Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Lovecraft doesn't love life

 
Να διαβάζεις μια ιστορία του Λάβκραφτ είναι μια συνταρακτική εμπειρία πέρα από κάθε περιγραφή. Ακόμα θυμάμαι την ανάγνωση της ιστορίας “Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι” – κάποια επιπρόσθετα εξωτερικά φαινόμενα είχαν πολλαπλασιάσει εκείνη την τρομακτική εντύπωση της ανάγνωσης. Είχα ξεκινήσει την ανάγνωση κατά τις 9 το βράδυ και μια έντονη καταιγίδα προετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Από την αρχή της κιόλας, έγινε διακοπή ρεύματος και εγώ συνέχισα την ανάγνωση υπό το φως των κεριών, το ένα εκ των οποίων ήταν κατάμαυρο και το είχα αγοράσει μερικές ώρες πριν έχοντας την ξαφνική έμπνευση ότι θα δείχνει πολύ κουλ αναμένο! Πώς ξύπνησα το άλλο πρωί, μόνο εγώ γνωρίζω!

Έτσι, ένα δοκίμιο για τη ζωή και το έργο του Λάβκραφτ, ειδικά με τον τίτλο “Χ. Φ. Λαβκραφτ: εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής”, δεν μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο. Το γεγονός ότι το γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ... ένθερμος υποστηρικτής της ζωής και του κόσμου, προσθέτει μία νότα ειρωνείας και μια δόση απολαυστικής χαιρεκακίας προς τους αναγνώστες του. Αν αγαπάς τη ζωή, δεν διαβάζεις. Ούτε πας σινεμά, βέβαια. Ό, τι κι αν λένε, το καλλιτεχνικό σύμπαν είναι, λίγο πολύ, για εκείνους που έχουν βαρεθεί τη ζωή. Ο Ουελμπέκ γράφει μία διεισδυτική αν και σύντομη μελέτη για τον ιδιοφυή Λάβκραφτ. Φανατικός αναγνώστης του, αντικρίζει στον Αμερικανό έναν σπουδαίο και πρωτότυπο συγγραφέα. Ο Λάβκραφτ έζησε μια πραγματική ζωή στερημένη και μια λογοτεχνική ζωή ανώφελη, μιας και πέθανε πριν προλάβουν τα έργα του να αναγνωριστούν, πέρα από έναν στενό κύκλο αλληλογράφων και φίλων του, που αποτέλεσαν και τους συγγραφικούς του επιγόνους. Αρνητής της πραγματικότητας και της ρεαλιστικής αφήγησης, εξέθρεψε μερικά από τα πιο αποτρόπαια πλάσματα που στοιχειώνουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών του. Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, δεν προσπαθεί να επιχρωματίσει τα στοιχεία εκείνα της πραγματικότητας που δεν του αρέσουν. Απλώς τα αγνοεί με έναν αποφασιστικό τρόπο.
 

 
[...] Μια παλιά σαμπρέλα που ξεφουσκώνει μέσα στο νερό: θα μπορούσε να είναι μια εύστοχη παρομοίωση για το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Την παρακολουθούμε να βυθίζεται ολοκληρωτικά και χωρίς αρκετή αντίσταση, σαν κάτι που πυορροεί, για να αφήσει στο τέλος μόνο ένα αξεδιάλυτο και αυθαίρετο τίποτα. 
 
Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, πιέζει με δύναμη κάποια σημεία τούτης της σαμπρέλας – σεξ, χρήμα... – ελπίζοντας ότι τίποτα δε θα βγει απ' αυτά. Είναι η τεχνική της σύσφιξης. Μ' αυτόν τον τρόπο, θα κάνει έναν πλούσιο και ορμητικό χείμαρρο εικόνων να ξεπηδήσει από τα σημεία εκείνα που προτιμά.
 
Ο Λάβκραφτ αγνοεί εκείνα τα στοιχεία που δεν εξυπηρετούν τους συγγραφικούς του σκοπούς (σεξ, χρήμα, ψυχολογικές εκφάνσεις των ηρώων του). Τα μόνα ανθρώπινα αισθήματα για τα οποία θέλει να ακούει είναι ο θαυμασμός και ο φόβος. Πάνω σ' αυτά αποκλειστικά θα οικοδομήσει το δικό του σύμπαν. Είναι, σίγουρα, ένας περιορισμός, ένας περιορισμός όμως συνειδητός και ηθελημένος. Και δεν υπάρχει αυθεντική δημιουργία χωρίς κάποια εκούσια τύφλωση.
 
Ο Λάβκραφτ υπήρξε ένας εξαιρετικά μοναχικός άνθρωπος. Από πολύ μικρός μίσησε την ζωή και η ονειρική φαντασία του γέννησε αυτά τα σιχαμερά όντα που τον καταδυνάστευαν – μαζί και εμάς. Η ζωή δεν έχει, φυσικά, κανένα νόημα. Ούτε όμως και ο θάνατος. Κι αυτό, καθώς ανακαλύπτεις το σύμπαν του Λάβκραφτ, είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν το αίμα σου να παγώνει. Ο θάνατος των ηρώων του δεν έχει κανένα νόημα. Δεν δημιουργεί καμιά ανακούφιση. Δεν οδηγεί το αφήγημα σε κάποιο επιμύθιο. Ο Λαβκραφτ καταστρέφει τους ήρωές του, χωρίς καμιά επιείκεια, σαν να κομμάτιαζε μαριονέτες. Αδιάφορος για τούτο το άθλιο πεπρωμένο, ο κοσμικός φόβος μεγαλώνει αδιάκοπα. Παίρνει έκταση και σχήμα. Ο μέγας Κθούλου ξυπνά. Μονάδικη νότα ευτυχίας υπήρξε η γνωριμία και ο γάμος του με την Σόνια Γκρην (με αποκλειστικά δική της σειρά πρωτοβουλιών) και η μετακομισή του στη Νέα Υόρκη. Εκεί θα νιώσει ζωντανός και για πρώτη φορά θα αναζητήσει την συγγραφική επιτυχία. Μια σχοινοτενής όμως οικονομική δυσπραγία θα τον αναγκάσει να ψάξει εκατοντάδες δουλειές χωρίς καμία τύχη (“Θα θεωρούσα αφελή την αντίληψη ότι κάποιος, έστω και αν είναι καλλιεργημένος και ευφυής, δεν μπορεί να εξοικειωθεί γρήγορα με τις απαιτήσεις μιας εργασίας που δεν εμπίπτει απόλυτα στον τομέα των συνήθων ενασχολήσεών του· κι όμως, τα πρόσφατα γεγονότα μού έδειξαν...”). Αυτές οι δυσκολίες στη Νέα Υόρκη θα αναζωπυρώσουν το φυλετικό του μίσος και θα φθείρουν σιγά σιγά τον γάμο του. Όπως σημειώνει ο Ουελμπέκ στον πρόλογό του: η ανάλυση του ρατσισμού στην λογοτεχνία επικεντρώνεται εδώ και μισό αιώνα στον Σελίν· ωστόσο ο Λάβκραφτ αποτελεί μια περισσότερο ενδιαφέρουσα και τυπική περίπτωση. Όσο ζούσε στο Πρόβιντενς θεωρούνταν ένα είδος επαρχιακού αριστοκράτη (χωρίς λεφτά!) σε ένα συντηρητικό πουριτανικό περιβάλλον που δεν τον ενοχλούσε και ιδιαίτερα. Στην πολύβουη και πολύχρωμη Νέα Υόρκη ήταν αναγκασμένος να συγχρωτίζεται με ανθρώπους που μισούσε ολοένα και περισσότερο, και η αρχική μεγαλειώδης εντύπωση για την πόλη (“Όταν έφτασα, αντίκρισα πάνω από μια γέφυρα τη θέα της πόλης να αναδύεται μεγαλοπρεπής μέσα απ' τα νερά στο φως του δειλινού. Οι κορυφές και οι πρωτόφαντες πυραμίδες ορθώνονταν μέσα στη νύχτα σαν άνθη. Μέσα από τα πέπλα μιας μαβιάς ομίχλης η πόλη έπαιζε χαδιάρικα με τα διάφεγγα σύννεφα και τα πρώτα εσπερινά άστρα...”) μετατράπηκε σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα για τους κατοίκους της (“Τα οργανικά -ιταλο-σιμιτο-μογγολοειδή- συστατικά τούτου του αηδιαστικού οχετού δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανθρώπινα, όσο ευφάνταστος κι αν είναι κανείς. Ήταν τερατοειδή και ακαθόριστα προπλάσματα πιθηκανθρώπου και αμοιβάδας, φτιαγμένα πρόχειρα από το δυσώδες και γλοιώδες υλικό της σαπισμένης γης...”). Τελικά θα επιστρέψει μόνιμα στο Πρόβιντενς όπου και εκεί πλέον τον ενοχλούν τα ανθρώπινα όντα ύστερα από την τρομακτική εμπειρία της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο θα γράψει και τα “μεγάλα κείμενα” του (σύμφωνα με τους απανταχού λαβκραφτιανούς): Το κάλεσμα του Κθούλου, Το χρώμα που ήρθε από το διάστημα, Ο τρόμος του Ντάνγουιτς, Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι, Στα βουνά της τρέλας, Τα όνειρα στο σπίτι της μάγισσας, Η σκιά πάνω από το Ίννσμουθ, Στην άβυσσο του χρόνου. Στα κείμενα αυτά ωστόσο, το φυλετικό του μίσος διοχετεύεται κάπως διαφορετικά. Τα θύματά του είναι συνήθως Αγγλοσάξονες καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιεργημένοι, διακριτικοί. Κάτι δηλαδή σαν τον ίδιο τον Λάβκραφτ. Αντιθέτως, οι μπάσταρδοι, οι νόθοι, οι μιγάδες αποτελούν τους βασανιστές. Σύμφωνα με τον Ουελμπέκ, ο ρόλος του φυλετικού μίσους στο δημιουργικό έργο του Λάβκραφτ έχει γενικά υποτιμηθεί. [...] Στο σύμπαν του Λάβκραφτ η βία δεν προκύπτει από την διανοητική εκλέπτυνση. Είναι μια κτηνώδης ορμή που συμβαδίζει απόλυτα με την πλέον ακατέργαστη βλακεία. Κι όσον αφορά τους ευπατρίδες, τους καλλιεργημένους, τους πολιτισμένους... αποτελούν τα ιδανικά θύματα.
 
Ο Λάβκραφτ υπήρξε μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Κατάφερε να οικοδομήσει έναν πλούσιο και ανυπέρβλητο μυθολογικό κόσμο αφήνοντας τις πύλες ανοικτές για να μπούμε όλοι εμείς από εκείνο το σημείο από όπου έφυγε πρόωρα (“Ο Λάβκραφτ πεθαίνει, το έργο του γεννιέται”). Το βιβλιαράκι του Ουελμπέκ είναι ένας ύμνος στο έργο του Λάβκραφτ. Μια ματιά στους εφιάλτες του. Η έκδοση συμπεριλαμβάνει και μια υπέροχη εισαγωγή του Στήβεν Κινγκ, ο οποίος μας μιλάει και για το μαξιλάρι του Λάβκραφτ. Η μετάφραση (ευτυχώς) δεν προκαλεί κανένα τρόμο και αυτό είναι πάντα θετικό!
 
Όπως ο Καντ θέλει να θεμελιώσει μια ηθική που να έχει ισχύ «όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά, γενικά, για κάθε έλλογο ον», έτσι ακριβώς και ο Λάβκραφτ θέλει να δημιουργήσει ένα φανταστικό που θα είναι ικανό να τρομοκρατήσει κάθε ύπαρξη με λογική ικανότητα.
 
Προς το τέλος, ο πάντα “αγαπησιάρης” Ουελμπέκ (μετά λύπης του, το πιστεύουμε!) αποφαίνεται για τον Αμερικανό συγγραφέα: Κάθε μεγάλο πάθος, είτε έρωτας είτε μίσος, παράγει τελικά ένα αυθεντικό έργο. Λυπούμαστε που το διαπιστώνουμε, είναι όμως αλήθεια: ο Λάβκραφτ κλίνει προς τη μεριά του μίσους. Ό,τι τύπος αναγνώστη και αν είσαι, διάβασε κάποτε μια ιστορία του Λάβκραφτ – γιατί ο Λάβκραφτ σε μισεί, και έγραψε μόνο για σένα, την πιο ωραία ιστορία τρόμου! 
 

 
Όνειρα γλυκά!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».