Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο θάνατος είναι διασκέδαση


Πριν με χαρακτηρίσετε σκατόψυχο, που κάποιοι από εσάς το έχετε ψωμοτύρι, να πω ότι η παραπάνω πρόταση που αποτελεί υπότιτλο στο τελευταίο προσχεδιασμένα ημιτελές μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, δεν είναι κατηγορική κρίση· για κάποιους ανθρώπους ο θάνατος μπορεί και να είναι διασκέδαση ή πρέπει να είναι διασκέδαση, λειτουργώντας σαν ανακουφιστικό αντίβαρο. Για μένα, ποτέ ο θάνατος πραγματικών ανθρώπων δεν υπήρξε πεδίο για πλάκα, ποτέ – αλλά είναι ιδιαζόντως δύσκολο να σας το εξηγήσω και ακόμα δυσκολότερο να σας πείσω για το αντίθετο. Θα πεθάνω και μυαλό ακόμα δεν θα έχετε βάλει! Κάνοντας μια παύση από τις «Προδομένες διαθήκες» του Μίλαν Κούντερα που συνεκδοχικά προεξάρχουσα όλων είναι εκείνη του Φραντς Κάφκα, είπα να πιάσω μια μικρότερη προδομένη διαθήκη, αυτή τη φορά από τα χέρια του γιου του Ναμπόκοφ, Ντμίτρι. «Ανάμεσα στις ορδές που θα μου έκαναν επίθεση, οι λιγότερο νοήμονες επιστολογράφοι θα με διαβεβαίωναν ότι, αν ένας καλλιτέχνης θέλει να καταστρέψει κάποιο έργο που του φαίνεται ατελές ή ανολοκλήρωτο, λογικά θα πρέπει να προνοήσει να το κάνει πριν πεθάνει. Ξεχνούν όμως οι σοφοί ότι ο Ναμπόκοφ δεν ήθελε να κάψει το Πρωτότυπο της Λώρας πάση θυσία, αλλά επιθυμούσε να ζήσει αρκετά ώστε να προλάβει να τελειώσει τις λίγες κάρτες που του απέμεναν για να ολοκληρώσει τουλάχιστον ένα οριστικό προσχέδιο. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι ο Φραντς Κάφκα ανέθεσε επίτηδες στον φίλο του, Μαξ Μπροντ, την καταστροφή (…) γιατί ήξερε πολύ καλά ότι δε θα του έκανε καρδιά να τα καταστρέψει – στρατήγημα μάλλον αφελές για ένα οξύ και μεστό πνεύμα όπως ο Κάφκα – (…)». Τελικά, ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά.

Η επισήμανση στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε σπαράγματα» (όμορφη συνδήλωση και των θρήνων που φέρνει μαζί του ο θάνατος), δεν πρόκειται να αποτρέψει τους λάτρεις του Ναμπόκοφ ούτε και να χαροποιήσει τους εχθρούς του οι οποίοι για μία φορά (νομίζουν ότι) θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν λιγότερο Ναμπόκοφ από όσο αντέχουν! Απλώς και μόνο γιατί ο Ναμπόκοφ δεν υπήρξε ποτέ λίγος. Σίγουρα όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν σου γέμιζε το μάτι. Οι μισές σελίδες ήταν φωτογραφίες των περιώνυμων καρτελών πάνω στις οποίες έγραφε ο Ναμπόκοφ τα βιβλία του και από κάτω η μετάφρασή τους. Γι’ αυτό και το βιβλίο εκδοτικά πήγε άπατο, γι’ αυτό και χρόνια και χρόνια το βλέπω να παίζει σε τιμές μεταξύ 3 και 6 ευρώ το πολύ – εγώ το πήρα 3,82 στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου! Στην αναγνωστική πορεία του καθενός μας, αν και εφόσον ο Ναμπόκοφ καταφέρει να λάβει περίοπτη θέση, το γεγονός ότι υπάρχει ένα βιβλίο που δείχνει αυτές τις περίφημες καρτέλες, με μουντζουρωμένους όλους τους δισταγμούς της γλώσσας, ανάμεσα σε όλη την άλλη καθαρότητα της γλώσσας που καταυγάζει, είναι ένα δώρο που αξίζει να κάνεις στον εαυτό σου. Από εκεί και πέρα λέει τίποτα ουσιώδες ή να μου πάρω Δώρο τον Στέφανο Ξενάκη να έχω κάτι σίγουρο να αποκοιμίζει σώμα και μυαλό; Όλο το ναμποφικό σύμπαν είναι και πάλι εδώ, ενωμένο δυνατό: σκάκι, τένις, πεταλούδες, εξορία, λογοτεχνία, ζωγραφική, αυτοαναφορικότητα, ειρωνεία, μίσος για τον Φρόυντ – «Στα έντεκα είχε διαβάσει το A quoi revent les enfants κάποιου δόκτορα Φρόυντ, ενός παράφρονα»
 

Έτσι όπως (κατέληξε να) είναι δομημένο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην θεωρείται όντως ένα αριστούργημα. Είναι μεστό, σπιρτόζικο, ιδιοφυές. Σίγουρα, δεν είναι οριστικός Ναμπόκοφ, αλλά ακόμα και έτσι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις (ας πούμε) υψηλές δημιουργίες του κούτσαβλου Κορτάσαρ ([...] «ούτε καν το γεγονός ότι ουσιαστικά όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν το άκρον άωτον της μετριότητας ως συγγραφείς (με τον πρώτο της λίστας να είναι ο χειρότερος)· το εντυπωσιακό είναι πως υποτίθεται ότι «ήταν εκπρόσωποι μιας εποχής» και ότι τέτοιοι representants τα κατάφεραν παρά το φρικτό γράψιμό τους, αν βέβαια υποθέσουμε ότι όντως εκπροσωπούσαν τον καιρό τους»). Κουτσουρεμένο το κείμενο του Ναμπόκοφ, με κάποιες καρτέλες να ανακόπτουν απότομα τα νοήματά τους αλλά όχι και την ομορφιά τους, ή να λειτουργούν σαν σημειώσεις ή ορισμοί για μελλοντικές σκέψεις, όλα αυτά ενταγμένα μέσα στο κυρίως σώμα της πλοκής χαρίζουν ένα μοντέρνο μυθιστόρημα πέρα και πάνω από τον Ναμπόκοφ – αν κάτι τέτοιο είναι ποτέ δυνατόν!

Η Λώρα, η άλλοτε Φλόρα, που υπήρξε και μια λολίτα κάποιας άλλης εποχής, μετά από μια σειρά εραστών (όπου κάποιος εξ αυτών της χάρισε το νέο της όνομα μέσα στο βιβλίο που έγραψε για αυτήν) παντρεύτηκε έναν παχύσαρκο και πλούσιο νευρολόγο που μέσω ενός ιδιότυπου ψυχολογικού πειράματος πάσχιζε νοητά να εξαφανίσει τον εαυτό του ξεκινώντας από τα πόδια – κάποιες πληγές στα δάχτυλα των ποδιών ταλαιπωρούσαν τον Ναμπόκοφ στα τελευταία χρόνια της ζωής του και αυτή η εικόνα μοιάζει να εκπορεύεται και από εκεί. Η έφηβη Φλόρα είχε πέσει θύμα ενός Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ πριν ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, μιας και όπως ισχυριζόταν υπαινικτικά εκείνος με πρόσχημα το σκάκι, «knows the moves». Μου άρεσε πολύ αυτή η αυτοαναφορικότητα του Ναμπόκοφ στο αλλοτινό έργο του, και η τόλμη του περισσότερο τώρα παρά τότε να θίγει τα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, πρωτίστως με λεκτική ομορφιά αλλά και με μια κάποια ευαισθησία που αγγίζει το βάθος. «Λίγα μένουν να προσθέσουμε για τον σχεδόν ασήμαντο, αλλά όχι αντιπαθή κύριο Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ. Έμεινε για έναν ακόμα ευτυχισμένο χρόνο σ’ εκείνο το άνετο σπίτι και πέθανε από εγκεφαλικό στο ασανσέρ κάποιου ξενοδοχείου έπειτα από ένα επαγγελματικό δείπνο. Ανεβαίνοντας, θα θέλαμε να υποθέσουμε». Το πρωτότυπο «Going up» δίνει όλη την ειρωνική χροιά που μετριάζεται στην μετάφραση.

Η μετάφραση της Νίνας Μπούρη είναι αρκετά καλή και μπορείτε να την συγκρίνετε ανά πάσα στιγμή με τα πρωτότυπα μπιλιέτα του Ναμπόκοφ – δίγλωσσο μυθιστόρημα ρε φίλε, τι σας παρουσιάζω πάλι, τα καλύτερα μόνο εδώ – ενώ το μοβ εξώφυλλο με την μαύρη γραμματοσειρά τα σπάει, ζωή σε μας! Συνοδεύεται και από μια διασκεδαστικά ειρωνική εισαγωγή του γιου του, τον χάλασε και αυτόν. Μπορεί να μην θυμάμαι ποια ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου – σίγουρα κοινότοπα – γιατί δεν γνώριζα ότι θα είναι τα τελευταία αν και έβλεπα ξεκάθαρα την μάσκα του κόκκινου θανάτου να οικειοποιείται τα χαρακτηριστικά του, αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι ξέρω και μπορώ να επαναλάβω όποτε θέλω τα τελευταία λόγια του (εκάστοτε) λογοτεχνικού μου πατέρα. Και το βιβλίο του Ναμπόκοφ αξίζει μεταξύ άλλων και γι’ αυτό. 

«Εκείνο το πείραμα – μολονότι ομολογουμένως ασήμαντο – ενίσχυσε την πεποίθηση ότι προχωρούσα προς τη σωστή κατεύθυνση και πως (εκτός αν κάποια ειδεχθής πληγή ή επώδυνη ασθένεια συνόδευε τους χαρωπούς νεκροπομπούς) η διαδικασία του θανάτου εξ αυτό-αποσυνθέσεως πρόσφερε τη μεγαλύτερη έκσταση που έχει γνωρίσει άνθρωπος».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !