Να διαβάζεις μια ιστορία του Λάβκραφτ είναι μια συνταρακτική εμπειρία πέρα από κάθε περιγραφή. Ακόμα θυμάμαι την ανάγνωση της ιστορίας “Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι” – κάποια επιπρόσθετα εξωτερικά φαινόμενα είχαν πολλαπλασιάσει εκείνη την τρομακτική εντύπωση της ανάγνωσης. Είχα ξεκινήσει την ανάγνωση κατά τις 9 το βράδυ και μια έντονη καταιγίδα προετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Από την αρχή της κιόλας, έγινε διακοπή ρεύματος και εγώ συνέχισα την ανάγνωση υπό το φως των κεριών, το ένα εκ των οποίων ήταν κατάμαυρο και το είχα αγοράσει μερικές ώρες πριν έχοντας την ξαφνική έμπνευση ότι θα δείχνει πολύ κουλ αναμένο! Πώς ξύπνησα το άλλο πρωί, μόνο εγώ γνωρίζω!
Έτσι, ένα δοκίμιο για τη ζωή και το έργο του Λάβκραφτ, ειδικά με τον τίτλο “Χ. Φ. Λαβκραφτ: εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής”, δεν μπορούσε να με αφήσει ασυγκίνητο. Το γεγονός ότι το γράφει ο Μισέλ Ουελμπέκ... ένθερμος υποστηρικτής της ζωής και του κόσμου, προσθέτει μία νότα ειρωνείας και μια δόση απολαυστικής χαιρεκακίας προς τους αναγνώστες του. Αν αγαπάς τη ζωή, δεν διαβάζεις. Ούτε πας σινεμά, βέβαια. Ό, τι κι αν λένε, το καλλιτεχνικό σύμπαν είναι, λίγο πολύ, για εκείνους που έχουν βαρεθεί τη ζωή. Ο Ουελμπέκ γράφει μία διεισδυτική αν και σύντομη μελέτη για τον ιδιοφυή Λάβκραφτ. Φανατικός αναγνώστης του, αντικρίζει στον Αμερικανό έναν σπουδαίο και πρωτότυπο συγγραφέα. Ο Λάβκραφτ έζησε μια πραγματική ζωή στερημένη και μια λογοτεχνική ζωή ανώφελη, μιας και πέθανε πριν προλάβουν τα έργα του να αναγνωριστούν, πέρα από έναν στενό κύκλο αλληλογράφων και φίλων του, που αποτέλεσαν και τους συγγραφικούς του επιγόνους. Αρνητής της πραγματικότητας και της ρεαλιστικής αφήγησης, εξέθρεψε μερικά από τα πιο αποτρόπαια πλάσματα που στοιχειώνουν τις συνειδήσεις των αναγνωστών του. Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, δεν προσπαθεί να επιχρωματίσει τα στοιχεία εκείνα της πραγματικότητας που δεν του αρέσουν. Απλώς τα αγνοεί με έναν αποφασιστικό τρόπο.
[...] Μια παλιά σαμπρέλα που ξεφουσκώνει μέσα στο νερό: θα μπορούσε να είναι μια εύστοχη παρομοίωση για το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Την παρακολουθούμε να βυθίζεται ολοκληρωτικά και χωρίς αρκετή αντίσταση, σαν κάτι που πυορροεί, για να αφήσει στο τέλος μόνο ένα αξεδιάλυτο και αυθαίρετο τίποτα.
Ο Λάβκραφτ, από τη μεριά του, πιέζει με δύναμη κάποια σημεία τούτης της σαμπρέλας – σεξ, χρήμα... – ελπίζοντας ότι τίποτα δε θα βγει απ' αυτά. Είναι η τεχνική της σύσφιξης. Μ' αυτόν τον τρόπο, θα κάνει έναν πλούσιο και ορμητικό χείμαρρο εικόνων να ξεπηδήσει από τα σημεία εκείνα που προτιμά.
Ο Λάβκραφτ αγνοεί εκείνα τα στοιχεία που δεν εξυπηρετούν τους συγγραφικούς του σκοπούς (σεξ, χρήμα, ψυχολογικές εκφάνσεις των ηρώων του). Τα μόνα ανθρώπινα αισθήματα για τα οποία θέλει να ακούει είναι ο θαυμασμός και ο φόβος. Πάνω σ' αυτά αποκλειστικά θα οικοδομήσει το δικό του σύμπαν. Είναι, σίγουρα, ένας περιορισμός, ένας περιορισμός όμως συνειδητός και ηθελημένος. Και δεν υπάρχει αυθεντική δημιουργία χωρίς κάποια εκούσια τύφλωση.
Ο Λάβκραφτ υπήρξε ένας εξαιρετικά μοναχικός άνθρωπος. Από πολύ μικρός μίσησε την ζωή και η ονειρική φαντασία του γέννησε αυτά τα σιχαμερά όντα που τον καταδυνάστευαν – μαζί και εμάς. Η ζωή δεν έχει, φυσικά, κανένα νόημα. Ούτε όμως και ο θάνατος. Κι αυτό, καθώς ανακαλύπτεις το σύμπαν του Λάβκραφτ, είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν το αίμα σου να παγώνει. Ο θάνατος των ηρώων του δεν έχει κανένα νόημα. Δεν δημιουργεί καμιά ανακούφιση. Δεν οδηγεί το αφήγημα σε κάποιο επιμύθιο. Ο Λαβκραφτ καταστρέφει τους ήρωές του, χωρίς καμιά επιείκεια, σαν να κομμάτιαζε μαριονέτες. Αδιάφορος για τούτο το άθλιο πεπρωμένο, ο κοσμικός φόβος μεγαλώνει αδιάκοπα. Παίρνει έκταση και σχήμα. Ο μέγας Κθούλου ξυπνά. Μονάδικη νότα ευτυχίας υπήρξε η γνωριμία και ο γάμος του με την Σόνια Γκρην (με αποκλειστικά δική της σειρά πρωτοβουλιών) και η μετακομισή του στη Νέα Υόρκη. Εκεί θα νιώσει ζωντανός και για πρώτη φορά θα αναζητήσει την συγγραφική επιτυχία. Μια σχοινοτενής όμως οικονομική δυσπραγία θα τον αναγκάσει να ψάξει εκατοντάδες δουλειές χωρίς καμία τύχη (“Θα θεωρούσα αφελή την αντίληψη ότι κάποιος, έστω και αν είναι καλλιεργημένος και ευφυής, δεν μπορεί να εξοικειωθεί γρήγορα με τις απαιτήσεις μιας εργασίας που δεν εμπίπτει απόλυτα στον τομέα των συνήθων ενασχολήσεών του· κι όμως, τα πρόσφατα γεγονότα μού έδειξαν...”). Αυτές οι δυσκολίες στη Νέα Υόρκη θα αναζωπυρώσουν το φυλετικό του μίσος και θα φθείρουν σιγά σιγά τον γάμο του. Όπως σημειώνει ο Ουελμπέκ στον πρόλογό του: η ανάλυση του ρατσισμού στην λογοτεχνία επικεντρώνεται εδώ και μισό αιώνα στον Σελίν· ωστόσο ο Λάβκραφτ αποτελεί μια περισσότερο ενδιαφέρουσα και τυπική περίπτωση. Όσο ζούσε στο Πρόβιντενς θεωρούνταν ένα είδος επαρχιακού αριστοκράτη (χωρίς λεφτά!) σε ένα συντηρητικό πουριτανικό περιβάλλον που δεν τον ενοχλούσε και ιδιαίτερα. Στην πολύβουη και πολύχρωμη Νέα Υόρκη ήταν αναγκασμένος να συγχρωτίζεται με ανθρώπους που μισούσε ολοένα και περισσότερο, και η αρχική μεγαλειώδης εντύπωση για την πόλη (“Όταν έφτασα, αντίκρισα πάνω από μια γέφυρα τη θέα της πόλης να αναδύεται μεγαλοπρεπής μέσα απ' τα νερά στο φως του δειλινού. Οι κορυφές και οι πρωτόφαντες πυραμίδες ορθώνονταν μέσα στη νύχτα σαν άνθη. Μέσα από τα πέπλα μιας μαβιάς ομίχλης η πόλη έπαιζε χαδιάρικα με τα διάφεγγα σύννεφα και τα πρώτα εσπερινά άστρα...”) μετατράπηκε σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα για τους κατοίκους της (“Τα οργανικά -ιταλο-σιμιτο-μογγολοειδή- συστατικά τούτου του αηδιαστικού οχετού δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανθρώπινα, όσο ευφάνταστος κι αν είναι κανείς. Ήταν τερατοειδή και ακαθόριστα προπλάσματα πιθηκανθρώπου και αμοιβάδας, φτιαγμένα πρόχειρα από το δυσώδες και γλοιώδες υλικό της σαπισμένης γης...”). Τελικά θα επιστρέψει μόνιμα στο Πρόβιντενς όπου και εκεί πλέον τον ενοχλούν τα ανθρώπινα όντα ύστερα από την τρομακτική εμπειρία της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο θα γράψει και τα “μεγάλα κείμενα” του (σύμφωνα με τους απανταχού λαβκραφτιανούς): Το κάλεσμα του Κθούλου, Το χρώμα που ήρθε από το διάστημα, Ο τρόμος του Ντάνγουιτς, Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι, Στα βουνά της τρέλας, Τα όνειρα στο σπίτι της μάγισσας, Η σκιά πάνω από το Ίννσμουθ, Στην άβυσσο του χρόνου. Στα κείμενα αυτά ωστόσο, το φυλετικό του μίσος διοχετεύεται κάπως διαφορετικά. Τα θύματά του είναι συνήθως Αγγλοσάξονες καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιεργημένοι, διακριτικοί. Κάτι δηλαδή σαν τον ίδιο τον Λάβκραφτ. Αντιθέτως, οι μπάσταρδοι, οι νόθοι, οι μιγάδες αποτελούν τους βασανιστές. Σύμφωνα με τον Ουελμπέκ, ο ρόλος του φυλετικού μίσους στο δημιουργικό έργο του Λάβκραφτ έχει γενικά υποτιμηθεί. [...] Στο σύμπαν του Λάβκραφτ η βία δεν προκύπτει από την διανοητική εκλέπτυνση. Είναι μια κτηνώδης ορμή που συμβαδίζει απόλυτα με την πλέον ακατέργαστη βλακεία. Κι όσον αφορά τους ευπατρίδες, τους καλλιεργημένους, τους πολιτισμένους... αποτελούν τα ιδανικά θύματα.
Ο Λάβκραφτ υπήρξε μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Κατάφερε να οικοδομήσει έναν πλούσιο και ανυπέρβλητο μυθολογικό κόσμο αφήνοντας τις πύλες ανοικτές για να μπούμε όλοι εμείς από εκείνο το σημείο από όπου έφυγε πρόωρα (“Ο Λάβκραφτ πεθαίνει, το έργο του γεννιέται”). Το βιβλιαράκι του Ουελμπέκ είναι ένας ύμνος στο έργο του Λάβκραφτ. Μια ματιά στους εφιάλτες του. Η έκδοση συμπεριλαμβάνει και μια υπέροχη εισαγωγή του Στήβεν Κινγκ, ο οποίος μας μιλάει και για το μαξιλάρι του Λάβκραφτ. Η μετάφραση (ευτυχώς) δεν προκαλεί κανένα τρόμο και αυτό είναι πάντα θετικό!
Όπως ο Καντ θέλει να θεμελιώσει μια ηθική που να έχει ισχύ «όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά, γενικά, για κάθε έλλογο ον», έτσι ακριβώς και ο Λάβκραφτ θέλει να δημιουργήσει ένα φανταστικό που θα είναι ικανό να τρομοκρατήσει κάθε ύπαρξη με λογική ικανότητα.
Προς το τέλος, ο πάντα “αγαπησιάρης” Ουελμπέκ (μετά λύπης του, το πιστεύουμε!) αποφαίνεται για τον Αμερικανό συγγραφέα: Κάθε μεγάλο πάθος, είτε έρωτας είτε μίσος, παράγει τελικά ένα αυθεντικό έργο. Λυπούμαστε που το διαπιστώνουμε, είναι όμως αλήθεια: ο Λάβκραφτ κλίνει προς τη μεριά του μίσους. Ό,τι τύπος αναγνώστη και αν είσαι, διάβασε κάποτε μια ιστορία του Λάβκραφτ – γιατί ο Λάβκραφτ σε μισεί, και έγραψε μόνο για σένα, την πιο ωραία ιστορία τρόμου!
Όνειρα γλυκά!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.