Συχνά λέγεται ότι κάθε βιβλίο θέλει τον χρόνο του ή ότι θα σε βρει την ώρα που πρέπει. Μπούρδες! Εγώ έτρεξα να το παραλάβω πριν καν μπει στα ράφια του βιβλιοπωλείου. Δεν πρέπει να χάνεις χρόνο με κάτι τέτοια. Η «Πρωτοπορία» απ’ όπου το αγόρασα δεν είχε προλάβει καν να τα ξεπακετάρει, δυο αντίτυπα όλα και όλα, καθότι κάτι εντελώς καινούριο και κάπως παρακινδυνευμένο σαν (άγνωστο) προϊον, όπως μου είπε η υπάλληλος – ε ναι, δεν είναι και Βάσκες για να μοσχοπουλήσει! – πράγμα ανήκουστο για μένα αλλά εφ’ όσον ήμουν ο κάτοχος του ενός αντιτύπου, δεν έκατσα να το συζητήσω περαιτέρω. Μπορεί να άργησα κάπως να τελειώσω την ανάγνωσή του, σύμφωνα και με τους συνήθεις αναγνωστικούς χρόνους που φέρει εντός του ένας εκπαιδευμένος συστηματικός αναγνώστης αλλά λίγο με νοιάζει· ας πληρώσω και πρόστιμο για χάρη του, το αξίζει. «Η αρχή στην οποία βασιζόταν η χρηματική ποινή που επιβάλαμε ήταν πέντε γρόσια για κάθε ρολόι που δεν ήταν ρυθμισμένο σύμφωνα με τα δημόσια ρολόγια της πόλης». Γι’ αυτό, συγχρονίστε τα ρολόγια σας!
Το βιβλίο θα το αγόραζα ούτως ή άλλως για το θέμα του και τον πανέμορφο τίτλο του. Λατρεύω τα ρολόγια. Αν με ρωτούσατε, «Τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις (κι άλλο);», θα απαντούσα χωρίς ενδοιασμούς, «Ωρολογοποιός». Βέβαια, πάντα υπάρχει χρόνος και χώρος για τα όνειρα – όσοι πλούσιοι με διαβάζουν όπου γης, ας κρατήσουν στην άκρη περίπου δέκα χιλιάδες ευρώ από το 1 δις που μαζεύτηκε για την αποκατάσταση της Παναγίας των Παρισίων και ας τα δώσουν στον Φτωχοδιάβολο της Θεσσαλονίκης να πάει εν Αθήναις να εξειδικευτεί στην τέχνη της ωρολογοποιΐας! Μέχρι να φτάσει εκείνη η ώρα όμως, ας δούμε τι πραγματεύεται το βιβλίο.
[…] «Είστε Ελβετός, κύριέ μου; Ή μήπως σπουδάσατε εκεί;»
«Κι αυτό, πώς προέκυψε;»
«Επείδη καταλαβαίνετε από ρολόγια».
Εγώ είπα λακωνικά:
«Τα αγαπώ τα ρολόγια, τα αγαπώ πολύ».
Μα πόσο αφελής είμαι! Το να δηλώνει κάποιος «ας δούμε τι πραγματεύεται (αυτό) το βιβλίο» είναι σαν να λέει για ένα ρολόι υψηλής ωρολογοποιΐας, «Ας ανοίξω αυτό το μαραφέτι να δω τι κρύβει μέσα του». Θαυμάζοντας από μακριά τον τέλειο μηχανισμό του καταλαβαίνεις λίγα, και χαρχαλεύοντας τα εξαρτήματά του όντας μη σίγουρος για το καθετί, καταλαβαίνεις ακόμα λιγότερα! Έτσι λειτουργεί αυτό το βιβλίο – σπανιότατο λογοτεχνικό κομψοτέχνημα. Μια από τις πρώτες ιδέες που σχημάτισα και συνεχίστηκε καθόλη την διάρκεια της ανάγνωσης ήταν ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσα να μιλήσω για αυτό το βιβλιο· ακόμα και αν στην τελική ανάρτηση φαίνεται ότι τα αναλύω σχετικά καλά, περίπου όπως το πετυχαίνω με όλα τα βιβλία που παρουσιάζω εδώ, πρέπει να ξέρετε ότι δεν ισχύει σε αυτή την περίπτωση, είναι μια πλάνη. «Σάμπως οι περισσότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στη ζωή δεν προκύπτουν επειδή δεν μπορούμε να αποδιώξουμε την πρώτη ιδέα που μας ήρθε στο νου;»
Το βιβλίο έχει εκλεκτικές συγγένειες (δεν είναι όλες οι συγγένειες κακές τελικά) με δύο βιβλία που αγαπώ πολύ για το ύφος τους και την ιδιαίτερη φωνή τους: την «Συνείδηση του Ζήνωνα» του Σβέβο και τον «Γατόπαρδο» του Λαμπεντούζα. Από τον «Γατόπαρδο» δανείζεται εκείνη την μεταιχμιακή ατμόσφαιρα δύο κόσμων που αλλάζουν και ο ένας δίνει, με πείσματα, την θέση του στον άλλον. Σαφώς όμως η σύγκριση με το κείμενο του Σβέβο είναι εντονότερη – εννοείται η σύγκριση γίνεται αποκλειστικά στα δικά μου αναγνωστικά μάτια, δεν ξέρω τι παίζει στα λογοτεχνικά σαλόνια –, εκεί όπου η ιδιότυπη ειρωνεία συναρπάζει και η αυτοανάλυση φτάνει σε δυσθεώρητα βάθη και ταυτόχρονα απολαυστικά ύψη. Όπως και με τον Σβέβο, έτσι και με τον Τάνπιναρ, υποψιάζομαι ότι σε πολλούς αναγνώστες θα φανεί μια λογοτεχνία με κάπως παλαιϊκή γραφή, όχι και τόσο μοντέρνα τελικά, που μάλλον αδίκως διεκδικεί τις λογοτεχνικές δάφνες από άλλα κείμενα – εμφανώς, τουλάχιστον ως προς τη δομή τους – μοντέρνας υφής. Μέγα λάθος! Το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών» (όπως και η «Συνείδηση του Ζήνωνα», αν και ήρθε η ώρα να το αφήσουμε αυτό πάλι πίσω στη δίκαιη αθανασία του) λειτουργεί περισσότερο υπογείως, αν και για μένα λειτουργεί ξεκάθαρα και υπεργείως. Ένα τέτοιο κείμενο δημιουργεί την ανάγκη της απόλαυσης στο πνεύμα του αναγνώστη εν προόδω και από μηδενική βάση, όπως ακριβώς και το «άχρηστο» Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών του μυθιστορήματος, ήρθε να καλύψει μια ανάγκη που δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα στους ανθρώπους. «Οι άνθρωποι προετοιμάζονται αφ’ εαυτού τους. Το θέμα είναι να δίνεις στον άλλο τη δυνατότητα της δημιουργικότητας».
Όπως ήδη γνωρίζετε πολύ καλύτερα από μένα, το σημαντικό στην λογοτεχνία είναι η τελική (και ει δυνατόν, άνετη) επικράτηση της μεταφοράς πάνω στην κυριολεξία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα ρολόγια και τα εξαρτήματά τους μετατοπίζονται προοδευτικά από την κυριολεξία στη μεταφορά του χρόνου, του θανάτου και εν τέλει της ζωής.
[…] «...Τέλος, η μοναδική μαύρη στήλη της γραφικής παράστασης σηματοδοτεί την απουσία οποιασδήποτε επαφής μεταξύ των νεκρών και του χρόνου».
«Καλά, χρειάζεται κι αυτό να απεικονιστεί στη γραφική παράσταση; Αφού είναι το πιο φυσικό πράγμα».
«Θεωρώ πως χρειάζεται. Πρέπει να απεικονιστεί οπωσδήποτε. Αν δεν απεικονίσουμε αυτή τη στήλη, πώς θα διδάξουμε ότι η σχέση μας με το ρολόι και τον χρόνο είναι, κατά βάθος, η αντίληψή μας για τη ζωή; Τι παράξενο, μιλάτε σαν να μην ξέρετε γιατί ιδρύσαμε το ινστιτούτο».
Καθώς θα διαβάζετε αυτό το υπέροχο βιβλίο ούτε και σεις θα ξέρετε γιατί τελικά ιδρύσανε το ινστιτούτο, όπως ο ήρωας του βιβλίου Χαϊρί Ιρντάλ απορεί σχεδόν ως το τέλος παρά τις διαυγείς απαντήσεις που του δίνει ακούραστα ο ευεργέτης του και ιδρυτής του ινστιτούτου, Χαλίτ Αγιαρτζί. Μέσα σε αυτή την ατέρμονη εσωτερική αυτορύθμιση, ο Χαϊρί αλλάζει διαρκώς, συμπυκνώνοντας εκπληκτικά σε μια φράση το λατρεμένο μου μυθιστόρημα του Λουίτζι Πιραντέλλο: «Ο Χαΐρί μπέης, ο δικός μας Χαϊρί, ο δικός σας Χαϊρί, ο αφηρημένος Χαϊρί… Μα πόσο πολλοί Χαϊρί υπήρχαν. Μακάρι να σπέρναμε μερικούς στον δρόμο. Να γινόμουν και εγώ επιτέλους ένας και μοναδικός άνρθωπος όπως όλοι οι άλλοι, να γινόμουν ο εαυτός μου»!
Η μετάφραση της Στέλλας Χρηστίδου είναι καλοκουρδισμένη όσο δεν πάει άλλο. Πραγματικά, μπράβο της. Όπως και η έκδοση του πάντα καλού «Καστανιώτη» που αν ήταν μια «ωρολογοποιΐα» ανάμεσα στις άλλες του εκδοτικού χώρου, θα ήταν μια σταθερά ποιοτική και αποδοτική εταιρεία που ξέρει να υπολογίζει και να σέβεται τον χρόνο των αναγνωστών της. Όσοι αγαπάτε τα ρολόγια μπαταρίας ή τα υπερσύγχρονα ψηφιακά, ίσως βρείτε το βιβλίο ελαφρώς εκτός εποχής. Όσοι πάλι αγαπάτε τα ρολόγια με καμπύλες που αγκαλιάζουν αισθαντικά τους πολύπλοκους μηχανισμούς τους, εκείνα που σας κλέβουν ή σας χαρίζουν 10-15 δευτερόλεπτα κάθε μέρα σαν μια εξαίσια μεταφορά της ίδιας της ζωής, εκείνα τέλος που θα δουλεύουν με υπομονή ακόμα και όταν οι κάτοχοί τους θα έχουν πεθάνει, τότε διαβάστε το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών». Γιατί το βιβλίο αυτό κρύβει θησαυρούς· ακριβώς δηλαδή όπως και τα αυτόματα ρολόγια, κάτι που αγνοούν ή παραβλέπουν πολλοί άνθρωποι, κρύβουν εντός τους πολύτιμους λίθους.
Υ.Γ. 2666 Επιτέλους, έφτασε η ώρα και κατάφερα να διαβάσω έναν αξιόλογο Τούρκο συγγραφέα – γιατί δεν νομίζω ότι θα διαβάσω ποτέ μου τον Ορχάν Παμούκ. «Πολλές φορές αναλογίζομαι πόσο θα άλλαζε και θα ομόρφαινε η ζωή μας αν έβρισκαν την πραγματική τους θέση στη χώρα μας τα αληθινά ταλέντα».
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια για τη μετάφραση, είχα και πολύ καλή επιμελήτρια αυτή τη φορά, χάρηκα που διάβασα την κριτική σας, Στέλλα Χρηστίδου
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σας ευχαριστώ για την άψογη μετάφραση. Αν και δεν γνωρίζω τούρκικα (εκτός από τις λέξεις δάνεια που έχουμε στην ελληνική!) καταλάβαινα από ένα μυστήριο ένστικτο την αρτιότητά της, ειδικά σε ένα κείμενο παιγνιώδες και με λεκτικές ακροβασίες όπως του Τάνπιναρ. Φυσικά βοήθησε και η επιμέλεια, εννοείται. Δεν το ανέφερα γιατί δεν είδα κάπου εμφανώς το όνομά της. Παράλειψή μου, μόλις τώρα το εντόπισα. Μπράβο και στην Αρετή Μπουκάλα, λοιπόν!
ΔιαγραφήΚαλό σας απόγευμα :)