Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο θάνατος είναι διασκέδαση


Πριν με χαρακτηρίσετε σκατόψυχο, που κάποιοι από εσάς το έχετε ψωμοτύρι, να πω ότι η παραπάνω πρόταση που αποτελεί υπότιτλο στο τελευταίο προσχεδιασμένα ημιτελές μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, δεν είναι κατηγορική κρίση· για κάποιους ανθρώπους ο θάνατος μπορεί και να είναι διασκέδαση ή πρέπει να είναι διασκέδαση, λειτουργώντας σαν ανακουφιστικό αντίβαρο. Για μένα, ποτέ ο θάνατος πραγματικών ανθρώπων δεν υπήρξε πεδίο για πλάκα, ποτέ – αλλά είναι ιδιαζόντως δύσκολο να σας το εξηγήσω και ακόμα δυσκολότερο να σας πείσω για το αντίθετο. Θα πεθάνω και μυαλό ακόμα δεν θα έχετε βάλει! Κάνοντας μια παύση από τις «Προδομένες διαθήκες» του Μίλαν Κούντερα που συνεκδοχικά προεξάρχουσα όλων είναι εκείνη του Φραντς Κάφκα, είπα να πιάσω μια μικρότερη προδομένη διαθήκη, αυτή τη φορά από τα χέρια του γιου του Ναμπόκοφ, Ντμίτρι. «Ανάμεσα στις ορδές που θα μου έκαναν επίθεση, οι λιγότερο νοήμονες επιστολογράφοι θα με διαβεβαίωναν ότι, αν ένας καλλιτέχνης θέλει να καταστρέψει κάποιο έργο που του φαίνεται ατελές ή ανολοκλήρωτο, λογικά θα πρέπει να προνοήσει να το κάνει πριν πεθάνει. Ξεχνούν όμως οι σοφοί ότι ο Ναμπόκοφ δεν ήθελε να κάψει το Πρωτότυπο της Λώρας πάση θυσία, αλλά επιθυμούσε να ζήσει αρκετά ώστε να προλάβει να τελειώσει τις λίγες κάρτες που του απέμεναν για να ολοκληρώσει τουλάχιστον ένα οριστικό προσχέδιο. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι ο Φραντς Κάφκα ανέθεσε επίτηδες στον φίλο του, Μαξ Μπροντ, την καταστροφή (…) γιατί ήξερε πολύ καλά ότι δε θα του έκανε καρδιά να τα καταστρέψει – στρατήγημα μάλλον αφελές για ένα οξύ και μεστό πνεύμα όπως ο Κάφκα – (…)». Τελικά, ο θάνατος είναι ζόρικη δουλειά.

Η επισήμανση στο εξώφυλλο, «μυθιστόρημα σε σπαράγματα» (όμορφη συνδήλωση και των θρήνων που φέρνει μαζί του ο θάνατος), δεν πρόκειται να αποτρέψει τους λάτρεις του Ναμπόκοφ ούτε και να χαροποιήσει τους εχθρούς του οι οποίοι για μία φορά (νομίζουν ότι) θα έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν λιγότερο Ναμπόκοφ από όσο αντέχουν! Απλώς και μόνο γιατί ο Ναμπόκοφ δεν υπήρξε ποτέ λίγος. Σίγουρα όταν πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν σου γέμιζε το μάτι. Οι μισές σελίδες ήταν φωτογραφίες των περιώνυμων καρτελών πάνω στις οποίες έγραφε ο Ναμπόκοφ τα βιβλία του και από κάτω η μετάφρασή τους. Γι’ αυτό και το βιβλίο εκδοτικά πήγε άπατο, γι’ αυτό και χρόνια και χρόνια το βλέπω να παίζει σε τιμές μεταξύ 3 και 6 ευρώ το πολύ – εγώ το πήρα 3,82 στο κλείσιμο του χρηματιστηρίου! Στην αναγνωστική πορεία του καθενός μας, αν και εφόσον ο Ναμπόκοφ καταφέρει να λάβει περίοπτη θέση, το γεγονός ότι υπάρχει ένα βιβλίο που δείχνει αυτές τις περίφημες καρτέλες, με μουντζουρωμένους όλους τους δισταγμούς της γλώσσας, ανάμεσα σε όλη την άλλη καθαρότητα της γλώσσας που καταυγάζει, είναι ένα δώρο που αξίζει να κάνεις στον εαυτό σου. Από εκεί και πέρα λέει τίποτα ουσιώδες ή να μου πάρω Δώρο τον Στέφανο Ξενάκη να έχω κάτι σίγουρο να αποκοιμίζει σώμα και μυαλό; Όλο το ναμποφικό σύμπαν είναι και πάλι εδώ, ενωμένο δυνατό: σκάκι, τένις, πεταλούδες, εξορία, λογοτεχνία, ζωγραφική, αυτοαναφορικότητα, ειρωνεία, μίσος για τον Φρόυντ – «Στα έντεκα είχε διαβάσει το A quoi revent les enfants κάποιου δόκτορα Φρόυντ, ενός παράφρονα»
 

Έτσι όπως (κατέληξε να) είναι δομημένο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην θεωρείται όντως ένα αριστούργημα. Είναι μεστό, σπιρτόζικο, ιδιοφυές. Σίγουρα, δεν είναι οριστικός Ναμπόκοφ, αλλά ακόμα και έτσι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις (ας πούμε) υψηλές δημιουργίες του κούτσαβλου Κορτάσαρ ([...] «ούτε καν το γεγονός ότι ουσιαστικά όλοι αυτοί οι συγγραφείς ήταν το άκρον άωτον της μετριότητας ως συγγραφείς (με τον πρώτο της λίστας να είναι ο χειρότερος)· το εντυπωσιακό είναι πως υποτίθεται ότι «ήταν εκπρόσωποι μιας εποχής» και ότι τέτοιοι representants τα κατάφεραν παρά το φρικτό γράψιμό τους, αν βέβαια υποθέσουμε ότι όντως εκπροσωπούσαν τον καιρό τους»). Κουτσουρεμένο το κείμενο του Ναμπόκοφ, με κάποιες καρτέλες να ανακόπτουν απότομα τα νοήματά τους αλλά όχι και την ομορφιά τους, ή να λειτουργούν σαν σημειώσεις ή ορισμοί για μελλοντικές σκέψεις, όλα αυτά ενταγμένα μέσα στο κυρίως σώμα της πλοκής χαρίζουν ένα μοντέρνο μυθιστόρημα πέρα και πάνω από τον Ναμπόκοφ – αν κάτι τέτοιο είναι ποτέ δυνατόν!

Η Λώρα, η άλλοτε Φλόρα, που υπήρξε και μια λολίτα κάποιας άλλης εποχής, μετά από μια σειρά εραστών (όπου κάποιος εξ αυτών της χάρισε το νέο της όνομα μέσα στο βιβλίο που έγραψε για αυτήν) παντρεύτηκε έναν παχύσαρκο και πλούσιο νευρολόγο που μέσω ενός ιδιότυπου ψυχολογικού πειράματος πάσχιζε νοητά να εξαφανίσει τον εαυτό του ξεκινώντας από τα πόδια – κάποιες πληγές στα δάχτυλα των ποδιών ταλαιπωρούσαν τον Ναμπόκοφ στα τελευταία χρόνια της ζωής του και αυτή η εικόνα μοιάζει να εκπορεύεται και από εκεί. Η έφηβη Φλόρα είχε πέσει θύμα ενός Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ πριν ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, μιας και όπως ισχυριζόταν υπαινικτικά εκείνος με πρόσχημα το σκάκι, «knows the moves». Μου άρεσε πολύ αυτή η αυτοαναφορικότητα του Ναμπόκοφ στο αλλοτινό έργο του, και η τόλμη του περισσότερο τώρα παρά τότε να θίγει τα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, πρωτίστως με λεκτική ομορφιά αλλά και με μια κάποια ευαισθησία που αγγίζει το βάθος. «Λίγα μένουν να προσθέσουμε για τον σχεδόν ασήμαντο, αλλά όχι αντιπαθή κύριο Χάμπερντ Χ. Χάμπερντ. Έμεινε για έναν ακόμα ευτυχισμένο χρόνο σ’ εκείνο το άνετο σπίτι και πέθανε από εγκεφαλικό στο ασανσέρ κάποιου ξενοδοχείου έπειτα από ένα επαγγελματικό δείπνο. Ανεβαίνοντας, θα θέλαμε να υποθέσουμε». Το πρωτότυπο «Going up» δίνει όλη την ειρωνική χροιά που μετριάζεται στην μετάφραση.

Η μετάφραση της Νίνας Μπούρη είναι αρκετά καλή και μπορείτε να την συγκρίνετε ανά πάσα στιγμή με τα πρωτότυπα μπιλιέτα του Ναμπόκοφ – δίγλωσσο μυθιστόρημα ρε φίλε, τι σας παρουσιάζω πάλι, τα καλύτερα μόνο εδώ – ενώ το μοβ εξώφυλλο με την μαύρη γραμματοσειρά τα σπάει, ζωή σε μας! Συνοδεύεται και από μια διασκεδαστικά ειρωνική εισαγωγή του γιου του, τον χάλασε και αυτόν. Μπορεί να μην θυμάμαι ποια ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα μου – σίγουρα κοινότοπα – γιατί δεν γνώριζα ότι θα είναι τα τελευταία αν και έβλεπα ξεκάθαρα την μάσκα του κόκκινου θανάτου να οικειοποιείται τα χαρακτηριστικά του, αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι ξέρω και μπορώ να επαναλάβω όποτε θέλω τα τελευταία λόγια του (εκάστοτε) λογοτεχνικού μου πατέρα. Και το βιβλίο του Ναμπόκοφ αξίζει μεταξύ άλλων και γι’ αυτό. 

«Εκείνο το πείραμα – μολονότι ομολογουμένως ασήμαντο – ενίσχυσε την πεποίθηση ότι προχωρούσα προς τη σωστή κατεύθυνση και πως (εκτός αν κάποια ειδεχθής πληγή ή επώδυνη ασθένεια συνόδευε τους χαρωπούς νεκροπομπούς) η διαδικασία του θανάτου εξ αυτό-αποσυνθέσεως πρόσφερε τη μεγαλύτερη έκσταση που έχει γνωρίσει άνθρωπος».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!