Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σταυρώστε με, σταυρώστε με



Λίγες βδομάδες μετά το Θείο Δράμα όλη η οικουμένη (η Ελλάδα συγκεκριμένα, που ως γνωστόν είναι το κέντρο του κόσμου) περνάει ένα αντίστοιχο κοινωνικό δράμα με λίγο πειραγμένη την σειρά εμφάνισης· αντί της προδοσίας, σταύρωσης, ανάστασης… εδώ έχουμε την σταύρωση, την ανάσταση (για λίγους) και την προδοσία (για τους πολλούς). Και χωρίς γιορτινό τραπέζι, γαμώτη! Εκατοντάδες βιαστές της γλώσσας και της φαντασίας κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσά μας και το κράτος δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό… ουπς, κάποιο λάθος υπάρχει εδώ. Μήπως όμως το έχουμε παρακάνει με τα λογοπαίγνια; Πριν λίγες μέρες ήμουν σε μια βάπτιση όπου διπλανό κρεοπωλείο έφερε την επιγραφή «Meat the girls»! Προφανώς (μάλλον) ήθελε να δηλώσει ότι το κρεοπωλείο διευθύνουν γυναίκες ή ότι οι αγελάδες είναι τα κορίτσια τους (Κλάρα, Άναμπελ, κλπ) που τα ξέρουν και τα αγαπάνε αλλά με μία προσεκτικότερη ματιά θα μπορούσε να δει κάποιος την υπόρρητη σχέση που θα μπορούσε να έχει αυτό το άσχημο λογοπαίγνιο με το εμπόριο λευκής σαρκός, φερ’ ειπείν. Και γενικά, πού τελειώνει το παιχνίδι με τα λογοπαίγνια και πού αρχίζει η λογική; Τι μένει λοιπόν μετά από όλα αυτά; Η λογοτεχνία και ειδικά εκείνη για την οποία έχω κάνει ομολογία πίστεως

Οι περισσότεροι γνωρίζετε τον Ίταλο Καλβίνο ως έναν συγγραφέα πέραν του ρεαλισμού. Πριν όμως αποφασίσει να σκοτώσει τον ρεαλισμό στα έργα του, τον βίωσε (όπως όλοι μας) και τον κατέγραψε (όσο λίγοι) – ευτυχώς για όλους μας, σε λίγα μόνο έργα του, καθότι θα ήταν μεγάλο κρίμα να μην είχαμε την πληθώρα των εξαίσιων μετέπειτα έργων του, αν αποφάσιζε να επιμείνει περισσότερο στη ρεαλιστική του ρότα. Προσπαθήστε να βρείτε το εκπληκτικό πρωτόλειό του, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», όπου εξιστορεί τις εμπειρίες του από την αντίσταση. Σε αυτή την συνομοταξία, ανήκει και «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου», το κύκνειο άσμα του ρεαλισμού του. Ξεφυλλίζοντάς το, νομίζω ότι κατάλαβα γιατί πήρε δέκα χρόνια (1953-1963) στον Καλβίνο για να το γράψει. Η ενασχόληση με τις εκλογές – και δη σε λογοτεχνική βάση – μοιραία σε αποστεγνώνει δημιουργικά. Προσπαθώντας να κάνω την ανάρτησή μου τόσο αστεία όσο τις υπόλοιπες, αλλά έχοντας ως μοτίβο και φόντο αυτή τη φορά τις εκλογές, ένιωσα και γω αυτή την διανοητική απονέκρωση. 

Πέρα από αυτό, «προσπάθησα πάντα να βασιστώ σε πράγματα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια (σε δύο περιστάσεις, στα 1953 και 1961), αν δεχτούμε ότι αυτό μπορεί να έχει σημασία σε μια διήγηση που έχει σχέση περισσότερο με στοχασμούς παρά με γεγονότα», λέει ο ίδιος ο Καλβίνο. Αυτή η προβολή των στοχασμών ενάντι των γεγονότων κάπως με χάλασε στην αρχή (πολλοί στοχασμοί του ήρωα παρεμβάλλονται παρενθετικά εις βάρος των αφηγηματικών γεγονότων), δεν έβρισκα τον λόγο που έπρεπε να γίνει νουβέλα, θα αρκούσε ένα μεστό διήγημα ή ίσως ένα πιο ξεκάθαρα δοκιμιακό κείμενο. Το θεώρησα μέτριο, όπως ακριβώς και ο Μάνος Ματσαγγάνης στην εισαγωγή του, καθώς επίσης και πλήθος ξένοι κριτικοί. «Μπορώ να ζητήσω να γραφτεί στα πρακτικά ότι ενίσταμαι; είπε η άλλη, όμως το ότι έθεσε το ζήτημα με τη μορφή ερώτησης ήταν ήδη σαν να δεχόταν την ήττα». Δέχομαι ταπεινωμένος την ήττα μου, γιατί όντως, Καλβίνο και μετριότητα δεν πάνε μαζί. Όσο προχωρούσε η ανάγνωση άλλαζα συνεχώς γνώμη, όπως ο Ψαριανός κόμματα! 

Έχοντας υπάρξει γραμματέας σε εκλογές τρεις φορές, ένιωσα απόλυτη ταύτιση με τους στοχασμούς του Αμερίγκο Ορμέα (άλτερ έγκο του Καλβίνο) τόσο που εντυπωσιάστηκα. Εκείνο που απογειώνει το βιβλίο όμως είναι άλλο. Το 1953 μελετάται η ψήφιση ενός νομοσχεδίου που προτείνει η Χριστιανική Δημοκρατία, ο αποκαλούμενος «Νόμος-απάτη» που καταργεί την απλή αναλογική και χαρίζει τα 2/3 των εδρών στο κόμμα που θα πάρει το 50% συν μία των ψήφων. Ο ήρωας (πραγματικός!) Αμερίγκο επισκέπτεται το άσυλο ανιάτων «Κοτολένγκο» όπου μετατρέπεται σε εκλογικό κέντρο και το οποίο διοικείται από το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, άρα η προσέλευση ανίκανων ανθρώπων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα εγείρει πάμπολλα ηθικά ζητήματα. Θυμάστε αυτό που λέμε εδώ, κλειδώστε τις γιαγιάδες και τους παππούδες να μην παν να ψηφίσουν; Ε κάπως έτσι. Συνυπολογίζοντας και την διαρκή πολιτική δράση του Καλβίνο, που σε όλη του την ζωή κρατούσε κριτικότατη στάση απέναντί της, το λογοτεχνικό μείγμα αποδεικνύεται πλούσιο. 

«[…] Ήταν μια κρυμμένη Ιταλία αυτή που παρήλαυνε σ’ εκείνη την αίθουσα, το αντίθετο εκείνης που καμαρώνει κάτω απ’ τον ήλιο, που περπατάει στους δρόμους και που έχει απαιτήσεις και παράγει και καταναλώνει, ήταν το μυστικό των οικογενειών και των χωριών, ήταν επίσης (μα όχι μόνο αυτό) η φτωχή ύπαιθρος με το εξευτελισμένο αίμα της, με τις αιμομιξίες της μέσα στο σκοτάδι των στάβλων, το απελπισμένο Πιεμόντε που πάντα πιέζει από κοντά το ρωμαλέο και δυναμικό Πιεμόντε, ήταν ακόμα (μα όχι μόνο αυτό) το τέλος των φυλών, όταν μέσα στο πλάσμα προστίθενται όλες οι ξεχασμένες αρρώστιες άγνωστων προγόνων, ο λοιμός που κρατιόταν κρυφός σαν ενοχή, το μεθύσι μόνος παράδεισος (μα όχι μόνο αυτό, μα όχι μόνο αυτό), ήταν ο κίνδυνος ενός λάθους που η ύλη από την οποία είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο γένος διατρέχει κάθε φορά που αναπαράγεται, κίνδυνος (που είναι εξάλλου προβλεπτός σύμφωνα με τον υπολογισμό των πιθανοτήτων όπως στα τυχερά παιχνίδια), που πολλαπλασιάζεται από τον αριθμό των νέων παγίδων, των ιών, των δηλητηρίων, των ακτινοβολιών του ουρανίου… το τυχαίο που κυβερνάει την ανθρώπινη γέννηση, που λέγεται ανθρώπινη ακριβώς επειδή γίνεται κατά τύχη».

Η έκδοση της «Κριτικής» είναι πολύ καλή, με ένα όμορφο εξώφυλλο του Δημήτρη Βίδου, ολιγοσέλιδη εισαγωγή του καθηγητή Δημόσιας Οικονομικής του Πολυτεχνείου του Μιλάνου Μάνου Ματσαγγάνη, και πολύ ωραία μετάφραση της Τόνιας Τσίτσοβιτς-Radin. Ένα βιβλίο που εν τέλει προβληματίζει βαθιά χωρίς παράλληλα να νοθεύει την αναγνωστική απόλαυση. Δεν είναι ο Καλβίνο που ξέρουμε και ταυτόχρονα (ένα παράδοξο, που είναι κατά κάποιον τρόπο και η λογοτεχνική του παρακαταθήκη προς όλους εμάς)… είναι ακριβώς ο Καλβίνο που ξέρουμε! «Πρόθυμος πάντα να συνθέσει τα αντίθετα, ο Αμερίγκο θα ήθελε να συγκρουστεί, να πολεμήσει και συγχρόνως να βρει μέσα του την απόλυτη ηρεμία»… δεν μπορώ να εκφράσω πόσο πολύ θαυμάζω τον Ίταλο Καλβίνο… αυτόν τον άνθρωπο τον αγαπάω… σταυρώστε με… 

Υ.Γ. 2666 Εκλογές και παπαδαριό, 2 σε 1, τα νεύρα μας κρόσια! Ψήφος και ψόφος μαζί! Καλές εκλογές, φίλοι μου, και του χρόνου.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !