Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όλα πάνε ρολόι


Συχνά λέγεται ότι κάθε βιβλίο θέλει τον χρόνο του ή ότι θα σε βρει την ώρα που πρέπει. Μπούρδες! Εγώ έτρεξα να το παραλάβω πριν καν μπει στα ράφια του βιβλιοπωλείου. Δεν πρέπει να χάνεις χρόνο με κάτι τέτοια. Η «Πρωτοπορία» απ’ όπου το αγόρασα δεν είχε προλάβει καν να τα ξεπακετάρει, δυο αντίτυπα όλα και όλα, καθότι κάτι εντελώς καινούριο και κάπως παρακινδυνευμένο σαν (άγνωστο) προϊον, όπως μου είπε η υπάλληλος – ε ναι, δεν είναι και Βάσκες για να μοσχοπουλήσει! – πράγμα ανήκουστο για μένα αλλά εφ’ όσον ήμουν ο κάτοχος του ενός αντιτύπου, δεν έκατσα να το συζητήσω περαιτέρω. Μπορεί να άργησα κάπως να τελειώσω την ανάγνωσή του, σύμφωνα και με τους συνήθεις αναγνωστικούς χρόνους που φέρει εντός του ένας εκπαιδευμένος συστηματικός αναγνώστης αλλά λίγο με νοιάζει· ας πληρώσω και πρόστιμο για χάρη του, το αξίζει. «Η αρχή στην οποία βασιζόταν η χρηματική ποινή που επιβάλαμε ήταν πέντε γρόσια για κάθε ρολόι που δεν ήταν ρυθμισμένο σύμφωνα με τα δημόσια ρολόγια της πόλης». Γι’ αυτό, συγχρονίστε τα ρολόγια σας! 

Το βιβλίο θα το αγόραζα ούτως ή άλλως για το θέμα του και τον πανέμορφο τίτλο του. Λατρεύω τα ρολόγια. Αν με ρωτούσατε, «Τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις (κι άλλο);», θα απαντούσα χωρίς ενδοιασμούς, «Ωρολογοποιός». Βέβαια, πάντα υπάρχει χρόνος και χώρος για τα όνειρα – όσοι πλούσιοι με διαβάζουν όπου γης, ας κρατήσουν στην άκρη περίπου δέκα χιλιάδες ευρώ από το 1 δις που μαζεύτηκε για την αποκατάσταση της Παναγίας των Παρισίων και ας τα δώσουν στον Φτωχοδιάβολο της Θεσσαλονίκης να πάει εν Αθήναις να εξειδικευτεί στην τέχνη της ωρολογοποιΐας! Μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα όμως, ας δούμε τι πραγματεύεται το βιβλίο. 

[…] «Είστε Ελβετός, κύριέ μου; Ή μήπως σπουδάσατε εκεί;» 
«Κι αυτό, πώς προέκυψε;» 
«Επείδη καταλαβαίνετε από ρολόγια». 
Εγώ είπα λακωνικά: 
«Τα αγαπώ τα ρολόγια, τα αγαπώ πολύ». 

Μα πόσο αφελής είμαι! Το να δηλώνει κάποιος «ας δούμε τι πραγματεύεται (αυτό) το βιβλίο» είναι σαν να λέει για ένα ρολόι υψηλής ωρολογοποιΐας, «Ας ανοίξω αυτό το μαραφέτι να δω τι κρύβει μέσα του». Θαυμάζοντας από μακριά τον τέλειο μηχανισμό του καταλαβαίνεις λίγα, και χαρχαλεύοντας τα εξαρτήματά του όντας μη σίγουρος για το καθετί, καταλαβαίνεις ακόμα λιγότερα! Έτσι λειτουργεί αυτό το βιβλίο – σπανιότατο λογοτεχνικό κομψοτέχνημα. Μια από τις πρώτες ιδέες που σχημάτισα και συνεχίστηκε καθόλη την διάρκεια της ανάγνωσης ήταν ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσα να μιλήσω για αυτό το βιβλιο· ακόμα και αν στην τελική ανάρτηση φαίνεται ότι τα αναλύω σχετικά καλά, περίπου όπως το πετυχαίνω με όλα τα βιβλία που παρουσιάζω εδώ, πρέπει να ξέρετε ότι δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση, είναι μια πλάνη. «Σάμπως οι περισσότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στη ζωή δεν προκύπτουν επειδή δεν μπορούμε να αποδιώξουμε την πρώτη ιδέα που μας ήρθε στο νου;» 

Το βιβλίο έχει εκλεκτικές συγγένειες (δεν είναι όλες οι συγγένειες κακές τελικά) με δύο βιβλία που αγαπώ πολύ για το ύφος τους και την ιδιαίτερη φωνή τους: την «Συνείδηση του Ζήνωνα» του Σβέβο και τον «Γατόπαρδο» του Λαμπεντούζα. Από τον «Γατόπαρδο» δανείζεται εκείνη την μεταιχμιακή ατμόσφαιρα δύο κόσμων που αλλάζουν και ο ένας δίνει, με πείσματα, την θέση του στον άλλον. Σαφώς όμως η σύγκριση με το κείμενο του Σβέβο είναι εντονότερη – εννοείται η σύγκριση γίνεται αποκλειστικά στα δικά μου αναγνωστικά μάτια, δεν ξέρω τι παίζει στα λογοτεχνικά σαλόνια –, εκεί όπου η ιδιότυπη ειρωνεία συναρπάζει και η αυτοανάλυση φτάνει σε δυσθεώρητα βάθη και ταυτόχρονα απολαυστικά ύψη. Όπως και με τον Σβέβο, έτσι και με τον Τάνπιναρ, υποψιάζομαι ότι σε πολλούς αναγνώστες θα φανεί μια λογοτεχνία με κάπως παλαιϊκή γραφή, όχι και τόσο μοντέρνα τελικά, που μάλλον αδίκως διεκδικεί τις λογοτεχνικές δάφνες από άλλα κείμενα – εμφανώς, τουλάχιστον ως προς τη δομή τους – μοντέρνας υφής. Μέγα λάθος! Το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών» (όπως και η «Συνείδηση του Ζήνωνα», αν και ήρθε η ώρα να το αφήσουμε αυτό πάλι πίσω στη δίκαιη αθανασία του) λειτουργεί περισσότερο υπογείως, αν και για μένα λειτουργεί ξεκάθαρα και υπεργείως. Ένα τέτοιο κείμενο δημιουργεί την ανάγκη της απόλαυσης στο πνεύμα του αναγνώστη εν προόδω και από μηδενική βάση, όπως ακριβώς και το «άχρηστο» Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών του μυθιστορήματος, ήρθε να καλύψει μια ανάγκη που δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα στους ανθρώπους. «Οι άνθρωποι προετοιμάζονται αφ’ εαυτού τους. Το θέμα είναι να δίνεις στον άλλο τη δυνατότητα της δημιουργικότητας»

Όπως ήδη γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, το σημαντικό στην λογοτεχνία είναι η τελική (και ει δυνατόν, άνετη) επικράτηση της μεταφοράς πάνω στην κυριολεξία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα ρολόγια και τα εξαρτήματά τους μετατοπίζονται προοδευτικά από την κυριολεξία στη μεταφορά του χρόνου, του θανάτου και εν τέλει της ζωής. 

[…] «...Τέλος, η μοναδική μαύρη στήλη της γραφικής παράστασης σηματοδοτεί την απουσία οποιασδήποτε επαφής μεταξύ των νεκρών και του χρόνου». 
«Καλά, χρειάζεται κι αυτό να απεικονιστεί στη γραφική παράσταση; Αφού είναι το πιο φυσικό πράγμα». 
«Θεωρώ πως χρειάζεται. Πρέπει να απεικονιστεί οπωσδήποτε. Αν δεν απεικονίσουμε αυτή τη στήλη, πώς θα διδάξουμε ότι η σχέση μας με το ρολόι και τον χρόνο είναι, κατά βάθος, η αντίληψή μας για τη ζωή; Τι παράξενο, μιλάτε σαν να μην ξέρετε γιατί ιδρύσαμε το ινστιτούτο». 


Καθώς θα διαβάζετε αυτό το υπέροχο βιβλίο ούτε και σεις θα ξέρετε γιατί τελικά ιδρύσανε το ινστιτούτο, όπως ο ήρωας του βιβλίου Χαϊρί Ιρντάλ απορεί σχεδόν ως το τέλος παρά τις διαυγείς απαντήσεις που του δίνει ακούραστα ο ευεργέτης του και ιδρυτής του ινστιτούτου, Χαλίτ Αγιαρτζί. Μέσα σε αυτή την ατέρμονη εσωτερική αυτορύθμιση, ο Χαϊρί αλλάζει διαρκώς, συμπυκνώνοντας εκπληκτικά σε μια φράση το λατρεμένο μου μυθιστόρημα του Λουίτζι Πιραντέλλο: «Ο Χαΐρί μπέης, ο δικός μας Χαϊρί, ο δικός σας Χαϊρί, ο αφηρημένος Χαϊρί… Μα πόσο πολλοί Χαϊρί υπήρχαν. Μακάρι να σπέρναμε μερικούς στον δρόμο. Να γινόμουν και εγώ επιτέλους ένας και μοναδικός άνρθωπος όπως όλοι οι άλλοι, να γινόμουν ο εαυτός μου»

Η μετάφραση της Στέλλας Χρηστίδου είναι καλοκουρδισμένη όσο δεν πάει άλλο. Πραγματικά, μπράβο της. Όπως και η έκδοση του πάντα καλού «Καστανιώτη» που αν ήταν μια «ωρολογοποιΐα» ανάμεσα στις άλλες του εκδοτικού χώρου, θα ήταν μια σταθερά ποιοτική και αποδοτική εταιρεία που ξέρει να υπολογίζει και να σέβεται τον χρόνο των αναγνωστών της. Όσοι αγαπάτε τα ρολόγια μπαταρίας ή τα υπερσύγχρονα ψηφιακά, ίσως βρείτε το βιβλίο ελαφρώς εκτός εποχής. Όσοι πάλι αγαπάτε τα ρολόγια με καμπύλες που αγκαλιάζουν αισθαντικά τους πολύπλοκους μηχανισμούς τους, εκείνα που σας κλέβουν ή σας χαρίζουν 10-15 δευτερόλεπτα κάθε μέρα σαν μια εξαίσια μεταφορά της ίδιας της ζωής, εκείνα τέλος που θα δουλεύουν με υπομονή ακόμα και όταν οι κάτοχοί τους θα έχουν πεθάνει, τότε διαβάστε το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών». Γιατί το βιβλίο αυτό κρύβει θησαυρούς· ακριβώς δηλαδή όπως και τα αυτόματα ρολόγια, κάτι που αγνοούν ή παραβλέπουν πολλοί άνθρωποι, κρύβουν εντός τους πολύτιμους λίθους. 

Υ.Γ. 2666  Επιτέλους, έφτασε η ώρα και κατάφερα να διαβάσω έναν αξιόλογο Τούρκο συγγραφέα – γιατί δεν νομίζω ότι θα διαβάσω ποτέ μου τον Ορχάν Παμούκ. «Πολλές φορές αναλογίζομαι πόσο θα άλλαζε και θα ομόρφαινε η ζωή μας αν έβρισκαν την πραγματική τους θέση στη χώρα μας τα αληθινά ταλέντα».

Σχόλια

  1. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια για τη μετάφραση, είχα και πολύ καλή επιμελήτρια αυτή τη φορά, χάρηκα που διάβασα την κριτική σας, Στέλλα Χρηστίδου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ σας ευχαριστώ για την άψογη μετάφραση. Αν και δεν γνωρίζω τούρκικα (εκτός από τις λέξεις δάνεια που έχουμε στην ελληνική!) καταλάβαινα από ένα μυστήριο ένστικτο την αρτιότητά της, ειδικά σε ένα κείμενο παιγνιώδες και με λεκτικές ακροβασίες όπως του Τάνπιναρ. Φυσικά βοήθησε και η επιμέλεια, εννοείται. Δεν το ανέφερα γιατί δεν είδα κάπου εμφανώς το όνομά της. Παράλειψή μου, μόλις τώρα το εντόπισα. Μπράβο και στην Αρετή Μπουκάλα, λοιπόν!

      Καλό σας απόγευμα :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !