Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο θάνατος είναι διασκέδαση


Πριν με χαρακτηρίσετε σκατόψυχο, που κάποιοι από εσάς το έχετε ψωμοτύρι, να πω ότι η παραπάνω πρόταση που αποτελεί υπότιτλο στο τελευταίο προσχεδιασμένα ημιτελές μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, δεν είναι κατηγορική κρίση· για κάποιους ανθρώπους ο θάνατος μπορεί και να είναι διασκέδαση ή πρέπει να είναι διασκέδαση, λειτουργώντας σαν ανακουφιστικό αντίβαρο. Για μένα, ποτέ ο θάνατος πραγματικών ανθρώπων δεν υπήρξε πεδίο για πλάκα, ποτέ – αλλά είναι ιδιαζόντως δύσκολο να σας το εξηγήσω και ακόμα δυσκολότερο να σας πείσω για το αντίθετο. Θα πεθάνω και μυαλό ακόμα δεν θα έχετε βάλει! Κάνοντας μια παύση από τις «Προδομένες διαθήκες» του Μίλαν Κούντερα που συνεκδοχικά προεξάρχουσα όλων είναι εκείνη του Φραντς Κάφκα, είπα να πιάσω μια μικρότερη προδομένη διαθήκη, αυτή τη φορά από τα χέρια του γιου του Ναμπόκοφ, Ντμίτρι. «Ανάμεσα στις ορδές που θα μου έκαναν επίθεση, οι λιγότερο νοήμονες επιστολογράφοι θα με διαβεβαίωναν ότι, αν ένας καλλιτέχνης θέλει να καταστρέψει κάποιο έργο που του φαίνεται ατελές ή ανολοκλήρωτο, λογικά θα πρέπει να προνοήσει να το κάνει πριν πεθάνει. Ξεχνούν όμως οι σοφοί ότι ο Ναμπόκοφ δεν ήθελε να κάψει το Πρωτότυπο της Λώρας πάση θυσία, αλλά επιθυμούσε να ζήσει αρκετά ώστε να προλάβει να τελειώσει τις λίγες κάρτες που του απέμεναν για να ολοκληρώσει τουλάχιστον ένα οριστικό προσχέδιο. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι ο Φραντς Κάφκα ανέθεσε επίτηδες στον φίλο του, Μαξ Μπροντ, την καταστροφή (…) γιατί ήξερε πολύ καλά ότι δε θα του έκανε καρδιά να τα καταστρέψει – στρατήγημα μάλλον αφελές για ένα οξύ και μεστό πνεύμα όπως ο Κάφκα – (…)». Τελικά, ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά.

Η επισήμανση στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε σπαράγματα» (όμορφη συνδήλωση και των θρήνων που φέρνει μαζί του ο θάνατος), δεν πρόκειται να αποτρέψει τους λάτρεις του Ναμπόκοφ ούτε και να χαροποιήσει τους εχθρούς του οι οποίοι για μία φορά (νομίζουν ότι) θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν λιγότερο Ναμπόκοφ από όσο αντέχουν! Απλώς και μόνο γιατί ο Ναμπόκοφ δεν υπήρξε ποτέ λίγος. Σίγουρα όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν σου γέμιζε το μάτι. Οι μισές σελίδες ήταν φωτογραφίες των περιώνυμων καρτελών πάνω στις οποίες έγραφε ο Ναμπόκοφ τα βιβλία του και από κάτω η μετάφρασή τους. Γι’ αυτό και το βιβλίο εκδοτικά πήγε άπατο, γι’ αυτό και χρόνια και χρόνια το βλέπω να παίζει σε τιμές μεταξύ 3 και 6 ευρώ το πολύ – εγώ το πήρα 3,82 στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου! Στην αναγνωστική πορεία του καθενός μας, αν και εφόσον ο Ναμπόκοφ καταφέρει να λάβει περίοπτη θέση, το γεγονός ότι υπάρχει ένα βιβλίο που δείχνει αυτές τις περίφημες καρτέλες, με μουντζουρωμένους όλους τους δισταγμούς της γλώσσας, ανάμεσα σε όλη την άλλη καθαρότητα της γλώσσας που καταυγάζει, είναι ένα δώρο που αξίζει να κάνεις στον εαυτό σου. Από εκεί και πέρα λέει τίποτα ουσιώδες ή να μου πάρω Δώρο τον Στέφανο Ξενάκη να έχω κάτι σίγουρο να αποκοιμίζει σώμα και μυαλό; Όλο το ναμποφικό σύμπαν είναι και πάλι εδώ, ενωμένο δυνατό: σκάκι, τένις, πεταλούδες, εξορία, λογοτεχνία, ζωγραφική, αυτοαναφορικότητα, ειρωνεία, μίσος για τον Φρόυντ – «Στα έντεκα είχε διαβάσει το A quoi revent les enfants κάποιου δόκτορα Φρόυντ, ενός παράφρονα»
 

Έτσι όπως (κατέληξε να) είναι δομημένο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην θεωρείται όντως ένα αριστούργημα. Είναι μεστό, σπιρτόζικο, ιδιοφυές. Σίγουρα, δεν είναι οριστικός Ναμπόκοφ, αλλά ακόμα και έτσι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις (ας πούμε) υψηλές δημιουργίες του κούτσαβλου Κορτάσαρ ([...] «ούτε καν το γεγονός ότι ουσιαστικά όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν το άκρον άωτον της μετριότητας ως συγγραφείς (με τον πρώτο της λίστας να είναι ο χειρότερος)· το εντυπωσιακό είναι πως υποτίθεται ότι «ήταν εκπρόσωποι μιας εποχής» και ότι τέτοιοι representants τα κατάφεραν παρά το φρικτό γράψιμό τους, αν βέβαια υποθέσουμε ότι όντως εκπροσωπούσαν τον καιρό τους»). Κουτσουρεμένο το κείμενο του Ναμπόκοφ, με κάποιες καρτέλες να ανακόπτουν απότομα τα νοήματά τους αλλά όχι και την ομορφιά τους, ή να λειτουργούν σαν σημειώσεις ή ορισμοί για μελλοντικές σκέψεις, όλα αυτά ενταγμένα μέσα στο κυρίως σώμα της πλοκής χαρίζουν ένα μοντέρνο μυθιστόρημα πέρα και πάνω από τον Ναμπόκοφ – αν κάτι τέτοιο είναι ποτέ δυνατόν!

Η Λώρα, η άλλοτε Φλόρα, που υπήρξε και μια λολίτα κάποιας άλλης εποχής, μετά από μια σειρά εραστών (όπου κάποιος εξ αυτών της χάρισε το νέο της όνομα μέσα στο βιβλίο που έγραψε για αυτήν) παντρεύτηκε έναν παχύσαρκο και πλούσιο νευρολόγο που μέσω ενός ιδιότυπου ψυχολογικού πειράματος πάσχιζε νοητά να εξαφανίσει τον εαυτό του ξεκινώντας από τα πόδια – κάποιες πληγές στα δάχτυλα των ποδιών ταλαιπωρούσαν τον Ναμπόκοφ στα τελευταία χρόνια της ζωής του και αυτή η εικόνα μοιάζει να εκπορεύεται και από εκεί. Η έφηβη Φλόρα είχε πέσει θύμα ενός Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ πριν ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, μιας και όπως ισχυριζόταν υπαινικτικά εκείνος με πρόσχημα το σκάκι, «knows the moves». Μου άρεσε πολύ αυτή η αυτοαναφορικότητα του Ναμπόκοφ στο αλλοτινό έργο του, και η τόλμη του περισσότερο τώρα παρά τότε να θίγει τα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, πρωτίστως με λεκτική ομορφιά αλλά και με μια κάποια ευαισθησία που αγγίζει το βάθος. «Λίγα μένουν να προσθέσουμε για τον σχεδόν ασήμαντο, αλλά όχι αντιπαθή κύριο Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ. Έμεινε για έναν ακόμα ευτυχισμένο χρόνο σ’ εκείνο το άνετο σπίτι και πέθανε από εγκεφαλικό στο ασανσέρ κάποιου ξενοδοχείου έπειτα από ένα επαγγελματικό δείπνο. Ανεβαίνοντας, θα θέλαμε να υποθέσουμε». Το πρωτότυπο «Going up» δίνει όλη την ειρωνική χροιά που μετριάζεται στην μετάφραση.

Η μετάφραση της Νίνας Μπούρη είναι αρκετά καλή και μπορείτε να την συγκρίνετε ανά πάσα στιγμή με τα πρωτότυπα μπιλιέτα του Ναμπόκοφ – δίγλωσσο μυθιστόρημα ρε φίλε, τι σας παρουσιάζω πάλι, τα καλύτερα μόνο εδώ – ενώ το μοβ εξώφυλλο με την μαύρη γραμματοσειρά τα σπάει, ζωή σε μας! Συνοδεύεται και από μια διασκεδαστικά ειρωνική εισαγωγή του γιου του, τον χάλασε και αυτόν. Μπορεί να μην θυμάμαι ποια ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου – σίγουρα κοινότοπα – γιατί δεν γνώριζα ότι θα είναι τα τελευταία αν και έβλεπα ξεκάθαρα την μάσκα του κόκκινου θανάτου να οικειοποιείται τα χαρακτηριστικά του, αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι ξέρω και μπορώ να επαναλάβω όποτε θέλω τα τελευταία λόγια του (εκάστοτε) λογοτεχνικού μου πατέρα. Και το βιβλίο του Ναμπόκοφ αξίζει μεταξύ άλλων και γι’ αυτό. 

«Εκείνο το πείραμα – μολονότι ομολογουμένως ασήμαντο – ενίσχυσε την πεποίθηση ότι προχωρούσα προς τη σωστή κατεύθυνση και πως (εκτός αν κάποια ειδεχθής πληγή ή επώδυνη ασθένεια συνόδευε τους χαρωπούς νεκροπομπούς) η διαδικασία του θανάτου εξ αυτό-αποσυνθέσεως πρόσφερε τη μεγαλύτερη έκσταση που έχει γνωρίσει άνθρωπος».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!

Θα φάτε τα μούτρα σας

  Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη , πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ» . Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.

Η Αλίκη στις πόλεις

  Καλύτερα Αλίκη στις πόλεις των θαυμάτων παρά Ωραία Κοιμωμένη στο χωριό. Αυτή είναι η τελεσίδικη γνώμη μου. Αλλά τώρα που καλοκαίριασε δύσκολα να σας πείσω, το ξέρω. Τα ξαναλέμε when September ends. «Οι πόλεις δεν προσφέρουν μόνο υλικά οφέλη αλλά και ενθουσιασμό και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει κάποιος τον εαυτό του. Για πολλούς πολίτες του Μάντσεστερ και του Σικάγου, η πόλη σήμαινε μια μορφή ελευθερίας. Αυτό ήταν κάτι που οι επικριτές της βικτοριανής πόλης δεν μπόρεσαν ποτέ να συλλάβουν: με τόσο σκότος και βρομιά δεν μπόρεσαν ποτέ να διακρίνουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινότητα επαναπροσδιοριζόταν μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική μητρόπολη». Όσοι πάλι επι-μένετε στις πόλεις πρέπει να προμηθευτείτε αμέσως το καταπληκτικό βιβλίο του Ben Wilson – γιατί αν εξαντληθεί θα το ψάχνετε στα επαρχιακά βιβλιοπωλεία!

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Η μέθοδος του Κούντερα

  Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθν

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Μας κούφανε

  Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ» . Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει ένα

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια