Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

A portrait of an artist as an old man



Πριν λίγες εβδομάδες βαλθήκαμε όλοι εκστασιασμένοι να γερνάμε τους εαυτούς μας μέσω της εφαρμογής FaceApp – αγνοώντας πόσο γερασμένοι μοιάζουμε ήδη πέφτοντας θύματα τέτοιων ηλιθιοτήτων – και σκέφτηκα ασυνείδητα διάφορα πρόσωπα καλλιτεχνών που μένουν στο συλλογικό φαντασιακό είτε με μία γερασμένη είτε με μία νεανική μορφή (που την ενισχύουν και άλλα χαρακτηριστικά). Θυμηθείτε για μια στιγμή τις φωτογραφίες των συγγραφέων στα αυτιά των βιβλίων.  Υπάρχει κάποιος λόγος που επιλέγονται όσες επιλέγονται. Κάποιοι σύγχρονοι βάζουν όσες (νομίζουν ότι) τους κολακεύουν, αλλά τα πορτραίτα των πιο παλιών και κλασικών συγγραφέων έχουν μια δεδομένη μορφή είτε γιατί δεν υπάρχει άλλη διαθέσιμη φωτογραφία τους είτε γιατί όταν βγήκε ένα σπουδαίο βιβλίο ήταν έτσι και παρέμειναν αιωνίως έτσι είτε για άλλους λόγους. Έτσι, έχουμε παντοτινά,  έναν νεαρό Πεσσόα, έναν θλιμμένο Κάφκα, έναν μουσάτο Μέλβιλ, έναν μεσήλικα Ναμπόκοφ, κλπ. Για μένα λοιπόν, χρόνια τώρα, ο καλλιτέχνης Ντέιβιντ Λυντς έχει την μορφή ενός 60φεύγα άνδρα με παράξενο μαλλί. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με αυτό; Όχι βέβαια. «Οι άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν ηλικία, επειδή ο εαυτός με τον οποίο συνομιλούμε δε μεγαλώνει, είναι αγέραστος. Το σώμα γερνάει, όμως είναι το μόνο που αλλάζει».



Βγήκε πρόσφατα η αυτοβιογραφία του Ντέιβιντ Λυντς και πολλοί αναγνώστες θα βιαστούν να σκεφτούν: «Αν είναι έστω και λίγο όπως οι ταινίες του, δεν πρόκειται να καταλάβω και πάρα πολλά». Είναι αλήθεια, η κατανόηση παραμένει ένα μείζον πρόβλημα των θεατών/αναγνωστών είτε του Λυντς είτε γενικότερα! «Ο Λιντς προτιμά να κινείται στο μυστηριώδες σύνορο που διαχωρίζει την καθημερινή πραγματικότητα από το υπερβατικό βασίλειο της ανθρώπινης φαντασίας και προσμονής, αναζητώντας στοιχεία που δε γίνεται πάντα να εξηγηθούν ή να αποσαφηνιστούν. Επιθυμία του είναι το κοινό να νιώθει και να βιώνει τις ταινίες του, παρά να τις κατανοεί». Στην βιογραφία του η κατανόηση είναι σαφώς εκτενέστερη απ’ ό,τι στις ταινίες αλλά εκείνο το δυνατό βίωμα ότι συμβαίνει κάτι πέρα από τις αντιληπτικές σου ικανότητες δεν σε εγκαταλείπει ούτε εδώ. Η βιογραφία του κλασικού Λυντς δεν θα μπορούσε να είναι μια κλασική βιογραφία! Η πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι η συνεργάτης του Κριστίν ΜακΚένα συνέλεξε άπειρες πληροφορίες από συγγενείς, φίλους και συνεργάτες του Λυντς τις οποίες παραθέτει επεξεργασμένες στην αρχή κάθε κεφαλαίου, και ακολούθως ο Λυντς έρχεται να ανασκευάσει ή να εμπλουτίσει τις αναμνήσεις των δικών του ανθρώπων. «Αυτό που διαβάζετε εδώ, είναι στην ουσία η συνομιλία ενός ανθρώπου με την βιογραφία του»! Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό γιατί ο Λυντς, χωρίς ταμπού μιλάει για όλα με ειλικρίνεια, αδιαφορώντας πλήρως για το αν πρέπει να αυτολογοκριθεί στην προσπάθεια ωραιοποίησης του εαυτού του. 



Βέβαια, εδώ ανακύπτει ένα άλλο ζήτημα, δημοφιλές κατά διαστήματα στις βιβλιοφιλικές ομάδες αλλά ανούσιο εν τη γενέσει του. Αν το έργο ενός καλλιτέχνη είναι μισάνθρωπο, το ίδιο δεν είναι και ο καλλιτέχνης; Πόσες φορές θα μας πρήξουν ακόμα με το ερώτημα ότι εφόσον το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» είναι σκατιένο, ανάλογος θα είναι και ο συγγραφέας του; Ή και αντιστρόφως: εφόσον σκατιένος είναι ο Σελίν, πόσο διαφορετικό μπορεί να γίνει το έργο του; Ας δούμε λίγο την περίπτωση Λυντς. Οι ταινίες του είναι ζοφερές, σκοτεινές, βίαιες. Ο ίδιος; Μεγάλο κάθαρμα, αναμφιβόλως! Εδώ, με τα λόγια της πρώτης συζύγου του (καλό χάπατο και αυτή, τα ήθελε ο κώλος της, πήγε και παντρεύτηκε έναν τέτοιο μισογύνη!):

[…] «Όλοι τρελαίνονται να δουλεύουν για τον Ντέιβιντ», ανέφερε η Ρίβι. «Ακόμα και όταν κάνεις το πιο ασήμαντο πράγμα, για παράδειγμα να του φέρεις μια κούπα καφέ, σε κάνει να νιώθεις λες και έκανες το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Είναι φανταστικό να βλέπεις την αντίδρασή του! Πιστεύω πώς πράγματι χαίρεται τόσο. Του Ντέιβιντ του αρέσει πολύ να ενθουσιάζεται για διάφορα».


Το 95% των αναμνήσεων είναι θετικότατες επιφέροντας αναπόφευκτα μια «αγιοποίηση» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν την αξίζει ή ότι δεν υπήρξαν και κάποιες προστριβές στις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Καταλαβαίνεις όμως ότι όσα περιγράφονται είναι αλήθεια, έτσι όπως την βίωσαν οι φίλοι και συνεργάτες του, οι οποίοι έμειναν βαθιά ευγνώμονες για την γνωριμία τους μαζί του, σε όλη τους τη ζωή. Ο Λυντς είναι πιστός μέχρι τέλους στο καλλιτεχνικό του όραμα που το μεταδίδει στους συνεργάτες με την πιο αγαθή προαίρεση του κόσμου. Το έργο του είναι η αποθέωση της καλοσύνης και το υπηρετεί χωρίς να κάνει εκπτώσεις. «Συμπαθώ πολύ τους ανθρωπιστές που κρύβουν λίγο σκοτάδι μέσα τους». Αγαπώ πολύ τον Λυντς γιατί μου θυμίζει κάπως τον Τζόυς – εξού και ο πειραγμένος τίτλος του παρόντος κειμένου – όπως και εκείνος έμεινε πιστός στο καλλιτεχνικό του όραμα σε όλη του τη ζωή, τόσο πολύ που έμοιαζε να τα βάζει με όλον τον κόσμο και στον τέλος να φαίνεται πως τον νικάει, καταρρίπτοντας έτσι και την δημοφιλή φράση του Κάφκα(;): «In mans struggle against the world, bet on the world».

[…] Τελειώσαμε λοιπόν την ταινία και ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να είναι, και πήγαμε στις Κάννες. Πήγε καλά και άρεσε στον κόσμο, αν και ποτέ δεν έβγαλε πολλά λεφτά· βέβαια, τίποτε απ’ όσα κάνω δε βγάζει και πάρα πολλά λεφτά. Τώρα κάνουμε όλοι μας άψυχες δουλειές για τα μεγάλα αφεντικά. Φευγαλέα μόνο βλέπουμε μια λευκή αστραπή και μια ωραία γυναίκα· και αυτό είναι όλο κι όλο.



Η έκδοση που έχω στα χέρια μου, των εκδόσεων «Ροπή» (σαλονικιώτικος εκδοτικός, επιτέλους, να φάμε ένα σουβλάκι της προκοπής, πήξαμε στα εκδοτικά καλαμάκια της Αθήνας), είναι απολύτως όμορφη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό (οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το βιβλίο) και η μετάφραση της Αφροδίτης Γεωργαλιού απολύτως εξαιρετική. Μπράβο και στην επιμέλεια της Στέλλας Τσικρικά. SPOILER ALERT: το βιβλίο χωρίζει τα κεφάλαια με βάση τις ταινίες του, δίνοντας και πάμπολλες πληροφορίες για αυτές! Χαχα, σας πειράζω, τι spoiler καλέ, αφού κανείς δεν τις καταλαβαίνει!! Ο Λυντς έμεινε πιστός στις μεγάλες ιδέες – όχι στην μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους οι εγχώριοι καλλιτέχνες – στα όνειρά του και στις υπερβατικές εκδηλώσεις τους. Κυνηγούσε διαρκώς τα μεγάλα ψάρια… και όχι την μεγάλη ψαριά! Αγαπά την ειλικρίνεια και την καλοσύνη. Η αγάπη δεν μπορεί να μείνει άστεγη.

[…] «Στεκόμασταν λοιπόν μπροστά στο κτίριο και συζητούσαμε για την στρατηγική που θα υιοθετούσαμε και τέτοια σχετικά, επειδή βρισκόμασταν όλοι μαζί πρώτη φορά ύστερα από αρκετό καιρό, και πέρα μακριά βλέπω μια άστεγη να σπρώχνει ένα καροτσάκι με διάφορα συμπράγκαλα. Είναι ντυμένη στα μοβ και σπρώχνει το καροτσάκι της πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά μας. Κι ακόμα πιο κοντά, και πιο κοντά… Τελικά, περνάει ακριβώς από μπροστά μας, με κοιτάζει και λέει: «Λατρεύω τις ταινίες σου!» Γελάσαμε μέχρι δακρύων. Αυτό θα πει αληθινή διασημότητα. Ήταν φανταστικό, απίστευτο! Ξετρελάθηκα με τη γυναίκα με το καροτσάκι».



Κυρίες και κύριοι, David Lynch, A beautiful mind. «Αυτός είναι ο Ντέιβιντ· η απόλυτη προσωποποίηση της στιγμιαίας δημιουργίας»!
  
Υ.Γ. 2666 Ο Λυντς είναι πολλά περισσότερα από ένας σκηνοθέτης, και καλά κάνει, αλλά δεν προλαβαίνω να τα αναφέρω εδώ. Επίσης, αν το έκανα θα τρόμαζα τους διανοούμενους της χώρας που θέλουν να είναι μόνο ένα πράγμα – και ούτε καν αξιόλογο, γαμώ την τρέλα μου! «Ανέκαθεν επικρατούσε η αντίληψη πως όταν έχεις συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν μπορείς να ασχολείσαι και με άλλα το ίδιο καλά. Για παράδειγμα, αν είσαι γνωστός ως σκηνοθέτης αλλά ζωγραφίζεις κιόλας, ο κόσμος βλέπει τη ζωγραφική σαν το χόμπι σου, σαν γκολφ ένα πράμα. Είσαι διασημότητα και λίγο ζωγράφος, έτσι σε έχουν στο μυαλό τους». Ζωγραφίζεις, μεγάλε! 


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!