Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα· παλιά είχε μια κάποια αξία η φράση όταν την έβλεπα γραμμένη πριν από ταινίες ή βιβλία. Ένιωθες ότι πάνω σε μια αληθινή ιστορία ο εκάστοτε καλλιτέχνης έχει μεταπλάσει αρκούντως δημιουργικά το καλλιτεχνικό του όραμα. Πλέον, έχει καταντήσει ένας ευφημισμός ποιότητας, το βλέπω γραμμένο και τρέχω μακριά ώστε να μην χάσω πολύτιμο χρόνο και χρήμα. Οι βιωματικές ιστορίες του facebook, τύπου «Βοήθησα μια γριούλα στο λεωφορείο που κατάπιε την μασέλα της όταν ο ελεγκτής της ζήτησε το εισιτήριο», κυκλοφορούν πλέον και έξω από αυτό, απλώς με πιο φάνσυ εξώφυλλα και με την «ποιοτική» σφραγίδα κάποιων εκδοτικών. Έκανα μία χιουμοριστική ανάρτηση πρόσφατα στο facebook για το βιβλίο της Τάρα Γουέστοβερ, χωρίς να έχω την παραμικρή διάθεση να το τραβήξω παραπάνω αλλά προέκυψαν πάλι τα συνήθη ζητήματα περί κριτικής, ακρισίας και ικριωμάτων! Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να αφηγηθώ τα πράγματα όπως έγιναν. Το memoir που ακολουθεί βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Η βασική ένσταση που ανέκυψε (πάλι) είναι η εξής: μπορείς να μιλήσεις για βιβλία που δεν έχεις διαβάσει; Η απάντηση παραμένει ακόμα (και για πάντα) θετική – yes you will YES! Το να αντιμετωπίζεις τα πάντα με τις 5 κοινές αισθήσεις είναι πολύ φτωχός τρόπος για να τα βγάλεις πέρα με την ζωή. Ο Ντέιβιντ Λυντς στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του (που έχω διαβάσει ολόκληρη, το ορκίζομαι στη μάνα μου!) έλεγε πως όταν μπαίνει ένας άνθρωπος σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους αμέσως διαισθάνεται ποιος από αυτούς έχει αρνητική ενέργεια και σε ποιον θα ήταν καλύτερα να κινηθεί. Η διαίσθηση, φίλοι μου! Σπουδαίο πράγμα. Ειδάλλως, θα έπρεπε ο υποτιθέμενος τύπος στο δωμάτιο να σπαταλήσει την ίδια ακριβώς ώρα σε όλους τους παρευρισκόμενους ώστε να καταλάβει με εντελώς βασικά αισθητηριακά όργανα ποιος και γιατί αξίζει την προσοχή του. Και αυτό θα γινόταν με ΟΛΑ, από τα σημαντικά έως τα ασήμαντα – θα δοκιμάζαμε παραδείγματος χάριν όλα τα ρούχα ενός μαγαζιού (ή όλων) μέχρι να καταλήξουμε στο τι θα αγοράσουμε, ή θα πίναμε όλα τα ρούμια του κόσμου γιατί μπορεί μεν να μας αρέσει το ρούμι ως είδος αλλά ίσως διαφέρει από ετικέτα σε ετικέτα και πώς θα το μάθουμε αν δεν τα δοκιμάσουμε όλα, ε; Ωστόσο, για χάρη της κουβέντας ας θεωρήσουμε ότι για να κρίνεις ένα βιβλίο πρέπει να το έχεις διαβάσει. Αυτό αρκεί; Προφανώς όχι. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η ολοκληρωμένη ανάγνωση ενός βιβλίου μάς κάνει και ικανούς να ασκούμε κριτική πάνω του; Ο Τόμας Μαν, ας πούμε, έλεγε ότι το «Μαγικό Βουνό» πρέπει να διαβαστεί δύο φορές· μία ίσον καμία, λοιπόν; Τι γίνεται με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς; Πόσες αναγνώσεις αρκούν για να το κρίνεις χωρίς να κριθείς; Ας φύγω όμως από τα αριστουργήματα που έτσι και αλλιώς βρίθουν ερμηνειών και άρα δεν είναι ενδεδειγμένα παραδείγματα. Ας πιάσουμε κάτι του πεταματού, τον «Αλχημιστή» του Κοέλιο, βιβλίο εντούτοις πολλαπλών αναγνώσεων και πάντα αναθεματισμένα επίκαιρο. Δεν τρολάρω, θα εξηγηθώ παρακάτω.
Πριν κάμποσο καιρό είχε γίνει χαμός με το βιβλίο «Λίγη ζωή» και όλοι αναρωτιόμασταν μα πώς γίνεται ο ήρωας να περνάει τόσα φρικτά πράγματα στη ζωή του; Είναι τουλάχιστον αναληθοφανές· είναι ωστόσο μυθιστόρημα και έτσι δεν μας νοιάζει περισσότερο. Τώρα, έχουμε το βιβλίο της Τάρα και την απόλυτα φρικτή και αληθινή ζωή της, για να μένουμε εκστασιασμένοι με το στόμα ανοιχτό! Πέρα από το γεγονός ότι τέτοια βιβλία μένουν προσκολλημένα σε έναν βαλτώδη συναισθηματισμό και επιμένουν να εκβιάζουν απάνθρωπα τους αναγνώστες τους έχουν και ένα ακόμα μεγαλύτερο μειονέκτημα. Είναι ιστορίες επιτυχίας (σαξές στόριζ… Γεια σου Σαμαρά, λεβέντη!) σε έναν άδικο και σκληρό κόσμο. Αν και εγώ προτιμώ απερίφραστα τις ιστορίες αποτυχίας δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την δύναμη των πρώτων. Γιατί κουβαλούν μέσα τους την ψυχολογία του τζογαδόρου! Στο βιβλίο που διαβάζω αυτήν την εποχή και θα γράψω γι’ αυτό στο μέλλον, υπάρχουν 5-6 αριστουργηματικές σελίδες ανθολογίας που περιγράφουν αυτό το φαινόμενο. Πώς δηλαδή, ένας κατά τ’ άλλα φυσιολογικός άνθρωπος καταρρέει, σχεδόν αστραπιαία, ψυχολογικά και οικονομικά εμπρός σε ένα παιχνίδι στοιχηματισμού που βασίζεται σε πιθανότητες 50-50. Πιστεύει ότι κάποιος (ο κόσμος;) του χρωστάει και επιμένει να διεκδικεί τα χρωστούμενα χάνοντάς τα όλα. Στην πραγματική ζωή οι πιθανότητες δεν είναι ποτέ 50-50, είναι απίστευτα περισσότερες υπέρ της, σκληρής συνήθως, ζωής. Βιβλία σαν της Τάρα είναι σαν να πιάνεις το Τζόκερ. Θα κερδίσει μόνο ένας τα πολλά λεφτά και στην ουσία δεν θα (μπορεί να) βοηθήσει κανέναν. Τα κέρδη του ενός ουδέποτε βοήθησαν την έξη των υπόλοιπων τζογαδόρων που επιμένουν να σκορπάνε λεφτά περιμένοντας την σειρά τους και αδιαφορώντας για τις έτσι και αλλιώς ακατανόητες γι’ αυτούς, και συντριπτικά κατά τους, πιθανότητες!
Το πιο τίμιο βιβλίο για αυτού του είδους την συμπεριφορά είναι ο «Αλχημιστής» του Κοέλιο και του βγάζω το καπέλο γι’ αυτό. «Όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις» (βέβαια υπάρχει και το αρχαιοελληνικό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» αλλά ας αφήσουμε τα προγονολατρικά κατά μέρος για την ώρα), πάνω σε αυτή την φράση βασίστηκαν μορφωμένες και αμόρφωτες παρουσίες για να οικοδομήσουν τα δικά τους σαξές στόριζ. Η Τάρα δεν πρόκειται να εμπνεύσει κανέναν πέρα από το πορτοφόλι και τις δημόσιες σχέσεις της. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει δραστικά στους Μορμόνους της Αμερικής, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν να πεθάνουν και τα εγγόνια της.
Η γνώση είναι εν μέρει δύναμη αλλά δεν είναι σώνει και ντε αλλαγή. Αλλιώς θα είχαμε από χρόνια κλείσει το Γκουαντάναμο και θα διευθετούσαμε άλλα τόσα μικρά ή μεγαλύτερα ζητήματα. Οι λεγόμενες ιστορίες έμπνευσης που τόσο προωθούν μαρκετινίστικα είναι απλώς η σειρά μας για το Τζόκερ. Κι αν μας κάτσει; Πού είναι το κακό; Πουθενά. Διαβάστε ό,τι θέλετε. Απλώς εγώ δύσκολα συγκινούμαι από την προσπάθεια ενός μικρού κοριτσιού να σώσει ένα χαριτωμένο γουρουνάκι από την σφαγή, όταν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στα σφαγεία. Και αν κάποτε ήθελα να διαβάσω μια σχετική ιστορία, θα ήθελα να μάθω για την φρίκη των σφαγείων και όχι για την σχέση της μικρής με το γουρούνι. Όπως και να’ χει, η Πέπα το γουρουνάκι θα καταλήξει ζαμπόν στο πιάτο σας και θα το απολαύσετε με μαρούλι και μουστάρδα, χωρίς ενοχές. Και το ξέρετε.
Και επειδή με το χοιρινό ταιριάζει τέλεια και το κρασί, ας το θέσω και διαφορετικά. Αν έχεις πιει έστω ένα καλό κρασί στη ζωή σου, δεν χρειάζεται να ξαναπιείς σανγκρία που έπινες φοιτητής, για να καταλάβεις ότι είναι μάπα. Αυτά τα βιβλία είναι σαν την σανγκρία κάπως – μπορεί να σου ζεσταίνει την καρδιά εκείνη την στιγμή αλλά σου γαμάει το κεφάλι την επομένη. Ευχαριστώ αλλά δε θα πάρω. Cheers!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.