Στα μαθηματικά είμαι σκράπας. Και η
απόφασή μου να δώσω Πανελλήνιες στην τεχνολογική κατεύθυνση φανέρωσε την
σύγχυση του μυαλού μου, που έκτοτε με συντροφεύει αδιάκοπα. Γενικά, μην με
παίρνετε στα σοβαρά. Ωστόσο, ακόμα και εγώ, μπορώ να αντιληφθώ ότι τα
μαθηματικά πέρα από όλες τις άλλες δραστηριότητες της ανθρώπινης διανόησης,
μπορούν να γεννήσουν μία πραγματική μεγαλοφυΐα που ξεπερνά όλες τις άλλες – μια
λογοτεχνική μεγαλοφυΐα, μια σκακιστική μεγαλοφυΐα, μια φυσική μεγαλοφυΐα, δεν
πιάνει μία μπροστά σε μία μαθηματική. Είναι μια εικασία αυτό που ισχυρίζεσαι,
θα πείτε. Μένει λοιπόν να αποδειχθεί.
Ο θείος Πέτρος και η Εικασία του
Γκόλντμπαχ είναι ένα βιβλίο που έκανε ντόρο στην εποχή του – από όσους
λογοτεχνικούς ντόρους έχω συναντήσει στην αναγνωστική μου ζωή είναι από τους
πλέον δικαιολογημένους. Ένα βιβλίο που δικαίως αξίζει τη διεθνή προβολή που
έχει λάβει, πολύ μακριά από τα “διεθνή” μας βιβλία που ψευτοκαλύπτουν τον
επαρχιωτισμό τους με μεταμοντέρνα ρετάλια. Απορώ γιατί δεν το είχα διαβάσει
τόσο καιρό. Η εμπειρία μου με την τεχνολογική κατεύθυνση, είχε το τίμημά της,
θαρρώ! Μία λογοτεχνία γραμμένη με μαθηματική ακρίβεια. Και ένας μαθηματικός
χαρακτήρας από τους πιο ενδιαφέροντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο θείος Πέτρος είναι το μαύρο πρόβατο
(συνήθως τα “μαύρα πρόβατα” έχουν τόσο πιο θετική επίδραση για μεγάλο μέρος της
ανθρωπότητας όσο πιο αρνητική έχουν για τα υπόλοιπα μέλη της “αγέλης” τους) της
οικογένειας Παπαχρήστου. Ο θείος Πέτρος λοιπόν είναι ένας αποτυχημένος της
ζωής, αν και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαθηματικούς. Ο έφηβος
αφηγητής της ιστορίας ακούει συνεχώς να λοιδορούν, ο πατέρας του και ο αδερφός
του, τον μεγαλύτερο αδερφό τους Πέτρο. Εκείνος ζει απομονωμένος σε ένα εξοχικό
στην Εκάλη, παίζοντας αδιάκοπα σκάκι και φροντίζοντας τον κήπο του, και μόνο
ανήμερα στην γιορτή του καταδέχεται να ανεχθεί την οικογένειά του. Ο μυστηριώδης
αυτός θείος γίνεται το αντικείμενο μελέτης του έφηβου αφηγητή. Γιατί ο πατέρας
του τον θεωρεί έναν αποτυχημένο της ζωής; Μια τυχαία περίσταση τού φανερώνει
ότι ο κλειστός και απόμακρος θείος του, υπήρξε κάποτε ένας σπουδαίος
μαθηματικός και έτσι, γοητευμένος και αυτός, αποφασίζει να σπουδάσει μαθηματικά
κρυφά από τους γονείς του.
[...] «Οι μαθηματικοί»,
συνέχισε, «τέρπονται από τις μελέτες τους όπως οι σκακιστές από το παιχνίδι
τους. Για την ακρίβεια, η ψυχολογία του μαθηματικού ερευνητή είναι πολύ κοντύτερα
σε αυτήν του ποιητή ή του μουσικοσυνθέτη, του ανθρώπου που τον απασχολεί η
δημιουργία του Ωραίου και η αναζήτηση της Αρμονίας και της Τελειότητας».
Ο θείος Πέτρος συνάπτει μία συμφωνία
με τον νεαρό ανιψιό του. Θα του βάλει ένα πρόβλημα να το λύσει στις
καλοκαιρινές διακοπές του για να καταλάβει αν έχει την στόφα του μαθηματικού.
Αν δεν τα καταφέρει, ο αφηγητής θα ορκιστεί εγγράφως ότι δεν θα σπουδάσει ποτέ
του μαθηματικά. Η άγνοια και η ορμητικότητα του νεαρού δεν του αφήνουν
περιθώρια να αρνηθεί την προσφορά. Ο θείος Πέτρος του αναθέτει να λύσει την
Εικασία του Γκόλντμπαχ, μια απλή διατύπωση ενός πανδύσκολου μαθηματικού
προβλήματος που παραμένει ως και σήμερα (τουλάχιστον μέχρι την χρονολογία
έκδοσης του βιβλίου) αναπόδεικτο! Ο αφηγητής δεν καταφέρνει να το λύσει και
ορκίζεται ότι δε θα ασχοληθεί με τα μαθηματικά. Ωστόσο, στο πανεπιστήμιο
μαθαίνει το σκληρό παιχνίδι που του έπαιξε ο θείος του και αποφασίζει για να
τον εκδικηθεί να σπουδάσει μαθηματικά. Παράλληλα, προσπαθεί να μάθει τα
μαθηματικά επιτεύγματα του Πέτρου για τα οποία γνωρίζει ελάχιστα.
Έτσι μαθαίνουμε την ιστορία του
Πέτρου ο οποίος είχε όλες τις περγαμηνές να γίνει ένας διακεκριμένος
μαθηματικός αλλά επέλεξε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην επίλυση της Εικασίας
του Γκόλντμπαχ, μια παρακινδυνευμένη κίνηση που είτε θα του χάριζε δια παντός
την αθανασία είτε θα του κατέστρεφε την ζωή. Ένα δίλημμα που αντιμετωπίζουν
όλες οι μεγαλοφυΐες.
[...] «Κατά την γνώμη
μου, στα Μαθηματικά, όπως και στις τέχνες ή στον αθλητισμό, αν δεν είσαι ο
καλύτερος, είσαι ένα τίποτε. (...) Όμως, ένας μέτριος μαθηματικός – μιλάω για
τον ερευνητή, φυσικά, όχι για τον δάσκαλο – είναι μια ζωντανή, περιφερόμενη
τραγωδία...»
Αυτή την “ζωντανή, περιφερόμενη
τραγωδία” περιγράφει εκπληκτικά στο βιβλίο του ο Απόστολος Δοξιάδης. Η εμμονική
τρέλα μιας διάνοιας που επικεντρώνεται ολοκληρωτικά στο αντικείμενο του πάθους
της, εις βάρος της ίδιας της ζωής. Το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας για
το οποίο μιλούσε ο Τσβάιχ, ενσαρκώνεται στον χαρακτήρα του θείου Πέτρου. Η έξαψη
που τον κρατά ζωντανό μια ολόκληρη ζωή στο κυνήγι της απόδειξης της Εικασίας,
ξαφνικά σβήνει από την απόδειξη ενός άλλου θεωρήματος, του Θεωρήματος της Μη
Πληρότητος του Γκαίντελ, που λέει ότι
όλα τα θεωρήματα δεν είναι κατ' ουσίαν αποδείξιμα (κάτι που ισχυριζόταν μέχρι
τότε, το Θεώρημα της Πληρότητος), χωρίς ωστόσο να ξέρουμε ποιο θεώρημα είναι
αποδείξιμο και ποιο όχι. Έτσι, η Εικασία του Γκόλντμπαχ, μπορεί να είναι είτε
πολύ δύσκολο πρόβλημα είτε αδύνατο! Μία αλληγορική σκέψη για το μυστήριο της
ίδιας της ζωής μας (αν και το βιβλίο συνεχώς μιλάει για μαθηματικά, τελικά
ελάχιστη σχέση με αυτά!), για την άγνοιά μας αν τελικά πασχίζουμε για κάτι
(έστω και μερικώς, αποδείξιμο) ή για κάτι παντελώς ανώφελο.
[...] από την πρώτη
στιγμή που το πληροφορήθηκα, το Θεώρημα της Μη Πληρότητος κατέστρεψε τη
βεβαιότητα που στήριζε τις προσπάθειές μου. Μου έδειξε ότι υπήρχε μία μεγάλη
πιθανότητα να περιπλανιέμαι μέσα σε έναν λαβύρινθο του οποίου την έξοδο δεν θα
βρω ποτέ, ακόμη κι αν ψάχνω εκατό ζωές. Κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: Γιατί
είναι πιθανόν η έξοδος να μην υπάρχει, ο λαβύρινθος να είναι ένα ατελείωτο
αδιέξοδο!
Η έκδοση του Καστανιώτη είναι πολύ
όμορφη, με ένα ανάλογο εξώφυλλο που βασίζεται σε μια ιδέα του ίδιου του
συγγραφέα. Ωστόσο, έχω μια μικρή ένσταση. Τα εξωτερικά περιθώρια της σελίδας
έχουν ένα μεγαλύτερο κενό (από το σύνηθες) σε σχέση με τα εσωτερικά περιθώρια.
Όσες φορές το έχω συναντήσει σε εκδόσεις, συνήθως αφορά συγγραφείς ήσσονος
σημασίας που με διάφορα τεχνάσματα (μεγαλύτερα περιθώρια, αραιογραμμένες
σελίδες, θεόρατα γράμματα που λες και ξεπήδησαν από το ιατρείο ενός
οφθαλμίατρου) προσπαθούν να καλύψουν κάποια δική τους λογοτεχνική ανεπάρκεια,
και να πείσουν (ανεπιτυχώς) τους αναγνώστες ότι έγραψαν ένα χορταστικό
πολυσέλιδο μυθιστόρημα ή δε ξέρω και γω, τι άλλες ανώμαλες φαντασιοκοπίες
τρέφει το μυαλό τους. Κάτι τέτοιο, επ'
ουδενί δεν χρειάζεται η συγγραφική τέχνη του Δοξιάδη. Τα περιθώρια αν ήταν στο
συνηθισμένο τους μήκος, απλώς θα μείωναν την έκταση του βιβλίου κατά 30 σελίδες
περίπου (στα μαθηματικά είμαι σκράπας, το ξανάπαμε!), κάτι όμως που δε θα
μείωνε καθόλου την μεγάλη αξία του βιβλίου. Ας δεχθούμε λοιπόν, ότι αυτή η
πρακτική του Καστανιώτη, απλώς βοηθάει στην πιο γρήγορη ανάγνωση, κάτι που έτσι
και αλλιώς συμβαίνει από την ίδια την ιστορία, που θα σας ξενυχτήσει με την
μαγεία της.
Το βιβλίο του Δοξιάδη είναι
εκπληκτικό, εκπληκτικό. Αν θέλω να χρησιμοποιήσω μια μαθηματική μεταφορά (για
να μην παν στράφι και οι λυκειακές γνώσεις), θα έλεγα ότι η αναγνωστική
απόλαυση τείνει στο άπειρο (κατάλαβα, δεν εντυπωσιαστήκατε! Αυτή η μεταφορά
είναι επιπέδου γυμνασίου και αν). Τέλος πάντων, τα λόγια μου είναι περιττά.
Διαβάστε το για καλό δικό σας. “Πρέπει να ξέρετε
και άρα θα ξέρετε! Στα μαθηματικά δεν υπάρχει ignorabimus!”
Λοιπόόόόν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα το βιβλίο στην πρώτη του έκδοση του 1992. Δεν τρελάθηκα. Θυμάμαι ότι αναρωτιόμουνα αν αυτό είναι λογοτεχνία. Όταν μετά από καμιά δεκαριά χρόνια κυκλοφόρησε σε αναθεωρημένη έκδοση, όλοι ήθελαν να το διαβάσουν. Λένε πως είναι σκάλες καλύτερη από την πρώτη. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι θέλω να τη διαβάσω. Σ' αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να μπω στη διαδικασία της σύγκρισης ξαναδιαβάζοντας ΚΑΙ το δικό μου αντίτυπο που πλέον είναι συλλεκτικό.
Στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας δηλώνει ότι ντρέπεται για εκείνη την πρώτη έκδοση. Δε ξέρω πόσο διαφέρει από την δεύτερη, σίγουρα όμως αυτή που διάβασα είναι λογοτεχνία και μάλιστα καλής ποιότητας (τουλάχιστον με τα δικά μου κριτήρια).
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ'αυτά και μ'αυτά, εγώ έχω περιέργεια να ρίξω μια ματιά σε εκείνη την "ατελή" πρώτη εκδοχή, έχει μια κάποια γοητεία να βλέπεις την πορεία ενός συγγραφέα. Μπορεί εν τέλει να μην σας ταιριάζει η λογοτεχνία με μαθηματικό υπόβαθρο, ωστόσο εγώ το βρήκα αξιοζήλευτο βιβλίο.
Κρατήστε σαν κόρη οφθαλμού την πρώτη έκδοση, κάποια στιγμή θα γίνετε πλούσια :)
Σας το δανείζω επί πληρωμή!
ΑπάντησηΔιαγραφή{Ιιιιιιι...
Οοοοοοο...
Ααααα...
Εεεεε...
Ουουουουου...)
ΥΓ. 1934 (Αλμπέρτο Μοράβια):
Εννοείται [και φαντάζομαι το εννοείτε προσωπικά -χωρίς διευκρίνιση-] ότι αστειεύομαι.
Τελευταία έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος έχει χάσει το χιούμορ του. Εντελώς.
Χαίρομαι όταν ο κόσμος χάνει το χιούμορ του, γιατί το βρίσκω εγώ και εμπλουτίζω το δικό μου! Και το μεταπωλώ πανάκριβα :p
Διαγραφή