Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θάνατος στην Βιέννη

 
Διαβάζω τα χείλη σας. Έλεος με τον Πύντσον και θάνατος στους αναγνώστες του! Ήρεμα αδέρφια. Αφήστε τα μίση, η ανάγνωση ν' αρχίσει. Γιατί μόνο αυτό χρειάζεται, μια γενναία απόφαση να αρχίσεις την ανάγνωση – και επειδή εδώ πρόκειται για ένα μόνο διήγημά του, η απόφαση είναι πιο εύκολη (ή ίσως και πιο δύσκολη) [αγνοήστε την παρένθεση!]. Μην αγκυλώνετε τώρα που το πήρατε απόφαση. Αρχίστε αμέσως.

Το ανά χείρας διήγημα που είχε δημοσιευτεί το 1959 στο περιοδικό «Epoch» του Cornell University έμεινε έξω από τις εκδόσεις του «Slow learner» (ίσως πλέον να συμπεριλαμβάνεται) και έτσι ήρθε αυτή η πειρατική έκδοση να ολοκληρώσει την σφαιρική μας ματιά στο έργο του Τόμας Πύντσον. Περιγράφει ένα αλλόκοτο πάρτυ όπου ο πρωταγωνιστής Ζίγκελ πηγαίνει ελπίζοντας ότι εκεί θα είναι και η Ρέιτσελ η οποία όμως του τηλεφωνεί ότι δε θα μπορέσει να έρθει. Εκεί θα βρει τον οικοδεσπότη Λουπέσκου που του μοιάζει εκπληκτικά, σαν σωσίας, ο οποίος κρεμάει ένα έμβρυο γουρουνιού από τον ομφάλιο λώρο (μια ντανταϊστική αναφορά κατά τα πρότυπα του Μαρσέλ Ντυσάν) στο ταβάνι της κουζίνας και εξαφανίζεται από το σπίτι αφήνοντας τον «σωσία» Ζίγκελ να τα βγάλει πέρα με τους παράξενους και άγνωστούς του καλεσμένους. Καθώς το διάβαζα θυμόμουν έντονα ότι παρόμοια ιστορία είχα ξαναδιαβάσει στα βιβλία του – ειρήσθω εν παρόδω, μου κάνει φοβερή εντύπωση ότι από το συνονθύλευμα παράξενων συνονθυλευμάτων που υπάρχουν στα βιβλία του Πύντσον, εγώ σταχυολογώ κατά καιρούς διάφορα περιστατικά που ξεπηδούν στο μυαλό μου ακόμα και εν μέσω της πιο πεζής καθημερινότητας. Ταλέντο του συγγραφέα ή παράνοια του αναγνώστη; – και με τα πολλά το εντόπισα, προερχόταν από το βιβλίο του «V.», όπου και εκεί υπήρχε ένα πάρτυ με το Άρρωστο Τσούρμο (μια παράξενη παρέα φίλων), μια Ρέιτσελ, μια αναφορά σε κάποιον ντανταϊστή καλλιτέχνη που είχε φτιάξει ένα readymade κλπ. Και τότε θαύμασα τον 26χρονο ώριμο(!) συγγραφέα που είχε μετασχηματίσει εκπληκτικά, μέσα με μία μόλις παράγραφο, το διήγημα που είχε γράψει ο 22χρονος ανώριμος(!) εαυτός του. Αντιγράφω από το «V.», σελ. 76:

Η Έσθερ κατάλαβε ενστικτωδώς τι συνέβαινε: ο Μπραντ ήταν ο τυπικός απόφοιτος κάποιου από τα φημισμένα πανεπιστήμια της ανατολικής ακτής, ένας άντρας που ξέρει πως σ' όλη του τη ζωή δεν θα σταματήσει στιγμή να δίνει την εντύπωση του καλού παιδιού. Παρ' όλα αυτά νιώθει πως κάτι του λείπει, κι έτσι συχνάζει στις παρυφές κάποιου Άρρωστου Τσούρμου. Αν πρόκειται να γίνει στέλεχος σε επιχείρηση, παριστάνει τον συγγραφέα. Αν είναι μηχανικός ή αρχιτέκτονας, ε, τότε ζωγραφίζει ή κάνει το γλύπτη. Δρασκελίζει συνεχώς την γραμμή που χωρίζει τους δύο κόσμους, γνωρίζοντας πως αυτό που θα εισπράξει θα είναι ό,τι χειρότερο έχουν αμφότεροι να του προσφέρουν. Ποτέ όμως δεν σταματά ν' αναρωτιέται για το λόγο ύπαρξης αυτής της γραμμής και, μερικές φορές, για το αν αυτή η γραμμή υφίσταται τελικά. Θα μάθει πώς να ζει με το δίδυμο εαυτό του και θα συνεχίσει να παίζει το ίδιο παιχνίδι, πηδώντας από δω και από κει μέχρι να σχιστεί ο καβάλος του, μέχρι ο ίδιος να κοπεί στα δύο, εξαιτίας της παρατεταμένης έντασης, και ν' απομείνει ένας κατεστραμμένος άνθρωπος
 
