο!
«(...) η λογοτεχνία μεταφέρει πολύ περισσότερο νόημα, επειδή εκεί τουλάχιστον υπάρχει μια αφήγηση βασισμένη στην εμπειρία που την προκαλεί. Μπορείς να ανακατέψεις αδίστακτα αυτό το υλικό, που σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο, ζεστό και ζουμερό...»
[...] «Η μορφή», επανέλαβε, «η μορφή ζωντανεύει το Μυστήριο της Ύπαρξης! Όλα τα υπόλοιπα είναι σκοτάδι. Οι ιδέες είναι άχρηστες. Η φιλοσοφία είναι νεκρή, καθώς τώρα δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει από το να χαζολογάει με τις πιο λεπτές πτυχώσεις της αιτιότητας. Οι φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων σιγά σιγά κλείνουν. Αυτό καθιστά τη μορφή το μοναδικό μέσο...»
Δεν σερβίρουμε άλλο, κλείσαμε κύριος. Αύριο πάλι. Σας έκοψα (πάνω σ-) την όρεξη, ε;
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης αποτελεί και μια συνδήλωση για τα αναγνωστικά περιττώματα που αναπόφευκτα ένας βιβλιοφάγος θα καταναλώσει στη ζωή του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.