Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Ρόθκο και τα αδέρφια του

 
Δηλαδή όλοι εμείς που αγαπάμε τα έργα του. Καλά τι θαυμάζεις από δαύτα, μοιάζουν με έργα του ομοαίματου εξάδελφου με την ισχυρή όρεξη αλλά ασθενή μνήμη στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», απλώς, πάντα κάτι αχνοφαίνεται από πίσω! Δεν είναι όμως έτσι. Ο Ρόθκο υπήρξε ένας αυθεντικός καλλιτέχνης και σημαντικός στοχαστής που αξίζει να θαυμάζουμε και να μελετάμε τα έργα του – καλά για να αγοράσουμε, ούτε λόγος! Η υπεραξία της ζωγραφικής πάντα μου την έδινε στα νεύρα, το θεωρώ ένα καλλιτεχνικό καρκίνωμα που σκοτώνει την ζωή ενός έργου τέχνης εντός σου, αν δεν το ξεριζώσεις εγκαίρως. Το ότι κάποιος έχει τα λεφτά να αγοράσει έναν αυθεντικό πίνακα, φανερώνει μόνο ότι, έχει τα λεφτά να αγοράσει έναν αυθεντικό πίνακα. Τίποτα περισσότερο από αυτό – αντιθέτως, φανερώνει αρκετές αξιοσημείωτες ελλείψεις. Ο φιλότεχνος είναι πρωτίστως φιλοπερίεργος και πολύ πολύ πιο μετά φιλόδοξος ή φιλοχρήματος.
 
#12 1951
 
«Το όλο πρόβλημα της εκπαίδευσης στην τέχνη σχετίζεται με τους αντικειμενικούς στόχους της εκπαίδευσης αυτής. Έχουμε ήδη εδραιώσει ότι η όλη διαδικασία της ζωγραφικής είναι μια βιολογική δραστηριότητα που εμπλέκει την έκφραση της δημιουργικής ενόρμησης και ότι η ζωγραφική είναι μια από τις φυσικές γλώσσες που υπάρχουν για την εκτέλεση αυτής της λειτουργίας. Αυτό το μαρτυρεί η φυσική ευχέρεια με την οποία το παιδί φαίνεται να δημιουργεί τις ουσιώδεις μορφές που είναι σταθερά παρούσες σ' όλη την τέχνη. Το ν' αρνηθούμε στο παιδί αυτή την εμπειρία, θα ήταν να μειώνουμε πολύ ένα μέσον ομιλίας και επικοινωνίας εξίσου ενστικτώδες όπως η καθαυτό ομιλία». Αυτό το βιβλίο με κείμενα, γράμματα, προσχέδια και κατάλοιπα του Μαρκ Ρόθκο με εξέπληξε τρομερά γιατί ξεκινάει ανέλπιστα ευχάριστα για μένα. Το τελευταίο διάστημα δουλεύω σε παιδική βιβλιοθήκη και αν ξεπεράσουμε το σοκ και δέος που προκαλεί ένα ανάλογο γεγονός στην ελληνική κοινωνία, βιβλιοθηκονόμος να δουλεύει σε βιβλιοθήκη(!), παρατηρώ συνεχώς παιδιά να ζωγραφίζουν, τα οποία κοροιδεύουν απροκάλυπτα το σκοτωμένο μου όνειρο να γίνω κάποτε και γω ζωγράφος. Βέβαια, αφού διάβασα τις σκέψεις του Ρόθκο ένιωσα αρκετά καλύτερα, μιας και έμαθα ότι συνήθως η πηγαία δημιουργικότητα των παιδιών σταματά κάπου εκεί στα 9-10. Καλά να πάθετε σκασμένα, χεχε! Η ζωγραφική είναι μια φυσική γλώσσα, όπως η ομιλία ή το τραγούδι, και το παιδί την αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς χωρίς να γνωρίζει τους κανόνες που την διέπουν, ακριβώς όπως αγνοεί την σύνταξη της γλώσσας ή την αρμονία και αντίστιξη της μουσικής. Έτσι λοιπόν, φαντασμένε γονέα, πάψε να μας τρελαίνεις ότι μεγαλώνεις στο σπίτι τον νέο Πικάσο, να μεγαλώνεις τον Ντένις τον Τρομερό είναι πιο πιθανό, τον Πικάσο κάπως πιο δύσκολο! 
 
#14 1951

 
Στην αρχή όλα είναι καλά. «Τα παιδιά μας έχουν θάρρος. Για παράδειγμα, αν η γέφυρα του Μπρούκλυν τα θέλγει, θα την ζωγραφίσουν, και αν πρέπει να προεκτείνεται πέρα από τον ποταμό, θα το κάνουν και αυτό». Κάπου λέει μέσα στο βιβλίο ότι ο εξπρεσιονισμός είναι η παιδική ζωγραφική! Το πρόβλημα θα προκύψει όταν σταματήσει η πηγαία δημιουργικότητά τους και το παιδί θα αρχίσει να ψάχνει τα πώς και τα γιατί της δημιουργίας, θα αναζητήσει κανόνες και τεχνικές για να συνεχίσει να εκφράζεται. Εκεί πρέπει να επέμβει ο δάσκαλος (ο ιδανικός δάσκαλος, κατά τον Ρόθκο) που εκτός από την επάρκεια θα έχει την ευαισθησία να κατευθύνει το παιδί, να αναγνωρίζει τις παρομοιώσεις και τα σύμβολα των δημιουργιών του με μια ματιά και να τον καθοδηγεί αναλόγως. Πράγμα σπανιότατο, φυσικά. Κάντε την αντιστοίχιση με τον κόσμο της λογοτεχνίας – το παιδί δεν σταματάει έτσι απλά στα δέκα του να διαβάζει, αλλά ίσως, όταν χρειάστηκε κάποιον να τον κατευθύνει σε έναν κόσμο που πλέον του φαινόταν γεμάτος κανόνες και συμβάσεις και πολυπλοκότητα, κανείς δεν βρέθηκε στο πλάι του, και πια δεν του έλεγε τίποτα η «φυσική γλώσσα» της νιότης του, η απλή ανάγνωση ιστοριών. Ο Ρόθκο υπήρξε και ένας ενδιαφέρων στοχαστής που εστίασε στην παιδική δημιουργικότητα και αυτά τα άρθρα του είναι πολύ σημαντικά.
 
#10 1952
 
Υπήρξε όμως και ένας σπουδαιότατος καλλιτέχνης και η ωρίμανσή του πέρασε διάφορες φάσεις μέχρι να καταλήξει στο απόγειό της. «Το ότι το ευρύ κοινό βρίσκει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της μοντέρνας τέχνης ασήμαντο, άγριο, μη πραγματικό, μαρτυρεί το πόσο κοινή είναι η Μοντέρνα Τέχνη». Σπουδαίο μυαλό, πολύχρωμο, σαν τους πίνακές του της τελευταίας περιόδου που τον έκαναν ευρέως γνωστό. Τα κείμενα που υπάρχουν εδώ, της περιόδου 1934-1969 (έναν χρόνο μετά την πρώτη του ατομική έκθεση έως έναν χρόνο πριν τον θάνατό του), μοιράζονται ανάμεσα σε εκείνα που αφορούν την παιδική δημιουργικότητα και τις ακαδημαικές σκέψεις πάνω σ’ αυτήν, και γράμματα σε κριτικούς, ομοτέχνους του, γκαλερίστες, κλπ. Διάσπαρτα στο βιβλίο βρίσκονται και κάποια προσχέδια, ακολουθούμενα συνήθως από το επεξεργασμένο κείμενο – ένα μικρό μέρος τους συνήθως, μια σύνοψη, για ό,τι θα γινόταν μια στιβαρή και πολυσέλιδη μελέτη για την δημιουργικότητα... κρίμα που δεν έγινε ποτέ. Ο αναγνώστης ίσως εκνευριστεί με τα «τσαπατσούλικα» προσχέδια, γιατί να υπάρχουν εδώ, καλύτερα να έλειπαν. [...] Σε μια συζήτησή του με τον William Seitz το 1953, ο Ρόθκο δέχτηκε ότι το γράμμα δεν το έγραψαν ούτε εκείνος ούτε ο Γκότλημπ, αλλά συμφώνησαν εξ ολοκλήρου με το περιεχόμενό του. Η μαρτυρία αυτή υπογραμμίζει τη σημασία των προσχεδίων, που είναι πολύ πιστά στην σκέψη του Ρόθκο, αν και το κείμενο του δημοσιευμένου γράμματος καταλαμβάνει κεντρική θέση σ’ όλες τις μελέτες για τον Ρόθκο. Γι’ αυτό, λοιπόν!
 
#7 1953
 
Η έκδοση από τις «Νησίδες» είναι αρκετά καλαίσθητη, μεγάλου σχήματος, με μεγάλα περιθώρια στις σελίδες, άνετη. Με κάτι μικρούλια γράμματα όμως, που θα δώσουν δουλειά σε δεκάδες οφθαλμίατρους. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε αυτή η επιλογή. Ίσως να φταίει και η γραμματοσειρά που κάνει τα γράμματα να φαίνονται μικρότερα, αν στην θέση της υπήρχε κάποια άλλη, ενδεχομένως η ανάγνωση να ήταν πιο υποφερτή. Κρίμα, για να γλυτώσουν 15 σελίδες στο σύνολο, δε ξέρω τι να πω. Η μετάφραση του Βασίλη Τομανά είναι αρκετά καλή, όπως μας έχει συνηθίσει στις περισσότερες από τις μεταφράσεις του. 
 
#6 1954
 
Τα κείμενα που βρίσκονται σ’ αυτό το βιβλίο, άλλοτε διανθισμένα με οικειότητα και προσωπικές εξομολογήσεις, άλλοτε με σοβαρή επιστημοσύνη και καλλιτεχνική ευαισθησία, άλλοτε αστεία και άλλοτε εκνευρισμένα, όλα αυτά τα ετερόκλιτα στοιχεία συγκροτούν μια ομοιόμορφη εικόνα ενός συνειδητοποιημένου ανθρώπου και καλλιτέχνη, ζωγραφίζουν με λέξεις... «το πορτραίτο του μοντέρνου καλλιτέχνη». Εντυπωσιάζει το βάθος των σκέψεων αλλά κυρίως εμένα προσωπικά με εντυπωσίασε και η ομορφιά μερικών προτάσεων άψογα διατυπωμένων («Αρχίζω να μισώ τη ζωή του ζωγράφου. Αρχίζεις να πυγμαχείς με τα σωθικά σου έχοντας ακόμη το ένα πόδι στον κανονικό κόσμο») που θα μπορούσες να βρεις στους πιο αγαπημένους σου λογοτέχνες. Φυσικά, όποιος τελικά επιλέξει να αγοράσει αυτό το βιβλίο, δεν πρέπει να το κάνει σε πρώτο λόγο για αυτές τις φράσεις, γιατί μάλλον θα απογοητευτεί στο τέλος. Όσοι πάλι, αγαπάτε το είδος της αλληλογραφίας, με βιβλία που ανθολογούν επιστολές, προσχέδια κειμένων, δισταγμούς της σκέψης, κλπ, μπορείτε να αγοράσετε και να απολαύσετε το συγκεκριμένο βιβλίο ακόμα και αν δεν αγαπάτε τόσο την ζωγραφική γενικά ή του Ρόθκο, ειδικότερα. 
 
#9 1954
 
[...] Συγχωρέστε με αν συνεχίζω να εκφράζω τις ανησυχίες μου, αλλά αισθάνομαι πως είναι σημαντικό να τις διατυπώσω. Υπάρχει ο κίνδυνος ότι στην πορεία αυτής της αλληλογραφίας θα δημιουργηθεί ένα Όργανο που θα λέει στο κοινό πώς θα πρέπει να βλέπει τους πίνακες και τι ν’ αναζητά σ’ αυτούς. Ενώ επιφανειακά αυτό μπορεί να φαίνεται εξυπηρετικό και υποβοηθητικό να το κάνουμε, το πραγματικό αποτέλεσμα είναι η παράλυση του μυαλού και της φαντασίας (και για τον καλλιτέχνη, μια πρόωρη ταφή). Εξ ου και η απέχθειά μου για προλόγους και επεξηγήσεις. Και αν έπρεπε σε κάτι να δείξω εμπιστοσύνη, θα την επένδυα στην ψυχή των ευαίσθητων θεατών που είναι απελευθερωμένοι από τις συμβάσεις της κατανόησης. Δεν θα είχα φόβους για την χρήση που θα έκαναν των πινάκων αυτών για τις ανάγκες του δικού τους πνεύματος. Γιατί αν υπάρχει ανάγκη και πνεύμα, εδώ θα έχουμε μια πραγματική επικοινωνία.
#11 1954
 
Υ.Γ. 2666 [...] Οι πινακές μου ορίζονται με αριθμό και έτος. Ο παρακάτω είναι ένας κατάλογος αυτών που θα σταλούν και δίπλα η τιμή στην οποία πρέπει να πουληθούν στο κοινο.

# 12  1951   1000 δολ.
   14  1951   1300
   10  1952   4000
   7    1953   1800
   6    1954   2000
   9    1954   2000
   11  1954   2250
   4    1953   1800
   1    1954   2000
 
#4 1953
 
Με την ίδια σειρά εμφάνισης φιλοξενούνται και στην παρούσα ανάρτηση. Από γράμμα του Ρόθκο προς την Katharine Kuh που ήταν τεχνοκρίτης και υπεύθυνη εκθέσεων στην Art Institute of Chicago και το 1954 πρότεινε στον Ρόθκο να του κάνει μια ατομική έκθεση. Η έκθεση έγινε από τις 18 Οκτωβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1954. Για 1000 δολάρια αγόραζα και γω τον αυθεντικό #1!! 
 

#1 1954

Σχόλια

  1. Ναι σε όλα!
    Αγαπάμε Ρόθκο.
    Για τους ίδιους λόγους αγαπάμε Πάουλ Κλέε.

    ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ – Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ
    http://blogs.sch.gr/epapas/%CF%80%CE%B1%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B5-%CE%BF-%CE%B6%CF%89%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%83-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B6%CF%89%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B6%CE%B5-%CF%83%CE%B1/

    Ο επόμενος αγαπημένος είναι ο Χουάν Μιρό. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Τι να λέμε τώρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπάμε ζωγραφική! Ας το πούμε με μια φράση να τελειώνουμε. Και γω αγαπώ Πάουλ Κλέε ο οποίος έπαιξε αρκετά με το μοτίβο της σκακιέρας στους πινακές του (και για ευνόητους λόγους τον αγαπώ ένα κλικ παραπάνω), αλλά και τον Χουάν Μιρό, ναι. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Τι να λέμε τώρα :p

      Η ζωγραφική για μένα είναι δεύτερη τη τάξει μετά την λογοτεχνία. Και ας μην καταλαβαίνω και πολλά, δεν με νοιάζει. Σάμπως καταλαβαίνω από λογοτεχνία;

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !