Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γάτα είσαι


 
Οι γάτες είναι υπέροχα πλάσματα και αν δεν είσαι επηρεασμένος από τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου δύσκολα να μην σε γοητεύουν ή έστω να μην τραβούν την προσοχή σου. Μία από τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι να παρατηρώ πώς συμπεριφέρονται οι γάτες. Τι γίνεται όμως αν και εκείνες παρακολουθούν με το ίδιο ενδιαφέρον την ανθρώπινη συμπεριφορά; Κάπως έτσι θα σκέφτηκε και ο Ιάπωνας Σόσεκι Νατσούμε και έγραψε ένα αξιαγάπητο βιβλίο· επιπροσθέτως έγραψε ένα από τα λίγα βιβλία που θα ήθελα να είχα γράψει εγώ. Χεστήκαμε τι θα ήθελες να γράψεις εσύ ρε Μαραμπού, και δίκιο έχετε, δεν αντιλέγω, απλώς σκέφτηκα να το αφήσω εδώ να υπάρχει. Γιατί πάντοτε με ενθουσίαζαν εκείνα τα λιγοστά βιβλία ανεπιτήδευτης σοφίας και γατίσιας συμπεριφοράς που συμπύκνωναν όλη την φιλοσοφία τους και την συγγραφική τεχνική τους σε φράσεις όπως η ακόλουθη: «Ορισμένες φορές επινοώ κάποιες ανοησίες και οι άνθρωποι τις παίρνουν στα σοβαρά, αυτό προκαλεί έναν αισθητικό ενθουσιασμό ακραίας κωμικότητας την οποία θεωρώ ενδιαφέρουσα». Ο Ασταθής, ένας από τους ήρωες του βιβλίου, που την ξεστομίζει, πολύ φίλος μου!

Το βιβλίο είναι σαφώς επηρεασμένο από τον Λώρενς Στερν – η σύνδεση με τον «Τρίστραμ Σάντι» είναι έμμεση και διακριτική αλλά σαφής – όπως και από εκείνο του Σουίφτ αλλά ταυτόχρονα κάπως διαχωρίζεται από αυτά και συμπορεύεται περήφανο πλάι τους. Οι λεκτικές παραβατικότητες είναι ηπιότερες από εκείνες του Στερν χωρίς να χάνουν σε βάθος και πρωτοτυπία και η ειρωνική φαντασία εφάμιλλη του Σουίφτ· άλλωστε ο Νατσούμε είχε ζήσει ένα διάστημα στην Αγγλία μελετώντας επισταμένως αυτούς τους δύο συγκεκριμένους συγγραφείς. Δέκα με τόνο! Ποια στοιχεία λοιπόν κάνουν αυτό το βιβλίο τόσο πρωτότυπο; Τι είδε ο Γιαπωνέζος που δεν είδαν όλοι οι άλλοι; Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά. Γιατί η γάτα διαφέρει τόσο αισθητά από όλα τα υπόλοιπα πλάσματα; Κανείς δεν ξέρει σίγουρα αλλά οι περισσότεροι συναισθάνονται την αδιαμφισβήτητη αλήθεια – οι υπόλοιποι απλώς έχουν σκύλο!

«Το βάδισμα της γάτας είναι η ενστικτώδης αυτοπραγμάτωση της λεπτότητας». Όσο περισσότερο προχωράει η ανάγνωση τόσο περισσότερο κυριαρχεί η λεπτότητα· λεπτότητα στο χιούμορ, λεπτότητα στις σκέψεις, λεπτότητα στο ύφος. Κύριο πρόσωπο(!) της αφήγησης είναι μια γάτα που βρίσκει θαλπωρή σε ένα τυχαίο σπίτι όπως εκατομμύρια άλλες γάτες, αλλά στην πορεία γίνεται η γάτα, το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι όλα τα ανείπωτα ανθρώπινα πάθη (και λίγα γατίσια). Το βιβλίο όμως δεν φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία υπερβατικού τρόμου όπως εκείνο του Λάβκραφτ αλλά μία χιουμοριστική πανδαισία ανθρώπινων ματαιώσεων. Ο κύριος Σνομπ, ο μονόχνοτος καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας· ο φίλος του ο Ασταθής, απίθανο τρολ που τους κάνει άνω κάτω· ο Κρυοφέγγαρος, ο φέρελπις επιστήμονας· ο Χρυσάφης, ο νεόπλουτος κάφρος· ο Μοναδικός, ο ντεμέκ φιλόσοφος· ο Θεία Πρόνοια, ένας έγκλειστος τρελοκομείου με θεϊκό ψευδώνυμο· όλοι αυτοί είναι τυπάρες που τις συναντάς κάθε μέρα μπροστά σου με ελάχιστες διαφοροποιήσεις από το βιβλίο. Και αν μπορείς να τους ξεφεύγεις με ευκολία κρατώντας την ψυχική σου ηρεμία, τότε ναι, μπορούμε να πούμε ότι είσαι γάτα! 
 
Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να περιγράψω λίγη από την πλοκή του βιβλίου. Η μεγάλη του σπουδαιότητα κρύβεται παντού. Απόλυτα δημοφιλής ο Νατσούμε διαβάζεται αποσπασματικά και ενθέρμως ακόμα και από εκείνους που δεν το έχουν με την ανάγνωση – γιατί μπορεί να διαβαστεί αποσπασματικά. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς στον πρόλογό του, «ο Νατσούμε είναι ο ίδιος ένα βιβλίο, από εκείνα που ξεφυλλίζει κανείς με ευκολία, τα νιώθει, γοητεύεται από τις κειμενικές χάρες, μα δεν είναι απολύτως βέβαιο πως μετά την ανάγνωση μπορεί να αφήσει το βιβλίο στην άκρη δίχως να έχει απολέσει κάποια από τις βεβαιότητες ή τις παραδοχές που ίσχυαν πρωτύτερα μέσα του». Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο βιβλίο – πέρα από εκείνα με τους αφορισμούς – που να το ανοίγεις σε μια τυχαία σελίδα και να διαβάζεις κάτι ολοκληρωμένο και συνάμα ολοκληρωτικό. Είναι τόσο ιδιοφυώς διαρθρωμένο το βιβλίο, παρά την φαινομενική του πυκνότητα, κοντά 800 σελίδες, που σε όποιο σημείο και αν το ανοίξεις (πηγαίνοντας ελαφρώς μπρος-πίσω αν τύχει και σπανίως πέσεις στη μέση της επιμέρους ιστορίας) θα έχεις απολαύσει μία υπέροχη σκέψη χωρίς να έχεις το παραμικρό κενό για τους χαρακτήρες, τις συνδέσεις τους και την πλοκή. Τα συγγραφικά του σταγονίδια είναι πολλαπλάσια αυτών που φαίνονται και η λογοτεχνική του διασπορά τεράστια!

[...] «Είναι πρόδηλο, βεβαίως, πως κανένας άνθρωπος δεν γίνεται να έχει εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Ο προοδευτικός θετικισμός του ευρωπαϊκού πολιτισμού είχε ορισμένα αξιοσημείωτα αποτελέσματα, όμως, τελικά, δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας πολιτισμός που κληρονομεί τη δυσαρέσκειά του, μια κουλτούρα για δυστυχείς ανθρώπους. Ο παραδοσιακός πολιτισμός της Ιαπωνίας δεν αναζητά την ικανοποίηση μέσω της αλλαγής της κατάστασης των άλλων, μα μέσω της αλλαγής του εαυτού. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ιαπωνία είναι πως ο πολιτισμός της δεύτερης έχει εξελιχθεί με βάση το αξίωμα πως το εξωτερικό περιβάλλον ενός ανθρώπου δεν γίνεται να μεταβληθεί σε σημαντικό βαθμό».
 


Το παραπάνω απόσπασμα (όπως και αρκετά ακόμα) μου έφερε στο νου ένα εξίσου απολαυστικό και σημαντικό βιβλίο, το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών», όπου και εκεί ο Τάνπιναρ σατίριζε την μετάβαση από το παλιό στο μοντέρνο και πάλι πίσω. Ο Νατσούμε με τη δική του χιουμοριστική ιδιοσυγκρασία σατιρίζει ακριβώς το ίδιο, χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις, και χωρίς να σε νοιάζει εδώ που τα λέμε, ποια είναι η πραγματική του θέση – το χιούμορ και η ειρωνεία ποτέ δεν είναι ξεροκέφαλα, παίρνουν απόσταση από το χθες να 'ρθούνε κι άλλες εποχές! Ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς φαίνεται να έχει κάνει εξαιρετική δουλειά και χαίρομαι πολύ γιατί έχει στα σκαριά και άλλα σημαντικά βιβλία να φέρει στη γλώσσα μας. Η αγαπητή λευκή σειρά του Εξάντα εμπλουτίζεται διαρκώς με σπουδαία βιβλία και κάνει τους άλλους εκδότες να σκυλιάζουν από το κακό τους για τις επιλογές που (δεν) κάνουν. Το «Εγώ είμαι μια γατά» ίσως να μην αρέσει σε πολλούς αναγνώστες γιατί δανείζεται εντέχνως την ιδιοσυγκρασία της γάτας, εναλλάσσεται ανάμεσα στην σπιρτάδα και την ραθυμία της (η φωτογραφία του συγγραφέα στο εξώφυλλο συνενώνει παραδόξως τα δύο αυτά χαρακτηριστικά), και αυτό για τους αναγνώστες που σκυλοβαριούνται την υψηλή λογοτεχνία και αναζητούν γατουλινένιες αφηγήσεις, θα φανεί ανυπόφορο! Τέλος αδιαφορώντας και για αυτούς που σκυλιάζουν με τα σπόιλερς, θα κάνω μια ειδική εξαίρεση και θα σας αποκαλύψω πώς τελειώνει· τελειώνει με την λέξη «ευγνώμων», ακριβώς όπως τελειώνει και η δική μου ανάρτηση, ως απάντηση σε όσους έφεραν αυτό το εξαιρετικό βιβλίο στην ελληνική γλώσσα. Το λοιπόν... ευγνώμων! 
 


Υ.Γ. 2666  Τα μοντελάκια της ανάρτησης, Μισιρλού και Ορφέας, είναι ευγενική παραχώρηση της Aba(s) Mafalba(s), αν και όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν ήταν εκείνη που πήρε την τελική απόφαση!

Σχόλια

  1. Απαντήσεις
    1. Παραπειστικός να μην αποδειχθώ :p

      Να 'στε καλά, ελπίζω να το διαβάσετε και να το απολαύσετε και εσείς.

      Διαγραφή
  2. γίνεται να μην τρέξω να το καταβροχθίσω..?

    https://taxidemoi.blogspot.com/2020/06/blog-post_12.html

    φχαριστούμε!
    τα σέβη μου
    Ιω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το βιβλίο δεν θα αρέσει σε κάποιον -- ειδικά αν αγαπά τις γάτες (αν και τα γατίσια αποσπάσματα είναι δυσανάλογα λιγότερα). Υποψιάζομαι ότι θα επιστρέφεις συχνά σε αυτό το βιβλίο!

      Ευχαριστώ για το ποίημα, πολύ ωραίο. Μου έφερε στο νου την ανάμνηση μιας συγκλονιστικής φράσης από ποίημα του Μπουκόφσκι (χωρίς να μου φέρει, δυστυχώς, την ίδια την φράση) όπου μιλούσε για μια πατημένη γάτα και μέσα σε ελάχιστες λέξεις μιας πρότασης μάς πρόσφερε μια σπαρακτική σκέψη -- πρέπει κάποτε να την αναζητήσω.

      Σε ευχαριστώ για το σχόλιο. Καλό σου βράδυ!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ...