Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Lovecraft doesn't love life

 
Να διαβάζεις μια ιστορία του Λάβκραφτ είναι μια συνταρακτική εμπειρία πέρα από κάθε περιγραφή. Ακόμα θυμάμαι την ανάγνωση της ιστορίας “Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι” – κάποια επιπρόσθετα εξωτερικά φαινόμενα είχαν πολλαπλασιάσει εκείνη την τρομακτική εντύπωση της ανάγνωσης. Είχα ξεκινήσει την ανάγνωση κατά τις 9 το βράδυ και μια έντονη καταιγίδα προετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Από την αρχή της κιόλας, έγινε διακοπή ρεύματος και εγώ συνέχισα την ανάγνωση υπό το φως των κεριών, το ένα εκ των οποίων ήταν κατάμαυρο και το είχα αγοράσει μερικές ώρες πριν έχοντας την ξαφνική έμπνευση ότι θα δείχνει πολύ κουλ αναμένο! Πώς ξύπνησα το άλλο πρωί, μόνο εγώ γνωρίζω!

Έτσι, ένα δοκίμιο για τη ζωή και το έργο του Λάβκραφτ, ειδικά με τον τίτλο “Χ. Φ. Λαβκραφτ: εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής”, δεν μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο. Το γεγονός ότι το γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ... ένθερμος υποστηρικτής της ζωής και του κόσμου, προσθέτει μία νότα ειρωνείας και μια δόση απολαυστικής χαιρεκακίας προς τους αναγνώστες του. Αν αγαπάς τη ζωή, δεν διαβάζεις. Ούτε πας σινεμά, βέβαια. Ό, τι κι αν λένε, το καλλιτεχνικό σύμπαν είναι, λίγο πολύ, για εκείνους που έχουν βαρεθεί τη ζωή. Ο Ουελμπέκ γράφει μία διεισδυτική αν και σύντομη μελέτη για τον ιδιοφυή Λάβκραφτ. Φανατικός αναγνώστης του, αντικρίζει στον Αμερικανό έναν σπουδαίο και πρωτότυπο συγγραφέα. Ο Λάβκραφτ έζησε μια πραγματική ζωή στερημένη και μια λογοτεχνική ζωή ανώφελη, μιας και πέθανε πριν προλάβουν τα έργα του να αναγνωριστούν, πέρα από έναν στενό κύκλο αλληλογράφων και φίλων του, που αποτέλεσαν και τους συγγραφικούς του επιγόνους. Αρνητής της πραγματικότητας και της ρεαλιστικής αφήγησης, εξέθρεψε μερικά από τα πιο αποτρόπαια πλάσματα που στοιχειώνουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών του. Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, δεν προσπαθεί να επιχρωματίσει τα στοιχεία εκείνα της πραγματικότητας που δεν του αρέσουν. Απλώς τα αγνοεί με έναν αποφασιστικό τρόπο.
 

 
[...] Μια παλιά σαμπρέλα που ξεφουσκώνει μέσα στο νερό: θα μπορούσε να είναι μια εύστοχη παρομοίωση για το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Την παρακολουθούμε να βυθίζεται ολοκληρωτικά και χωρίς αρκετή αντίσταση, σαν κάτι που πυορροεί, για να αφήσει στο τέλος μόνο ένα αξεδιάλυτο και αυθαίρετο τίποτα. 
 
Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, πιέζει με δύναμη κάποια σημεία τούτης της σαμπρέλας – σεξ, χρήμα... – ελπίζοντας ότι τίποτα δε θα βγει απ' αυτά. Είναι η τεχνική της σύσφιξης. Μ' αυτόν τον τρόπο, θα κάνει έναν πλούσιο και ορμητικό χείμαρρο εικόνων να ξεπηδήσει από τα σημεία εκείνα που προτιμά.
 
Ο Λάβκραφτ αγνοεί εκείνα τα στοιχεία που δεν εξυπηρετούν τους συγγραφικούς του σκοπούς (σεξ, χρήμα, ψυχολογικές εκφάνσεις των ηρώων του). Τα μόνα ανθρώπινα αισθήματα για τα οποία θέλει να ακούει είναι ο θαυμασμός και ο φόβος. Πάνω σ' αυτά αποκλειστικά θα οικοδομήσει το δικό του σύμπαν. Είναι, σίγουρα, ένας περιορισμός, ένας περιορισμός όμως συνειδητός και ηθελημένος. Και δεν υπάρχει αυθεντική δημιουργία χωρίς κάποια εκούσια τύφλωση.
 
Ο Λάβκραφτ υπήρξε ένας εξαιρετικά μοναχικός άνθρωπος. Από πολύ μικρός μίσησε την ζωή και η ονειρική φαντασία του γέννησε αυτά τα σιχαμερά όντα που τον καταδυνάστευαν – μαζί και εμάς. Η ζωή δεν έχει, φυσικά, κανένα νόημα. Ούτε όμως και ο θάνατος. Κι αυτό, καθώς ανακαλύπτεις το σύμπαν του Λάβκραφτ, είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν το αίμα σου να παγώνει. Ο θάνατος των ηρώων του δεν έχει κανένα νόημα. Δεν δημιουργεί καμιά ανακούφιση. Δεν οδηγεί το αφήγημα σε κάποιο επιμύθιο. Ο Λαβκραφτ καταστρέφει τους ήρωές του, χωρίς καμιά επιείκεια, σαν να κομμάτιαζε μαριονέτες. Αδιάφορος για τούτο το άθλιο πεπρωμένο, ο κοσμικός φόβος μεγαλώνει αδιάκοπα. Παίρνει έκταση και σχήμα. Ο μέγας Κθούλου ξυπνά. Μονάδικη νότα ευτυχίας υπήρξε η γνωριμία και ο γάμος του με την Σόνια Γκρην (με αποκλειστικά δική της σειρά πρωτοβουλιών) και η μετακομισή του στη Νέα Υόρκη. Εκεί θα νιώσει ζωντανός και για πρώτη φορά θα αναζητήσει την συγγραφική επιτυχία. Μια σχοινοτενής όμως οικονομική δυσπραγία θα τον αναγκάσει να ψάξει εκατοντάδες δουλειές χωρίς καμία τύχη (“Θα θεωρούσα αφελή την αντίληψη ότι κάποιος, έστω και αν είναι καλλιεργημένος και ευφυής, δεν μπορεί να εξοικειωθεί γρήγορα με τις απαιτήσεις μιας εργασίας που δεν εμπίπτει απόλυτα στον τομέα των συνήθων ενασχολήσεών του· κι όμως, τα πρόσφατα γεγονότα μού έδειξαν...”). Αυτές οι δυσκολίες στη Νέα Υόρκη θα αναζωπυρώσουν το φυλετικό του μίσος και θα φθείρουν σιγά σιγά τον γάμο του. Όπως σημειώνει ο Ουελμπέκ στον πρόλογό του: η ανάλυση του ρατσισμού στην λογοτεχνία επικεντρώνεται εδώ και μισό αιώνα στον Σελίν· ωστόσο ο Λάβκραφτ αποτελεί μια περισσότερο ενδιαφέρουσα και τυπική περίπτωση. Όσο ζούσε στο Πρόβιντενς θεωρούνταν ένα είδος επαρχιακού αριστοκράτη (χωρίς λεφτά!) σε ένα συντηρητικό πουριτανικό περιβάλλον που δεν τον ενοχλούσε και ιδιαίτερα. Στην πολύβουη και πολύχρωμη Νέα Υόρκη ήταν αναγκασμένος να συγχρωτίζεται με ανθρώπους που μισούσε ολοένα και περισσότερο, και η αρχική μεγαλειώδης εντύπωση για την πόλη (“Όταν έφτασα, αντίκρισα πάνω από μια γέφυρα τη θέα της πόλης να αναδύεται μεγαλοπρεπής μέσα απ' τα νερά στο φως του δειλινού. Οι κορυφές και οι πρωτόφαντες πυραμίδες ορθώνονταν μέσα στη νύχτα σαν άνθη. Μέσα από τα πέπλα μιας μαβιάς ομίχλης η πόλη έπαιζε χαδιάρικα με τα διάφεγγα σύννεφα και τα πρώτα εσπερινά άστρα...”) μετατράπηκε σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα για τους κατοίκους της (“Τα οργανικά -ιταλο-σιμιτο-μογγολοειδή- συστατικά τούτου του αηδιαστικού οχετού δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανθρώπινα, όσο ευφάνταστος κι αν είναι κανείς. Ήταν τερατοειδή και ακαθόριστα προπλάσματα πιθηκανθρώπου και αμοιβάδας, φτιαγμένα πρόχειρα από το δυσώδες και γλοιώδες υλικό της σαπισμένης γης...”). Τελικά θα επιστρέψει μόνιμα στο Πρόβιντενς όπου και εκεί πλέον τον ενοχλούν τα ανθρώπινα όντα ύστερα από την τρομακτική εμπειρία της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο θα γράψει και τα “μεγάλα κείμενα” του (σύμφωνα με τους απανταχού λαβκραφτιανούς): Το κάλεσμα του Κθούλου, Το χρώμα που ήρθε από το διάστημα, Ο τρόμος του Ντάνγουιτς, Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι, Στα βουνά της τρέλας, Τα όνειρα στο σπίτι της μάγισσας, Η σκιά πάνω από το Ίννσμουθ, Στην άβυσσο του χρόνου. Στα κείμενα αυτά ωστόσο, το φυλετικό του μίσος διοχετεύεται κάπως διαφορετικά. Τα θύματά του είναι συνήθως Αγγλοσάξονες καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιεργημένοι, διακριτικοί. Κάτι δηλαδή σαν τον ίδιο τον Λάβκραφτ. Αντιθέτως, οι μπάσταρδοι, οι νόθοι, οι μιγάδες αποτελούν τους βασανιστές. Σύμφωνα με τον Ουελμπέκ, ο ρόλος του φυλετικού μίσους στο δημιουργικό έργο του Λάβκραφτ έχει γενικά υποτιμηθεί. [...] Στο σύμπαν του Λάβκραφτ η βία δεν προκύπτει από την διανοητική εκλέπτυνση. Είναι μια κτηνώδης ορμή που συμβαδίζει απόλυτα με την πλέον ακατέργαστη βλακεία. Κι όσον αφορά τους ευπατρίδες, τους καλλιεργημένους, τους πολιτισμένους... αποτελούν τα ιδανικά θύματα.
 
Ο Λάβκραφτ υπήρξε μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Κατάφερε να οικοδομήσει έναν πλούσιο και ανυπέρβλητο μυθολογικό κόσμο αφήνοντας τις πύλες ανοικτές για να μπούμε όλοι εμείς από εκείνο το σημείο από όπου έφυγε πρόωρα (“Ο Λάβκραφτ πεθαίνει, το έργο του γεννιέται”). Το βιβλιαράκι του Ουελμπέκ είναι ένας ύμνος στο έργο του Λάβκραφτ. Μια ματιά στους εφιάλτες του. Η έκδοση συμπεριλαμβάνει και μια υπέροχη εισαγωγή του Στήβεν Κινγκ, ο οποίος μας μιλάει και για το μαξιλάρι του Λάβκραφτ. Η μετάφραση (ευτυχώς) δεν προκαλεί κανένα τρόμο και αυτό είναι πάντα θετικό!
 
Όπως ο Καντ θέλει να θεμελιώσει μια ηθική που να έχει ισχύ «όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά, γενικά, για κάθε έλλογο ον», έτσι ακριβώς και ο Λάβκραφτ θέλει να δημιουργήσει ένα φανταστικό που θα είναι ικανό να τρομοκρατήσει κάθε ύπαρξη με λογική ικανότητα.
 
Προς το τέλος, ο πάντα “αγαπησιάρης” Ουελμπέκ (μετά λύπης του, το πιστεύουμε!) αποφαίνεται για τον Αμερικανό συγγραφέα: Κάθε μεγάλο πάθος, είτε έρωτας είτε μίσος, παράγει τελικά ένα αυθεντικό έργο. Λυπούμαστε που το διαπιστώνουμε, είναι όμως αλήθεια: ο Λάβκραφτ κλίνει προς τη μεριά του μίσους. Ό,τι τύπος αναγνώστη και αν είσαι, διάβασε κάποτε μια ιστορία του Λάβκραφτ – γιατί ο Λάβκραφτ σε μισεί, και έγραψε μόνο για σένα, την πιο ωραία ιστορία τρόμου! 
 

 
Όνειρα γλυκά!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !