Έχετε ακούσει για το παράδοξο του Ζήνωνα; Έτσι και με τον Σβέβο, η φήμη του πάντα προπορευόταν (και ας μην το γνώριζε) της συγγραφικής του αυτοπεποίθησης και όσο και αν την πλησίαζε ποτέ δεν την προσπερνούσε. Η φήμη είναι χελώνα και ο καημός της συγγραφικής αναγνώρισης γοργοπόδαρος λαγός. Είναι τρελό όταν σκέφτεσαι ότι ένας συγγραφέας σαν τον Σβέβο θα μπορούσε να τα παρατήσει οριστικά, αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του ο Τζόυς. Ο Τζόυς δεν τον βοήθησε να αναγνωριστεί από τους άλλους (οκ, το έκανε και αυτό, «Ο Σβέβο του έστειλε μερικά αντίτυπα και ο Τζόυς επιδόθηκε σε εκείνον το λογοτεχνικό σαματά υψηλού επιπέδου στον οποίο είχε γίνει πια πολύ καλός»), αλλά κυρίως να αναγνωρίσει ο ίδιος τον εαυτό του και αυτό είναι μεγάλη παρακαταθήκη, ισάξια του έργου του. Ο Τζόυς εν μέσω της λογοτεχνικής τρέλας που πάντα κυβερνούσε τη ζωή του (και παρά την βοήθεια του Πάουντ και άλλων) ήταν σίγουρο ότι θα αναγνωριστεί – σχεδόν νιώθεις ακόμα και τώρα την αύρα της καλλιτεχνικής του δύναμης, όπως και με τον Νίτσε στην φιλοσοφία. Ο Σβέβο όμως θα έσβηνε οριστικά, συμβιβαζόμενος με μια άχαρη ζωή εμπορικού αντιπροσώπου και αφότου θα είχε ενταφιάσει το λογοτεχνικό του όνειρο. «Αργότερα, ήρθε η ασήμαντη καθημερινή ζωή και το έσβησε χωρίς καμία αντίσταση από τη μεριά μου. Εξυπακούεται! Η ασήμαντη καθημερινότητα κάνει πολλά τέτοια πράγματα. Αλίμονο αν οι ιδιοφυείς το αντιλαμβάνονταν!» Η ζωή και η λογοτεχνία όμως είναι εντελώς παράλογα πράγματα και γι' αυτό είμαστε εμείς εδώ, να το γιορτάσουμε. Ζήτω τα παράλογα... ζήτω μας και μας!
Αφού πήραμε μια μικρή τζούρα από Σβέβο τις προάλλες, τώρα ήρθε η ώρα να μπαφιάσουμε. Μοντερνισμός, ο κλασικός ο ορθόδοξος. Αυτή η ατέρμονη εσωτερίκευση που βαθαίνει και βαθαίνει και βαθαίνει – πριν ξεκινήσεις την ανάγνωση, σιγουρέψου ότι έχεις ανοικτό μυαλό, θα σου μπει βαθιά! Μην μου αρχίσετε τα «Εγώ το βρήκα βαρετό, δεν είχε δράση», «Οι δεύτεροι χαρακτήρες δεν αναλύονται επαρκώς», «Υποστηρίζω την άκαπνη εκστρατεία», και άλλα κουλά. Ο τίτλος τα λέει όλα: 1) ο Ζήνων και 2) η συνείδησή του. Αν δεν είστε συνειδητοποιημένοι για το τι θα διαβάσετε, καλύτερα μην το ξεκινάτε καθόλου. Ο Σβέβο πετυχαίνει κάτι ακατόρθωτο για μοντερνιστή συγγραφέα των αρχών του 20ου αιώνα. Όσοι αναγνώστες ακούνε πλέον για μοντερνιστές συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα, φέρνουν στο μυαλό τους τον Τζόυς, ανατριχιάζουν και τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Σβέβο όμως γράφει ένα βιβλίο φαινομενικά απλό, αλλά υπερβολικά βαθύ· με εύκολη γλώσσα που εναρμονίζεται με τις πιο ουσιώδεις παρατηρήσεις· εκπληκτικά αστείο μέσα στην τραγική συνείδηση ενός ανθρώπινου όντος. Μόλις το αρχίζεις, εύχεσαι να είχες την σωματική και πνευματική ρώμη να διαβάσεις μονοκοπανιά τις 570 σελίδες του. Δυστυχώς, δεν μπορείς και αυτό είναι το μοναδικό του μειονέκτημα, η αδυναμία του να σου μεταδώσει αυτές τις υπεραναγνωστικές ικανότητες.
Το βασικό (αλλά όχι ουσιαστικό) θέμα του βιβλίου είναι η ψυχανάλυση· ο Σβέβο ενδιαφερόταν πολύ για αυτή και ήθελε να πείσει και τον Τζόυς ο οποίος την δοκίμασε κάποτε με μάλλον αρνητικά αποτελέσματα. «Όταν ο Τζόυς το 1919 επέστρεψε από τη Ζυρίχη στην Τεργέστη, ο Σβέβο τον ρώτησε για την εμπειρία του με την ψυχανάλυση. Ο Τζόυς φέρεται να απάντησε: “Ψυχανάλυση; Ε λοιπόν, αν την έχουμε ανάγκη, ας μείνουμε καλύτερα στην εξομολόγηση”. Λέγεται ότι ο Σβέβο εξεπλάγη βαθιά από την απάντηση του Τζόυς. Ίσως όμως να του κίνησε και το ενδιαφέρον, γιατί το μυθιστόρημα που επρόκειτο να γράψει εκφράζει μια πολύ κοντινή αντίληψη». Διαβάζουμε λοιπόν το ημερολόγιο ψυχανάλυσης-εξομολόγηση που έγραψε ο Ζήνων Κοζίνι μετά από προτροπή του ψυχαναλυτή του για να καταφέρει επιτέλους να ξεφύγει από τον τρομερό εθισμό του στο κάπνισμα ή από όποιες άλλες αρρώστιες έχρηζαν θεραπείας. Ο ψυχαναλυτής δημοσιεύει το γραπτό του Ζήνωνα για να τον εκδικηθεί(!) και έτσι ξεκινάμε και οι αναγνώστες το υπέροχο αυτό ταξίδι. Δεν κάνω σπόιλερ, το λέει ευκρινώς στην αρχή του βιβλίου, αλλά και στο τέλος, βλ. Οπισθόφυλλο.
[...] Δεν πίστευα ότι θα έβρισκα παρηγοριά σε μια απόφαση για το μέλλον και για πρώτη φορά δεν αποφάσισα τίποτα.
[...] Είμαι βέβαιος ότι αν θέλουμε να φτιάξουμε μια κοινωνία, θα μπορούσαμε να τη φτιάξουμε πιο απλά, αλλά έτσι είναι φτιαγμένη, με μια κήλη στο ένα άκρο και ένα οίδημα στο άλλο, και δεν υπάρχει γιατρειά. Ανάμεσα βρίσκονται όλοι εκείνοι με αρχόμενη κήλη ή αρχόμενο οίδημα και, κατά μήκος όλης της γραμμής, σε όλη την ανθρωπότητα, η απόλυτη υγεία απουσιάζει.
Το βιβλίο καθώς προχωράει θυμίζει όλο και περισσότερο «Οδυσσέα» (η προσωπική φιλία των δύο συγγραφέων αλλά και ο αμφίδρομος θαυμασμός, σίγουρα τους επηρέασε παραπάνω από ό,τι νόμιζαν) – προσωποκεντρική αφήγηση, ένας ήπιος και φαινομενικά βαρετός αστός χαρακτήρας που αυτοαναλύεται σε βάθος, διαστολή του χρόνου της αφήγησης (παρόλο που η πλοκή στον Σβέβο δεν ξετυλίγεται εντός μίας μέρας όπως στον Τζόυς, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ακριβώς η ίδια), και διάφορες ακόμα ομοιότητες. Όπως θα συμφωνούσε και ο Γέρων Παίσιος αν δεν ήταν ένας ηλίθιος αγράμματος: «Θα είναι σαν να διαβάζεις “Οδυσσέα” αλλά δε θα είναι». Αυτό που αμέσως χτυπά στο μάτι (θετικά για πολλούς), είναι ότι στο βιβλίο του Σβέβο λείπουν οι λεκτικές (κυρίως) και (λιγότερο) οι νοηματικές ακροβασίες με τις οποίες μας φλομώνει στο δικό του ο Τζόυς. Μπορεί κατά κανόνα να τρελαίνομαι για συγγραφικές εξτραβαγκάντσες αλλά, στον αντίποδα, αγαπώ και εκείνα τα βιβλία που δίχως ιδιαίτερο κόπο και με συγκαλυμμένη διακριτικότητα σε κερδίζουν απλώς και μόνο γιατί ειναι υπέροχα γραμμένα, χωρίς τι και πώς – πέρα από τις όποιες αναλύσεις επιδέχεται, «Η συνείδηση του Ζήνωνα» παραμένει ένα πανέμορφο κείμενο που αποθεώνει σε κάθε σελίδα του την αισθητική αξία της λογοτεχνίας.
[...] Τη σταμάτησα στην εξώπορτα του σπιτιού της και με ειλικρίνεια της είπα απλώς τον μεγάλο μου πόνο της στιγμής:
«Θα χωριστούμε έτσι, μετά από τέτοιο έρωτα;»
Προχώρησε χωρίς να μου απαντήσει κι εγώ την ακολούθησα στις σκάλες. Έπειτα με κοίταξε μ’ εκείνα τα εχθρικά της μάτια.
«Αν θέλετε να δείτε τον μνηστήρα μου, ελάτε μαζί μου. Δεν τον ακούτε; Αυτός παίζει πιάνο».
Μόλις τότε άκουσα τις συγκεκομμένες νότες του «Αποχαιρετισμού» του Σούμπερτ, στη μεταγραφή του Λιστ.
Προχώρησε χωρίς να μου απαντήσει κι εγώ την ακολούθησα στις σκάλες. Έπειτα με κοίταξε μ’ εκείνα τα εχθρικά της μάτια.
«Αν θέλετε να δείτε τον μνηστήρα μου, ελάτε μαζί μου. Δεν τον ακούτε; Αυτός παίζει πιάνο».
Μόλις τότε άκουσα τις συγκεκομμένες νότες του «Αποχαιρετισμού» του Σούμπερτ, στη μεταγραφή του Λιστ.
Η μετάφραση, όχι τάδε. Έφη. Η έκδοση από τους «Αντίποδες» υπέροχη. Σχήμα, γραμματοσειρά, κομψότητα, όλα συνειδητοποιημένα και άψογα. Ο ψυχαναγκαστικός μέσα μου, εντούτοις, κάπου κάπου εντόπιζε σκέψεις του Ζήνωνα που άνοιγαν με εισαγωγικά αλλά δεν έκλειναν εκεί που θα έπρεπε – βασικά δεν έκλειναν καθόλου. Παρατήρηση μόνο για ψυχαναγκαστικούς, οι άλλοι ας προσπεράσουν! Το εξώφυλλο λιτό και όμορφο, όμως το είχα προβλέψει από παλιά το έγκλημα και περίμενα την στιγμή που θα συμβεί. Αυτό το άσπρο μη γυαλιστερό εξώφυλλο μοιάζει πλέον με πειστήριο που ήρθε να πάρει τα αποτυπώματα η σήμανση. Όποιος δει το αντίτυπό μου θα σκεφτεί ότι η συνείδηση του Ζήνωνα είναι τελικά πολύ βρώμικη, και αυτό, εδώ που τα λέμε ίσως μετατρέπει το όλο βιβλίο σε κάτι ακόμα πιο γοητευτικό! «Κάποτε με διέκοψε ενοχλημένος ενώ του μιλούσα για τους αντίποδες».
Η έκδοση συνοδεύεται από ένα όμορφο επίμετρο του Τζέιμς Γουντ, «Η αναξιοπιστία του κωμικού στον Ίταλο Σβέβο». Μέσα εκεί βρήκα μια σκέψη που με απασχολεί καιρό. Συχνά, όταν διαβάζω σε κριτικές βιβλίων ότι ο τάδε αφηγητής είναι αναξιόπιστος, νιώθω την φράση να χρωματίζεται με ένα είδος ελαφράς μομφής, σαν να μην αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Επιπλέον, κάθε αναφορά σε αναξιόπιστους αφηγητές είναι για μένα ένας ενοχλητικός πλεονασμός – αν και είμαι ικανός να αναγνωρίσω την διαφορά μεταξύ αξιόπιστου και αναξιόπιστου αφηγητή – δε με νοιάζει αν είναι αναξιόπιστος, περιμένω να είναι αναξιόπιστος, επιθυμώ να είναι αναξιόπιστος, όλη η καλή λογοτεχνία είναι αναξιόπιστη, γι’ αυτό και της έχω τόση εμπιστοσύνη. «Στα περισσότερα μυθιστορήματα οι αναξιόπιστοι αφηγητές τείνουν να γίνονται κάπως προβλέψιμοι, γιατί πρέπει να είναι αξιόπιστα αναξιόπιστοι: η αναξιοπιστία του αφηγητή χειραγωγείται από τον συγγραφέα. Χωρίς την αξιοπιστία του συγγραφέα θα ήταν αδύνατο να “διαβάσουμε” την αναξιοπιστία του αφηγητή». Και όταν ο Σβέβο είναι ο συγγραφέας, μπορείτε να φανταστείτε κάπως τα θεαματικά αποτελέσματα που θα έχει πάνω στον ήρωά του.
Ωστόσο, ο Σβέβο έχει τα θεματάκια του... την αρρώστια και τα γηρατειά! «Η αρρώστια μου ήταν μια κυρίαρχη σκέψη, ένα όνειρο και μια τρομάρα». Και τα συνοδεύει με τόσο υπέροχες παρατηρήσεις και μεταφορές που νιώθεις το σφρίγος και την νεότητα μιας αιωνίως ακμαίας γραφής. Ούτε η γραφή του γερνάει, ούτε εσύ ο αναγνώστης καθώς διαβάζεις τις σκέψεις του. Η χαρμολύπη που συνοδεύει την ανάγνωση δεν παύει στιγμή να χαμογελάει με μια πικρή ειρωνεία διαρκώς κολλημένη στα χείλη – κάπως έτσι θα το συνόψιζα... κριτική, όχι αστεία (κριτική)! Ένα από τα ομορφότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν γενικά, παγκοσμίως, ανά τους αιώνες. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Σβέβο, νιώθω ότι αγάπησα λίγο παραπάνω τον Τζόυς, αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Από τις μοναδικές φορές στην λογοτεχνία που η λέξη «αριστούργημα» αποδεικνύεται ελλιπέστατη, ειδικά και μετά την κατάχρηση που της κάνουμε για κάθε γραπτή μαλακία που σωρηδόν τυπώνεται αλλά ουδόλως εντυπώνεται. Ο Σβέβο μετέτρεψε το stream of consciousness σε mainstream of consciousness! Θα καταφέρουν να το αγαπήσουν λίγοι, θα καταφέρουν να το καταλάβουν περισσότεροι, αλλά θα καταφέρουν όλοι να το διαβάσουν. Και αυτό είναι νίκη για τον Σβέβο, για την λογοτεχνία και για τους αναγνώστες – ένα βαθύτατα απαιτητικό έργο που γίνεται κοινό κτήμα με σχετική άνεση, πόσο όμορφο αυτό!
Αχ, ο υπέροχος Ζήνων, η ζωή του όλη είναι ένα τσιγάρο *
Ε.Σ. Το αντίτυπο αυτό σκόπευε να μου το αφιερώσει προσωπικά η μεταφράστριά του, Έφη Καλλιφατίδη. Πλέον, νιώθω εγώ την ανάγκη να αφιερώσω αυτή μου την ανάγνωση στην μνήμη της. Για όποιον δεν το ξέρει, τα δύο τελευταία αρχικά δεν σημαίνουν Ερυθρός Σταυρός, αλλά έσχατον σιγαρέτον :(
* Γιατί και ο Άκης Πάνου ήταν επίσης σπουδαίος λογοτέχνης, οι 7 νομά είναι αδιαμφισβήτητα τζουσικής εμπνεύσεως και τεχνοτροπίας!
Η καλύτερη ανάρτησή σου μεγάλο μπράβο ! Και το ΕΣ με έκανε να βουρκώσω
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο δεύτερο σχόλιό σου, μεγάλο μπράβο! :p
ΔιαγραφήΤο ΕΣ είναι δακρύβρεχτη υπόθεση, όλοι βουρκώνουμε, θέλοντας και μη.