Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο απόκληρος


 
Για να μπορέσεις να γίνεις συνειδητά πνευματικός απόκληρος πρέπει πρώτα να γνωρίσεις σε βάθος τι έπραξαν οι προηγούμενοι κληρονόμοι με την περιφερόμενη κληρονομιά και για να μην καταλήξει κάποτε να προδοθεί και η δική σου διαθήκη («Αλλά ποιος τις λογαριάζει τις διαθήκες;») το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην αφήσεις καμία. «Περισσότερο και από την Τρομοκρατία, ο εκλυρισμός της Τρομοκρατίας υπήρξε τραυματική εμπειρία για μένα. Απέκτησα έτσι μια ανοσία μια για πάντα απέναντι σε όλους τους λυρικούς πειρασμούς. Το μόνο που επιθυμούσα τότε βαθιά και άπληστα ήταν ένα καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από ψευδαισθήσεις. Το βρήκα τελικά στην τέχνη του μυθιστορήματος. Γι’ αυτό και το να είμαι μυθιστοριογράφος υπήρξε για μένα κάτι παραπάνω από το να ασκώ κάποιο απ’ τα «λογοτεχνικά είδη».· υπήρξε στάση, σύνεση, θέση· μια θέση που απέκλειε κάθε ταύτιση με πολιτική, με θρησκεία, με ιδεολογία, με ηθική, με συλλογικότητα· μια συνειδητή, πεισματική και μανιασμένη μη ταύτιση, που δεν την αντιλαμβανόμουν σαν φυγή ή παθητικότητα παρά σαν αντίσταση, πρόκληση, εξέγερση. Κατέληξα να κάνω τους εξής παράξενους διαλόγους: «Είστε κομμουνιστής κύριε Κούντερα; – Όχι, είμαι μυθιστοριογράφος». «Είστε διαφωνών; – Όχι, είμαι μυθιστοριογράφος». «Είστε αριστερός ή δεξιός;» – Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαι μυθιστοριογράφος». Μεγάλε Κούντερα, πώς μας αποκλήρωσες έτσι;

Αυτή η περίφημη μη ταύτιση είναι που με συναρπάζει περισσότερο στα έργα του Κούντερα καθώς και η υψηλής λειτουργικότητας χρήση της ειρωνείας και του χιούμορ μέσα τους. Να εξηγούμαστε (ακόμα μια φορά) για να μην παρεξηγούμαστε (ακόμα μια φορά). Χιούμορ με ταύτιση είναι απλώς χιούμορ που τα ’φτυσε! «Ειρωνεία θα πει: κανένας από τους ισχυρισμούς που βρίσκουμε σ’ ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να εκληφθεί μεμονωμένα, καθένας τους βρίσκεται σε περίπλοκη και αντιφατική αντιπαράθεση με άλλους ισχυρισμούς, άλλες καταστάσεις, άλλες χειρονομίες, άλλες ιδέες, άλλα γεγονότα. Μόνο μια αργή ανάγνωση, που επαναλαμβάνεται δυο φορές, πολλές φορές, θα προβάλει όλες τις ειρωνικές σχέσεις που βρίσκονται στο εσωτερικό του μυθιστορήματος, χωρίς τις οποίες το μυθιστόρημα θα μείνει ακατανόητο». Και καθετί άλλο, θα πρόσθετα εγώ, όταν περιδιαβάζει η ειρωνεία. Αυτή η ειρωνεία του Κούντερα, που την αναζητάει και την βρίσκει και σε έργα άλλων μεγάλων συγγραφέων, όπως του Κάφκα, αλλά και συνθετών, σε συνδυασμό με την μη ταύτιση δίνει νομίζω έναν προσωπικό τόνο και ύφος στο έργο του που πολλοί χαρακτηρίζουν διανοουμενίστικο και ρηχό. Αλλά πόσο έτσι δεν είναι γαμώτο! ΠΑΣΟΚ σώσε μας και δείξε μας ξανά πώς διαβάζεται ο Κούντερα! Βάζω ένα ακόμα απόσπασμα από τα δεκάδες που σημείωσα που δείχνει ποιο είναι το πρόβλημα… των αναγνωστών απέναντι στην γραφή του Κούντερα και ίσως βοηθήσει να επαναπροσδιοριστεί η σχέση τους μαζί του. «Αυτό ακριβώς με συναρπάζει στον Ραμπελαί και σε άλλους παλαιούς μυθιστοριογράφους: μιλούν γι’ αυτό που βρίσκουν μαγευτικό και σταματούν μόλις σταματήσει η μαγεία. Η ελευθερία τους στη σύνθεση μ’ έκανε να ονειρεύομαι: να γράφεις χωρίς να κατασκευάζεις σασπένς, χωρίς να χτίζεις μια ιστορία και να προσποιείσαι ότι είναι αληθοφανής, να γράφεις χωρίς να περιγράφεις μια εποχή, έναν περίγυρο, μια πόλη· να τα εγκαταλείψεις όλα αυτά και να είσαι σε επαφή μόνο με το ουσιώδες· που σημαίνει: να δημιουργείς μια σύνθεση όπου δεν θα ’χουν κανένα λόγο ύπαρξης οι γέφυρες και τα παραγεμίσματα και όπου ο μυθιστοριογράφος δεν θα ’ναι υποχρεωμένος να απομακρυνθεί έστω και κατά μία αράδα, από αυτό που τον ενδιαφέρει, από αυτό που τον μαγεύει, προκειμένου να ικανοποιήσει τη μορφή και τα προστάγματά της»
 

Η λέξη που μπορεί κάπως να περιγράψει όσα διάβασα είναι η λέξη «σαρωτικός». Ποτέ άλλοτε, και κόντρα σε όλα τα βιβλιοφιλικά κλισέ, δεν ένιωσα ότι κρατώντας ένα μονάχα βιβλίο, θα είχα την ψευδαίσθηση ότι διάβασα είκοσι βιβλία μαζί. Το μολύβι με το οποίο κρατούσα σημειώσεις πήρε φωτιά μαζί με το μυαλό μου. Νιώθω μια σχετική αμηχανία γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω σε αυτή την παρουσίαση – όχι ότι στις υπόλοιπες κάνω κάτι διαφορετικό αλλά λέμε τώρα! – είναι να βάζω όσα περισσότερα αποσπάσματα του βιβλίου μπορώ, αντιβαίνοντας λίγο και σε όσα εύστοχα λέει ο Κούντερα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών (αν και εκείνος μιλάει κυρίως για παραποίηση του έργου τους) στο τέλος του βιβλίου· καθώς και κόντρα στα δικαιώματα που διατηρεί ο εκδοτικός. Ας περιοριστώ στον κύριο άξονα του βιβλίου του. Ο Κούντερα μιλάει για όλες τις προδομένες διαθήκες, έχοντας στον πυρήνα της σκέψης του την πιο τρανταχτή από όλες, εκείνη του Κάφκα από τον φίλο του και… εκτελεστή Μαξ Μπροντ («Καφκολογία δεν είναι όσα λέγονται για τον Κάφκα. Πώς θα ορίσουμε λοιπόν την καφκολογία; Με μια ταυτολογία: καφκολογία είναι ο λόγος που προορίζεται να καφκολογήσει τον Κάφκα. Να υποκαταστήσει τον Κάφκα με τον καφκολογημένο Κάφκα»). Για τους περισσότερους αναγνώστες η περίπτωση Κάφκα θεωρούμε πως είναι νεανική υπόθεση: διαβάζουμε τα έργα του εκεί κοντά στα είκοσι και νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τι λένε ή ακριβέστερα δεν καταλαβαίνουμε τι λένε. Αλλά μην νιώθετε άσχημα, δεν φταίει μόνο η δική σας ανωριμότητα, φταίει και εκείνη του Μπροντ που παρά την ανιδιοτελή του διάθεση απέναντι στον φίλο του, αποδείχθηκε ανεπαρκής να εκτιμήσει την αισθητική του βούληση και μεγαλοσύνη· και ως ο κυρίαρχος καθοδηγητής του λογοτεχνικού έργου του Κάφκα, δημιούργησε άθελά του πάμπολλες παρανοήσεις και αποκλίσεις. Ο Κούντερα γράφει μία εμβριθή – μη καφκολογημένη – μελέτη για την σπουδαιότητα των έργων του Κάφκα που διασπείρει σε όλο το εύρος του δοκιμίου του ανάμεσα σε άλλα σπουδαία που αναλύει με χιούμορ και λαμπρή σκέψη, και πάντα κατά το πνεύμα του αγαπημένου του Ραμπελαί, δηλαδή, μιλάει για καθετί μαγευτικό και σταματά μόλις σταματά και η μαγεία, για να ξαναρχίσει και πάλι από την αρχή λίγο παρακάτω. 

Με αφορμή το έργο του Κάφκα, γράφει και ένα υπέροχο κεφάλαιο για την έννοια της δίκης, έχει και αυτός ομολογουμένως να συνεισφέρει προσωπικά πάνω στο θέμα – «το πνεύμα της δίκης είναι η αναγωγή των πάντων στην ηθική· είναι ο απόλυτος μηδενισμός απέναντι σε όλα όσα είναι δουλειά, τέχνη, έργο». Σήμερα με έκανε να θέλω να ξαναδιαβάσω τον Κάφκα με ένα πιο μεστό πλέον βλέμμα και να θέλω να τον αποσυνδέσω (κάτι που είχα αρχίσει να αισθάνομαι αμυδρά και παλιότερα, στα νιάτα μου) από την πνευματική κυριαρχία του Μπροντ. Πλάι στον Κάφκα, υπάρχουν και άλλες προδομένες διαθήκες, των συνθετών Στραβίνσκι και Γιάνατσεκ, που εκτιμούσε πολύ, και γενικότερα στοχασμοί για την μουσική, που αντιλαμβάνεσαι από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα ότι κατείχε σε βάθος – ακόμα και σε κάποιον που δεν τρελαίνεται για την μουσική, όπως εγώ, οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του Κούντερα αποτυπώνονται εύγλωττα και με διαύγεια ανάμεσα στους μουσικούς όρους. Η μετάφραση του Γιάννη Χάρη κινείται παρασκηνιακά αλλά ακολουθεί κατά πόδας την σαρωτική σκέψη του Κούντερα. Από αυτόν τον πυρήνα εξακτινώνονται και συνωστίζονται εκατοντάδες θαυμάσιες σκέψεις (ξεκάθαρο «Επίπεδο 4», καλέστε τον Χαρδαλιά!) που αποδεικνύουν το προφανές, ότι ο Κούντερα είναι μεγάλος συγγραφέας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που αγαπάει την λογοτεχνία και δεν θα βρει αυτό το βιβλίο απλώς υπέροχο – και αν υπάρχει, να μην κυκλοφορεί ούτε πριν τις 00:30 για να μην τον πετύχω!  
 
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα μπορούσε κανείς να γράψει καλύτερα κάποιες φράσεις του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Μα πού θα βρισκόταν ο τρελός που θα ’θελε να διαβάσει βελτιωμένο Προυστ;»
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!