Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δεν τρώγεται


Ας γράψω και γω την κριτική μου για την «Χορτοφάγο» για να φάμε τις σάρκες μας καλοκαιριάτικα, όλο χορτοφαγικές και άνοστες κριτικές, δεν μπορούν να θρέψουν το μίσος σας! Όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα χορτοφαγικά μενού, πληρώνεις πολλά, τρως λίγο, απολαμβάνεις λιγότερο· και ως προς αυτό, το βιβλίο της Χαν Γκανγκ τήρησε όλα τα προβλεπόμενα και αναμενόμενα (ημι)μέτρα. Φάγαμε πίκρα, δηλαδή. «Οι μόνες φορές που ο πόνος σταματάει σαν από θαύμα είναι οι στιγμές μετά από ένα γέλιο» – εφόσον οι στιγμές γέλιου είναι ανύπαρκτες στο βιβλίο, η ανάγνωσή του αποδείχθηκε ένα συνεχές μαρτύριο. Το αν πήρε βραβείο Μπούκερ ή αστέρι Μισελέν με αφήνει παντελώς αδιάφορο – σαν φαγητό χωρίς μουστάρδα!

Το βιβλίο διαφημίζεται ως μυθιστόρημα αλλά μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω. Πρόκειται για τρεις ξεχωριστές ιστορίες με ισχνή σύνδεση μεταξύ τους παρά τις αντιρρήσεις που κάποιοι ίσως να έχετε επ' αυτού – εξάλλου, κάθε ιστορία, ανακυκλώνει με βαρετό τρόπο όσα έγιναν στην προηγούμενη... μέγα λάθος που οι σχολές δημιουργικής γραφής σε μαθαίνουν πώς να αποφεύγεις ήδη από το πρώτο εξάμηνο! Το εύρημα της συγγραφέως να βάζει την ηρωίδα να γίνεται χορτοφάγος έπειτα από ένα αλλόκοτο και σκοτεινό όνειρο που είδε και η σύγκρουση που ακολουθεί με το συγγενικό της περιβάλλον, είναι πολύ καλό, αλλά ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα στα χέρια της, ήδη από τα μισά της ομώνυμης πρώτης ιστορίας. (...) «Δεν μπορούσε να της συγχωρήσει την ανευθυνότητά της, που ξεπέρασε τα όρια αφήνοντας την ίδια μόνη μέσα στο χάος». Όση απόλαυση άντλησα από την ανάγνωση του βιβλίου προερχόταν από εκεί, από την σκέψη ότι αν κάποτε ένας άνθρωπος αποφασίσει να διαθέσει τον εαυτό του όπως αυτός νομίζει, θα έρθει σε αμετάκλητη σύγκρουση με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και το εύρημα της χορτοφαγίας έμοιαζε ιδανικό για να ενισχύσει αυτόν τον συλλογισμό – επίσης, οι γκροτέσκες σκηνές με τους συγγενείς που προσπαθούν να μεταπείσουν την ηρωίδα, γραμμένες από ένα πιο σίγουρο χέρι, θα μπορούσαν να δώσουν μια ιδιαίτερη λάμψη σε αυτή την πολυδιαφημισμένη σκοτεινιά και βιαιότητα του συνόλου, που εγώ προσωπικά, αμυδρά ένιωσα να κρύβεται σε κάποια ελάχιστα σημεία. Παραείμαι φωτεινός άνθρωπος, γι' αυτό!

[...] «Το μόνο πράγμα που εμπιστεύομαι είναι το στήθος μου. Μου αρέσει το στήθος μου. Επειδή το στήθος μου δεν μπορεί να σκοτώσει τίποτα. Τα χέρια, τα πόδια, τα δόντια και η κοφτερή γλώσσα, ακόμα και το βλέμμα, είναι όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα. Αλλά το στήθος ποτέ. Όσο έχω το στρογγυλό στήθος μου θα είμαι εντάξει. Ναι, είμαι εντάξει μέχρι τώρα. Τότε γιατί το στήθος μου χάνει το σχήμα του και μαραίνεται; Δεν είναι στρογγυλό πια. Γιατί; Γιατί συνέχεια χάνω βάρος; Τι πράγμα θέλει να τρυπήσει κι ολόκληρο το σώμα μου γίνεται τόσο κοφτερό;»
 


Ενώ το ξεκινάει καλά... μετά γίνεται νιανιά... γιατί; Τα υπόλοιπα μέρη είναι κυρίως μια επίδειξη απιθανοτήτων και αδυνατοτήτων. Η συγγραφέας προσπαθεί να υπηρετήσει την weird λογοτεχνία αλλά κατά την γνώμη μου δεν τα καταφέρνει καλά. Ένιωθα διαρκώς ότι υπήρχαν αφηγηματικές ασυνέχειες που παρέσυραν και την σύνταξη και κάτα διαστήματα και την ίδια την μετάφραση. Στα επίσης weird σχόλια που ακολουθούν το βιβλίο, η συγγραφέας μεταξύ άλλων μας λέει ότι τις δύο πρώτες ιστορίες τις έγραψε με το χέρι επειδή πονούσαν οι αρθρώσεις της και την τρίτη μετά από καιρό με πληκτρολόγιο – λες και την ρωτήσαμε, ξέρω γω! – και διατείνεται ότι οι τρεις φαινομενικά ξέχωρες ιστορίες όταν διαβαστούν μαζί θα πουν αυτό που πραγματικά ήθελε να πει· το 'πες και ξελάφρωσες κοπελιά, αυτό μετράει, μην ακούς εμάς, δεν καταλαβαίνουμε! Το βιβλίο είναι από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο. Η μετάφραση από τα κορεάτικα είναι της Αμαλίας Τζιώτη και πιθανολογώ ότι είναι αρκετά καλή αν και ομολογώ ότι αυτή η ψευδαίσθηση της ασυνέχειας που ένιωθα, με ενόχλησε σε κάποια σημεία. Να πω και κάτι σημαντικό, το βιβλίο (έτυχε και) δεν το πλήρωσα από την τσέπη μου και έτσι η αρνητική κριτική μου αναχαιτίστηκε αρκετά από το γεμάτο πορτοφόλι μου. Ωστόσο, ένιωσα κάπως και εγώ αυτό που νιώθετε πολλοί κριτικοί και μπλόγκερ που σας στέλνουν σωρηδόν και δωρέαν τα βιβλία τους οι εκδοτικοί: πόσο ανακουφιστικό είναι να γράφεις για βιβλία – ειδικά γι' αυτά που δεν σου άρεσαν, φροντίζοντας πάντα να καμουφλάρεις εντέχνως την δυσαρέσκειά σου, επαγγελματίες είμαστε στην τελική! – ενώ δεν τα έχεις πληρώσει. Κάποια στιγμή στο μέλλον, εύχομαι να γίνω σαν και εσάς!

[...] «Τελικά δεν ήταν αυτό περίμενε. Ανοίγοντας δρόμο στο κατάμεστο φουαγέ και αποφεύγοντας τα εκθαμβωτικά και εξωστρεφή άτομα του χορευτικού κύκλου βγήκε προς την έξοδο που οδηγούσε στον σταθμό του μετρό. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε ούτε στην ηλεκτρονική μουσική που μέχρι πριν από λίγα λεπτά πλημμύριζε το θέατρο, ούτε στα φανταχτερά κοστούμια, ούτε στην υπερβολική έκθεση του γυμνού και τις σεξουαλικά τολμηρές κινήσεις του σώματος. Αυτό που έψαχνε ήταν πιο σιωπηλό, πιο κρυφό, πιο ελκυστικό, πιο βαθύ». 
 
 
Δε ξέρω τι ήθελε να πετύχει η Κορεάτισα μέσα από αυτό το αλλόκοτο βιβλίο αλλά ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τα έχει πει πολύ καλύτερα εδώ και δεκαετίες. Να 'ναι καλά η γυναίκα, να φάει το βραβείο σε πιτόγυρα, αλλά εμένα δεν με κέρδισε.

Σχόλια

  1. Είσαι απαίσιος και κακός κτλ κτλ αλλά να ξέρεις ότι πολλούς δεν έπεισε η Χαν ,ούτε εμένα (σημ.την αγόρασα την "Χορτοφάγο").Ως ιδέα είναι καλή η όλη σύλληψη ,απ΄αυτές που προκαλούν συζητήσεις(αυτό κακό δεν είναι).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου Βιβή,

      ναι το διάβασα ότι και σένα δεν σε ενθουσίασε (και δικαίως, αν θες την γνώμη μου!). Και εγώ κατά καιρούς έχω μερικές θαυμάσιες μαγειρικές ιδέες αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν τρώγεται ούτε καν από εμένα τον πεινασμένο. Μου έκανε εντύπωση που είδα σχόλιο για αυτό το βιβλίο, το είχα αφήσει πίσω στα βάθη των αιώνων :p

      Καλά να 'μαστε Βιβή να δούμε ποια θα είναι η επόμενη πατάτα που θα μας τύχει -- χορτοφαγική ευχή, δεν έχεις παράπονο!

      Διαγραφή
  2. Εμένα ήταν πρόσφατη η (ελαφριά,ευτυχὠς) βαρυστομαχιά.Έβλεπα κριτικές για το "Καφενείο των Τρελών", που θέλω να το διαβάσω, και βλέποντας την κριτική σου γι΄αυτό έπεσα και στη "Χορτοφάγο" που την είχα φρέσκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το Καφενείο των Τρελών να το διαβάσεις με τα χίλια. Αυτό μάλιστα. Σε χορταίνει με κάθε μια λεκτική μπουκίτσα, όχι σαν κάτι άλλες άνοστες σαλάτες ;)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!