Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Big fish


Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το έλεγα αυτό αλλά είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία αυτοβοήθειας που έχω διαβάσει! Βέβαια το παράδοξο είναι ότι ποτέ δεν διαβάζω βιβλία αυτοβοήθειας, αρά πώς στο καλό προβαίνω σε κριτικές αποτιμήσεις αυτών; Συνήθως τα περισσότερα βιβλία αυτοβοήθειας περιέχουν (ακατανόητες) πρακτικές συμβουλές για αφηρημένες έννοιες. Είναι πιο εύπεπτα για τους αναγνώστες έτσι. Όμως και ένα βιβλίο με τίτλο «Πως να καταπολεμήσετε την δυσκοιλιότητά σας» δεν αποτελεί ένα καθαρόαιμο βιβλίο αυτοβοήθειας; Σαφέστατα θα άφηνε ικανοποιημένους μερικούς ελάχιστους δυσκοίλιους αναγνώστες, αλλά θα απογοήτευε εκείνους τους «δυσκοίλιους» που σχεδόν πάντα παραβλέπουν ότι η λέξη «αυτοβοήθεια» προϋποθέτει σοβαρή ενασχόληση με τον εαυτό σου. Επίσης, οι συγγραφείς που ξέρουν πώς να χέζονται στο χρήμα, έμαθαν ότι εκείνο που ζητά το κοινό είναι πνευματική διάρροια και όχι αναγνωστική δυσκοιλιότητα. Τέλος πάντων, πάρτε ένα κομμάτι μπλε βελούδο να σκουπιστείτε για να πάμε παρακάτω. 

Αγαπώ και θαυμάζω υπερβολικά τον Ντέιβιντς Λυντς και την δημιουργική δουλειά του. Ένας υπερευφυής καλλιτέχνης με έντονη προσωπική σφραγίδα που πάντοτε ψαρεύει τις ιδέες του στα πιο βαθιά νερά της καλλιτεχνικής δεξαμενής. Μα πώς τα καταφέρνει; Με τον διαλογισμό! Γελάτε, σας ακούω, όπως γελούσε και αυτός στην αρχή όταν το άκουσε. Κι, όμως, λειτουργεί! «Οι ιδέες είναι σαν τα ψάρια. Αν θες να πιάσεις μικρά ψάρια ψαρεύεις στα ρηχά. Αλλά, αν θέλεις να πιάσεις μεγάλα ψάρια, πρέπει να πας πιο βαθιά. (…) Κάθε οντότητα πηγάζει από το πιο βαθύ επίπεδο, που η σύγχρονη φυσική ονομάζει Ενοποιημένο Πεδίο. Όσο περισσότερο διευρύνεται η συνείδησή μας – η επίγνωσή μας –, τόσο βαθύτερα προσεγγίζουμε αυτήν την πηγή και τόσο μεγαλύτερα ψάρια μπορούμε να πιάσουμε». 

Το ωραίο σε αυτό το βιβλίο «αυτοβοήθειας» είναι ότι ο Λυντς δεν παρέχει πρακτικές συμβουλές για τον Υπερβατικό Διαλογισμό (ενδεχομένως το κάνει στο ίδρυμά του όπου μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί και προγράμματα Υπερβατικού Διαλογισμού σε σχολεία – μέρος των εσόδων από την πώληση του βιβλίου του θα πάνε για αυτόν τον σκοπό) αλλά δίνει μόνο το γενικό πλαίσιο: όσο πιο συνειδητά ασχολούμαστε με τον Εαυτό μας τόσο πιο εύκολα θα εκπαιδευτούμε να αναγνωρίζουμε και να συλλαμβάνουμε την (όποια) Ιδέα. Όσα γράφει ο Λυντς στο βιβλιαράκι του φαινομενικά μοιάζουν λίγο κοινότοπα – όπως κοινότοπες μοιάζουν αρχικά κάποιες πλοκές των ταινιών του (τουλάχιστον σε μένα)… πριν αρχίσουν να κάνουν την μετάβασή τους σε βαθύτερα επίπεδα συνειδητότητας! Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και εδώ· οι σκέψεις για τον κινηματογράφο, τον διαλογισμό, τη ζωγραφική, τη μουσική, κλπ έχουν κάτι κοινότοπο αλλά πριν καν το αντιληφθείς, διαισθάνεσαι ότι κάτι υπερβατικό ίπταται πάνω τους. Η διαίσθηση – συνένωση της νόησης και του συναισθήματος – είναι πολύ σημαντική έννοια για τον κόσμο του Λυντς. 

[…] «Μερικές φορές κάποιοι λένε ότι δυσκολεύονται να καταλάβουν μια ταινία, αλλά εγώ πιστεύω ότι καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από όσα νομίζουν. Γιατί είμαστε όλοι προικισμένοι με τη διαίσθηση – μας έχει δοθεί το χάρισμα να διαισθανόμαστε πράγματα. (…) Ο κινηματογράφος μοιάζει πολύ με τη μουσική. Μπορεί να είναι κάτι πολύ αφηρημένο, αλλά οι άνθρωποι λαχταρούν να τον κατανοήσουν διανοητικά, να τον εξηγήσουν λεκτικά. Κι όταν δεν μπορούν, νιώθουν απογοήτευση. Μπορούν, ωστόσο, να βρουν κάποια εξήγηση που να πηγάζει από μέσα τους, αν βέβαια αφεθούν σε κάτι τέτοιο. Αν, για παράδειγμα, μιλούσαν σε φίλους, πολύ σύντομα θα άρχιζαν να καταλαβαίνουν πράγματα – τι είναι και τι δεν είναι το κάθε πράγμα. Και, φυσικά, θα συμφωνούσαν ή θα διαφωνούσαν με τους φίλους τους – πώς είναι όμως δυνατόν να συμφωνούν ή να διαφωνούν χωρίς να ξέρουν ήδη; Το περίεργο είναι ότι πράγματι ξέρουν περισσότερα από όσα νομίζουν. Κι αυτά που ξέρουν, όταν τα εκφράσουν, γίνονται πιο ξεκάθαρα. Κι αφού κατανοήσουν κάτι, μπορούν να προσπαθήσουν να το διασαφηνίσουν λίγο παραπάνω συζητώντας πάλι με φίλους. Κι έτσι να οδηγηθούν σε κάποιο συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα αυτό να είναι βάσιμο». 


Η σειρά «Κινηματογραφικές σπουδές» – και γενικότερα, και άλλες ανάλογες σειρές βιβλίων – δεν αρέσουν σε όλους, έχουν να κάνουν κυρίως με τους θαυμαστές των συγκεκριμένων δημιουργών. Επίσης, ποτέ δεν ξέρεις κάτα πόσο δημιουργοί άλλων πεδίων το ’χουν με την συγγραφή, ευελπιστώντας ότι θα βγει ένα κάποιο αξιοπρεπές αναγνωστικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του Λυντς τα πράγματα κυλούν ομαλά· παρότι παραδέχεται ότι δεν ξέρει πώς να εκφραστεί με λέξεις, καθότι η γλώσσα του είναι ο κινηματογράφος, που προέκυψε από την μόνιμη αγάπη του για την ζωγραφική. Ο Ντέιβιντ Λυντς είναι ένα «αρκουδάκι της αγάπης»! Όσες φορές τον έχω δει να κάνει περάσματα στις ταινίες του μου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου αφελή (με την καλή έννοια), πάντοτε πρόθυμου να αντιμετωπίσει με αγαθή έκπληξη ό,τι του προκύψει, δεκτικός στη καλοσύνη των ανθρώπων, και γεμάτος ιδιότυπο χιούμορ. Ακριβώς το ίδιο μου μετέδωσε και στις γραπτές του σκέψεις. Αν πάλι αναρωτιέστε γιατί οι ταινίες του είναι τόσο αλλόκοτες και σκοτεινές, τα εξηγεί μια χαρά μέσα στο βιβλίο του, βασικά λέει το προφανές ο άνθρωπος… που μας έχουν πρήξει τα ούμπαλα χρόνια τώρα οι δηθενάδες του κόσμου ετούτου… ότι άλλο τέχνη και άλλο γιουβέτσι – νοστιμότατα αμφότερα! 

Η κομψή έκδοση είναι του «Πατάκη» σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Πάντσιου. Αξίζει να το διαβάσετε γιατί περικλείει σκέψεις που ξεκλειδώνουν και ερμηνεύουν κομμάτια των ταινιών του, αναψηλαφεί τις εμμονές ενός δημιουργικού μυαλού, μιλάει για την τέχνη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μιλάει για αγαπημένους σκηνοθέτες, για τεχνικές κινηματογράφησης, για ζωγραφική, για το φως του Λος Αντζελες, για το ημίφως των ταινιών του, μιλάει για τον διαλογισμό και την πνευματικότητα, μιλάει για τον Εαυτό και την Ιδέα που κρύβει ο καθένας μας μέσα του, γιατί μιλάει για ψάρια (αν και προτιμώ το κρέας). Αν θέλετε όμως μια γενική αποτίμηση αυτού του θαυμάσιου βιβλίου, θα χρησιμοποιήσω αυτούσιο το κεφάλαιό του που επεξηγεί τα στοιχεία που λειτουργούν συμβολικά στη σεκάνς του ονείρου στην ταινία Οδός Mulholland. 

ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 

Δεν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται. 

Υ.Γ. 2666 Τιμής ένεκεν στο «Big fish», που επαναπροσδιόρισε την σχέση μου με την συστηματική ανάγνωση την στιγμή που θα μπορούσε κάλλιστα να προκληθεί και ναυάγιο και έκτοτε με συντροφεύει εκείνη η γλυκιά ανάμνηση, χωρίς να θυμάμαι σχεδόν τίποτα από το ίδιο βιβλίο. Σας απέδειξα όμως τι ψάρια πιάνω, πολλά χρόνια μετά! Γιατί δε με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς;

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !