Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Cheshire Cat

 
Λαμπεντούζα. Ένας τόπος θανάτου και νεκρανάστασης, χωρικό ορόσημο κοινωνικών ζυμώσεων και απάνθρωπων τραγωδιών. Πριν τον «μάθουμε» αιφνιδιώς πριν 1-2 χρόνια, υπήρχε και μια παλιότερη αναφορά, πιο ήπια και διακριτική, που έκρυβε με τη σειρά της για καιρό μια ανθρώπινη τραγωδία – συγγραφική αυτή τη φορά (ίσως, και όχι μόνο). Ο Λαμπεντούζα στο βιβλίο του περιγράφει έναν κόσμο που καταρρέει και αλλάζει οριστικά μορφή. Η σύγχρονη Λαμπεντούζα περιγράφει ακριβώς το ίδιο, χωρίς όμως την ομορφιά των λέξεων, μόνο με την αθλιότητα των εικόνων. Και στα δύο αξίζει να κάνουμε μία ανάγνωση, θα αποδειχθεί αναμφιβόλως ωφέλιμο. Εντούτοις, σήμερα θα περιοριστούμε στην ομορφιά των λέξεων, η οποία όταν αναμειγνύεται με την μαγεία της λογοτεχνίας, φαντάζει απεριόριστη.
 
Θυμάστε τον Γάτο του Τσεσάιρ από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» που εμφανιζόταν από το πουθενά και εξαφανιζόταν προς το πουθενά αφήνοντας το πελώριο σκανταλιάρικο χαμόγελό του, τελευταίο αποτύπωμα, μια αθάνατη στιγμή, πριν σβήσει εντελώς η μορφή του; Η ανθρώπινη υπόσταση εκείνου του γάτου υπήρξε ο Τζιουζέπε Ντι Λαμπεντούζα και ο «Γατόπαρδος» το (πρώτο και) τελευταίο του αποτύπωμα, ένα πλατύ ειρωνικό χαμόγελο στην ιστορία της λογοτεχνίας που διατηρεί ζωντανή τη μορφή του. Τι ώθησε όμως έναν ράθυμο αριστοκράτη και μανιώδη αναγνώστη να γράψει βιβλίο; Ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του με τα ολιγοσέλιδα συγγραφικά πορτραίτα, υποστηρίζει ότι ο Λαμπεντούζα κινητοποιήθηκε όταν διαπίστωσε ότι ένας ξαδερφός του είχε ήδη εκδώσει και μάλιστα είχε κερδίσει και βραβείο. «Με τη μαθηματική βεβαιότητα ότι δεν ήμουν πιο κουτός, κάθισα στο τραπέζι μου και έγραψα ένα μυθιστόρημα». Και τι μυθιστόρημα! 
 
Η πλοκή του βιβλίου περιγράφεται επαρκέστατα στο οπισθόφυλλο, δε θα πρόσθετε τίποτε η ανακύκλωσή της, εξάλλου η μαγεία του βιβλίου δεν κρύβεται στην πλοκή του. Μια πλοκή που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να χαρακτηρίσουμε έως και βαρετή, χωρίς κάποιος να μπορεί να μας προσάψει ιδιαίτερες κατηγορίες γι' αυτήν την ανάρμοστη κρίση μας. Ας συνοψίσουμε όμως το νόημα του μυθιστορήματος όπως το συμπυκνώνει ο ίδιος ο Λαμπεντούζα σε ένα γράμμα του προς τον Ενρίκο Μέρλο: Μου φαίνεται πως έχει κάποιο ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει έναν ευγενή Σικελό σε μια στιγμή κρίσης (χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει μόνο αυτή του 1860), με ποιο τρόπο αντιδρά και πώς κλιμακώνεται ο ξεπεσμός της οικογένειας μέχρι τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή της· όλα αυτά όμως είναι βιωμένα και δοσμένα εκ των έσω, με τη συμμετοχή σ' ένα βαθμό του συγγραφέα και χωρίς την μνησικακία που αντίθετα υπάρχει στους «Αντιβασιλείς». Οι «Αντιβασιλείς» είναι έργο του Φεντερίκο Ντε Ρομπέρτο και τοποθετείται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο της απόβασης των Χιλίων με την επέμβαση του Γκαριμπάλντι στις 11 Μαίου 1860, και σκιαγραφεί επίσης τον ξεπεσμό μιας αριστοκρατικής οικογένειας, τόσο που να θεωρείται πρότυπο για τον «Γατόπαρδο». Ωστόσο, το κείμενο του Λαμπεντούζα παίρνει αποστάσεις από εκείνο του Ντε Ρομπέρτο καθώς είναι προιόν μιας ιδιοφυίας που ο χρόνος και η σταθερή του δημοτικότητα, αποτελούν την καλύτερη επαλήθευση.
 
Η ξαφνική εμφάνιση του συγγραφέα στα ιταλικά γράμματα θεωρήθηκε σαν θαύμα και αντιμετωπίστηκε αναλόγως. Όταν λοιπόν κόπασε ο αχός έγινε γνωστό ότι η ιδέα του μυθιστορήματος κλωθογύριζε στο μυαλό του δεκαοκτώ χρόνια και δεν ήταν τόσο συγγραφική έκλαμψη όσο θεωρήθηκε. Η όψιμη συγγραφική του ενασχόληση έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να αναδυθεί όλο το αριστοκρατικό παρελθόν του Λαμπεντούζα (του τελευταίου του Οίκου του) και σε συνδυασμό με την αδηφάγα βιβλιοφαγία του (κατά τα μυθικά πρότυπα της μπορχεσιανής έννοιας που δίνουμε κατά καιρούς στην λέξη «ανάγνωση» σε ανάλογους αναγνώστες – ένας άλλος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Τόμας Ντε Κουίνσι) δημιούργησε ένα αριστουργηματικό σύνολο. Ταπεινός ο ίδιος, βάζει ένα υπέροχο απόσπασμα στο στόμα του ήρωά του Ντον Φαμπρίτσιο, που απηχεί την δική του συγγραφική πορεία που βρήκε έκφραση (δυστυχώς και ευτυχώς) στο τέλος της ζωής του: 
 

 
Ο Ντον Φαμπρίτσιο ανέκαθεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον ντον Τσίτσο· αυτό όμως το συναίσθημα οφειλόταν στη συμπόνοια που του ενέπνεαν όλοι όσοι είχαν πιστέψει στα νιάτα τους πως ήταν προορισμένοι να γίνουν σπουδαίοι καλλιτέχνες και, μεγάλοι πια, αντιλήφθηκαν πως δεν είχαν ταλέντο και συνέχιζαν την ίδια εκείνη δραστηριότητα πιο ταπεινά, έχοντας καταχωνιάσει τα καημένα τα όνειρά τους.
 
Το βιβλίο του Λαμπεντούζα έχει θεωρηθεί πεσιμιστικό και βιβλίο της ήττας, μια (πολυεδρική) αποδοχή της ήττας όμως που γίνεται με τον σνομπισμό που αρμόζει σε έναν ευγενή («Ο σνομπισμός είναι πράγματι το αντίθετο του φθόνου») ή με την εσωτερική οργή που αναστατώνει τους ανθρώπους πασπαλισμένη με την εξωτερική ειρωνεία που καλύπτει αυτή την κόντρα («Η οργή και η ειρωνεία είναι ίδιον των αρχόντων, όχι τα μοιρολόγια και οι διαμαρτυρίες»). Το σίγουρο είναι ότι ο «Γατόπαρδος» κάθε άλλο παρά καταθλιπτικό βιβλίο είναι, και η ακαταμάχητη ροπή του Λαμπεντούζα στην υπαινικτική γραφή και στην χρήση της ειρωνείας, το μετατρέπει σε ένα ιδιαιτέρως ευχάριστο ανάγνωσμα. Ξεχώρισα και θαύμασα πολύ τις σελίδες που περιγράφουν τις πολιτικές σκέψεις του Ντον Φαμπρίτσιο για την ένωση της Ιταλίας, που τις μετέφερα με πικρία στο δικό μου παρόν, κάνοντας αφειδώς αναγωγές σε πρόσωπα και καταστάσεις. Η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότητα του Λαμπεντούζα είναι αξιοθαύμαστες, η λεκτική του σκευή πλούσια και το ρητό una faccia una razza διαχρονικότατο. 
 
“Έρχονται για να μας διδάξουν καλούς τρόπους, αλλά δε θα τα καταφέρουν, γιατί εμείς είμαστε θεοί”. Νομίζω πως δεν κατάλαβαν αυτό που είπα, γέλασαν όμως και έφυγαν. Το ίδιο λέω και σ' εσάς. Οι Σικελοί δεν θα θελήσουν ποτέ να βελτιωθούν για τον εξής απλό λόγο: πιστεύουν ότι είναι τέλειοι. Η ματαιοδοξία τους είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή τους. Κάθε παρέμβαση ξένου εξαιτίας της διαφορετικής καταγωγής του, ή Σικελού εξαιτίας της ελεύθερης σκέψης του, διαταράσσει τη φαντασίωση της κεκτημένης τελειότητας, αναστατώνει τη φιλάρεσκη προσμονή του μηδενός. Ποδοπατημένοι από μια δεκάδα διαφορετικούς λαούς, οι Σικελοί πιστεύουν πως έχουν ένα ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν που τους δίνει το δικαίωμα για μια μεγαλοπρεπή κηδεία. 
 
Αυτό που με ξετρέλανε πραγματικά είναι μερικές εγκιβωτισμένες αναφορές από το παρόν του Λαμπεντούζα, μέσα στον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου. Το αγαπημένο μου απόσπασμα λόγω και της δηκτικής του καλαισθησίας είναι το ακόλουθο: [...] με το οποίο κοινοποιούσαν στους εργατικούς πολίτες της Ντοναφουγκάτα τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας ύψους δύο χιλιάδων λιρών για αποχετευτικά έργα που θα ολοκληρώνονταν μέσα στο 1961, όπως διαβεβαίωσε ο Δήμαρχος, κάνοντας ένα από κείνα τα lapsus που το μηχανισμό τους θα εξηγούσε πολλές δεκαετίες αργότερα ο Φρόυντ. Απολαυστικότατος!
 
Ο «Γατόπαρδος» ξετυλίγεται σαν μια παραμυθένια ταινία, άλλωστε είναι γνωστή η αγάπη του Λαμπεντούζα για τον κινηματογράφο, ήταν σχεδόν τόσο μανιώδης κινηματογραφόφιλος όσο και αναγνώστης. Διαβάζοντας το βιβλίο, το κάνεις αμέσως εικόνα. Αν όμως, θες πράγματι να το κάνεις εικόνα, τότε η κινηματογραφική του εκδοχή από τον μεγάλο Βισκόντι είναι το άμεσο επακόλουθο. Ακόμα και αν βαριέσαι τις πολύωρες ταινίες του, ξέρεις ότι η τελειομανία του Ιταλού σκηνοθέτη θα έχει μετουσιώσει σε εικονοποιητικό αριστούργημα το συγγραφικό αντίστοιχο του Λαμπεντούζα. Εφοδιάσου με θάρρος και όχι με ποπ-κορν και απόλαυσέ την!
 
«Βάλθηκε να κοιτάζει έναν πίνακα που έστεκε εμπρός του: ήταν ένα καλό αντίγραφο του "Θανάτου του Δικαίου" του Γκρεζ. Ο γέροντας άφηνε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι, ανάμεσα σε πτυχές ακηλίδωτων ασπροσέντονων, περιτριγυρισμένος από θλιμμένα εγγόνια και εγγονές που ύψωναν τα χέρια τους προς τον ουρανό. Οι κοπέλες ήταν όμορφες και προκλητικές και τα ακατάστατα ρούχα τους υποδήλωναν περισσότερο ασωτία παρά οδύνη. Ήταν φανερό πως το κεντρικό θέμα του πίνακα ήταν εκείνες.»
 
Η έκδοση είναι υπέροχη και πλούσια – επίμετρα και κόντρα επίμετρα, εισαγωγές, το παρασκήνιο και η κόντρα με τις διαφορετικές εκδοχές του «Γατόπαρδου», κρίσεις από ομοτέχνους του και άλλα πολλά και ενδιαφέροντα. Μου έκανε θετική εντύπωση το βάρος του βιβλίου. Χρησιμοποιεί ποιοτικότατο χαρτί αλλά πολύ ελαφρύ που δίνει την αίσθηση του βάρους των «εκδόσεων με χαρτί εφημερίδας» αλλά όχι και εκείνη την ενοχλητική και αμφισβητήσιμη ποιότητά τους. Οι 430 σελίδες του βιβλίου ζυγίζουν όσο περίπου 250 ενός κοινού βιβλίου! Εντούτοις, λόγω της λογοτεχνικής μοναδικότητας του «Γατόπαρδου» θα μου άρεσε αν υπήρχε και μία «αριστοκρατική» εκδοχή του, με σκληρό εξώφυλλο, γυαλιστερές σελίδες όταν απεικονίζονται φωτογραφίες και ανάλογα «γαλαζοαίματα» καλούδια. Οι συνεχείς επανακδόσεις του βιβλίου ίσως κάνουν τις εκδόσεις Bell να το σκεφτούν στο μέλλον. Η βραβευμένη μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου είναι εξαιρετική (γιατί το βραβείο από μόνο του δεν λέει τίποτα όπως έχουμε δει και από άλλες «βραβευμένες» μεταφράσεις!) και το επίμετρό της διαφωτιστικό και αρκετά συγκινητικό. 
 
Ο γατόπαρδος λαμβάνει διάφορους συμβολισμούς μέσα στο κείμενο. Όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις «ταπεινές» γάτες, αυτές τις χνουδωτές φιλοσοφίες ζωής, θα εκτιμήσουν λίγο καλύτερα το έργο του... γάτου Λαμπεντούζα! Όπως έγραψε και ο Μοντάλε, είναι το βιβλίο ενός σπουδαίου άνδρα, ενός μεγάλου snob, με την πιο υψηλή σημασία της λέξης, ενός ανθρώπου που είχε κατανοήσει τα πάντα από τη ζωή, ενός ποιητή-αφηγητή προικισμένου με αδυσώπητη διορατικότητα και μ' ένα υπαρξιακό αίσθημα που ήταν ταυτόχρονα στωικό και απεριόριστα φιλάνθρωπο.

Σχόλια

  1. Το είχα διαβάσει πριν αρκετά χρόνια σε παλιότερη έκδοση από τον ίδιο οίκο.Η νέα απ'ότι λες πρέπει να είναι βελτιωμένη όπως ταιριάζει σε ένα κλασσικό βιβλίο.
    Και ο Βισκόντι μάλλον ήταν ο πλέον κατάλληλος για την ταινία.Βλέπω στο ΥΤ ότι υπάρχει η Ιταλική ταινία και μπαίνω στο πειρασμό να την ανεβάσω με ελλην.υπότιτλους ελπίζοντας ότι δεν θα τη κόψει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Λύσιππε, έχω την (πρόσφατη) ΣΤ' έκδοση όπου από τις 430 σελίδες του βιβλίου, οι 100 περίπου είναι όσα αναφέρω στην ανάρτηση, που εγώ προσωπικά τα απολαμβάνω πολύ όταν υπάρχουν, μου ενισχύουν την αίσθηση της απόλαυσης που αποκομίζω από την ανάγνωση.

      Έχω ήδη αποθηκευμένο στον υπολογιστή ένα σετ 6 ταινιών του Βισκόντι και ψάχνω την κατάλληλη στιγμή για να την απολαύσω. Ναι, ανέβασέ την και εσύ, είναι υπέροχος ο Βισκόντι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».