Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Χαζό παιδί χαρά γεμάτο


Υπήρχε η ασαφής εντύπωση σε πολλούς δικούς μας συγγραφείς ότι αν καταφέρουν και παρουσιάσουν τα μέτρια βιβλία τους σε μια τριήμερη σειρά εκδηλώσεων που φέρει τον τίτλο «διεθνής» (όπως είναι η «Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης») τότε θα φούσκωνε και το υπερτροφικό εγώ τους πιστεύοντας ότι κάνουν διεθνή καριέρα πλάι στα μεγαθήρια του χώρου. Βέβαια, όπως έδειξε το πρόσφατο μουσικό μας παρελθόν, η Απόλυτη Θεά Άννα Βίσση ουδέποτε έκανε διεθνή καριέρα, παρά τις αντιρρήσεις που προβάλλουν ακόμα και σήμερα μεσημεριανές κριτικές εκπομπές. Έτσι λοιπόν, εφόσον και η κουτσή Μαρία κατέληξε να παρουσιάζει διεθνώς τα ανοσιουργηματά της, αρχίζει να παρατηρείται τελευταίως μια τάση να περιοριστούν οι παρουσιάσεις στα περίπτερα της ΔΕΒΘ – νομίζω ότι και κάπως έτσι προέκυψε αρχικά και η σύγχυση, θεωρήθηκε ωραία ιδέα βιβλία περιπτέρου να παρουσιάζονται σε μεγαλύτερα λουσάτα Περίπτερα. Ένα λεπτό περιπτερά, δεν γίνεται έτσι η σωστή μπίζνα. Τέλος πάντων, περιμένουμε να γίνουν εκλογές για το αν θα γίνονται ή όχι παρουσιάσεις βιβλίων στην Έκθεση Βιβλίου. Μέχρι τότε, εμείς, ας ζήσουμε το δικό μας παραμύθι. 

Πήγα να παρακολουθήσω μία εκδήλωση δώδεκα το καταμεσήμερο που διοργάνωνε το Ρωσικό Ινστιτούτο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (σημειωτέον η Ρωσία ήταν τιμώμενη χώρα φέτος), παρουσία του συγγραφέα με τίτλο «Γιούρι Νετσιπορένκο: Η παιδική λογοτεχνία στον σύγχρονο κόσμο» και είχε τον ιλλιγγιώδη αριθμό των 3 θεατών, μαζί με μένα – φαίνεται ότι οι περισσότεροι πήγαν στην παρουσίαση της κουτσής Μαρίας, λογικό, όχι να έρθουν και οι ξένοι να μας πάρουν τις δουλειές! Ο συγγραφέας αποδείχθηκε πολύ τολμηρός... εξωτερικά μιας και εμφανίστηκε με σανδάλι και κάλτσα, ολοφάνερη πρόκληση απέναντι στο καλοσιδερωμένο ταγιέρ της κουτσής Μαρίας… αλλά και εσωτερικά, καθότι είναι ένας πολύ γνωστός και προσγειωμένος συγγραφέας που εστιάζει στην παιδική λογοτεχνία και στην προσπάθεια επαφής των παιδιών με την ανάγνωση – εκδίδει χρόνια ένα περιοδικό για εφήβους. Αφού μίλησε για την δουλειά του, ύστερα μας έδωσε το βιβλίο του να το ξεφυλλίσουμε και μας είπε να το κρατήσουμε στο τέλος, μας το χάριζε! Στην αρχή, αντέδρασα όπως κάθε ιδιοτελής βιβλιόφιλος, ανακράζοντας εντός μου, «Τσίμπησα βιβλιαράαακι!!» αλλά μετά σκέφτηκα πόσο γλυκιά ήταν η κίνησή του, φέρνοντας για τελευταία φορά στο μυαλό μου την κουτσή Μαρία και τα 18 ευρώ, κατά προσέγγιση, που θα σκάνε άλλοι αναγνώστες για τις γραφικές κουταμάρες της. 


Αναρωτιούνται πολλοί γιατί οι έφηβοι δεν διαβάζουν λογοτεχνία. Γιατί δεν είναι χαζοί και δεν έχουν καμία όρεξη να διαβάζουν μαλακίες. Ειδικά όταν περνάνε μία περίοδο έντονης αμφισβήτησης των πάντων, θέλουν βιβλία που δεν στηρίζονται σε ευκολίες, σε διδακτισμούς, βερμπαλισμούς, νοσταλγικές φούσκες και μεσήλικες νευρώσεις. Επίσης, αν σκέφτεσαι μια φορά το βιβλίο που γράφεις για ενήλικες, για τα παιδιά πρέπει να το σκέφτεσαι στο τετράγωνο και για τους εφήβους στον κύβο. Ο γλυκός μας «χαλιαχούλης» συγγραφέας (έτσι λέγαμε μικροί τους τουρίστες που φορούσαν σανδάλια με κάλτσες· κάτι που απαγορεύεται πλέον, η πολιτική ορθότητα μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε στείλει αδιάβαστο· θα το ρισκάρω, ωστόσο!) γράφει μια εκπληκτική βιογραφία για τον Νικολάι Γκόγκολ. Όση ώρα διαρκούσε η ανάγνωση έφερνα στο μυαλό μου την βαθυστόχαστη φράση του Ανρί Μπερξόν «Το γέλιο δε θα πετύχαινε τον σκοπό του αν έφερε το σημάδι της συμπάθειας και της καλοσύνης». Πράγματι, σε κανέναν δεν αρέσει να γελάνε μαζί του και ακόμα περισσότερο, σε κανέναν δεν αρέσει να γελάει με τον εαυτό του, αλλά το γέλιο είναι ευεργετικό και αξίζει κάθε φορά να βρίσκουμε την φόρμουλα και την διπλωματία (αν δεν μπορούμε να βρούμε το θάρρος ως αποδέκτες της σάτιρας) και να γελάμε με καταστάσεις ακόμα και αν δεν αντιλαμβανόμαστε ότι εμείς είμαστε το θύμα – ίσως, περισσότερο, τότε. Ο Γκόγκολ ήταν ένα πραγματικό αγόρι της χαρμοσύνης – ένας αγαπητός και αποδεκτός είρωνας τόσο της Τσαρικής Αυλής όσο και των απλών ανθρώπων. 


[…] «Μπροστά στον διευθυντή του σχολείου έκανε την εμφάνισή της μια ολόκληρη αντιπροσωπεία Ελλήνων, που του έφερε δώρα και τον παρακάλεσε να πάρει αυστηρά μέτρα κατά του μαθητή Γκόγκολ. Ζήτησε όχι μόνο να μην ξαναγράψει τίποτα που να προσβάλλει τους Έλληνες, αλλά να κάψει κι ό,τι είχε ήδη γραμμένο. Ο Διευθυντής τα δώρα δεν τα δέχτηκε. Κάλεσε όμως, αμέσως τον Γκόγκολ και τον επέπληξε. Τι να κάνει και αυτός; Έκαψε το έργο που προκάλεσε στην ελληνική κοινότητα τέτοιο σάλο. Αυτό το μάθημα που πήρε από τους Έλληνες έπιασε τόπο: ποτέ στο εξής δεν έγραφε με ευθύ τρόπο για πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλά κάλυπτε κάτω από επινοημένα ονόματα ανθρώπων και πόλεων, τα συμβαίνοντα». 

Η βιογραφία του Νετσιπορένκο για τον Γκόγκολ, φέρνει στο προσκήνιο έναν συγγραφέα που θα μπορούσε να ιντριγκάρει έναν έφηβο σήμερα, και να του δώσει το έναυσμα να κινηθεί σε μια υψιπετή λογοτεχνία που ίσως διαρκέσει για πάντα. Αν όχι, ας τους δώσουν Καζαντζάκη και Άλκη Ζέη όπως κάνουν ακόμα στην Ελλάδα, για να σταματήσουν την λογοτεχνία μια ώρα αρχύτερα! Η έκδοση έχει περιορισμένη διανομή καθότι βγήκε από τις «Kasseris Publications» της Ρόδου σε μόλις 200 αντίτυπα – τα 3 τα πήραμε εμείς οι θεατές· σε άλλες παράλληλες εκδηλώσεις ενδεχομένως και άλλοι θεατές πήραν τα 3 τους. Η έκδοση όμως είναι πανέμορφη, σκληρόδετη, με απίθανη εικονογράφηση του Εβγκένι Ποντκολζίν («… ένας από τους καλύτερους ζωγράφους της Ρωσίας», σύμφωνα με τον Νετσιπορένκο), σε όμορφη μετάφραση της Φαίδρας Μαλανδρή. Λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας, σκέφτηκα ότι θα είναι κρίμα να το κρατήσω στο σπίτι, και έτσι σε μια κρίση αυθορμητισμού ζήτησα από τον συγγραφέα να υπογράψει το αντίτυπο με τον πανάκριβο στιλό μου, με σκοπό να το χαρίσω στη Δανιηλίδειο Παιδική Βιβλιοθήκη του Δήμου Καλαμαριάς, γιατί εκτός από αγόρια, υπάρχουν και κορίτσια της χαρμοσύνης και θα τα βρείτε εκεί μέσα πρόθυμα να σας προτείνουν βιβλία… γιατί οι βιβλιοθηκονόμοι δεν είναι για να βάζουν μόνο βιβλία στα ράφια, αλλά και αναγνώστες στη θέση τους! 


Το σίγουρο είναι ότι η νεκρή ψυχή του αφυπνίστηκε μέσα μου ύστερα από αυτό το υπέροχο παραμύθι και θα επιδιώξω την επανένωση με τον χαρμόσυνο κόσμο του. 

[…] «Ο Γκόγκολ έγραψε διαθήκη, όπου αναφέρεται στην ικανότητά του να πέφτει σε ύπνο, κατά την διάρκεια του οποίου, η απόλυτη ακινησία και η έλλειψη αναπνοής, μπορούσαν να οδηγήσουν σε εσφαλμένη διάγνωση. Ακόμα και οι γιατροί οδηγούνταν σε απόφαση ότι, ο συγγραφέας έχει πεθάνει. Ένας τέτοιου είδους ύπνος ονομάζεται «λήθαργος». Συνέβη με τέτοιο τρόπο, που σε ύπνωση έπεσε όχι ο ίδιος ο Γκόγκολ, αλλά η πνευματική κληρονομιά του. Οι ανακαλύψεις του στον τομέα της λογοτεχνίας και της ζώσας ψυχής, τόσο πολύ υπερέβησαν την εποχή του, που μόνο σήμερα μπορούμε να συλλάβουμε το νόημά τους. Οι ιδέες και οι μορφές των ηρώων του αφυπνίζονται, και αυτό που οι σύγχρονοί του ονόμαζαν «επινόηση» ή «απάτη», σήμερα το κατανοούμε, ως βαθιά γνώση της πραγματικότητας». 

Αυτή την Κυριακή των εκλογών, μην τρώτε το παραμύθι, διαβάστε το! 

[…] «Ο ζωγράφος Ιβανόφ απεικόνισε τον Γκόγκολ στον πίνακά του ως έναν άνθρωπο με κόκκινη καπαρντίνα, ο οποίος απευθύνεται στον θεατή με το ήμισυ του σώματός του, βλέπει τον Χριστό και αμφιβάλλει, φοβάται να πιστέψει στα μάτια του. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός, ότι και ο Γκόγκολ «απεικόνισε» τον καλλιτέχνη σε ένα δικό του διήγημα, το «Πορτραίτο». Σ’ αυτό, αντιπαραβάλλεται ο κεντρικός χαρακτήρας του διηγήματος με τον ζωγράφο, ο οποίος φαίνεται να σπατάλησε το ταλέντο του άδικα. Αντίθετα ο Γκόγκολ, εξύψωσε τον ήρωά του στους ουρανούς της τέχνης, μη επιτρέποντας στο αναγνωστικό κοινό να τον σέρνει απ’ τη μύτη… » 

Υ.Γ. 2666 Η «κουτσή Μαρία» δεν φέρει έμφυλο πρόσημο. Είναι άφυλο φαινόμενο και μας αφορά όλους. Me too!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !