Ξέρω, κάποια στιγμή θα δηλητηριαστώ από τα ίδια μου τα λογοπαίγνια και θα πεθάνω αλλά μόλις είδα το όνομα του συγγραφέα δεν μπόρεσα να αποφύγω να κάνω την σύνδεση. Ο ήλιος είναι καυτός, η σκόνη κατακάθεται στο λαιμό σου, η ερημιά κατατρώει την ψυχή σου – καλώς ήρθατε στην Κόλαση... «μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων που ένιωθαν σαν στο σπίτι τους στη ζοφερή και τρομακτική γη που εκτεινόταν τώρα γύρω του, ζεστή, ξερή και αμείλικτη προς τον εαυτό της και τους ανθρώπους που επικαλούνταν ότι την κατείχαν»! Επειδή και εγώ κατάγομαι από μια επίσης νεκρή καρδιά μιας άλλης Ηπείρου ένιωσα από την αρχή οικεία με το βιβλίο ετούτο. Όμως, δεν πρόκειται να αντέξετε την παράνοια της ανάρτησής μου δίχως αλκοόλ. Φώτη, πιάσε μια μπύρα!
Ήρθε (και έφυγε) το καλοκαιράκι και όλοι ονειρεύονται λίγες διακοπές κάπου κοντά στη θάλασσα, όπως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που ετοιμάζεται να διασχίσει την Αυστραλία από δυτικά προς τα ανατολικά στο Σίδνεϊ για λίγες ωκεάνιες στιγμές. Πού πας ρε Καραμήτρο! Δεν γνώριζα το συγκεκριμένο βιβλίο παρά την φήμη που κυκλοφορεί στα διαδικτυακά φόρα (παρτίδα) για μένα ότι είμαι ξερόλας και ξέρω τα πάντα για τα βιβλία, διαβασμένα και αδιάβαστα! Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του βιβλιοπώλη, του σοβαρού και υποψιασμένου. Εκείνου που σε κόβει μέσα από συζητήσεις για το τι μπορεί να σου αρέσει, τι σε κάνει να βγάζεις σπυριά και τι πιθανόν θα αποτελούσε μια νέα ανακάλυψη για σένα, και πράττει αναλόγως. Όταν είδα το εξώφυλλο ξετρελάθηκα αμέσως με τον συνδυασμό των χρωμάτων – καθαρά λόγω προσωπικού γούστου – και κόλλησα. Το οπισθόφυλλο υποσχόμενο, η ιστορία σχετικά ανάλαφρη για καλοκαίρι (συζητήσιμο αυτό) και ένας συγγραφέας που δεν γνώριζα και θα ήθελα να μάθω.
Ειλικρινά δεν περίμενα ένα βιβλίο κοντά διακοσίων σελίδων με αφήγηση οδοιπορικού και ελάχιστη ουσιαστική πλοκή να καταφέρει να γίνει τόσο λογοτεχνικά τρομακτικό (και όχι συγγραφικά τρομακτικό, μην μπερδεύεστε με τα σύγχρονα βιβλία!) και εξαιρετικό. Δεν τολμάω να το χαρακτηρίσω αριστούργημα, φοβούμενος μήπως υποτιμήσω την αξία του, μέσα στην σωρεία... αριστουργηματικών χαρακτηρισμών που μας κατακλύζουν την σήμερον! Το ύφος του Κουκ είναι φοβερό, σε τυλίγει σαν τα ζελατινώδη κύματα ζέστης μια καυτή μέρα – διάφανο αλλά ισχυρό και αδυσώπητο.
Ο Τζον Γκραντ, δάσκαλος που εκτίει εκπαιδευτική ποινή στο σχολείο της Τιμπούντα, ένα απομονωμένο μέρος της Αυστραλίας, περιμένει πώς και πώς τις χριστουγεννιάτικες διακοπές 6 εβδομάδων για να επιστρέψει στη γενέτειρά του το Σίδνεϊ και την μήτρα της αγαπημένης του θάλασσας, έχοντας και ως αποσκευή και την ανάμνηση του ανεκπλήρωτου έρωτά του για την Ρόμπιν. Με έναν ενδιάμεσο σταθμό στην κοντινή πόλη, την Μπουντανιάμπα «μια εξορυκτική πόλη εξήντα χιλιάδων κατοίκων, η οποία ήταν το κέντρο της ζωής στην περιοχή κοντά στα σύνορα. Αλλά για τον δάσκαλο ήταν απλώς μια μεγαλύτερη εκδοχή της Τιμπούντα, και η Τιμπούντα μια εκδοχή της κόλασης».
Στην Μπουντανιάμπα («Πρώτη φορά στη Γιάμπα;») ο πρωταγωνιστής θα χάσει μεμιάς τα λεφτά του και σιγά σιγά το μυαλό του, με μόνη διέξοδο την ακατάπαυστη κατανάλωση μπύρας (το νερό είναι χάλια) που καταλαγιάζει προσωρινά την παραφροσύνη μέχρι να την ενισχύσει την επομένη, και πάει λέγοντας. Το βιβλίο του Κουκ είναι μια όμορφη ιστορία παράνοιας και δεν φαίνεται να επιζητεί θέση αλληγορίας, όμως εγώ δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες βαθύτερες σκέψεις – είναι και η ζέστη που με χτύπησε κατακούτελα παιδιά, σόρρυ.
«Όλα τα διαβολάκια είναι περήφανα για την κόλασή τους» (αυτή την φράση την ξέκλεψα από την ταινία του 1971, θα μιλήσω για αυτήν, και δεν θυμάμαι να αναφέρεται στο βιβλίο· ωστόσο είναι εκπληκτική και αξίζει να σημειωθεί) και όποιος έχει ζήσει κάποτε σε επαρχία, ενδεχομένως μπορεί να την νιώσει. Επίσης, η χρήση του δασκάλου ως σύμβολο πολιτισμού σε μία αχανή και αφιλόξενη γη που τον υπονομεύει (τον πολιτισμό) διαρκώς είναι ένας προβληματισμός που επιδέχεται διερεύνησης. «Ω, Θεέ μου, αυτοί οι αδυσώπητα φιλικοί άνθρωποι των οποίων η απόλυτα καλή θέληση συνόρευε με την αυθάδεια». Τελικώς, το βιβλίο του Κουκ καταφέρνει να μιλήσει για πολύ ουσιαστικά πράγματα μέσα από μια παρανοϊκή ιστορία και αυτό ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Είναι το ταίρι μου!
Τώρα με την κυβέρνηση του Κούλη έσπασε, όπως είχε ανακοινωθεί, και το άβατο των Εξαρχείων! Τα βιβλία τους πλέον θα διακινούνται κάτω από το λογότυπο των εκδόσεων «Έρμα». Όσοι λοιπόν έχετε στην κατοχή σας κάποιο από τα βιβλία τους, ειδικά αν το κουβαλάτε και σε σακίδιο πλάτης, τότε παίζετε πολύ σοβαρά με την τύχη σας. Καλύτερα θα ήταν να το πετάξετε αμέσως ή να βρείτε τουλάχιστον έναν καλό δικηγόρο. Εντούτοις, αν και δεν υπάρχει λόγος πια, να πούμε ότι οι εκδόσεις «Εξάρχεια» είναι αρκετά όμορφες, χωρίς κάτι το εξεζητημένο μιας και είναι περιθωριακές εκδόσεις που είναι ζωτικής σημασίας να συμπιέζουν τα έξοδά τους, αλλά και χωρίς όμως – και ευτυχώς – να υποτιμούν το προϊόν τους. Η μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου είναι του Δημήτρη Κωνσταντίνου και είναι πολύ καλή. Κάποια ελάχιστα παροράματα της έκδοσης είναι άνευ σημασίας και προσοχής.
Η ταινία «Wake in Fright» του 1971 (όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από εκεί) αποδείχθηκε πιστή και συνάμα άψογη μεταφορά του βιβλίου του Κουκ. Επειδή την είδα αμέσως μετά την ανάγνωση του βιβλίου, η αίσθηση του τρόμου και της παράνοιας μετριάστηκε κάπως αλλά δεν λείπει καθόλου από την ταινία. Αν την δείτε σε άσχετο χρόνο θα σας το μεταδώσει μια χαρά. Πολύ καλή ταινία με φοβερές ερμηνείες. Η μουσική της ταινίας είναι ασύλληπτα ταιριαστή! Το βιβλίο όμως είναι καλύτερο – όχι λόγω του συνήθους κλισέ, υπάρχουν πολλές ταινίες που είναι καλύτερες από τα βιβλία στα οποία βασίστηκαν – κυρίως γιατί η παράνοια που καλλιεργεί ο συγγραφέας μέσα στο κεφάλι σου αναγνώστη, είναι πολύ έντονη και αδέσμευτη από συγκεκριμένες εικόνες και πρόσωπα. Μετά το τέλος, θα είσαι ένας άλλος, θα ζεις σε παράνοια.
Η ταινία «Wake in Fright» του 1971 (όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από εκεί) αποδείχθηκε πιστή και συνάμα άψογη μεταφορά του βιβλίου του Κουκ. Επειδή την είδα αμέσως μετά την ανάγνωση του βιβλίου, η αίσθηση του τρόμου και της παράνοιας μετριάστηκε κάπως αλλά δεν λείπει καθόλου από την ταινία. Αν την δείτε σε άσχετο χρόνο θα σας το μεταδώσει μια χαρά. Πολύ καλή ταινία με φοβερές ερμηνείες. Η μουσική της ταινίας είναι ασύλληπτα ταιριαστή! Το βιβλίο όμως είναι καλύτερο – όχι λόγω του συνήθους κλισέ, υπάρχουν πολλές ταινίες που είναι καλύτερες από τα βιβλία στα οποία βασίστηκαν – κυρίως γιατί η παράνοια που καλλιεργεί ο συγγραφέας μέσα στο κεφάλι σου αναγνώστη, είναι πολύ έντονη και αδέσμευτη από συγκεκριμένες εικόνες και πρόσωπα. Μετά το τέλος, θα είσαι ένας άλλος, θα ζεις σε παράνοια.
[…] Μπορώ να καταλάβω πολύ καθαρά τη σοφία που κρύβεται πίσω από το πώς γίνεται ένας άνθρωπος ποταπός ή σπουδαίος κάτω από ακριβώς τις ίδιες συνθήκες.
Μπορώ να καταλάβω πολύ καθαρά ότι, ακόμη και αν επιλέγει την ποταπότητα, αυτά που κάνει μπορούν, έστω κι έτσι, να συνδυαστούν σε ένα σύστημα λογικής για να ωφεληθεί αν το επιθυμεί.
«Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου», έστρεψε το βλέμμα του από τ’ αστέρια προς την σκοτεινιά του χερσότοπου και πίσω ξανά στ’ αστέρια, «αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου είναι γιατί και πώς παρέμεινα ζωντανός για να τα καταλάβω αυτά τα πράγματα…»
Μπορώ να καταλάβω πολύ καθαρά ότι, ακόμη και αν επιλέγει την ποταπότητα, αυτά που κάνει μπορούν, έστω κι έτσι, να συνδυαστούν σε ένα σύστημα λογικής για να ωφεληθεί αν το επιθυμεί.
«Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου», έστρεψε το βλέμμα του από τ’ αστέρια προς την σκοτεινιά του χερσότοπου και πίσω ξανά στ’ αστέρια, «αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου είναι γιατί και πώς παρέμεινα ζωντανός για να τα καταλάβω αυτά τα πράγματα…»
Ο δασκαλάκος (και συνεκδοχικά, ο συγγραφέας του) ήταν λεβεντιά!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.