Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θάνατος στην Βιέννη

 
Διαβάζω τα χείλη σας. Έλεος με τον Πύντσον και θάνατος στους αναγνώστες του! Ήρεμα αδέρφια. Αφήστε τα μίση, η ανάγνωση ν' αρχίσει. Γιατί μόνο αυτό χρειάζεται, μια γενναία απόφαση να αρχίσεις την ανάγνωση – και επειδή εδώ πρόκειται για ένα μόνο διήγημά του, η απόφαση είναι πιο εύκολη (ή ίσως και πιο δύσκολη) [αγνοήστε την παρένθεση!]. Μην αγκυλώνετε τώρα που το πήρατε απόφαση. Αρχίστε αμέσως.

Το ανά χείρας διήγημα που είχε δημοσιευτεί το 1959 στο περιοδικό «Epoch» του Cornell University έμεινε έξω από τις εκδόσεις του «Slow learner» (ίσως πλέον να συμπεριλαμβάνεται) και έτσι ήρθε αυτή η πειρατική έκδοση να ολοκληρώσει την σφαιρική μας ματιά στο έργο του Τόμας Πύντσον. Περιγράφει ένα αλλόκοτο πάρτυ όπου ο πρωταγωνιστής Ζίγκελ πηγαίνει ελπίζοντας ότι εκεί θα είναι και η Ρέιτσελ η οποία όμως του τηλεφωνεί ότι δε θα μπορέσει να έρθει. Εκεί θα βρει τον οικοδεσπότη Λουπέσκου που του μοιάζει εκπληκτικά, σαν σωσίας, ο οποίος κρεμάει ένα έμβρυο γουρουνιού από τον ομφάλιο λώρο (μια ντανταϊστική αναφορά κατά τα πρότυπα του Μαρσέλ Ντυσάν) στο ταβάνι της κουζίνας και εξαφανίζεται από το σπίτι αφήνοντας τον «σωσία» Ζίγκελ να τα βγάλει πέρα με τους παράξενους και άγνωστούς του καλεσμένους. Καθώς το διάβαζα θυμόμουν έντονα ότι παρόμοια ιστορία είχα ξαναδιαβάσει στα βιβλία του – ειρήσθω εν παρόδω, μου κάνει φοβερή εντύπωση ότι από το συνονθύλευμα παράξενων συνονθυλευμάτων που υπάρχουν στα βιβλία του Πύντσον, εγώ σταχυολογώ κατά καιρούς διάφορα περιστατικά που ξεπηδούν στο μυαλό μου ακόμα και εν μέσω της πιο πεζής καθημερινότητας. Ταλέντο του συγγραφέα ή παράνοια του αναγνώστη; – και με τα πολλά το εντόπισα, προερχόταν από το βιβλίο του «V.», όπου και εκεί υπήρχε ένα πάρτυ με το Άρρωστο Τσούρμο (μια παράξενη παρέα φίλων), μια Ρέιτσελ, μια αναφορά σε κάποιον ντανταϊστή καλλιτέχνη που είχε φτιάξει ένα readymade κλπ. Και τότε θαύμασα τον 26χρονο ώριμο(!) συγγραφέα που είχε μετασχηματίσει εκπληκτικά, μέσα με μία μόλις παράγραφο, το διήγημα που είχε γράψει ο 22χρονος ανώριμος(!) εαυτός του. Αντιγράφω από το «V.», σελ. 76:

Η Έσθερ κατάλαβε ενστικτωδώς τι συνέβαινε: ο Μπραντ ήταν ο τυπικός απόφοιτος κάποιου από τα φημισμένα πανεπιστήμια της ανατολικής ακτής, ένας άντρας που ξέρει πως σ' όλη του τη ζωή δεν θα σταματήσει στιγμή να δίνει την εντύπωση του καλού παιδιού. Παρ' όλα αυτά νιώθει πως κάτι του λείπει, κι έτσι συχνάζει στις παρυφές κάποιου Άρρωστου Τσούρμου. Αν πρόκειται να γίνει στέλεχος σε επιχείρηση, παριστάνει τον συγγραφέα. Αν είναι μηχανικός ή αρχιτέκτονας, ε, τότε ζωγραφίζει ή κάνει το γλύπτη. Δρασκελίζει συνεχώς την γραμμή που χωρίζει τους δύο κόσμους, γνωρίζοντας πως αυτό που θα εισπράξει θα είναι ό,τι χειρότερο έχουν αμφότεροι να του προσφέρουν. Ποτέ όμως δεν σταματά ν' αναρωτιέται για το λόγο ύπαρξης αυτής της γραμμής και, μερικές φορές, για το αν αυτή η γραμμή υφίσταται τελικά. Θα μάθει πώς να ζει με το δίδυμο εαυτό του και θα συνεχίσει να παίζει το ίδιο παιχνίδι, πηδώντας από δω και από κει μέχρι να σχιστεί ο καβάλος του, μέχρι ο ίδιος να κοπεί στα δύο, εξαιτίας της παρατεταμένης έντασης, και ν' απομείνει ένας κατεστραμμένος άνθρωπος
 
Επιστρέφοντας στο διήγημα, διακρίνουμε με αρκετή καθαρότητα όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποτελέσουν τον... μεγαλόκοσμο των μετέπειτα βιβλίων του. Η συγγραφική του ιδιοφυία αρχίζει να διαμορφώνεται και να γίνεται αναγνωρίσιμη. Και γοητευτική. Ένα χαρακτηριστικό της γραφής του, είναι εκείνη η εκτενής αλληλουχία παράξενων γεγονότων που κουράζουν και συγχύζουν τους αναγνώστες, και το τράβηγμά τους ως την στιγμή που όλος αυτός ο «αχταρμάς» αποκρυσταλλώνεται σε μια παράγραφο αφόρητης λεκτικής ομορφιάς και υψηλής διανοητικής έντασης. Ο Ζίγκελ ακούει με υπομονή την εξομολόγηση μιας κοπέλας στη κρεβατοκάμαρα, να παραθέτει διάφορα πληκτικά γεγονότα, πριν καταλήξει στο συμπέρασμα:

Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο για άλλα δεκαπέντε λεπτά, απογυμνώνοντας, σαν αδέξιος νευροχειρουργός, εγκεφαλικές συνάψεις και έλικες που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν εκτεθεί, αποκαλύπτοντας στον Ζίγκελ την ανατομία μιας ασθένειας πολύ σοβαρότερης από όσο είχε υποψιαστεί: τους ερημότοπους της καρδιάς, όπου σκιές και διασταυρούμενα νήματα ανακριβούς αυτοανάλυσης και φροϋδικής πλάνης, και περάσματα όπου το φως και η προοπτική έπαιζαν παιχνίδια, σε έριχναν στην ενισχυμένη υστερική ένταση εκείνου του είδους εφιαλτών όπου τα μάτια σου είναι ανοιχτά και τα πάντα στην σκηνή σου είναι οικεία, κι όμως, τρεμοφέγγοντας πίσω από την άκρη της πόρτας της ντουλάπας, κρυμμένο κάτω από την καρέκλα στη γωνία, υπάρχει αυτό το je ne sais quoi de sinistre* που σε στέλνει ουρλιάζοντας πίσω στην εγρήγορση.

Και με το ίδιο ουρλιαχτό (χαράς) σε στέλνει πίσω στην εγρήγορση και ο ίδιος ο Πύντσον, όταν στην αμέσως επόμενη φράση που ακολουθεί το απόσπασμα, γειώνει την ένταση των λέξεων και των σκέψεων, και σε πριμοδοτεί με το εξαγνιστικό δώρο του χιούμορ (τι εκπληκτικός συγγραφέας γαμώ την τρέλα μου! Συγγνώμη, παρασύρθηκα. Να διαγραφεί από τα πρακτικά):

Ώσπου επιτέλους ένας από τους φίλους του Μπρέναν, τον οποίο η Λούσυ σύστησε ως Βίνσεντ, μπήκε μέσα και τους ενημέρωσε ότι κάποιος είχε ήδη περάσει μέσα από τα γαλλικά παράθυρα χωρίς να τα ανοίξει
 

Νομίζω το έχω ξαναπεί αλλά δεν πειράζει να το επαναλάβω. Το αίσθημα της παρηγοριάς ο Πύντσον μού το προσφέρει περισσότερο από κάθε άλλον συγγραφέα. Είναι παράξενο αυτό που γράφω αλλά ισχύει, κανένας συγγραφέας, καμιά φιλοσοφία συμπυκνωμένη σε μια φράση δεν μπορεί να μου προσφέρει τόσο έντονα το αίσθημα της παρηγοριάς. Ο Πύντσον αυτό που σου λέει είναι, όσοι ανελέητοι μηχανισμοί και αν μηχανεύονται την συντριβή της ευημερίας σου, πάντα θα είσαι ικανός και άξιος να δεχτείς το θάλπος της παρηγοριάς, αυτή την ικανή και αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη! Φανταστείτε τα βιβλία του σαν γιγάντια παζλ 10000 κομματιών όπου πρέπει να το συμπληρώσεις ολόκληρο για να θαυμάσεις την εικόνα στην εκθαμβωτική ομορφιά της – μερικοί αναγνώστες νιώθουμε αγαλλίαση και μόνο με την θέαση μεμονωμένων «νησίδων» του παζλ που προοικονομούν ωστόσο το αριστουργηματικό σύνολο. Ο θαυμασμός μου παραμένει αμείωτος, αν δεν εντείνεται ήδη με την κάθε νέα ανάγνωση. Συγγραφικά (αυτός ο θλιβερός ερασιτεχνισμός μου) αλλά και με την ταπεινή ιδιότητα του αναγνώστη, δηλαδή του ανθρώπου που διαβάζει γραμμένες λέξεις, μπροστά στον Πύντσον, νιώθω σαν το έμβρυο του γουρουνιού που τραμπαλίζεται καρφιτσωμένο από τον λώρο του, και οφείλω να πω, ότι είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος γι' αυτή την τιμητική θέση!

Υ.Γ. 2666    *το απροσδιόριστο κακό

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!