Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κάτι ψήνεται


Ξέρω, κάποια στιγμή θα δηλητηριαστώ από τα ίδια μου τα λογοπαίγνια και θα πεθάνω αλλά μόλις είδα το όνομα του συγγραφέα δεν μπόρεσα να αποφύγω να κάνω την σύνδεση. Ο ήλιος είναι καυτός, η σκόνη κατακάθεται στο λαιμό σου, η ερημιά κατατρώει την ψυχή σου – καλώς ήρθατε στην Κόλαση... «μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων που ένιωθαν σαν στο σπίτι τους στη ζοφερή και τρομακτική γη που εκτεινόταν τώρα γύρω του, ζεστή, ξερή και αμείλικτη προς τον εαυτό της και τους ανθρώπους που επικαλούνταν ότι την κατείχαν»! Επειδή και εγώ κατάγομαι από μια επίσης νεκρή καρδιά μιας άλλης Ηπείρου ένιωσα από την αρχή οικεία με το βιβλίο ετούτο. Όμως, δεν πρόκειται να αντέξετε την παράνοια της ανάρτησής μου δίχως αλκοόλ. Φώτη, πιάσε μια μπύρα!
 
Ήρθε (και έφυγε) το καλοκαιράκι και όλοι ονειρεύονται λίγες διακοπές κάπου κοντά στη θάλασσα, όπως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που ετοιμάζεται να διασχίσει την Αυστραλία από δυτικά προς τα ανατολικά στο Σίδνεϊ για λίγες ωκεάνιες στιγμές. Πού πας ρε Καραμήτρο! Δεν γνώριζα το συγκεκριμένο βιβλίο παρά την φήμη που κυκλοφορεί στα διαδικτυακά φόρα (παρτίδα) για μένα ότι είμαι ξερόλας και ξέρω τα πάντα για τα βιβλία, διαβασμένα και αδιάβαστα! Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του βιβλιοπώλη, του σοβαρού και υποψιασμένου. Εκείνου που σε κόβει μέσα από συζητήσεις για το τι μπορεί να σου αρέσει, τι σε κάνει να βγάζεις σπυριά και τι πιθανόν θα αποτελούσε μια νέα ανακάλυψη για σένα, και πράττει αναλόγως. Όταν είδα το εξώφυλλο ξετρελάθηκα αμέσως με τον συνδυασμό των χρωμάτων – καθαρά λόγω προσωπικού γούστου – και κόλλησα. Το οπισθόφυλλο υποσχόμενο, η ιστορία σχετικά ανάλαφρη για καλοκαίρι (συζητήσιμο αυτό) και ένας συγγραφέας που δεν γνώριζα και θα ήθελα να μάθω.
 
Ειλικρινά δεν περίμενα ένα βιβλίο κοντά διακοσίων σελίδων με αφήγηση οδοιπορικού και ελάχιστη ουσιαστική πλοκή να καταφέρει να γίνει τόσο λογοτεχνικά τρομακτικό (και όχι συγγραφικά τρομακτικό, μην μπερδεύεστε με τα σύγχρονα βιβλία!) και εξαιρετικό. Δεν τολμάω να το χαρακτηρίσω αριστούργημα, φοβούμενος μήπως υποτιμήσω την αξία του, μέσα στην σωρεία... αριστουργηματικών χαρακτηρισμών που μας κατακλύζουν την σήμερον! Το ύφος του Κουκ είναι φοβερό, σε τυλίγει σαν τα ζελατινώδη κύματα ζέστης μια καυτή μέρα – διάφανο αλλά ισχυρό και αδυσώπητο. 

Ο Τζον Γκραντ, δάσκαλος που εκτίει εκπαιδευτική ποινή στο σχολείο της Τιμπούντα, ένα απομονωμένο μέρος της Αυστραλίας, περιμένει πώς και πώς τις χριστουγεννιάτικες διακοπές 6 εβδομάδων για να επιστρέψει στη γενέτειρά του το Σίδνεϊ και την μήτρα της αγαπημένης του θάλασσας, έχοντας και ως αποσκευή και την ανάμνηση του ανεκπλήρωτου έρωτά του για την Ρόμπιν. Με έναν ενδιάμεσο σταθμό στην κοντινή πόλη, την Μπουντανιάμπα «μια εξορυκτική πόλη εξήντα χιλιάδων κατοίκων, η οποία ήταν το κέντρο της ζωής στην περιοχή κοντά στα σύνορα. Αλλά για τον δάσκαλο ήταν απλώς μια μεγαλύτερη εκδοχή της Τιμπούντα, και η Τιμπούντα μια εκδοχή της κόλασης»
 

 
Στην Μπουντανιάμπα («Πρώτη φορά στη Γιάμπα;») ο πρωταγωνιστής θα χάσει μεμιάς τα λεφτά του και σιγά σιγά το μυαλό του, με μόνη διέξοδο την ακατάπαυστη κατανάλωση μπύρας (το νερό είναι χάλια) που καταλαγιάζει προσωρινά την παραφροσύνη μέχρι να την ενισχύσει την επομένη, και πάει λέγοντας. Το βιβλίο του Κουκ είναι μια όμορφη ιστορία παράνοιας και δεν φαίνεται να επιζητεί θέση αλληγορίας, όμως εγώ δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες βαθύτερες σκέψεις – είναι και η ζέστη που με χτύπησε κατακούτελα παιδιά, σόρρυ.
 
«Όλα τα διαβολάκια είναι περήφανα για την κόλασή τους» (αυτή την φράση την ξέκλεψα από την ταινία του 1971, θα μιλήσω για αυτήν, και δεν θυμάμαι να αναφέρεται στο βιβλίο· ωστόσο είναι εκπληκτική και αξίζει να σημειωθεί) και όποιος έχει ζήσει κάποτε σε επαρχία, ενδεχομένως μπορεί να την νιώσει. Επίσης, η χρήση του δασκάλου ως σύμβολο πολιτισμού σε μία αχανή και αφιλόξενη γη που τον υπονομεύει (τον πολιτισμό) διαρκώς είναι ένας προβληματισμός που επιδέχεται διερεύνησης. «Ω, Θεέ μου, αυτοί οι αδυσώπητα φιλικοί άνθρωποι των οποίων η απόλυτα καλή θέληση συνόρευε με την αυθάδεια». Τελικώς, το βιβλίο του Κουκ καταφέρνει να μιλήσει για πολύ ουσιαστικά πράγματα μέσα από μια παρανοϊκή ιστορία και αυτό ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Είναι το ταίρι μου!
 

 
Τώρα με την κυβέρνηση του Κούλη έσπασε, όπως είχε ανακοινωθεί, και το άβατο των Εξαρχείων! Τα βιβλία τους πλέον θα διακινούνται κάτω από το λογότυπο των εκδόσεων «Έρμα». Όσοι λοιπόν έχετε στην κατοχή σας κάποιο από τα βιβλία τους, ειδικά αν το κουβαλάτε και σε σακίδιο πλάτης, τότε παίζετε πολύ σοβαρά με την τύχη σας. Καλύτερα θα ήταν να το πετάξετε αμέσως ή να βρείτε τουλάχιστον έναν καλό δικηγόρο. Εντούτοις, αν και δεν υπάρχει λόγος πια, να πούμε ότι οι εκδόσεις «Εξάρχεια» είναι αρκετά όμορφες, χωρίς κάτι το εξεζητημένο μιας και είναι περιθωριακές εκδόσεις που είναι ζωτικής σημασίας να συμπιέζουν τα έξοδά τους, αλλά και χωρίς όμως – και ευτυχώς – να υποτιμούν το προϊόν τους. Η μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου είναι του Δημήτρη Κωνσταντίνου και είναι πολύ καλή. Κάποια ελάχιστα παροράματα της έκδοσης είναι άνευ σημασίας και προσοχής.

Η ταινία «Wake in Fright» του 1971 (όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από εκεί) αποδείχθηκε πιστή και συνάμα άψογη μεταφορά του βιβλίου του Κουκ. Επειδή την είδα αμέσως μετά την ανάγνωση του βιβλίου, η αίσθηση του τρόμου και της παράνοιας μετριάστηκε κάπως αλλά δεν λείπει καθόλου από την ταινία. Αν την δείτε σε άσχετο χρόνο θα σας το μεταδώσει μια χαρά. Πολύ καλή ταινία με φοβερές ερμηνείες. Η μουσική της ταινίας είναι ασύλληπτα ταιριαστή! Το βιβλίο όμως είναι καλύτερο – όχι λόγω του συνήθους κλισέ, υπάρχουν πολλές ταινίες που είναι καλύτερες από τα βιβλία στα οποία βασίστηκαν – κυρίως γιατί η παράνοια που καλλιεργεί ο συγγραφέας μέσα στο κεφάλι σου αναγνώστη, είναι πολύ έντονη και αδέσμευτη από συγκεκριμένες εικόνες και πρόσωπα. Μετά το τέλος, θα είσαι ένας άλλος, θα ζεις σε παράνοια.
 
[…] Μπορώ να καταλάβω πολύ καθαρά τη σοφία που κρύβεται πίσω από το πώς γίνεται ένας άνθρωπος ποταπός ή σπουδαίος κάτω από ακριβώς τις ίδιες συνθήκες.
Μπορώ να καταλάβω πολύ καθαρά ότι, ακόμη και αν επιλέγει την ποταπότητα, αυτά που κάνει μπορούν, έστω κι έτσι, να συνδυαστούν σε ένα σύστημα λογικής για να ωφεληθεί αν το επιθυμεί.
«Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου», έστρεψε το βλέμμα του από τ’ αστέρια προς την σκοτεινιά του χερσότοπου και πίσω ξανά στ’ αστέρια, «αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου είναι γιατί και πώς παρέμεινα ζωντανός για να τα καταλάβω αυτά τα πράγματα…»
 
Ο δασκαλάκος (και συνεκδοχικά, ο συγγραφέας του) ήταν λεβεντιά!
 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !