Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Big fish


Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το έλεγα αυτό αλλά είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία αυτοβοήθειας που έχω διαβάσει! Βέβαια το παράδοξο είναι ότι ποτέ δεν διαβάζω βιβλία αυτοβοήθειας, αρά πώς στο καλό προβαίνω σε κριτικές αποτιμήσεις αυτών; Συνήθως τα περισσότερα βιβλία αυτοβοήθειας περιέχουν (ακατανόητες) πρακτικές συμβουλές για αφηρημένες έννοιες. Είναι πιο εύπεπτα για τους αναγνώστες έτσι. Όμως και ένα βιβλίο με τίτλο «Πως να καταπολεμήσετε την δυσκοιλιότητά σας» δεν αποτελεί ένα καθαρόαιμο βιβλίο αυτοβοήθειας; Σαφέστατα θα άφηνε ικανοποιημένους μερικούς ελάχιστους δυσκοίλιους αναγνώστες, αλλά θα απογοήτευε εκείνους τους «δυσκοίλιους» που σχεδόν πάντα παραβλέπουν ότι η λέξη «αυτοβοήθεια» προϋποθέτει σοβαρή ενασχόληση με τον εαυτό σου. Επίσης, οι συγγραφείς που ξέρουν πώς να χέζονται στο χρήμα, έμαθαν ότι εκείνο που ζητά το κοινό είναι πνευματική διάρροια και όχι αναγνωστική δυσκοιλιότητα. Τέλος πάντων, πάρτε ένα κομμάτι μπλε βελούδο να σκουπιστείτε για να πάμε παρακάτω. 

Αγαπώ και θαυμάζω υπερβολικά τον Ντέιβιντς Λυντς και την δημιουργική δουλειά του. Ένας υπερευφυής καλλιτέχνης με έντονη προσωπική σφραγίδα που πάντοτε ψαρεύει τις ιδέες του στα πιο βαθιά νερά της καλλιτεχνικής δεξαμενής. Μα πώς τα καταφέρνει; Με τον διαλογισμό! Γελάτε, σας ακούω, όπως γελούσε και αυτός στην αρχή όταν το άκουσε. Κι, όμως, λειτουργεί! «Οι ιδέες είναι σαν τα ψάρια. Αν θες να πιάσεις μικρά ψάρια ψαρεύεις στα ρηχά. Αλλά, αν θέλεις να πιάσεις μεγάλα ψάρια, πρέπει να πας πιο βαθιά. (…) Κάθε οντότητα πηγάζει από το πιο βαθύ επίπεδο, που η σύγχρονη φυσική ονομάζει Ενοποιημένο Πεδίο. Όσο περισσότερο διευρύνεται η συνείδησή μας – η επίγνωσή μας –, τόσο βαθύτερα προσεγγίζουμε αυτήν την πηγή και τόσο μεγαλύτερα ψάρια μπορούμε να πιάσουμε». 

Το ωραίο σε αυτό το βιβλίο «αυτοβοήθειας» είναι ότι ο Λυντς δεν παρέχει πρακτικές συμβουλές για τον Υπερβατικό Διαλογισμό (ενδεχομένως το κάνει στο ίδρυμά του όπου μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί και προγράμματα Υπερβατικού Διαλογισμού σε σχολεία – μέρος των εσόδων από την πώληση του βιβλίου του θα πάνε για αυτόν τον σκοπό) αλλά δίνει μόνο το γενικό πλαίσιο: όσο πιο συνειδητά ασχολούμαστε με τον Εαυτό μας τόσο πιο εύκολα θα εκπαιδευτούμε να αναγνωρίζουμε και να συλλαμβάνουμε την (όποια) Ιδέα. Όσα γράφει ο Λυντς στο βιβλιαράκι του φαινομενικά μοιάζουν λίγο κοινότοπα – όπως κοινότοπες μοιάζουν αρχικά κάποιες πλοκές των ταινιών του (τουλάχιστον σε μένα)… πριν αρχίσουν να κάνουν την μετάβασή τους σε βαθύτερα επίπεδα συνειδητότητας! Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και εδώ· οι σκέψεις για τον κινηματογράφο, τον διαλογισμό, τη ζωγραφική, τη μουσική, κλπ έχουν κάτι κοινότοπο αλλά πριν καν το αντιληφθείς, διαισθάνεσαι ότι κάτι υπερβατικό ίπταται πάνω τους. Η διαίσθηση – συνένωση της νόησης και του συναισθήματος – είναι πολύ σημαντική έννοια για τον κόσμο του Λυντς. 

[…] «Μερικές φορές κάποιοι λένε ότι δυσκολεύονται να καταλάβουν μια ταινία, αλλά εγώ πιστεύω ότι καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από όσα νομίζουν. Γιατί είμαστε όλοι προικισμένοι με τη διαίσθηση – μας έχει δοθεί το χάρισμα να διαισθανόμαστε πράγματα. (…) Ο κινηματογράφος μοιάζει πολύ με τη μουσική. Μπορεί να είναι κάτι πολύ αφηρημένο, αλλά οι άνθρωποι λαχταρούν να τον κατανοήσουν διανοητικά, να τον εξηγήσουν λεκτικά. Κι όταν δεν μπορούν, νιώθουν απογοήτευση. Μπορούν, ωστόσο, να βρουν κάποια εξήγηση που να πηγάζει από μέσα τους, αν βέβαια αφεθούν σε κάτι τέτοιο. Αν, για παράδειγμα, μιλούσαν σε φίλους, πολύ σύντομα θα άρχιζαν να καταλαβαίνουν πράγματα – τι είναι και τι δεν είναι το κάθε πράγμα. Και, φυσικά, θα συμφωνούσαν ή θα διαφωνούσαν με τους φίλους τους – πώς είναι όμως δυνατόν να συμφωνούν ή να διαφωνούν χωρίς να ξέρουν ήδη; Το περίεργο είναι ότι πράγματι ξέρουν περισσότερα από όσα νομίζουν. Κι αυτά που ξέρουν, όταν τα εκφράσουν, γίνονται πιο ξεκάθαρα. Κι αφού κατανοήσουν κάτι, μπορούν να προσπαθήσουν να το διασαφηνίσουν λίγο παραπάνω συζητώντας πάλι με φίλους. Κι έτσι να οδηγηθούν σε κάποιο συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα αυτό να είναι βάσιμο». 


Η σειρά «Κινηματογραφικές σπουδές» – και γενικότερα, και άλλες ανάλογες σειρές βιβλίων – δεν αρέσουν σε όλους, έχουν να κάνουν κυρίως με τους θαυμαστές των συγκεκριμένων δημιουργών. Επίσης, ποτέ δεν ξέρεις κάτα πόσο δημιουργοί άλλων πεδίων το ’χουν με την συγγραφή, ευελπιστώντας ότι θα βγει ένα κάποιο αξιοπρεπές αναγνωστικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση του Λυντς τα πράγματα κυλούν ομαλά· παρότι παραδέχεται ότι δεν ξέρει πώς να εκφραστεί με λέξεις, καθότι η γλώσσα του είναι ο κινηματογράφος, που προέκυψε από την μόνιμη αγάπη του για την ζωγραφική. Ο Ντέιβιντ Λυντς είναι ένα «αρκουδάκι της αγάπης»! Όσες φορές τον έχω δει να κάνει περάσματα στις ταινίες του μου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου αφελή (με την καλή έννοια), πάντοτε πρόθυμου να αντιμετωπίσει με αγαθή έκπληξη ό,τι του προκύψει, δεκτικός στη καλοσύνη των ανθρώπων, και γεμάτος ιδιότυπο χιούμορ. Ακριβώς το ίδιο μου μετέδωσε και στις γραπτές του σκέψεις. Αν πάλι αναρωτιέστε γιατί οι ταινίες του είναι τόσο αλλόκοτες και σκοτεινές, τα εξηγεί μια χαρά μέσα στο βιβλίο του, βασικά λέει το προφανές ο άνθρωπος… που μας έχουν πρήξει τα ούμπαλα χρόνια τώρα οι δηθενάδες του κόσμου ετούτου… ότι άλλο τέχνη και άλλο γιουβέτσι – νοστιμότατα αμφότερα! 

Η κομψή έκδοση είναι του «Πατάκη» σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Πάντσιου. Αξίζει να το διαβάσετε γιατί περικλείει σκέψεις που ξεκλειδώνουν και ερμηνεύουν κομμάτια των ταινιών του, αναψηλαφεί τις εμμονές ενός δημιουργικού μυαλού, μιλάει για την τέχνη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μιλάει για αγαπημένους σκηνοθέτες, για τεχνικές κινηματογράφησης, για ζωγραφική, για το φως του Λος Αντζελες, για το ημίφως των ταινιών του, μιλάει για τον διαλογισμό και την πνευματικότητα, μιλάει για τον Εαυτό και την Ιδέα που κρύβει ο καθένας μας μέσα του, γιατί μιλάει για ψάρια (αν και προτιμώ το κρέας). Αν θέλετε όμως μια γενική αποτίμηση αυτού του θαυμάσιου βιβλίου, θα χρησιμοποιήσω αυτούσιο το κεφάλαιό του που επεξηγεί τα στοιχεία που λειτουργούν συμβολικά στη σεκάνς του ονείρου στην ταινία Οδός Mulholland. 

ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 

Δεν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται. 

Υ.Γ. 2666 Τιμής ένεκεν στο «Big fish», που επαναπροσδιόρισε την σχέση μου με την συστηματική ανάγνωση την στιγμή που θα μπορούσε κάλλιστα να προκληθεί και ναυάγιο και έκτοτε με συντροφεύει εκείνη η γλυκιά ανάμνηση, χωρίς να θυμάμαι σχεδόν τίποτα από το ίδιο βιβλίο. Σας απέδειξα όμως τι ψάρια πιάνω, πολλά χρόνια μετά! Γιατί δε με θες κυρά μου, επειδή είμαι ψαράς;

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!