Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Των Φώτων

 
«Ποιο βιβλίο σας άλλαξε τη ζωή;» Κανένα, γαμώ το κέρατό μου, μην λέτε βλακείες. Η ανεργία αλλάζει τη ζωή. Υπάρχουν ωστόσο μερικά βιβλία αναγνωρισμένα ή και παραγνωρισμένα που τα θυμάσαι έντονα πολλά χρόνια μετά την ανάγνωσή τους. Ένα από αυτά ήταν για μένα το «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» του Φελισμπέρτο Ερνάντες. Γελάω τρανταχτά με όποιες αναφορές γίνονται ότι τα διηγήματα του Ερνάντες υπήρξαν ο προπομπός του μαγικού ρεαλισμού. Ο μαγικός ρεαλισμός είναι μια παιδική ασθένεια της λογοτεχνίας (εννοώ του αναγνώστη που καταπιάνεται μαζί της)· κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες ύστερα από τα είκοσι χρόνια της δικής του ζωής! Ο κόσμος του Ερνάντες είναι πολύ πιο βαθύς, σιωπηλός και υποφωτισμένος, μοιρασμένος στη ζωή των ανθρώπων και στη ζωή των αντικειμένων. Και πατάει υπέροχα τα λογοτεχνικά πλήκτρα. «Έχωνα τα χέρια μέσα στην ηχητική μάζα και τη μάλαζα σαν να δούλευα ένα εύπλαστο και ζεστό υλικό· κάθε τόσο σταματούσα, τροποποιώντας το τέμπο, και προσπαθούσα να δώσω νέα μορφή στη μάζα· όταν όμως έβλεπα ότι κινδύνευε να μου κρυώσει, έπαιζα πιο γρήγορα και της έδινα πίσω τη ζεστασιά της. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο εργαστήρι ενός μάγου. Δεν γνώριζα τα υλικά που είχε αναμείξει για να ανάψει ετούτη τη φωτιά, τον ακολουθούσα όμως σε κάθε του έμπνευση». Διαβάστε και προς θεού μην πυροβολείτε τον πιανίστα!
 
Η απροσδόκητη επανέκδοση των διηγημάτων του μου επιφύλασσε μία δυσάρεστη έκπληξη – πού είναι το αριστουργηματικό «Πλημμυρισμένο σπίτι»; – για να με καθησυχάσει ένα σημείωμα της μεταφράστριας στο τέλος του βιβλίου, ότι αυτή την φορά αποφασίστηκε να βγουν όλα τα διηγήματα της συλλογής «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» και το «Πλημμυρισμένο σπίτι» να ενσωματωθεί στην άλλη συλλογή όπου ανήκει και η οποία θα βγει ολόκληρη αν και εφόσον πάει καλά ετούτη εδώ. Γι’ αυτό, το νου σας ρεμάλια, φροντίστε να εκδοθεί· δεν πειράζει, για μια φορά αφήστε την αγορά βιβλίου να καταρρεύσει μην αγοράζοντας μορφωμένες χορτοφαγικές καραβίδες και δώστε τα λεφτά σας σε μια λογοτεχνία που μπορεί να σας ανταμείψει! Θα μου πείτε τώρα ότι και ο Ερνάντες ένας αμόρφωτος ήταν και μάλιστα χωρίς υποτροφία από το Ίδρυμα Γκέιτς – (…) Όταν η οικογενειακή τους φίλη Μαρί Σαιντ-Ιλαίρ Λάμας προσφέρεται να τον προγυμνάσει για να ξαναδώσει εξετάσεις, εκείνος της απαντά: «Δεν ωφελεί κυρία. Δεν μπορώ να μάθω. Πρέπει να δημιουργήσω». Και ήταν ακόμη δώδεκα χρονών. – τέλος πάντων, δικά σας είναι τα λεφτά, πετάξτε τα όπου θέλετε· ίσως με το επερχόμενο λοκντάουν που δεν αργεί, να μοιράσετε πιο συνετά τα 534 ευρώ του επιδόματος, σε ηλεκτρονικές αγορές βιβλίων, βρίζοντας ταυτόχρονα ακόμα πιο ευφάνταστα τις εταιρίες διανομής που καθυστερούν τις παραδόσεις. 
 
Απορεί κανείς που δεν μπορεί να δώσει μια καλύτερη περιγραφή πέρα από την γενική που δίνει και το οπισθόφυλλο ότι τα διηγήματα του Ερνάντες συνδυάζουν το καταλυτικό χιούμορ με την πικρή μελαγχολία του μοναχικού ανθρώπου, αλλά φοβάμαι ότι είναι η αλήθεια – η ολική ανικανότητά μας δηλαδή να το περιγράψουμε καλύτερα. Γιατί μόλις ξεκινάς ένα διήγημα, σύντομα και ανεπαίσθητα, νιώθεις να διολισθαίνεις στο όνειρο, όπως στον ύπνο, αλλά η γλώσσα του Ερνάντες δεν διολισθαίνει ποτέ – είναι ακριβής σαν τον θάνατο και ακριβή σαν τη ζωή. Ψυχανεμίζεσαι ότι η γραφή του θα μπορούσε να μοιάζει με πολλών άλλων συγγραφέων αλλά καθώς διαβάζεις νιώθεις με σιγουριά ότι δεν υπάρχει παρόμοια – το μυαλό σου λέει ναι, η καρδιά σου όμως λέει όχι!
 
[…] «Όλες αυτές οι αναμνήσεις ζούσαν καταχωνιασμένες σε μια γωνιά της ύπαρξής μου, σαν σε χαμένο χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι αύταρκες, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Πάνε χρόνια που κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει εκεί. Ιδρυτές του οι παιδικές μου αναμνήσεις. Ύστερα, πολλά χρόνια αργότερα, ήρθαν και μερικοί ξένοι: οι αναμνήσεις μου από την Αργεντινή. Απόψε είχα την αίσθηση ότι πήγα να ξεκουραστώ στο χωριουδάκι αυτό, θαρρείς και είχα πάρει άδεια διακοπών από τη δυστυχία». 
 
Η «Πράσινη καρδιά» από όπου και το από πάνω απόσπασμα, εκτός από ένα υπέροχο διήγημα είναι και μια αποστομωτική απάντηση στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που σου λένε γράψε ένα διήγημα χρησιμοποιώντας τις τάδε λέξεις, τις τάδε αναμνήσεις, τα τάδε αντικείμενα. Αν και μάλλον δεν το επιδίωκε, με έκανε να διακρίνω αυτή την σατιρική οπτική μέσα στο κείμενό του· ίσως και κάποιοι από εσάς παρατηρήσετε κάτι ανάλογο. Σίγουρα όμως κάποια πράγματα που επαναλαμβάνονται διαρκώς στη γραφή του είναι τα φώτα, που κάποιος τα ανάβει ή κανείς δεν τα ανάβει, η σιωπή πριν και μετά την μουσική, το πιάνο ως ιερό τοτέμ, και πλήθος αντικείμενα που αποκτούν ζωή την οποία έχουν αποστραγγίξει από μοναχικούς ανθρώπους. Η αδυναμία μου να το κρίνω έστω και υποτυπωδώς αντικειμενικά με κάνει να μοιάζω σαν εκείνους τους τύπους που αναφωνούν όλο ενθουσιασμό στο διαδίκτυο: «Ουάου είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασα φέτος!» και μπορεί να διάβασαν μόνο δύο και το ένα να ήταν και ο «Αλχημιστής». Κάπως έτσι συμπεριφέρομαι και εγώ τώρα αλλά δεν μπορώ να πράξω διαφορετικά. Είναι η καλύτερη συλλογή διηγημάτων που έχω διαβάσει· στην ουσία δεν είναι καν συλλογή διηγημάτων, είναι εκείνος ο μυστικός τόπος (πέρα και πάνω από τα είδη) που ξέρουν και έχουν οι σπουδαίοι συγγραφείς για να αυτοπροσδιορίζονται και να χαλαρώνουν από την πνευματική τους κόπωση. Είναι η αρρώστια τους που τους θεραπεύει. «Αγαπώ την… αρρώστια μου περισσότερο κι απ’ τη ζωή μου. Όταν καμιά φορά μού περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να θεραπευτώ, με πιάνει θανάσιμη απελπισία». 
 
Η επανέκδοση από το «Μεταίχμιο» είναι πολύ όμορφη. Αρχικά, τσίνησα σαν άλογο. Σιγά σιγά μου άρεσε όμως. Και το κοραλί εξώφυλλο, και ο αλογομούρης και η καρτουνίστικη γραμματοσειρά που τα τελευταία χρόνια μονοπωλεί με παλιμπαιδίστικη διάθεση ο «Ίκαρος». Αν όμως το βρείτε στην πλέον καλτ λογοτεχνική σειρά που πρωτοκυκλοφόρησε, «Αριστουργήματα του 20ου αιώνα», εννοείται να το πάρετε – όπως και την «Τελευταία νύχτα στη Χιλή» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Η μετάφραση και το επίμετρο της Γεωργίας Ζακοπούλου είναι εξαιρετικά. Τα τσιτάτα του Κορτάσαρ και του Μάρκες τα προσπερνώ για δικούς μου προσωπικούς λόγους· του Καλβίνο από την άλλη τα κρατώ, για τους αντίθετους λόγους! Ό,τι και να πει όμως κανείς για να σας διαφωτίσει θα είναι λίγο, μπροστά στο ίδιο το έργο του Φελισμπέρτο Ερνάντες. Μην μένετε στα σκοτάδια. Φως, περισσότερο φως.  
 
«Πάντως, μου φαίνεται ότι κάθε φορά γράφω καλύτερα αυτά που μου συμβαίνουν: κρίμα που αυτά που μου συμβαίνουν είναι ολοένα και χειρότερα».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!