Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο θάνατος είναι διασκέδαση


Πριν με χαρακτηρίσετε σκατόψυχο, που κάποιοι από εσάς το έχετε ψωμοτύρι, να πω ότι η παραπάνω πρόταση που αποτελεί υπότιτλο στο τελευταίο προσχεδιασμένα ημιτελές μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, δεν είναι κατηγορική κρίση· για κάποιους ανθρώπους ο θάνατος μπορεί και να είναι διασκέδαση ή πρέπει να είναι διασκέδαση, λειτουργώντας σαν ανακουφιστικό αντίβαρο. Για μένα, ποτέ ο θάνατος πραγματικών ανθρώπων δεν υπήρξε πεδίο για πλάκα, ποτέ – αλλά είναι ιδιαζόντως δύσκολο να σας το εξηγήσω και ακόμα δυσκολότερο να σας πείσω για το αντίθετο. Θα πεθάνω και μυαλό ακόμα δεν θα έχετε βάλει! Κάνοντας μια παύση από τις «Προδομένες διαθήκες» του Μίλαν Κούντερα που συνεκδοχικά προεξάρχουσα όλων είναι εκείνη του Φραντς Κάφκα, είπα να πιάσω μια μικρότερη προδομένη διαθήκη, αυτή τη φορά από τα χέρια του γιου του Ναμπόκοφ, Ντμίτρι. «Ανάμεσα στις ορδές που θα μου έκαναν επίθεση, οι λιγότερο νοήμονες επιστολογράφοι θα με διαβεβαίωναν ότι, αν ένας καλλιτέχνης θέλει να καταστρέψει κάποιο έργο που του φαίνεται ατελές ή ανολοκλήρωτο, λογικά θα πρέπει να προνοήσει να το κάνει πριν πεθάνει. Ξεχνούν όμως οι σοφοί ότι ο Ναμπόκοφ δεν ήθελε να κάψει το Πρωτότυπο της Λώρας πάση θυσία, αλλά επιθυμούσε να ζήσει αρκετά ώστε να προλάβει να τελειώσει τις λίγες κάρτες που του απέμεναν για να ολοκληρώσει τουλάχιστον ένα οριστικό προσχέδιο. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι ο Φραντς Κάφκα ανέθεσε επίτηδες στον φίλο του, Μαξ Μπροντ, την καταστροφή (…) γιατί ήξερε πολύ καλά ότι δε θα του έκανε καρδιά να τα καταστρέψει – στρατήγημα μάλλον αφελές για ένα οξύ και μεστό πνεύμα όπως ο Κάφκα – (…)». Τελικά, ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά.

Η επισήμανση στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε σπαράγματα» (όμορφη συνδήλωση και των θρήνων που φέρνει μαζί του ο θάνατος), δεν πρόκειται να αποτρέψει τους λάτρεις του Ναμπόκοφ ούτε και να χαροποιήσει τους εχθρούς του οι οποίοι για μία φορά (νομίζουν ότι) θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν λιγότερο Ναμπόκοφ από όσο αντέχουν! Απλώς και μόνο γιατί ο Ναμπόκοφ δεν υπήρξε ποτέ λίγος. Σίγουρα όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν σου γέμιζε το μάτι. Οι μισές σελίδες ήταν φωτογραφίες των περιώνυμων καρτελών πάνω στις οποίες έγραφε ο Ναμπόκοφ τα βιβλία του και από κάτω η μετάφρασή τους. Γι’ αυτό και το βιβλίο εκδοτικά πήγε άπατο, γι’ αυτό και χρόνια και χρόνια το βλέπω να παίζει σε τιμές μεταξύ 3 και 6 ευρώ το πολύ – εγώ το πήρα 3,82 στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου! Στην αναγνωστική πορεία του καθενός μας, αν και εφόσον ο Ναμπόκοφ καταφέρει να λάβει περίοπτη θέση, το γεγονός ότι υπάρχει ένα βιβλίο που δείχνει αυτές τις περίφημες καρτέλες, με μουντζουρωμένους όλους τους δισταγμούς της γλώσσας, ανάμεσα σε όλη την άλλη καθαρότητα της γλώσσας που καταυγάζει, είναι ένα δώρο που αξίζει να κάνεις στον εαυτό σου. Από εκεί και πέρα λέει τίποτα ουσιώδες ή να μου πάρω Δώρο τον Στέφανο Ξενάκη να έχω κάτι σίγουρο να αποκοιμίζει σώμα και μυαλό; Όλο το ναμποφικό σύμπαν είναι και πάλι εδώ, ενωμένο δυνατό: σκάκι, τένις, πεταλούδες, εξορία, λογοτεχνία, ζωγραφική, αυτοαναφορικότητα, ειρωνεία, μίσος για τον Φρόυντ – «Στα έντεκα είχε διαβάσει το A quoi revent les enfants κάποιου δόκτορα Φρόυντ, ενός παράφρονα»
 

Έτσι όπως (κατέληξε να) είναι δομημένο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην θεωρείται όντως ένα αριστούργημα. Είναι μεστό, σπιρτόζικο, ιδιοφυές. Σίγουρα, δεν είναι οριστικός Ναμπόκοφ, αλλά ακόμα και έτσι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις (ας πούμε) υψηλές δημιουργίες του κούτσαβλου Κορτάσαρ ([...] «ούτε καν το γεγονός ότι ουσιαστικά όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν το άκρον άωτον της μετριότητας ως συγγραφείς (με τον πρώτο της λίστας να είναι ο χειρότερος)· το εντυπωσιακό είναι πως υποτίθεται ότι «ήταν εκπρόσωποι μιας εποχής» και ότι τέτοιοι representants τα κατάφεραν παρά το φρικτό γράψιμό τους, αν βέβαια υποθέσουμε ότι όντως εκπροσωπούσαν τον καιρό τους»). Κουτσουρεμένο το κείμενο του Ναμπόκοφ, με κάποιες καρτέλες να ανακόπτουν απότομα τα νοήματά τους αλλά όχι και την ομορφιά τους, ή να λειτουργούν σαν σημειώσεις ή ορισμοί για μελλοντικές σκέψεις, όλα αυτά ενταγμένα μέσα στο κυρίως σώμα της πλοκής χαρίζουν ένα μοντέρνο μυθιστόρημα πέρα και πάνω από τον Ναμπόκοφ – αν κάτι τέτοιο είναι ποτέ δυνατόν!

Η Λώρα, η άλλοτε Φλόρα, που υπήρξε και μια λολίτα κάποιας άλλης εποχής, μετά από μια σειρά εραστών (όπου κάποιος εξ αυτών της χάρισε το νέο της όνομα μέσα στο βιβλίο που έγραψε για αυτήν) παντρεύτηκε έναν παχύσαρκο και πλούσιο νευρολόγο που μέσω ενός ιδιότυπου ψυχολογικού πειράματος πάσχιζε νοητά να εξαφανίσει τον εαυτό του ξεκινώντας από τα πόδια – κάποιες πληγές στα δάχτυλα των ποδιών ταλαιπωρούσαν τον Ναμπόκοφ στα τελευταία χρόνια της ζωής του και αυτή η εικόνα μοιάζει να εκπορεύεται και από εκεί. Η έφηβη Φλόρα είχε πέσει θύμα ενός Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ πριν ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, μιας και όπως ισχυριζόταν υπαινικτικά εκείνος με πρόσχημα το σκάκι, «knows the moves». Μου άρεσε πολύ αυτή η αυτοαναφορικότητα του Ναμπόκοφ στο αλλοτινό έργο του, και η τόλμη του περισσότερο τώρα παρά τότε να θίγει τα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, πρωτίστως με λεκτική ομορφιά αλλά και με μια κάποια ευαισθησία που αγγίζει το βάθος. «Λίγα μένουν να προσθέσουμε για τον σχεδόν ασήμαντο, αλλά όχι αντιπαθή κύριο Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ. Έμεινε για έναν ακόμα ευτυχισμένο χρόνο σ’ εκείνο το άνετο σπίτι και πέθανε από εγκεφαλικό στο ασανσέρ κάποιου ξενοδοχείου έπειτα από ένα επαγγελματικό δείπνο. Ανεβαίνοντας, θα θέλαμε να υποθέσουμε». Το πρωτότυπο «Going up» δίνει όλη την ειρωνική χροιά που μετριάζεται στην μετάφραση.

Η μετάφραση της Νίνας Μπούρη είναι αρκετά καλή και μπορείτε να την συγκρίνετε ανά πάσα στιγμή με τα πρωτότυπα μπιλιέτα του Ναμπόκοφ – δίγλωσσο μυθιστόρημα ρε φίλε, τι σας παρουσιάζω πάλι, τα καλύτερα μόνο εδώ – ενώ το μοβ εξώφυλλο με την μαύρη γραμματοσειρά τα σπάει, ζωή σε μας! Συνοδεύεται και από μια διασκεδαστικά ειρωνική εισαγωγή του γιου του, τον χάλασε και αυτόν. Μπορεί να μην θυμάμαι ποια ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου – σίγουρα κοινότοπα – γιατί δεν γνώριζα ότι θα είναι τα τελευταία αν και έβλεπα ξεκάθαρα την μάσκα του κόκκινου θανάτου να οικειοποιείται τα χαρακτηριστικά του, αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι ξέρω και μπορώ να επαναλάβω όποτε θέλω τα τελευταία λόγια του (εκάστοτε) λογοτεχνικού μου πατέρα. Και το βιβλίο του Ναμπόκοφ αξίζει μεταξύ άλλων και γι’ αυτό. 

«Εκείνο το πείραμα – μολονότι ομολογουμένως ασήμαντο – ενίσχυσε την πεποίθηση ότι προχωρούσα προς τη σωστή κατεύθυνση και πως (εκτός αν κάποια ειδεχθής πληγή ή επώδυνη ασθένεια συνόδευε τους χαρωπούς νεκροπομπούς) η διαδικασία του θανάτου εξ αυτό-αποσυνθέσεως πρόσφερε τη μεγαλύτερη έκσταση που έχει γνωρίσει άνθρωπος».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».