Επιστρέφοντας στο διήγημα, διακρίνουμε με αρκετή καθαρότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποτελέσουν τον... μεγαλόκοσμο των μετέπειτα βιβλίων του. Η συγγραφική του ιδιοφυία αρχίζει να διαμορφώνεται και να γίνεται αναγνωρίσιμη. Και γοητευτική. Ένα χαρακτηριστικό της γραφής του, είναι εκείνη η εκτενής αλληλουχία παράξενων γεγονότων που κουράζουν και συγχύζουν τους αναγνώστες, και το τράβηγμά τους ως την στιγμή που όλος αυτός ο «αχταρμάς» αποκρυσταλλώνεται σε μια παράγραφο αφόρητης λεκτικής ομορφιάς και υψηλής διανοητικής έντασης. Ο Ζίγκελ ακούει με υπομονή την εξομολόγηση μιας κοπέλας στη κρεβατοκάμαρα, να παραθέτει διάφορα πληκτικά γεγονότα, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα:

Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο για άλλα δεκαπέντε λεπτά, απογυμνώνοντας, σαν αδέξιος νευροχειρουργός, εγκεφαλικές συνάψεις και έλικες που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν εκτεθεί, αποκαλύπτοντας στον Ζίγκελ την ανατομία μιας ασθένειας πολύ σοβαρότερης από όσο είχε υποψιαστεί: τους ερημότοπους της καρδιάς, όπου σκιές και διασταυρούμενα νήματα ανακριβούς αυτοανάλυσης και φροϋδικής πλάνης, και περάσματα όπου το φως και η προοπτική έπαιζαν παιχνίδια, σε έριχναν στην ενισχυμένη υστερική ένταση εκείνου του είδους εφιαλτών όπου τα μάτια σου είναι ανοιχτά και τα πάντα στην σκηνή σου είναι οικεία, κι όμως, τρεμοφέγγοντας πίσω από την άκρη της πόρτας της ντουλάπας, κρυμμένο κάτω από την καρέκλα στη γωνία, υπάρχει αυτό το je ne sais quoi de sinistre* που σε στέλνει ουρλιάζοντας πίσω στην εγρήγορση.

Και με το ίδιο ουρλιαχτό (χαράς) σε στέλνει πίσω στην εγρήγορση και ο ίδιος ο Πύντσον, όταν στην αμέσως επόμενη φράση που ακολουθεί το απόσπασμα, γειώνει την ένταση των λέξεων και των σκέψεων, και σε πριμοδοτεί με το εξαγνιστικό δώρο του χιούμορ (τι εκπληκτικός συγγραφέας γαμώ την τρέλα μου! Συγγνώμη, παρασύρθηκα. Να διαγραφεί από τα πρακτικά):

Ώσπου επιτέλους ένας από τους φίλους του Μπρέναν, τον οποίο η Λούσυ σύστησε ως Βίνσεντ, μπήκε μέσα και τους ενημέρωσε ότι κάποιος είχε ήδη περάσει μέσα από τα γαλλικά παράθυρα χωρίς να τα ανοίξει
 

Νομίζω το έχω ξαναπεί αλλά δεν πειράζει να το επαναλάβω. Το αίσθημα της παρηγοριάς ο Πύντσον μού το προσφέρει περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα. Είναι παράξενο αυτό που γράφω αλλά ισχύει, κανένας συγγραφέας, καμιά φιλοσοφία συμπυκνωμένη σε μια φράση δεν μπορεί να μου προσφέρει τόσο έντονα το αίσθημα της παρηγοριάς. Ο Πύντσον αυτό που σου λέει είναι, όσοι ανελέητοι μηχανισμοί και αν μηχανεύονται την συντριβή της ευημερίας σου, πάντα θα είσαι ικανός και άξιος να δεχτείς το θάλπος της παρηγοριάς, αυτή την ικανή και αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη! Φανταστείτε τα βιβλία του σαν γιγάντια παζλ 10000 κομματιών όπου πρέπει να το συμπληρώσεις ολόκληρο για να θαυμάσεις την εικόνα στην εκθαμβωτική ομορφιά της – μερικοί αναγνώστες νιώθουμε αγαλλίαση και μόνο με την θέαση μεμονωμένων «νησίδων» του παζλ που προοικονομούν ωστόσο το αριστουργηματικό σύνολο. Ο θαυμασμός μου παραμένει αμείωτος, αν δεν εντείνεται ήδη με την κάθε νέα ανάγνωση. Συγγραφικά (αυτός ο θλιβερός ερασιτεχνισμός μου) αλλά και με την ταπεινή ιδιότητα του αναγνώστη, δηλαδή του ανθρώπου που διαβάζει γραμμένες λέξεις, μπροστά στον Πύντσον, νιώθω σαν το έμβρυο του γουρουνιού που τραμπαλίζεται καρφιτσωμένο από τον λώρο του, και οφείλω να πω, ότι είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος γι' αυτή την τιμητική θέση!

Υ.Γ. 2666    *το απροσδιόριστο κακό

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !