Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δεν τρώγεται


Ας γράψω και γω την κριτική μου για την «Χορτοφάγο» για να φάμε τις σάρκες μας καλοκαιριάτικα, όλο χορτοφαγικές και άνοστες κριτικές, δεν μπορούν να θρέψουν το μίσος σας! Όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα χορτοφαγικά μενού, πληρώνεις πολλά, τρως λίγο, απολαμβάνεις λιγότερο· και ως προς αυτό, το βιβλίο της Χαν Γκανγκ τήρησε όλα τα προβλεπόμενα και αναμενόμενα (ημι)μέτρα. Φάγαμε πίκρα, δηλαδή. «Οι μόνες φορές που ο πόνος σταματάει σαν από θαύμα είναι οι στιγμές μετά από ένα γέλιο» – εφόσον οι στιγμές γέλιου είναι ανύπαρκτες στο βιβλίο, η ανάγνωσή του αποδείχθηκε ένα συνεχές μαρτύριο. Το αν πήρε βραβείο Μπούκερ ή αστέρι Μισελέν με αφήνει παντελώς αδιάφορο – σαν φαγητό χωρίς μουστάρδα!

Το βιβλίο διαφημίζεται ως μυθιστόρημα αλλά μεταξύ μας δεν το πολυπιστεύω. Πρόκειται για τρεις ξεχωριστές ιστορίες με ισχνή σύνδεση μεταξύ τους παρά τις αντιρρήσεις που κάποιοι ίσως να έχετε επ' αυτού – εξάλλου, κάθε ιστορία, ανακυκλώνει με βαρετό τρόπο όσα έγιναν στην προηγούμενη... μέγα λάθος που οι σχολές δημιουργικής γραφής σε μαθαίνουν πώς να αποφεύγεις ήδη από το πρώτο εξάμηνο! Το εύρημα της συγγραφέως να βάζει την ηρωίδα να γίνεται χορτοφάγος έπειτα από ένα αλλόκοτο και σκοτεινό όνειρο που είδε και η σύγκρουση που ακολουθεί με το συγγενικό της περιβάλλον, είναι πολύ καλό, αλλά ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα στα χέρια της, ήδη από τα μισά της ομώνυμης πρώτης ιστορίας. (...) «Δεν μπορούσε να της συγχωρήσει την ανευθυνότητά της, που ξεπέρασε τα όρια αφήνοντας την ίδια μόνη μέσα στο χάος». Όση απόλαυση άντλησα από την ανάγνωση του βιβλίου προερχόταν από εκεί, από την σκέψη ότι αν κάποτε ένας άνθρωπος αποφασίσει να διαθέσει τον εαυτό του όπως αυτός νομίζει, θα έρθει σε αμετάκλητη σύγκρουση με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και το εύρημα της χορτοφαγίας έμοιαζε ιδανικό για να ενισχύσει αυτόν τον συλλογισμό – επίσης, οι γκροτέσκες σκηνές με τους συγγενείς που προσπαθούν να μεταπείσουν την ηρωίδα, γραμμένες από ένα πιο σίγουρο χέρι, θα μπορούσαν να δώσουν μια ιδιαίτερη λάμψη σε αυτή την πολυδιαφημισμένη σκοτεινιά και βιαιότητα του συνόλου, που εγώ προσωπικά, αμυδρά ένιωσα να κρύβεται σε κάποια ελάχιστα σημεία. Παραείμαι φωτεινός άνθρωπος, γι' αυτό!

[...] «Το μόνο πράγμα που εμπιστεύομαι είναι το στήθος μου. Μου αρέσει το στήθος μου. Επειδή το στήθος μου δεν μπορεί να σκοτώσει τίποτα. Τα χέρια, τα πόδια, τα δόντια και η κοφτερή γλώσσα, ακόμα και το βλέμμα, είναι όπλα που μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα. Αλλά το στήθος ποτέ. Όσο έχω το στρογγυλό στήθος μου θα είμαι εντάξει. Ναι, είμαι εντάξει μέχρι τώρα. Τότε γιατί το στήθος μου χάνει το σχήμα του και μαραίνεται; Δεν είναι στρογγυλό πια. Γιατί; Γιατί συνέχεια χάνω βάρος; Τι πράγμα θέλει να τρυπήσει κι ολόκληρο το σώμα μου γίνεται τόσο κοφτερό;»
 


Ενώ το ξεκινάει καλά... μετά γίνεται νιανιά... γιατί; Τα υπόλοιπα μέρη είναι κυρίως μια επίδειξη απιθανοτήτων και αδυνατοτήτων. Η συγγραφέας προσπαθεί να υπηρετήσει την weird λογοτεχνία αλλά κατά την γνώμη μου δεν τα καταφέρνει καλά. Ένιωθα διαρκώς ότι υπήρχαν αφηγηματικές ασυνέχειες που παρέσυραν και την σύνταξη και κάτα διαστήματα και την ίδια την μετάφραση. Στα επίσης weird σχόλια που ακολουθούν το βιβλίο, η συγγραφέας μεταξύ άλλων μας λέει ότι τις δύο πρώτες ιστορίες τις έγραψε με το χέρι επειδή πονούσαν οι αρθρώσεις της και την τρίτη μετά από καιρό με πληκτρολόγιο – λες και την ρωτήσαμε, ξέρω γω! – και διατείνεται ότι οι τρεις φαινομενικά ξέχωρες ιστορίες όταν διαβαστούν μαζί θα πουν αυτό που πραγματικά ήθελε να πει· το 'πες και ξελάφρωσες κοπελιά, αυτό μετράει, μην ακούς εμάς, δεν καταλαβαίνουμε! Το βιβλίο είναι από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο. Η μετάφραση από τα κορεάτικα είναι της Αμαλίας Τζιώτη και πιθανολογώ ότι είναι αρκετά καλή αν και ομολογώ ότι αυτή η ψευδαίσθηση της ασυνέχειας που ένιωθα, με ενόχλησε σε κάποια σημεία. Να πω και κάτι σημαντικό, το βιβλίο (έτυχε και) δεν το πλήρωσα από την τσέπη μου και έτσι η αρνητική κριτική μου αναχαιτίστηκε αρκετά από το γεμάτο πορτοφόλι μου. Ωστόσο, ένιωσα κάπως και εγώ αυτό που νιώθετε πολλοί κριτικοί και μπλόγκερ που σας στέλνουν σωρηδόν και δωρέαν τα βιβλία τους οι εκδοτικοί: πόσο ανακουφιστικό είναι να γράφεις για βιβλία – ειδικά γι' αυτά που δεν σου άρεσαν, φροντίζοντας πάντα να καμουφλάρεις εντέχνως την δυσαρέσκειά σου, επαγγελματίες είμαστε στην τελική! – ενώ δεν τα έχεις πληρώσει. Κάποια στιγμή στο μέλλον, εύχομαι να γίνω σαν και εσάς!

[...] «Τελικά δεν ήταν αυτό περίμενε. Ανοίγοντας δρόμο στο κατάμεστο φουαγέ και αποφεύγοντας τα εκθαμβωτικά και εξωστρεφή άτομα του χορευτικού κύκλου βγήκε προς την έξοδο που οδηγούσε στον σταθμό του μετρό. Δεν βρήκε αυτό που έψαχνε ούτε στην ηλεκτρονική μουσική που μέχρι πριν από λίγα λεπτά πλημμύριζε το θέατρο, ούτε στα φανταχτερά κοστούμια, ούτε στην υπερβολική έκθεση του γυμνού και τις σεξουαλικά τολμηρές κινήσεις του σώματος. Αυτό που έψαχνε ήταν πιο σιωπηλό, πιο κρυφό, πιο ελκυστικό, πιο βαθύ». 
 
 
Δε ξέρω τι ήθελε να πετύχει η Κορεάτισα μέσα από αυτό το αλλόκοτο βιβλίο αλλά ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τα έχει πει πολύ καλύτερα εδώ και δεκαετίες. Να 'ναι καλά η γυναίκα, να φάει το βραβείο σε πιτόγυρα, αλλά εμένα δεν με κέρδισε.

Σχόλια

  1. Είσαι απαίσιος και κακός κτλ κτλ αλλά να ξέρεις ότι πολλούς δεν έπεισε η Χαν ,ούτε εμένα (σημ.την αγόρασα την "Χορτοφάγο").Ως ιδέα είναι καλή η όλη σύλληψη ,απ΄αυτές που προκαλούν συζητήσεις(αυτό κακό δεν είναι).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου Βιβή,

      ναι το διάβασα ότι και σένα δεν σε ενθουσίασε (και δικαίως, αν θες την γνώμη μου!). Και εγώ κατά καιρούς έχω μερικές θαυμάσιες μαγειρικές ιδέες αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν τρώγεται ούτε καν από εμένα τον πεινασμένο. Μου έκανε εντύπωση που είδα σχόλιο για αυτό το βιβλίο, το είχα αφήσει πίσω στα βάθη των αιώνων :p

      Καλά να 'μαστε Βιβή να δούμε ποια θα είναι η επόμενη πατάτα που θα μας τύχει -- χορτοφαγική ευχή, δεν έχεις παράπονο!

      Διαγραφή
  2. Εμένα ήταν πρόσφατη η (ελαφριά,ευτυχὠς) βαρυστομαχιά.Έβλεπα κριτικές για το "Καφενείο των Τρελών", που θέλω να το διαβάσω, και βλέποντας την κριτική σου γι΄αυτό έπεσα και στη "Χορτοφάγο" που την είχα φρέσκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το Καφενείο των Τρελών να το διαβάσεις με τα χίλια. Αυτό μάλιστα. Σε χορταίνει με κάθε μια λεκτική μπουκίτσα, όχι σαν κάτι άλλες άνοστες σαλάτες ;)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!