Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αποδοχή cookies



«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού». Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά με το βιβλίο, αφού εξαιτίας του Μαραμπού θα κινούσε γη και ουρανό να αναζητήσει τη «Βιογραφία» του Ρίτσαρντ Έλμαν σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλειο». Γλείψε, γλείψε, κάτι θα μείνει – χέι, άγνωστε χ συγγραφέα, σε σένανε μιλάω! 
 
Κρίνοντας από την διανοητική μου κατάσταση των αρκετών τελευταίων μηνών, το ότι κατάφερα να διαβάσω απερίσπαστος ένα ολόκληρο βιβλίο, είναι ένα μεγάλο κέρδος∙ και αυτό πρέπει να πιστωθεί στην ικανότητα της συγγραφέα. Κάθε βιβλίο όμως, όπως και ένα εργοστάσιο που φτιάχνει μπισκότα, ενδεχομένως έχει αδυναμίες που εντοπίζονται στα στάδια παραγωγής ή σε εκείνα του ποιοτικού ελέγχου ή προσπαθούν να καμουφλαριστούν και να κοροϊδέψουν τους αναγνώστες-καταναλωτές. Η τελική γεύση ανήκει στον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά και σε κάποιους μπορεί να ξινίζει και σε άλλους να βρωμάει. Με την εκφυλισμένη γεύση μου που πλέον έχει αλλοιωθεί μετά από εκατοντάδες αναγνώσεις – άλλοι το ονομάζουν αφελώς εκλέπτυνση – εκείνο που μου ξίνισε είναι η τόση επιμονή με τα βιβλία και τις σχετικές αναφορές. Κάποτε που πίστευα και εγώ ότι μπορώ να γράψω λογοτεχνία, αυτές οι αναφορές γέμιζαν το μυαλό μου και το σώμα του άγραφου ακόμα (και ευτυχώς) βιβλίου μου – αλλά νομίζω ότι δεν έχουν τελείως άδικο εκείνοι οι γκουρού των συγγραφικών συμβουλών που λένε ότι αυτές οι βιβλιοφιλικές αναφορές μοιάζουν με παιδική ασθένεια που καλό είναι να αντιμετωπίζεται εγκαίρως και αποτελεσματικά. Γιατί αν έχεις περάσει ανεμοβλογιά μικρός, φροντίζεις να μην δεις ποτέ ένα μελλοντικό σου κείμενο να ταλαιπωρείται από έρπη ζωστήρα. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι η Κατερίνα Μάγνη χρησιμοποιεί όλες αυτές τις αναφορές με διακριτικό τρόπο και τόνο. Αλλά σίγουρα θα τις ήθελα λιγότερες, μιας και όταν ξεφεύγει από αυτές, παίρνει τους αναγνώστες μαζί της, γιατί ο αναγνώστης όσο γνώστης και αν είναι, θέλει να πάει κάπου που δεν έχει πάει, και εγώ χάρηκα που περιηγήθηκα σε σκέψεις της επιστημολογίας και στον παράξενο κόσμο ενός χημικού μηχανικού. 
 
[…] «Αν αυτό που ένωνε την Αγγελική και τον Πέτρο, εκτός από το facebook, ήταν και η τρέλα ή και η ευφυία, θα έμενε αναπάντητο ερώτημα κι ας ήταν βέβαιη η Κατερίνα ότι μια μέρα θα γινόντουσαν ζευγάρι. Πάντως, το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο συντελεστής δόμησης της μύτης του Πέτρου ήταν 0,6.

Αχ, αυτή η μύτη. Ήταν αρκούντως σοβαρή υπόθεση. Ο Γκόγκολ έγραψε ολόκληρο βιβλίο για αυτήν, ο Πιραντέλλο ξεκίνησε το «Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες» με αφορμή τη μύτη του πρωταγωνιστή, ο Μασάντο ντε Ασσίς αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 49 του βιβλίου του «Επιτάφιος για ένα μικρό νικητή» στην άκρη της μύτης. Η μύτη δεν είναι καθόλου ασήμαντο μέλος του σώματός μας. Μας υποδεικνύει πάντοτε τα όρια κατανόησης του εαυτού μας και των άλλων, ενώ η φράση «δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του» φημολογείται ότι έχει καθολική εφαρμογή». 
 
 
Στο πρώτο μέρος, ο φοιτητής Πέτρος τρώει χυλόπιτα από την Ξένια – κουράγιο Πετράν! – για την οποία επέλεξε το μάθημα της επιστημολογίας, για να την βλέπει τελικά να τον αγνοεί, και έτσι συζητάει σχεδόν αδιάκοπα για αυτήν, την επιστημολογία ντε, με τον κολλητό του Χαράλαμπο, για τις μεθόδους και τα όρια της γνώσης. Εντάξει, υπάρχουν και τέτοιοι φοιτητές, μην σοκάρεστε. Οι σελίδες αυτές είναι διαποτισμένες με χιούμορ και ανεμελιά, τα οποία μετριάζονται στο δεύτερο μέρος, ίσως για να συμβαδίζουν με την νέα ζωή του Πέτρου που δεν είναι και στα καλύτερά της. Πλέον, δουλεύει σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει μπισκότα και από εκεί που ήταν αποκλειστικός υπεύθυνος εδώ και 4 χρόνια στο Τμήμα ποιοτικού ελέγχου ξαφνικά μεταβιβάζεται στη θέση του Τεχνικού διευθυντή, την στιγμή που μαθαίνει ότι το εργοστάσιο ξανασυνεργάζεται με τον προμηθευτή αλεύρων, που είχαν παύσει πριν από δυο χρόνια για παρατυπίες. Δεν μασάει όμως ο Πέτρος. Όπως ελπίζω να μην μασάει και η συγγραφέας του, που νομίζω έχει να προσφέρει ενδιαφέροντα πράγματα στη λογοτεχνία. Απορρίπτει τις δηθενιές, γράφει απλά, με χιούμορ και ευαισθησία, και αν περιορίσει τις πολλές βιβλιοφιλικές αναφορές, νομίζω θα τα πάμε καλά στο μέλλον – είναι θέμα χημείας. Κάποιες δομικές ανισορροπίες είναι περισσότερο θέμα φυσικής ή μαθηματικών. Τα υπόλοιπα είναι θέμα λογοτεχνίας. Με λίγα λόγια, πέρασε! 
 
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φίλντισι» και μια προσεκτικότερη επιμέλεια κρίνεται απαραίτητη, γιατί έχουν ξεφύγει πραγματάκια, παρόλο που δείχνει προσεγμένη δουλειά. Ο τίτλος του βιβλίου, αν και έχει σχέση με το θέμα του (είναι επίσης παράξενος και αυτό μου αρέσει) και καταλαβαίνω γιατί επιλέχθηκε, νομίζω ότι το υποβιβάζει και του στερεί μια καλύτερη δυναμική∙ όπως και η επιλογή εξωφύλλου. 
 
[…] «Ίσως δεν είναι ισότιμοι ο συγγραφέας και ο αναγνώστης, αλλά είναι δύο ανθρώπινα πλάσματα που συμμετέχουν σε μια διεργασία αμφίδρομη. Κι έτσι ακόμη κι αν ο αναγνώστης έχει κακή ή διαστρεβλωμένη γνώμη για το βιβλίο του συγγραφέα, ο συγγραφέας θα πρέπει να σταματήσει ό,τι κάνει και να τον ακούσει».

Σχόλια

  1. Αγαπητέ Μαραμπού, η ανάρτηση σου αυτή μου έδωσε πραγματική χαρά πρώτον επειδή μπήκες στη διαδικασία να μου γράψεις και δεύτερον επειδή δεν κράτησες το λιβανιστήρι να λιβανίσεις το βιβλίο μου. Πίστεψέ με το εκτιμώ πραγματικά. Από τη στιγμή που περιηγήθηκες στον κόσμο ενός χημικού μηχανικού και αυτό σου άρεσε, θεωρώ ότι πέτυχα το στόχο μου και το κρατάω ως το καλύτερο κομπλιμέντο. Σε ευχαριστώ ολόθερμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ σε ευχαριστώ Κατερίνα που υπέμεινες την κρίση μου #διπλής! Είναι δική μου παραξενιά που πλέον δεν αντέχω τις εκτεταμένες βιβλιοφιλικές αναφορές. Αλλά νομίζω ότι η γραφή σου αξίζει και οι περιπέτειες ενός χημικού μηχανικού μπορούν να γίνουν φαντάζομαι ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Θα περιμένω λοιπόν το επόμενό σου πείραμα.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».