Λαμπεντούζα. Ένας τόπος θανάτου και νεκρανάστασης, χωρικό ορόσημο κοινωνικών ζυμώσεων και απάνθρωπων τραγωδιών. Πριν τον «μάθουμε» αιφνιδιώς πριν 1-2 χρόνια, υπήρχε και μια παλιότερη αναφορά, πιο ήπια και διακριτική, που έκρυβε με τη σειρά της για καιρό μια ανθρώπινη τραγωδία – συγγραφική αυτή τη φορά (ίσως, και όχι μόνο). Ο Λαμπεντούζα στο βιβλίο του περιγράφει έναν κόσμο που καταρρέει και αλλάζει οριστικά μορφή. Η σύγχρονη Λαμπεντούζα περιγράφει ακριβώς το ίδιο, χωρίς όμως την ομορφιά των λέξεων, μόνο με την αθλιότητα των εικόνων. Και στα δύο αξίζει να κάνουμε μία ανάγνωση, θα αποδειχθεί αναμφιβόλως ωφέλιμο. Εντούτοις, σήμερα θα περιοριστούμε στην ομορφιά των λέξεων, η οποία όταν αναμειγνύεται με την μαγεία της λογοτεχνίας, φαντάζει απεριόριστη.
Θυμάστε τον Γάτο του Τσεσάιρ από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» που εμφανιζόταν από το πουθενά και εξαφανιζόταν προς το πουθενά αφήνοντας το πελώριο σκανταλιάρικο χαμόγελό του, τελευταίο αποτύπωμα, μια αθάνατη στιγμή, πριν σβήσει εντελώς η μορφή του; Η ανθρώπινη υπόσταση εκείνου του γάτου υπήρξε ο Τζιουζέπε Ντι Λαμπεντούζα και ο «Γατόπαρδος» το (πρώτο και) τελευταίο του αποτύπωμα, ένα πλατύ ειρωνικό χαμόγελο στην ιστορία της λογοτεχνίας που διατηρεί ζωντανή τη μορφή του. Τι ώθησε όμως έναν ράθυμο αριστοκράτη και μανιώδη αναγνώστη να γράψει βιβλίο; Ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του με τα ολιγοσέλιδα συγγραφικά πορτραίτα, υποστηρίζει ότι ο Λαμπεντούζα κινητοποιήθηκε όταν διαπίστωσε ότι ένας ξαδερφός του είχε ήδη εκδώσει και μάλιστα είχε κερδίσει και βραβείο. «Με τη μαθηματική βεβαιότητα ότι δεν ήμουν πιο κουτός, κάθισα στο τραπέζι μου και έγραψα ένα μυθιστόρημα». Και τι μυθιστόρημα!
Η πλοκή του βιβλίου περιγράφεται επαρκέστατα στο οπισθόφυλλο, δε θα πρόσθετε τίποτε η ανακύκλωσή της, εξάλλου η μαγεία του βιβλίου δεν κρύβεται στην πλοκή του. Μια πλοκή που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να χαρακτηρίσουμε έως και βαρετή, χωρίς κάποιος να μπορεί να μας προσάψει ιδιαίτερες κατηγορίες γι' αυτήν την ανάρμοστη κρίση μας. Ας συνοψίσουμε όμως το νόημα του μυθιστορήματος όπως το συμπυκνώνει ο ίδιος ο Λαμπεντούζα σε ένα γράμμα του προς τον Ενρίκο Μέρλο: Μου φαίνεται πως έχει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει έναν ευγενή Σικελό σε μια στιγμή κρίσης (χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει μόνο αυτή του 1860), με ποιο τρόπο αντιδρά και πώς κλιμακώνεται ο ξεπεσμός της οικογένειας μέχρι τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή της· όλα αυτά όμως είναι βιωμένα και δοσμένα εκ των έσω, με τη συμμετοχή σ' ένα βαθμό του συγγραφέα και χωρίς την μνησικακία που αντίθετα υπάρχει στους «Αντιβασιλείς». Οι «Αντιβασιλείς» είναι έργο του Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο και τοποθετείται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο της απόβασης των Χιλίων με την επέμβαση του Γκαριμπάλντι στις 11 Μαίου 1860, και σκιαγραφεί επίσης τον ξεπεσμό μιας αριστοκρατικής οικογένειας, τόσο που να θεωρείται πρότυπο για τον «Γατόπαρδο». Ωστόσο, το κείμενο του Λαμπεντούζα παίρνει αποστάσεις από εκείνο του Ντε Ρομπέρτο καθώς είναι προιόν μιας ιδιοφυίας που ο χρόνος και η σταθερή του δημοτικότητα, αποτελούν την καλύτερη επαλήθευση.
Η ξαφνική εμφάνιση του συγγραφέα στα ιταλικά γράμματα θεωρήθηκε σαν θαύμα και αντιμετωπίστηκε αναλόγως. Όταν λοιπόν κόπασε ο αχός έγινε γνωστό ότι η ιδέα του μυθιστορήματος κλωθογύριζε στο μυαλό του δεκαοκτώ χρόνια και δεν ήταν τόσο συγγραφική έκλαμψη όσο θεωρήθηκε. Η όψιμη συγγραφική του ενασχόληση έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να αναδυθεί όλο το αριστοκρατικό παρελθόν του Λαμπεντούζα (του τελευταίου του Οίκου του) και σε συνδυασμό με την αδηφάγα βιβλιοφαγία του (κατά τα μυθικά πρότυπα της μπορχεσιανής έννοιας που δίνουμε κατά καιρούς στην λέξη «ανάγνωση» σε ανάλογους αναγνώστες – ένας άλλος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Τόμας Ντε Κουίνσι) δημιούργησε ένα αριστουργηματικό σύνολο. Ταπεινός ο ίδιος, βάζει ένα υπέροχο απόσπασμα στο στόμα του ήρωά του Ντον Φαμπρίτσιο, που απηχεί την δική του συγγραφική πορεία που βρήκε έκφραση (δυστυχώς και ευτυχώς) στο τέλος της ζωής του:
Ο Ντον Φαμπρίτσιο ανέκαθεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον ντον Τσίτσο· αυτό όμως το συναίσθημα οφειλόταν στη συμπόνοια που του ενέπνεαν όλοι όσοι είχαν πιστέψει στα νιάτα τους πως ήταν προορισμένοι να γίνουν σπουδαίοι καλλιτέχνες και, μεγάλοι πια, αντιλήφθηκαν πως δεν είχαν ταλέντο και συνέχιζαν την ίδια εκείνη δραστηριότητα πιο ταπεινά, έχοντας καταχωνιάσει τα καημένα τα όνειρά τους.
Το βιβλίο του Λαμπεντούζα έχει θεωρηθεί πεσιμιστικό και βιβλίο της ήττας, μια (πολυεδρική) αποδοχή της ήττας όμως που γίνεται με τον σνομπισμό που αρμόζει σε έναν ευγενή («Ο σνομπισμός είναι πράγματι το αντίθετο του φθόνου») ή με την εσωτερική οργή που αναστατώνει τους ανθρώπους πασπαλισμένη με την εξωτερική ειρωνεία που καλύπτει αυτή την κόντρα («Η οργή και η ειρωνεία είναι ίδιον των αρχόντων, όχι τα μοιρολόγια και οι διαμαρτυρίες»). Το σίγουρο είναι ότι ο «Γατόπαρδος» κάθε άλλο παρά καταθλιπτικό βιβλίο είναι, και η ακαταμάχητη ροπή του Λαμπεντούζα στην υπαινικτική γραφή και στην χρήση της ειρωνείας, το μετατρέπει σε ένα ιδιαιτέρως ευχάριστο ανάγνωσμα. Ξεχώρισα και θαύμασα πολύ τις σελίδες που περιγράφουν τις πολιτικές σκέψεις του Ντον Φαμπρίτσιο για την ένωση της Ιταλίας, που τις μετέφερα με πικρία στο δικό μου παρόν, κάνοντας αφειδώς αναγωγές σε πρόσωπα και καταστάσεις. Η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότητα του Λαμπεντούζα είναι αξιοθαύμαστες, η λεκτική του σκευή πλούσια και το ρητό una faccia una razza διαχρονικότατο.
“Έρχονται για να μας διδάξουν καλούς τρόπους, αλλά δε θα τα καταφέρουν, γιατί εμείς είμαστε θεοί”. Νομίζω πως δεν κατάλαβαν αυτό που είπα, γέλασαν όμως και έφυγαν. Το ίδιο λέω και σ' εσάς. Οι Σικελοί δεν θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν ότι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία τους είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή τους. Κάθε παρέμβαση ξένου εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής του, ή Σικελού εξαιτίας της ελεύθερης σκέψης του, διαταράσσει τη φαντασίωση της κεκτημένης τελειότητας, αναστατώνει τη φιλάρεσκη προσμονή του μηδενός. Ποδοπατημένοι από μια δεκάδα διαφορετικούς λαούς, οι Σικελοί πιστεύουν πως έχουν ένα ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν που τους δίνει το δικαίωμα για μια μεγαλοπρεπή κηδεία.
Αυτό που με ξετρέλανε πραγματικά είναι μερικές εγκιβωτισμένες αναφορές από το παρόν του Λαμπεντούζα, μέσα στον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου. Το αγαπημένο μου απόσπασμα λόγω και της δηκτικής του καλαισθησίας είναι το ακόλουθο: [...] με το οποίο κοινοποιούσαν στους εργατικούς πολίτες της Ντοναφουγκάτα τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας ύψους δύο χιλιάδων λιρών για αποχετευτικά έργα που θα ολοκληρώνονταν μέσα στο 1961, όπως διαβεβαίωσε ο Δήμαρχος, κάνοντας ένα από κείνα τα lapsus που το μηχανισμό τους θα εξηγούσε πολλές δεκαετίες αργότερα ο Φρόυντ. Απολαυστικότατος!
Ο «Γατόπαρδος» ξετυλίγεται σαν μια παραμυθένια ταινία, άλλωστε είναι γνωστή η αγάπη του Λαμπεντούζα για τον κινηματογράφο, ήταν σχεδόν τόσο μανιώδης κινηματογραφόφιλος όσο και αναγνώστης. Διαβάζοντας το βιβλίο, το κάνεις αμέσως εικόνα. Αν όμως, θες πράγματι να το κάνεις εικόνα, τότε η κινηματογραφική του εκδοχή από τον μεγάλο Βισκόντι είναι το άμεσο επακόλουθο. Ακόμα και αν βαριέσαι τις πολύωρες ταινίες του, ξέρεις ότι η τελειομανία του Ιταλού σκηνοθέτη θα έχει μετουσιώσει σε εικονοποιητικό αριστούργημα το συγγραφικό αντίστοιχο του Λαμπεντούζα. Εφοδιάσου με θάρρος και όχι με ποπ-κορν και απόλαυσέ την!
Η έκδοση είναι υπέροχη και πλούσια – επίμετρα και κόντρα επίμετρα, εισαγωγές, το παρασκήνιο και η κόντρα με τις διαφορετικές εκδοχές του «Γατόπαρδου», κρίσεις από ομοτέχνους του και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Μου έκανε θετική εντύπωση το βάρος του βιβλίου. Χρησιμοποιεί ποιοτικότατο χαρτί αλλά πολύ ελαφρύ που δίνει την αίσθηση του βάρους των «εκδόσεων με χαρτί εφημερίδας» αλλά όχι και εκείνη την ενοχλητική και αμφισβητήσιμη ποιότητά τους. Οι 430 σελίδες του βιβλίου ζυγίζουν όσο περίπου 250 ενός κοινού βιβλίου! Εντούτοις, λόγω της λογοτεχνικής μοναδικότητας του «Γατόπαρδου» θα μου άρεσε αν υπήρχε και μία «αριστοκρατική» εκδοχή του, με σκληρό εξώφυλλο, γυαλιστερές σελίδες όταν απεικονίζονται φωτογραφίες και ανάλογα «γαλαζοαίματα» καλούδια. Οι συνεχείς επανακδόσεις του βιβλίου ίσως κάνουν τις εκδόσεις Bell να το σκεφτούν στο μέλλον. Η βραβευμένη μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου είναι εξαιρετική (γιατί το βραβείο από μόνο του δεν λέει τίποτα όπως έχουμε δει και από άλλες «βραβευμένες» μεταφράσεις!) και το επίμετρό της διαφωτιστικό και αρκετά συγκινητικό.
Ο γατόπαρδος λαμβάνει διάφορους συμβολισμούς μέσα στο κείμενο. Όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις «ταπεινές» γάτες, αυτές τις χνουδωτές φιλοσοφίες ζωής, θα εκτιμήσουν λίγο καλύτερα το έργο του... γάτου Λαμπεντούζα! Όπως έγραψε και ο Μοντάλε, είναι το βιβλίο ενός σπουδαίου άνδρα, ενός μεγάλου snob, με την πιο υψηλή σημασία της λέξης, ενός ανθρώπου που είχε κατανοήσει τα πάντα από τη ζωή, ενός ποιητή-αφηγητή προικισμένου με αδυσώπητη διορατικότητα και μ' ένα υπαρξιακό αίσθημα που ήταν ταυτόχρονα στωικό και απεριόριστα φιλάνθρωπο.
Το είχα διαβάσει πριν αρκετά χρόνια σε παλιότερη έκδοση από τον ίδιο οίκο.Η νέα απ'ότι λες πρέπει να είναι βελτιωμένη όπως ταιριάζει σε ένα κλασσικό βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ο Βισκόντι μάλλον ήταν ο πλέον κατάλληλος για την ταινία.Βλέπω στο ΥΤ ότι υπάρχει η Ιταλική ταινία και μπαίνω στο πειρασμό να την ανεβάσω με ελλην.υπότιτλους ελπίζοντας ότι δεν θα τη κόψει.
Λύσιππε, έχω την (πρόσφατη) ΣΤ' έκδοση όπου από τις 430 σελίδες του βιβλίου, οι 100 περίπου είναι όσα αναφέρω στην ανάρτηση, που εγώ προσωπικά τα απολαμβάνω πολύ όταν υπάρχουν, μου ενισχύουν την αίσθηση της απόλαυσης που αποκομίζω από την ανάγνωση.
ΔιαγραφήΈχω ήδη αποθηκευμένο στον υπολογιστή ένα σετ 6 ταινιών του Βισκόντι και ψάχνω την κατάλληλη στιγμή για να την απολαύσω. Ναι, ανέβασέ την και εσύ, είναι υπέροχος ο Βισκόντι.