Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Mr Twin Peaks

 
Dear Diane, όλοι εδώ γνωρίζουν ότι είμαι ένας αξιόλογος και ικανός κριτικός λογοτεχνίας που εκτιμούν και διαβάζουν ευλαβικά, μάλιστα πολλοί από αυτούς πίνουν δηλητηριασμένο νερό στο όνομά μου, όμως, από την στιγμή που μαθεύτηκε ότι ανέλαβα μια δύσκολη και μυστήρια υπόθεση κινηματογραφικής κριτικής, αμέσως έγιναν σκοτεινοί και απόμακροι, μπαίνεις στα χωράφια μας, λένε τα εύγλωττα νυχτόβια μάτια τους, όμως, Diane, όπως λέει και ο κολασμένος Μπλέηκ, δεν μου μένει άλλο παρά να οδηγήσω το κάρο και το αλέτρι μου πάνω από τα κόκαλα των νεκρών. Δεν θα γίνω μέρος της Μαύρης Στοάς που προσπαθεί να με καταπιεί, ελπίζω δηλαδή. Αντιθέτως, ευχαρίστως θα αφήσω να με καταπιεί η κούπα του ζεστού δυνατού καφέ που ετοιμάζομαι να απολαύσω! Μετά τον πικαρέσκο κόσμο του Σιμπλίκιου, καλώς ήρθατε στον Peakαρέσκο κόσμο του Ντέιβιντ Λυντς! (I'm on) Fire walk with me!

Αυτά σκεφτόμουν λοιπόν συλλογισμένος, ότι αν επιχειρήσω μία ολομέτωπη κινηματογραφική κριτική θα με πάρουν στο ψιλό και δίκιο θα έχουν, ενώ αν έβρισκα ένα βιβλίο πάνω στο οποίο θα μπορούσα να βασίσω την κριτική μου δεν θα μπορούσαν να με πάρουν στο ψιλό – είχα δίκιο; Χαρχαλεύοντας ένα ράφι με άθλιες εκδόσεις, έπεσα σε μία... δωρική έκδοση που απέπνεε φρικτή αποφορά άρλεκιν, εκτός από την αναμενόμενη αποφορά πτώματος του εξωφύλλου. Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό το πτώμα! Ω Θεέ, η Λόρα Πάλμερ, και αυτό είναι το κρυφό ημερολόγιό της. Όχι πλέον, χεχε! Αγαπημένο μου Ημερολόγιο, με έσωσες από την ατίμωση! Τώρα μπορώ να πω ό,τι μπαρούφα κατεβάσει το μυαλό μου, προφασιζόμενος ότι έχει σχέση με το βιβλίο – ό,τι δηλαδή κάνουν και πολλοί άλλοι από τους επονομαζόμενους «κριτικούς». 
 
[...] Είμαι παγιδευμένη σ' ένα κομμάτι του εαυτού μου, που μισώ. Ένα σκληρό, αρσενικό κομμάτι του εαυτού μου, που βγήκε στην επιφάνεια να πολεμήσει – αφού βγήκαν από μέσα μου μικρές αναμνήσεις και ουλές, τόσο αιφνιδιαστικά που βάζουν σε σκέψεις και τρομάζουν. Να πολεμήσω για να σώσω τη Λόρα όπως ήταν κάποτε. Αυτή τη Λόρα που όλοι νομίζουν πως είναι ακόμα εδώ. Εγώ μ' ένα καλοκαιρινό φουστάνι, με τα μαλλιά στον άνεμο κι ένα χαμόγελο χαραγμένο στα μάγουλά μου από τον τρελό φόβο πως ένας άντρας μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή απόψε και να προσπαθήσει να με σκοτώσει.

Όσοι δεν έχουν δει την σειρά να πω εν τάχει ότι η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την δολοφονία της νεαρής μαθήτριας Λόρα Πάλμερ (ηρεμήστε, είναι η ενακτήρια σκηνή της σειράς) και την αναστάτωση που προκαλεί σε μία φιλήσυχη δασική περιοχή, το Τουίν Πικς. Αυτό είναι το πρώτο λογικό επίπεδο από τα δε ξέρω και γω πόσα επίπεδα της σειράς. Ο πρώτος κύκλος (7 επεισόδια) και ο δεύτερος (22 επεισόδια) γυρίστηκαν την περίοδο 1990-1991 ενώ ο τρίτος (18 επεισόδια) γυρίστηκε 25 χρόνια αργότερα, δηλαδή στις αρχές του χρόνου. Θεωρώ την πρώτη και την δεύτερη σεζόν ως ένα ενιαίο κομμάτι (που θα αποκαλώ εφεξής, δεύτερη σεζόν), καθότι αποτελεί το μερικώς ορθολογικό μέρος της σειράς, σε σύγκριση με την τρίτη που είναι πέρα από κάθε λογική, και γι' αυτό της έχουμε παράλογη αγάπη. «Το Κρυφό Ημερολόγιο της Λόρα Πάλμερ» γράφτηκε κατά την διάρκεια της επιτυχημένης δεύτερης σεζόν με σκοπό να «εξαργυρώσει» τη φήμη της σειράς και να ευχαριστήσει τους φανατικούς θαυμαστές της. Είναι γραμμένο από την Τζένιφερ Λυντς, κόρη του Ντέιβιντ Λυντς (σόι πάει το βασίλειο) και διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, ξέχωρα από την μυθολογία της σειράς. Θα φανεί κάπως αλλόκοτο σε όσους δεν γνωρίζουν αρκετά για την σειρά (όχι γιατί δεν ξέρουν τα ονόματα των χαρακτήρων, δεν έχει να κάνει καθόλου μ' αυτό) όμως δεν στερεί κάτι από την αξία του. Με κάποιον τρόπο, φέρνει στο μυαλό ένα μέρος από την νοσηρότητα της «Κασσάνδρας και του λύκου» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Απλώς η άρλεκιν αισθητική της έκδοσης το υποτίμησε βαθύτατα – σου λέει, ημερολόγιο γυναίκας είναι, αυτή είναι η θέση του. 
 
Αν γραφόταν ποτέ ο «Αλλόκοτος αμερικανισμός», σίγουρα ο Ντέιβιντ Λυντς θα έπρεπε να είχε μια θέση εκεί μέσα. Το αλλόκοτο μπορεί να αγγίξει την τελειότητα; Οι περισσότεροι θα πουν όχι, είναι εξ ορισμού ανεπεξέργαστο, τυχαίο, γι' αυτό και αλλόκοτο, ό,τι λάχει, η μπασιά του θολού μυαλού μας. Ε λοιπόν, όχι. Το αλλόκοτο μπορεί να είναι τέλειο! Και με ανάλογο τρόπο, το τέλειο μπορεί να είναι αλλόκοτο! Αυτό είναι το Τουίν Πικς. Κάτι αντίστοιχο αναζητώ ενίοτε και στην λογοτεχνία, έναν άνθρωπο που να με πείθει πως ό,τι παλαβό κατεβάζει το κεφάλι του, μπορεί να το μετατρέψει σε γοητευτικό και τέλειο κατασκεύασμα, και δεν θα πρωτοτυπήσω εδώ, ο πρώτος συγγραφέας που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Πύντσον. Δεν ξέρω αν ο σκηνοθέτης αγαπά τον συγγραφέα, και το αντίστροφο, αλλά θα ήθελα να ισχύει. Οι πρωτότυπες γραφές των ονομάτων τους φανερώνουν μια ισχνή αλλά επαρκή σύνδεση: Lynch/Pynchon! Βέβαια πριν τρέξετε να δείτε την σειρά ευχαριστώντας με, καλό θα ήταν να διαβάσετε πρώτα σχετικά με τον Λυντς και τις δημιουργίες του. Πρώτη δική του ταινία που είχα δει, ήταν η πρώτη δική του, το «Eraserhead», όπου με δεδομένες τις κινηματογραφικές αντοχές που είχα τότε απορώ και γω πώς την είδα ως το τέλος, και το πιο αλλόκοτο είναι ότι έως σήμερα την κλωθογυρίζω με ένα θετικό συναίσθημα στην μνήμη μου. Αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Ακολούθησαν τα «Blue Velvet» και «Mulholland Drive» από τις οποίες, δυστυχώς, δεν θυμάμαι πολλά – αυτό, τελικά, ίσως να είναι τυχαίο! Το σίγουρο είναι ότι θα επανακαθορίσω την σχέση μου μαζί του.

Η δεύτερη σεζόν λοιπόν μας γνωρίζει μία πληθώρα αλλόκοτων χαρακτήρων που ζουν στο Τουίν Πικς· η τέχνη του Λυντς τους κάνει να φαίνονται αλλόκοτοι, ενώ παράλληλα ο θεατής σταδιακά αντιλαμβάνεται ότι τελικά δεν είναι τόσο αλλόκοτοι όσο μας φάνηκαν στην αρχή. Δενόμαστε με κάθε χαρακτήρα (ο πλέον αγαπημένος μου είναι η Λούσυ, η τηλεφωνήτρια του αστυνομικού τμήματος!) και καθώς προσπαθούμε να λύσουμε το μυστήριο της δολοφονίας, πέφτουμε και οι ίδιοι θύματα ενός δεύτερου μυστηρίου, του επιθετικού και διαβρωτικού μυστηρίου της μέθεξης, της ολοκληρωτικής μας ένωσης και ταύτισης με ένα έργο τέχνης που καταφέρνει να υπερβαίνει και να αποσιωπά τις κατασκευαστικές δομές των τεχνικών μερών του. Και σε μια καχύποπτη κλειστή κοινωνία που ερευνάται σύσσωμη για τα «κίνητρα» του φόνου της Λόρα, θα περίμενες να λείπει και το χιούμορ, αλλά όχι, δεν λείπει. Βέβαια, πολλοί που έχουν δει ταινίες του Λυντς, λένε ότι είναι για γέλια – δεν ασχολούμαστε μ' αυτούς όμως. Δεν λείπει το χιούμορ γιατί οι δημιουργοί της σειράς το επιστρατεύουν με κάθε αφορμή. Χιούμορ δεν είναι οι χαζοατάκες και οι στημένες φαρσοειδείς καταστάσεις με τις οποίες είναι γεμάτα πάμπολλα κινηματογραφικά και λογοτεχνικά έργα που περνιούνται, και καλά, για αστεία. Το χιούμορ βρίσκει δεκάδες διόδους για να εισχωρήσει στους δεκτικούς θεατές – μόνο δεκτικοί θα απολαύσουν το σινεμά του Λυντς, οι δηκτικοί να πάτε αλλού! Είναι μια καλή στιγμή, νομίζω, όσοι θέλετε, να σταματήσετε την σειρά σ' αυτό το σημείο. Η ιστορία φαίνεται να έχει ως έναν βαθμό ολοκληρωθεί, κάποιου είδους λύτρωση έχει βιωθεί από το κοινό, και γενικά την ευχαριστηθήκαμε αρκετά. Τι; Θέλετε να συνεχίσετε; Προχωράτε με δική σας ευθύνη. 
 

[...] Ονειρεύομαι πως πετάω καμιά φορά. Άραγε τα πουλιά ονειρεύονται πως πάνε στο σχολείο ή στη δουλειά καμιά φορά; Πως φοράνε κοστούμια και φουστάνια αντί για τα φτερά που ονειρευόμαστε εμείς; 
 
Η τρίτη σεζόν δίνει σχήμα στα όνειρά μας. Κυριολεκτικά. Αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύεται, ότι τα όνειρα έχουν θετικό φορτίο (ακόμα και η χρήση της λέξης «όνειρο»), «αυτό που ζω είναι σαν όνειρο!», «αυτό που τρώω είναι όνειρο!», κλπ, τα όνειρά μας έχουν παράξενα σχήματα, απόκοσμη αισθητική, αποτρόπαια όντα και μη όντα, βραδύγλωσσους διαλόγους, δυσάρεστη και ενοχλητική παρουσία. Με δυο λόγια, είναι αλλόκοτα. Ή τουλάχιστον έτσι τα ονειρεύεται και μας τα παρουσιάζει ο Ντέιβιντ Λυντς! Η πλοκή της σειράς ακολουθεί τις δικές της διαδρομές (άλλες διαστάσεις, υπερπέραν, κλπ) αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: αρχιτεκτονική ονείρων! Τα σπουδαία έργα τέχνης επιδέχονται πολλές ερμηνείες, αυτή είναι η μαγεία τους – βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως οτιδήποτε παλαβό έχει ο καθένας στο κεφάλι του πρέπει να το μπάζει στο έργο του, γιατί στο τέλος το έργο του θα μπάζει από παντού. Για παράδειγμα, όταν ο Ντάγκι χάνει την «πραγματική του ζωή» (θα το αφήσω έτσι ασαφές για να μην κάνω σπόιλερ και σας το χαλάσω) και αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν «λοβοτομημένος», με τους οικείους τους να προσπαθούν να τον κινητοποιήσουν για να σηκωθεί, να βγει από το αυτοκίνητο, ή να πάει μέχρι το γραφείο του, ο Λυντς μοιάζει να κάνει κοινωνική κριτική για αυτούς τους απαθείς ανθρώπους που δεν είναι ευχαριστημένοι με την μικροαστική ζωή τους και την συνεχίζουν από συνήθεια, με τον λιγότερο αριθμό κινήσεων και λόγων. Αυτή όμως είναι μια δική μου ερμηνεία. Εντελώς άσχετη με την πλοκή της σειράς και ενδεχομένως με την «κρυφή» σκέψη του Λυντς. Το σημαντικό είναι ότι η σειρά, με τον τρόπο που δομείται, σου δίνει την ευκαιρία να βασίσεις πάνω της αυτή σου την ερμηνεία (και πολλές άλλες).
 
Αυτό που κάνει ακόμα πιο μυθική την σειρά είναι ότι 25 χρόνια μετά το τέλος της δεύτερης σεζόν, επανέρχονται σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί που αγαπήσαμε (όσοι τέλος πάντων δέχτηκαν να επιστρέψουν ή κάποιοι άλλοι που πέθαναν και δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν!). Ηθοποιοί όπου η πλειονότητά τους δεν είχε κινηματογραφική τριβή στο ενδιάμεσο, έτσι ώστε έκαναν ακόμα πιο συγκινητική την θέαση – μια χαρμολύπη σε έπιανε κάθε φορά που αναγνώριζες ένα πρόσωπο. Οι ηθοποιοί μεγάλωσαν μαζί με τη σειρά, χωρίς να χρησιμοποιηθούν τεχνητά μέσα γήρανσης, και αυτό, πέρα από πρωτότυπο, δίνει στην σειρά και ένα τόνο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. 
 
Τόνο δίνουν, επίσης, οι μουσικές και οι ήχοι. Ο Ντέιβιντ Λυντς επιλέγει μόνος του τις μουσικές των έργων του – κάτι σαν τον Παπακαλιάτη ένα πράγμα, αλλά στο πολύ πιο ταλαντούχο! Εκπληκτικά τραγούδια που δένουν απόλυτα με τις σκηνές, και ακόμα πιο εκπληκτικές διασκευές όπως αυτή του «American woman» των Muddy Magnolias που λέγεται ότι ο Λυντς μείωσε στο μισό την ταχύτητα του τραγουδιού διπλασιάζοντας έτσι την διάρκειά του. Δεν ξέρω πολλά από μουσική για να ξέρω αν έκανε και άλλες τροποποιήσεις, όμως, αν το μόνο που πείραξε είναι η ταχύτητα του τραγουδιού, τότε μιλάμε για τρελή έμπνευση, ώστε να καταφέρει να δώσει αυτήν την αριστουργηματική διασκευή! Και κάποιες φορές, πρέπει και η έμπνευση να εκτιμάται στην τέχνη, δεν είναι τελείως του πεταματού. Εκεί που είναι αληθινός μάστορας είναι στην χρήση των ήχων, κάθε λογής ηχητικά αποσπάσματα με σκοπό να υποβάλουν στους θεατές τα πιο έντονα συναισθήματα. Ήχος διάρκειας δυο δευτερολέπτων μετατρέπει μία αγχολυτική θέαση σε έναν τρομώδη σπασμό, και το αντίστροφο. Σε μια, πράγματι, αδύναμη μεταφορά από μέρους μου... σ' όλα τα «Μ' ακούς» από το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, ο Λυντς θα έβαζε ήχους, ποίηση! 
 

Όσοι πάλι, εντελώς αψυχολόγητα, αρνηθείτε ή βαρεθείτε να δείτε ολόκληρη την σειρά, τότε να δείτε την ταινία που συμπυκνώνει αρκετά καλά όλη την σειρά, και μάλιστα περιέχει κομμάτια που αναλύονται πιο εκτεταμένα στην τρίτη σεζόν, πράγμα που φανερώνει ότι οι δημιουργοί της σκέφτονταν από τότε την συνέχεια της σειράς, όμως κάποια κωλύματα δεν άφησαν το σχέδιο να ευοδωθεί. Η γνώμη μου είναι ότι η καθυστέρηση της σειράς και η επακόλουθη ωρίμανση των ηθοποιών, φυσική και καλλιτεχνική, έδωσε μία πιο υποβλητική και μυθική πνοή, όπως τα αναφέρω και πιο πάνω. Επίσης, στην ταινία μαθαίνουμε από πρώτο χέρι πολλά από τα μυστικά της Λόρα Πάλμερ, καθότι εκεί ζει, σε αντίθεση με την σειρά που ξεκινά με το πτώμα της που το ξεβράζει η θάλασσα, και έτσι οι όποιες πληροφορίες έφταναν ως εμάς ήταν από δευτερογενείς πηγές. Δηλαδή, η ταινία είναι πρίκουελ και σίκουελ μαζί, πόση πρωτοτυπία να αντέξω πια ο θεατής! Διαβάζοντας το βιβλίο διαπίστωσα ότι λειτουργεί συμπληρωματικά σε αυτό που θα λέγαμε «Μύθος του Τουίν Πικς», χωρίς όμως να χάνει και την αυτονομία του. Κάθε τι σχετικό με το Τουίν Πικς ενισχύει πολυεπίπεδα τον μύθο αλλά παράλληλα αποτελεί και αξιόλογη καλλιτεχνική μονάδα. Μακάρι να μεταφράζονταν στα ελληνικά τα βιβλία του Τουίν Πικς (τουλάχιστον όσα γράφτηκαν από τις ιθύνουσες διάνοιες και όχι διάφορα άλλα που ενδεχομένως καπηλεύτηκαν τον μύθο) αλλά το βλέπω πολύ χλωμό. 
 

Για καμία ταινία ή σειρά, ποτέ και πουθενά, δεν ένιωσα την παραμικρή επιθυμία να αποκτήσω κάποιο αναμνηστικό, φιγούρες ηρώων, αφίσες, συλλεκτικά μικροαντικείμενα, memorabilia ντε. Και ξαφνικά, θέλω να τα αποκτήσω όλα! Δέχομαι προσφορές, ό,τι και αν είναι, αρκεί να σχετίζεται με το Τουίν Πικς, ακόμα και καραμέλες (ας είναι και από αγνώστους, θα τις πάρω)! Εν τέλει, πρόκειται για μία αριστουργηματική σειρά που διδάσκει Τέχνη, ασχέτως αν πολλοί θεατές την βρίσκουν ανυπόφορη και ακατανόητη. Το πρόβλημα το έχουν οι θεατές. Γνώμη μου.

Αυτές τις μέρες σκέφτομαι το Θάνατο, σαν σύντροφο που λαχταρώ να συναντήσω.
Αντίο, Λόρα
 

Σχόλια

  1. Ντέιβιντ Λιντς: Ο γητευτής των ονείρων
    Καλώς ήρθατε στο μοναδικό κινηματογραφικό σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς! Η βία, η εξωτερική δυσμορφία των χαρακτήρων καθώς και η παρατήρηση των κρυφών επιθυμιών των ηρώων του σκηνοθέτη, συνυπάρχουν συχνά πυκνά στις ταινίες του. Ο ίδιος, αναφέρει χαρακτηριστικά:

    «Ως παιδί, μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον με κομψά σπίτια, κατάφυτους δρόμους, μπλε ουρανούς, ξύλινους φράχτες, πράσινο γρασίδι και κερασιές. Όπως ακριβώς, δηλαδή, φαντάζεται κάποιος την μεσοαστική Αμερική. Αλλά οι κερασιές εκκρίνουν ένα πηχτό υγρό, το οποίο προσελκύει μαύρα, κίτρινα και ορισμένα κόκκινα μυρμήγκια γύρω του. Έτσι ανακάλυψα ότι, αν κανείς κοιτάξει λίγο πιο προσεχτικά αυτόν τον όμορφο κόσμο, θα βρει πάντα από κάτω κόκκινα μυρμήγκια. Επειδή μεγάλωσα σ' έναν όμορφο κόσμο, οτιδήποτε άλλο ήταν μία αντίθεση...»

    Γιώργος Ρούσσος

    ΥΓ. Συμφωνώ μαζί σας γενικώς. Και ειδικώς στο εξής:
    "Με κάποιον τρόπο, φέρνει στο μυαλό ένα μέρος από την νοσηρότητα της «Κασσάνδρας και του λύκου» της Μαργαρίτας Καραπάνου."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι υπέροχος! Τώρα νομίζω είμαι κινηματογραφικά ωριμότερος για να εκτιμήσω την αξία του. Τι ωραίο αυτό που παραθέτετε; Από πού είναι παρμένο, βιβλίο; Αυτό το παράθεμα ξεδιαλύνει και ένα μέρος της τρίτης σεζόν (το αναφέρω βιαστικά στην ανάρτηση) όπου φαίνεται όλη αυτή η αποστειρωμένη μεσοαστική τάξη της Αμερικής μεν, διάτρητη από στρατιές κόκκινων μυρμηγκιών δε!

      «Το κρυφό ημερολόγιο της Λόρα Πάλμερ» είναι δυνατό βιβλίο. Παρόλο που ξέρεις πολλά για την όλη ιστορία, χωνεύεται πολύ δύσκολα καθώς το διαβάζεις.

      Υ.Γ. Εννοείται ότι κάποια στιγμή θα αγοράσω και το δοκίμιο του ίδιου του Λυντς: «Κυνηγώντας το μεγάλο ψάρι». Θα κάνω καλή ψαριά :p

      Διαγραφή
  2. Ολόκληρο το όντως ενδιαφέρον άρθρο:
    http://tvxs.gr/news/sinema/nteibint-lints-o-giteytis-ton-oneiron

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Διάβασα το βιβλίο στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών, με είχε συγκλονίσει από την αρχή έως το τέλος Αφού το διάβασα 6 7 φορές το επέστρεψα στον κάτοχο του, έφτασα 22 χρόνων και το έψαχνα παντού σαν τρελή γιατί ήθελα να το ξαναδιαβάσω,μάταια όμως ,εν τέλη το βρήκα σε ένα παλαιοπωλειο. Μέχρι την σημερινή μέρα είχα την ψευδαίσθηση ότι ήταν πραγματικό ημερολόγιο. Μπορώ να πω ότι ένας όλοκρηρο κόσμος καταστράφηκε μπροστά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ σας κατέστρεψα αυτόν τον κόσμο; Ζητώ συγγνώμη :(

      Να ξέρετε όμως ότι αυτό το ημερολόγιο (με λίγες μικροαλλαγές) θα μπορούσε να είναι ένα... πραγματικό ημερολόγιο για πολλές Λόρες ετούτου του κόσμου!

      Αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Χτίζει κόσμους εμπρός μας και αν αυτοί τύχει και γκρεμιστούν, μπορεί άνετα να τους ξαναχτίσει. Ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Συγγνώμη που το είδα καθυστερημένα.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !