Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρου στόρι


Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα· παλιά είχε μια κάποια αξία η φράση όταν την έβλεπα γραμμένη πριν από ταινίες ή βιβλία. Ένιωθες ότι πάνω σε μια αληθινή ιστορία ο εκάστοτε καλλιτέχνης έχει μεταπλάσει αρκούντως δημιουργικά το καλλιτεχνικό του όραμα. Πλέον, έχει καταντήσει ένας ευφημισμός ποιότητας, το βλέπω γραμμένο και τρέχω μακριά ώστε να μην χάσω πολύτιμο χρόνο και χρήμα. Οι βιωματικές ιστορίες του facebook, τύπου «Βοήθησα μια γριούλα στο λεωφορείο που κατάπιε την μασέλα της όταν ο ελεγκτής της ζήτησε το εισιτήριο», κυκλοφορούν πλέον και έξω από αυτό, απλώς με πιο φάνσυ εξώφυλλα και με την «ποιοτική» σφραγίδα κάποιων εκδοτικών. Έκανα μία χιουμοριστική ανάρτηση πρόσφατα στο facebook για το βιβλίο της Τάρα Γουέστοβερ, χωρίς να έχω την παραμικρή διάθεση να το τραβήξω παραπάνω αλλά προέκυψαν πάλι τα συνήθη ζητήματα περί κριτικής, ακρισίας και ικριωμάτων! Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να αφηγηθώ τα πράγματα όπως έγιναν. Το memoir που ακολουθεί βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
 
Η βασική ένσταση που ανέκυψε (πάλι) είναι η εξής: μπορείς να μιλήσεις για βιβλία που δεν έχεις διαβάσει; Η απάντηση παραμένει ακόμα (και για πάντα) θετική – yes you will YES! Το να αντιμετωπίζεις τα πάντα με τις 5 κοινές αισθήσεις είναι πολύ φτωχός τρόπος για να τα βγάλεις πέρα με την ζωή. Ο Ντέιβιντ Λυντς στην πρόσφατη αυτοβιογραφία του (που έχω διαβάσει ολόκληρη, το ορκίζομαι στη μάνα μου!) έλεγε πως όταν μπαίνει ένας άνθρωπος σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους αμέσως διαισθάνεται ποιος από αυτούς έχει αρνητική ενέργεια και σε ποιον θα ήταν καλύτερα να κινηθεί. Η διαίσθηση, φίλοι μου! Σπουδαίο πράγμα. Ειδάλλως, θα έπρεπε ο υποτιθέμενος τύπος στο δωμάτιο να σπαταλήσει την ίδια ακριβώς ώρα σε όλους τους παρευρισκόμενους ώστε να καταλάβει με εντελώς βασικά αισθητηριακά όργανα ποιος και γιατί αξίζει την προσοχή του. Και αυτό θα γινόταν με ΟΛΑ, από τα σημαντικά έως τα ασήμαντα – θα δοκιμάζαμε παραδείγματος χάριν όλα τα ρούχα ενός μαγαζιού (ή όλων) μέχρι να καταλήξουμε στο τι θα αγοράσουμε, ή θα πίναμε όλα τα ρούμια του κόσμου γιατί μπορεί μεν να μας αρέσει το ρούμι ως είδος αλλά ίσως διαφέρει από ετικέτα σε ετικέτα και πώς θα το μάθουμε αν δεν τα δοκιμάσουμε όλα, ε; Ωστόσο, για χάρη της κουβέντας ας θεωρήσουμε ότι για να κρίνεις ένα βιβλίο πρέπει να το έχεις διαβάσει. Αυτό αρκεί; Προφανώς όχι. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η ολοκληρωμένη ανάγνωση ενός βιβλίου μάς κάνει και ικανούς να ασκούμε κριτική πάνω του; Ο Τόμας Μαν, ας πούμε, έλεγε ότι το «Μαγικό Βουνό» πρέπει να διαβαστεί δύο φορές· μία ίσον καμία, λοιπόν; Τι γίνεται με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς; Πόσες αναγνώσεις αρκούν για να το κρίνεις χωρίς να κριθείς; Ας φύγω όμως από τα αριστουργήματα που έτσι και αλλιώς βρίθουν ερμηνειών και άρα δεν είναι ενδεδειγμένα παραδείγματα. Ας πιάσουμε κάτι του πεταματού, τον «Αλχημιστή» του Κοέλιο, βιβλίο εντούτοις πολλαπλών αναγνώσεων και πάντα αναθεματισμένα επίκαιρο. Δεν τρολάρω, θα εξηγηθώ παρακάτω. 
 
Πριν κάμποσο καιρό είχε γίνει χαμός με το βιβλίο «Λίγη ζωή» και όλοι αναρωτιόμασταν μα πώς γίνεται ο ήρωας να περνάει τόσα φρικτά πράγματα στη ζωή του; Είναι τουλάχιστον αναληθοφανές· είναι ωστόσο μυθιστόρημα και έτσι δεν μας νοιάζει περισσότερο. Τώρα, έχουμε το βιβλίο της Τάρα και την απόλυτα φρικτή και αληθινή ζωή της, για να μένουμε εκστασιασμένοι με το στόμα ανοιχτό! Πέρα από το γεγονός ότι τέτοια βιβλία μένουν προσκολλημένα σε έναν βαλτώδη συναισθηματισμό και επιμένουν να εκβιάζουν απάνθρωπα τους αναγνώστες τους έχουν και ένα ακόμα μεγαλύτερο μειονέκτημα. Είναι ιστορίες επιτυχίας (σαξές στόριζ… Γεια σου Σαμαρά, λεβέντη!) σε έναν άδικο και σκληρό κόσμο. Αν και εγώ προτιμώ απερίφραστα τις ιστορίες αποτυχίας δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την δύναμη των πρώτων. Γιατί κουβαλούν μέσα τους την ψυχολογία του τζογαδόρου! Στο βιβλίο που διαβάζω αυτήν την εποχή και θα γράψω γι’ αυτό στο μέλλον, υπάρχουν 5-6 αριστουργηματικές σελίδες ανθολογίας που περιγράφουν αυτό το φαινόμενο. Πώς δηλαδή, ένας κατά τ’ άλλα φυσιολογικός άνθρωπος καταρρέει, σχεδόν αστραπιαία, ψυχολογικά και οικονομικά εμπρός σε ένα παιχνίδι στοιχηματισμού που βασίζεται σε πιθανότητες 50-50. Πιστεύει ότι κάποιος (ο κόσμος;) του χρωστάει και επιμένει να διεκδικεί τα χρωστούμενα χάνοντάς τα όλα. Στην πραγματική ζωή οι πιθανότητες δεν είναι ποτέ 50-50, είναι απίστευτα περισσότερες υπέρ της, σκληρής συνήθως, ζωής. Βιβλία σαν της Τάρα είναι σαν να πιάνεις το Τζόκερ. Θα κερδίσει μόνο ένας τα πολλά λεφτά και στην ουσία δεν θα (μπορεί να) βοηθήσει κανέναν. Τα κέρδη του ενός ουδέποτε βοήθησαν την έξη των υπόλοιπων τζογαδόρων που επιμένουν να σκορπάνε λεφτά περιμένοντας την σειρά τους και αδιαφορώντας για τις έτσι και αλλιώς ακατανόητες γι’ αυτούς, και συντριπτικά κατά τους, πιθανότητες!
 
Το πιο τίμιο βιβλίο για αυτού του είδους την συμπεριφορά είναι ο «Αλχημιστής» του Κοέλιο και του βγάζω το καπέλο γι’ αυτό. «Όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις» (βέβαια υπάρχει και το αρχαιοελληνικό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» αλλά ας αφήσουμε τα προγονολατρικά κατά μέρος για την ώρα), πάνω σε αυτή την φράση βασίστηκαν μορφωμένες και αμόρφωτες παρουσίες για να οικοδομήσουν τα δικά τους σαξές στόριζ. Η Τάρα δεν πρόκειται να εμπνεύσει κανέναν πέρα από το πορτοφόλι και τις δημόσιες σχέσεις της. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει δραστικά στους Μορμόνους της Αμερικής, τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν να πεθάνουν και τα εγγόνια της. 
 

 
Η γνώση είναι εν μέρει δύναμη αλλά δεν είναι σώνει και ντε αλλαγή. Αλλιώς θα είχαμε από χρόνια κλείσει το Γκουαντάναμο και θα διευθετούσαμε άλλα τόσα μικρά ή μεγαλύτερα ζητήματα. Οι λεγόμενες ιστορίες έμπνευσης που τόσο προωθούν μαρκετινίστικα είναι απλώς η σειρά μας για το Τζόκερ. Κι αν μας κάτσει; Πού είναι το κακό; Πουθενά. Διαβάστε ό,τι θέλετε. Απλώς εγώ δύσκολα συγκινούμαι από την προσπάθεια ενός μικρού κοριτσιού να σώσει ένα χαριτωμένο γουρουνάκι από την σφαγή, όταν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στα σφαγεία. Και αν κάποτε ήθελα να διαβάσω μια σχετική ιστορία, θα ήθελα να μάθω για την φρίκη των σφαγείων και όχι για την σχέση της μικρής με το γουρούνι. Όπως και να’ χει, η Πέπα το γουρουνάκι θα καταλήξει ζαμπόν στο πιάτο σας και θα το απολαύσετε με μαρούλι και μουστάρδα, χωρίς ενοχές. Και το ξέρετε.
 
Και επειδή με το χοιρινό ταιριάζει τέλεια και το κρασί, ας το θέσω και διαφορετικά. Αν έχεις πιει έστω ένα καλό κρασί στη ζωή σου, δεν χρειάζεται να ξαναπιείς σανγκρία που έπινες φοιτητής, για να καταλάβεις ότι είναι μάπα. Αυτά τα βιβλία είναι σαν την σανγκρία κάπως – μπορεί να σου ζεσταίνει την καρδιά εκείνη την στιγμή αλλά σου γαμάει το κεφάλι την επομένη. Ευχαριστώ αλλά δε θα πάρω. Cheers!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !