Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Cheshire Cat

 
Λαμπεντούζα. Ένας τόπος θανάτου και νεκρανάστασης, χωρικό ορόσημο κοινωνικών ζυμώσεων και απάνθρωπων τραγωδιών. Πριν τον «μάθουμε» αιφνιδιώς πριν 1-2 χρόνια, υπήρχε και μια παλιότερη αναφορά, πιο ήπια και διακριτική, που έκρυβε με τη σειρά της για καιρό μια ανθρώπινη τραγωδία – συγγραφική αυτή τη φορά (ίσως, και όχι μόνο). Ο Λαμπεντούζα στο βιβλίο του περιγράφει έναν κόσμο που καταρρέει και αλλάζει οριστικά μορφή. Η σύγχρονη Λαμπεντούζα περιγράφει ακριβώς το ίδιο, χωρίς όμως την ομορφιά των λέξεων, μόνο με την αθλιότητα των εικόνων. Και στα δύο αξίζει να κάνουμε μία ανάγνωση, θα αποδειχθεί αναμφιβόλως ωφέλιμο. Εντούτοις, σήμερα θα περιοριστούμε στην ομορφιά των λέξεων, η οποία όταν αναμειγνύεται με την μαγεία της λογοτεχνίας, φαντάζει απεριόριστη.
 
Θυμάστε τον Γάτο του Τσεσάιρ από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» που εμφανιζόταν από το πουθενά και εξαφανιζόταν προς το πουθενά αφήνοντας το πελώριο σκανταλιάρικο χαμόγελό του, τελευταίο αποτύπωμα, μια αθάνατη στιγμή, πριν σβήσει εντελώς η μορφή του; Η ανθρώπινη υπόσταση εκείνου του γάτου υπήρξε ο Τζιουζέπε Ντι Λαμπεντούζα και ο «Γατόπαρδος» το (πρώτο και) τελευταίο του αποτύπωμα, ένα πλατύ ειρωνικό χαμόγελο στην ιστορία της λογοτεχνίας που διατηρεί ζωντανή τη μορφή του. Τι ώθησε όμως έναν ράθυμο αριστοκράτη και μανιώδη αναγνώστη να γράψει βιβλίο; Ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του με τα ολιγοσέλιδα συγγραφικά πορτραίτα, υποστηρίζει ότι ο Λαμπεντούζα κινητοποιήθηκε όταν διαπίστωσε ότι ένας ξαδερφός του είχε ήδη εκδώσει και μάλιστα είχε κερδίσει και βραβείο. «Με τη μαθηματική βεβαιότητα ότι δεν ήμουν πιο κουτός, κάθισα στο τραπέζι μου και έγραψα ένα μυθιστόρημα». Και τι μυθιστόρημα! 
 
Η πλοκή του βιβλίου περιγράφεται επαρκέστατα στο οπισθόφυλλο, δε θα πρόσθετε τίποτε η ανακύκλωσή της, εξάλλου η μαγεία του βιβλίου δεν κρύβεται στην πλοκή του. Μια πλοκή που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να χαρακτηρίσουμε έως και βαρετή, χωρίς κάποιος να μπορεί να μας προσάψει ιδιαίτερες κατηγορίες γι' αυτήν την ανάρμοστη κρίση μας. Ας συνοψίσουμε όμως το νόημα του μυθιστορήματος όπως το συμπυκνώνει ο ίδιος ο Λαμπεντούζα σε ένα γράμμα του προς τον Ενρίκο Μέρλο: Μου φαίνεται πως έχει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει έναν ευγενή Σικελό σε μια στιγμή κρίσης (χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει μόνο αυτή του 1860), με ποιο τρόπο αντιδρά και πώς κλιμακώνεται ο ξεπεσμός της οικογένειας μέχρι τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή της· όλα αυτά όμως είναι βιωμένα και δοσμένα εκ των έσω, με τη συμμετοχή σ' ένα βαθμό του συγγραφέα και χωρίς την μνησικακία που αντίθετα υπάρχει στους «Αντιβασιλείς». Οι «Αντιβασιλείς» είναι έργο του Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο και τοποθετείται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο της απόβασης των Χιλίων με την επέμβαση του Γκαριμπάλντι στις 11 Μαίου 1860, και σκιαγραφεί επίσης τον ξεπεσμό μιας αριστοκρατικής οικογένειας, τόσο που να θεωρείται πρότυπο για τον «Γατόπαρδο». Ωστόσο, το κείμενο του Λαμπεντούζα παίρνει αποστάσεις από εκείνο του Ντε Ρομπέρτο καθώς είναι προιόν μιας ιδιοφυίας που ο χρόνος και η σταθερή του δημοτικότητα, αποτελούν την καλύτερη επαλήθευση.
 
Η ξαφνική εμφάνιση του συγγραφέα στα ιταλικά γράμματα θεωρήθηκε σαν θαύμα και αντιμετωπίστηκε αναλόγως. Όταν λοιπόν κόπασε ο αχός έγινε γνωστό ότι η ιδέα του μυθιστορήματος κλωθογύριζε στο μυαλό του δεκαοκτώ χρόνια και δεν ήταν τόσο συγγραφική έκλαμψη όσο θεωρήθηκε. Η όψιμη συγγραφική του ενασχόληση έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να αναδυθεί όλο το αριστοκρατικό παρελθόν του Λαμπεντούζα (του τελευταίου του Οίκου του) και σε συνδυασμό με την αδηφάγα βιβλιοφαγία του (κατά τα μυθικά πρότυπα της μπορχεσιανής έννοιας που δίνουμε κατά καιρούς στην λέξη «ανάγνωση» σε ανάλογους αναγνώστες – ένας άλλος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Τόμας Ντε Κουίνσι) δημιούργησε ένα αριστουργηματικό σύνολο. Ταπεινός ο ίδιος, βάζει ένα υπέροχο απόσπασμα στο στόμα του ήρωά του Ντον Φαμπρίτσιο, που απηχεί την δική του συγγραφική πορεία που βρήκε έκφραση (δυστυχώς και ευτυχώς) στο τέλος της ζωής του: 
 

 
Ο Ντον Φαμπρίτσιο ανέκαθεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον ντον Τσίτσο· αυτό όμως το συναίσθημα οφειλόταν στη συμπόνοια που του ενέπνεαν όλοι όσοι είχαν πιστέψει στα νιάτα τους πως ήταν προορισμένοι να γίνουν σπουδαίοι καλλιτέχνες και, μεγάλοι πια, αντιλήφθηκαν πως δεν είχαν ταλέντο και συνέχιζαν την ίδια εκείνη δραστηριότητα πιο ταπεινά, έχοντας καταχωνιάσει τα καημένα τα όνειρά τους.
 
Το βιβλίο του Λαμπεντούζα έχει θεωρηθεί πεσιμιστικό και βιβλίο της ήττας, μια (πολυεδρική) αποδοχή της ήττας όμως που γίνεται με τον σνομπισμό που αρμόζει σε έναν ευγενή («Ο σνομπισμός είναι πράγματι το αντίθετο του φθόνου») ή με την εσωτερική οργή που αναστατώνει τους ανθρώπους πασπαλισμένη με την εξωτερική ειρωνεία που καλύπτει αυτή την κόντρα («Η οργή και η ειρωνεία είναι ίδιον των αρχόντων, όχι τα μοιρολόγια και οι διαμαρτυρίες»). Το σίγουρο είναι ότι ο «Γατόπαρδος» κάθε άλλο παρά καταθλιπτικό βιβλίο είναι, και η ακαταμάχητη ροπή του Λαμπεντούζα στην υπαινικτική γραφή και στην χρήση της ειρωνείας, το μετατρέπει σε ένα ιδιαιτέρως ευχάριστο ανάγνωσμα. Ξεχώρισα και θαύμασα πολύ τις σελίδες που περιγράφουν τις πολιτικές σκέψεις του Ντον Φαμπρίτσιο για την ένωση της Ιταλίας, που τις μετέφερα με πικρία στο δικό μου παρόν, κάνοντας αφειδώς αναγωγές σε πρόσωπα και καταστάσεις. Η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότητα του Λαμπεντούζα είναι αξιοθαύμαστες, η λεκτική του σκευή πλούσια και το ρητό una faccia una razza διαχρονικότατο. 
 
“Έρχονται για να μας διδάξουν καλούς τρόπους, αλλά δε θα τα καταφέρουν, γιατί εμείς είμαστε θεοί”. Νομίζω πως δεν κατάλαβαν αυτό που είπα, γέλασαν όμως και έφυγαν. Το ίδιο λέω και σ' εσάς. Οι Σικελοί δεν θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν ότι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία τους είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή τους. Κάθε παρέμβαση ξένου εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής του, ή Σικελού εξαιτίας της ελεύθερης σκέψης του, διαταράσσει τη φαντασίωση της κεκτημένης τελειότητας, αναστατώνει τη φιλάρεσκη προσμονή του μηδενός. Ποδοπατημένοι από μια δεκάδα διαφορετικούς λαούς, οι Σικελοί πιστεύουν πως έχουν ένα ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν που τους δίνει το δικαίωμα για μια μεγαλοπρεπή κηδεία. 
 
Αυτό που με ξετρέλανε πραγματικά είναι μερικές εγκιβωτισμένες αναφορές από το παρόν του Λαμπεντούζα, μέσα στον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου. Το αγαπημένο μου απόσπασμα λόγω και της δηκτικής του καλαισθησίας είναι το ακόλουθο: [...] με το οποίο κοινοποιούσαν στους εργατικούς πολίτες της Ντοναφουγκάτα τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας ύψους δύο χιλιάδων λιρών για αποχετευτικά έργα που θα ολοκληρώνονταν μέσα στο 1961, όπως διαβεβαίωσε ο Δήμαρχος, κάνοντας ένα από κείνα τα lapsus που το μηχανισμό τους θα εξηγούσε πολλές δεκαετίες αργότερα ο Φρόυντ. Απολαυστικότατος!
 
Ο «Γατόπαρδος» ξετυλίγεται σαν μια παραμυθένια ταινία, άλλωστε είναι γνωστή η αγάπη του Λαμπεντούζα για τον κινηματογράφο, ήταν σχεδόν τόσο μανιώδης κινηματογραφόφιλος όσο και αναγνώστης. Διαβάζοντας το βιβλίο, το κάνεις αμέσως εικόνα. Αν όμως, θες πράγματι να το κάνεις εικόνα, τότε η κινηματογραφική του εκδοχή από τον μεγάλο Βισκόντι είναι το άμεσο επακόλουθο. Ακόμα και αν βαριέσαι τις πολύωρες ταινίες του, ξέρεις ότι η τελειομανία του Ιταλού σκηνοθέτη θα έχει μετουσιώσει σε εικονοποιητικό αριστούργημα το συγγραφικό αντίστοιχο του Λαμπεντούζα. Εφοδιάσου με θάρρος και όχι με ποπ-κορν και απόλαυσέ την!
 
«Βάλθηκε να κοιτάζει έναν πίνακα που έστεκε εμπρός του: ήταν ένα καλό αντίγραφο του "Θανάτου του Δικαίου" του Γκρεζ. Ο γέροντας άφηνε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι, ανάμεσα σε πτυχές ακηλίδωτων ασπροσέντονων, περιτριγυρισμένος από θλιμμένα εγγόνια και εγγονές που ύψωναν τα χέρια τους προς τον ουρανό. Οι κοπέλες ήταν όμορφες και προκλητικές και τα ακατάστατα ρούχα τους υποδήλωναν περισσότερο ασωτία παρά οδύνη. Ήταν φανερό πως το κεντρικό θέμα του πίνακα ήταν εκείνες.»
 
Η έκδοση είναι υπέροχη και πλούσια – επίμετρα και κόντρα επίμετρα, εισαγωγές, το παρασκήνιο και η κόντρα με τις διαφορετικές εκδοχές του «Γατόπαρδου», κρίσεις από ομοτέχνους του και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Μου έκανε θετική εντύπωση το βάρος του βιβλίου. Χρησιμοποιεί ποιοτικότατο χαρτί αλλά πολύ ελαφρύ που δίνει την αίσθηση του βάρους των «εκδόσεων με χαρτί εφημερίδας» αλλά όχι και εκείνη την ενοχλητική και αμφισβητήσιμη ποιότητά τους. Οι 430 σελίδες του βιβλίου ζυγίζουν όσο περίπου 250 ενός κοινού βιβλίου! Εντούτοις, λόγω της λογοτεχνικής μοναδικότητας του «Γατόπαρδου» θα μου άρεσε αν υπήρχε και μία «αριστοκρατική» εκδοχή του, με σκληρό εξώφυλλο, γυαλιστερές σελίδες όταν απεικονίζονται φωτογραφίες και ανάλογα «γαλαζοαίματα» καλούδια. Οι συνεχείς επανακδόσεις του βιβλίου ίσως κάνουν τις εκδόσεις Bell να το σκεφτούν στο μέλλον. Η βραβευμένη μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου είναι εξαιρετική (γιατί το βραβείο από μόνο του δεν λέει τίποτα όπως έχουμε δει και από άλλες «βραβευμένες» μεταφράσεις!) και το επίμετρό της διαφωτιστικό και αρκετά συγκινητικό. 
 
Ο γατόπαρδος λαμβάνει διάφορους συμβολισμούς μέσα στο κείμενο. Όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις «ταπεινές» γάτες, αυτές τις χνουδωτές φιλοσοφίες ζωής, θα εκτιμήσουν λίγο καλύτερα το έργο του... γάτου Λαμπεντούζα! Όπως έγραψε και ο Μοντάλε, είναι το βιβλίο ενός σπουδαίου άνδρα, ενός μεγάλου snob, με την πιο υψηλή σημασία της λέξης, ενός ανθρώπου που είχε κατανοήσει τα πάντα από τη ζωή, ενός ποιητή-αφηγητή προικισμένου με αδυσώπητη διορατικότητα και μ' ένα υπαρξιακό αίσθημα που ήταν ταυτόχρονα στωικό και απεριόριστα φιλάνθρωπο.

Σχόλια

  1. Το είχα διαβάσει πριν αρκετά χρόνια σε παλιότερη έκδοση από τον ίδιο οίκο.Η νέα απ'ότι λες πρέπει να είναι βελτιωμένη όπως ταιριάζει σε ένα κλασσικό βιβλίο.
    Και ο Βισκόντι μάλλον ήταν ο πλέον κατάλληλος για την ταινία.Βλέπω στο ΥΤ ότι υπάρχει η Ιταλική ταινία και μπαίνω στο πειρασμό να την ανεβάσω με ελλην.υπότιτλους ελπίζοντας ότι δεν θα τη κόψει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Λύσιππε, έχω την (πρόσφατη) ΣΤ' έκδοση όπου από τις 430 σελίδες του βιβλίου, οι 100 περίπου είναι όσα αναφέρω στην ανάρτηση, που εγώ προσωπικά τα απολαμβάνω πολύ όταν υπάρχουν, μου ενισχύουν την αίσθηση της απόλαυσης που αποκομίζω από την ανάγνωση.

      Έχω ήδη αποθηκευμένο στον υπολογιστή ένα σετ 6 ταινιών του Βισκόντι και ψάχνω την κατάλληλη στιγμή για να την απολαύσω. Ναι, ανέβασέ την και εσύ, είναι υπέροχος ο Βισκόντι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !