Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

No man's land


 

Απέκτησα όψιμο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία του Κούτσι και αγοράζω ό,τι δικό του μπορώ να βρω, κούτσα κούτσα θα τα πάρω όλα. Δεν έχω καταλήξει αν μου αρέσει τόσο πολύ η λογοτεχνία του αλλά παραδέχομαι ότι λειτουργεί ύπουλα σε μένα και κάποιες στιγμές του είναι πολύ δυνατές. Έχω λατρέψει τη «Γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα», έχω να περιμένει το «Στην καρδιά της χώρας» και έχω βαρεθεί ήδη από την αρχή τον «Άρχοντα της Πετρούπολης» με τον Ντοστογιέφσκι και τον θάνατο του παιδιού του – δεν μου φτάνει ο κλαψιάρης ο Ντοστογιέφσκι, θα έχω και κλάψα εξ αντανακλάσεως; Ε αυτό πάει πολύ, χάρισμα σας. «Ονομάζομαι Γιουτζίν Ντόουν. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Αρχίζουμε λοιπόν».
 
Έτσι, αλά Μέλβιλ, ξεκινάει η μία από τις δύο νουβέλες που υπάρχουν στο βιβλίο «Σκοτεινές χώρες» (από εκδόσεις «Μεταίχμιο», σε καλή μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου). Οι δύο νουβέλες διατηρούν μακρινό και αχνό θεματικό άξονα αλλά ταυτόχρονα και πολύ ουσιαστική σχέση γι’ αυτό και βρίσκονται και μαζί∙ ευτυχώς για μένα το «Σχέδιο Βιετνάμ» μπήκε άμεσα σε εφαρμογή, ειδάλλως θα παρατούσα το βιβλίο και τώρα δε θα έγραφα τίποτα – δε θα σας χαλούσε, το ξέρω. Το βιβλίο το είχα εντοπίσει σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο πριν από καιρό και δεν το αγόρασα τις δύο πρώτες φορές γιατί δεν ήθελα να το διαβάσω εκείνη την στιγμή (σκασίλα μου αν ήταν εξαντλημένο ή αν δεν το ξαναέβρισκα), το αγόρασα τελικά με την τρίτη γιατί ένιωσα ότι έχει κάποια αδιόρατη σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία και ήθελα να κάνω τις όποιες συνδέσεις στο μυαλό μου. Αργότερα έμαθα ότι αυτό το βιβλίο είναι το πρώτο του και τότε εκτίμησα περισσότερο την πολυπλοκότητα της πρώτης νουβέλας και δικαιολόγησα την προβλεψιμότητα και απειρία της δεύτερης. 
 
Είναι τρομακτικό σε τι απίστευτες παπάτζες μπορούμε να εκτεθούμε καθημερινά από οπουδήποτε, από τον φούρνο της γειτονιάς έως τον φούρνο των στρατοπέδων συγκέντρωσης (σε μία απολύτως εφιαλτική κατάληξη της φτωχής μεταφοράς μου), και το τρομακτικότερο είναι πόσο ευάλωτοι είμαστε άπαντες. Στην πολύπλοκη του μορφή αυτό ονομάζεται προπαγάνδα (popaganda είναι άλλο, εξίσου τρομακτικό σε κάποιους κύκλους της διανόησης).
 
[…] «1.2 Στόχοι και επιτεύγματα των υπηρεσιών προπαγάνδας. Εξαπολύοντας ψυχολογικό πόλεμο, στόχος μας είναι η καταρράκωση του ηθικού του εχθρού. Ο ψυχολογικός πόλεμος είναι η αρνητική λειτουργία της προπαγάνδας: Η θετική λειτουργία της είναι να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι η πολιτική μας εξουσία είναι ισχυρή και ακλόνητη. Αν εξαπολυθεί αποτελεσματικά, ο πόλεμος της προπαγάνδας φθείρει τον εχθρό συρρικνώνοντας το έμψυχο δυναμικό του και καθιστώντας τους στρατιώτες του μη αξιόμαχους και πιθανούς λιποτάκτες στο μέλλον, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τη νομιμοφροσύνη του πληθυσμού.»
 
Ο Γιουτζίν Ντόουν είναι ένας άνθρωπος υπό κατάρρευση. Φαινομενικά δείχνει προνομιούχος. Μακριά από τον πόλεμο, κλεισμένος σε μια βιβλιοθήκη εκπονεί μια αναφορά για το Βιετνάμ υπό την επίβλεψη του Κούτσι, με σκοπό κάποτε να τον διαδεχτεί στην ιεραρχία. Έχει γυναίκα και παιδί. Και όλα αυτά αριστοτεχνικά καταρρέουν όταν όλη η πίεση που θέλει να στριμώξει στα μυαλά άλλων ανθρώπων τρυπώνει καθοριστικά στο δικό του μυαλό με απρόβλεπτα αποτελέσματα και όπως έλεγε και ο Βουτσάς, έτσι και τρουπώσει… Ο Κούτσι (ο συγγραφέας) γράφει μια εξαιρετική νουβέλα εναλλάσσοντας δεξιοτεχνικά τις μικροκαταρρεύσεις του ήρωά του, από την προσπάθεια του να ικανοποιήσει τον ανώτερό του, γράφοντας ταυτόχρονα μια καλή αναφορά, μέχρι την προσπάθεια να απαλλαγεί από τον προβληματικό γάμο του διατηρώντας όμως την όποια καλή σχέση είναι ικανός να έχει με το παιδί του. Η λογοτεχνία κρύβεται σε αυτές τις μικροεξαρτήσεις αλλά ο Κούτσι κατά τη συνήθειά του στρέφει το βλέμμα και στην μεγαλύτερη εικόνα – στην πολιτική, στην αποικιοκρατία, στον πόλεμο, σε αυτές τις μικρές ή μεγαλύτερες εκτάσεις εκτός και εντός μας που είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση.
 
[…] «Για το Βιετνάμ υπάρχει ένας και μοναδικός κανόνας – διάσπαση, εξατομίκευση. Το λάθος μας ήταν ότι αφήσαμε τους Βιετναμέζους να δουν τους εαυτούς τους ως έναν ολόκληρο λαό στριμωγμένο κάτω από τις βόμβες ενός ξένου καταπιεστή. Έτσι έπρεπε να συντρίψουμε την αντίσταση ενός ολόκληρου λαού – ένας επικίνδυνος, ακριβός και άχρηστος στόχος. Αν αντίθετα είχαμε αναγκάσει το χωριό, την ομάδα ανταρτών, το μεμονωμένο άτομο να θεωρήσει τον εαυτό του ως το χωριό, ως την ομάδα, ως το άτομο που επιλέχθηκε για μια ειδική τιμωρία, για λόγους που δε θα μαθευτούν ποτέ, τότε, ενώ η πρώτη του κίνηση θα ήταν να ανταποδώσει με οργή το χτύπημα, το σαράκι της ενοχής αναπόφευκτα θα ξεφύτρωνε στα σπλάχνα του και θα το ανάγκαζε να κραυγάσει: «Τιμωρήθηκα, άρα είμαι ένοχος». Και όποιος ξεστομίζει αυτά τα λόγια έχει ηττηθεί.» 
 
Και στη δεύτερη νουβέλα, αν έχετε τον θεό σας ρε παιδιά, καταρρέει και ο ίδιος ο Κούτσι! Εξαντλώντας όλες τις λογοτεχνικές συνάψεις στην πρώτη, εδώ αφήνεται σε μια επίπεδη αφήγηση που υποψιάζομαι ότι κρύβει μηδαμινές εκπλήξεις για τους αναγνώστες – καθότι δεν άντεξα να την διαβάσω. Τοποθετημένη περίπου το 1760, μας περιγράφει την πορεία ενός αποικιοκράτη που καταλήγει σε χωριό ιθαγενών Οτεντότων και εκεί από μία πράξη ασέβειας από μέρους των ιθαγενών, εξαπολύει τη σαδιστική του εκδίκηση, όπως αναφέρει και το οπισθόφυλλο. Καλά υποψιαστήκατε, θυμίζει λίγο την «Καρδιά του σκότους» αλλά δυστυχώς ο Κούτσι δεν κατάφερε να μπει στην καρδιά της λογοτεχνίας, όπως το πέτυχε με την πρώτη νουβέλα. Παράτησα νωρίς την ανάγνωση γιατί την βρήκα άνευρη και βαρέθηκα αλλά αν αυτός ο φλώρος μεταμορφωθεί αργότερα σε σαδιστή, τι να πω ρε σεις, θα πέσω από τα σύννεφα, δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά! Άβυσσος το μυαλό των ανθρώπων, και αυτό νομίζω πρέπει να κρατήσουμε από τα αξιόλογα βιβλία του Κούτσι. Θα συνεχίσω να τον διαβάζω ή και να μην τον διαβάζω – μου αρέσουν και τα δύο. Καληνύχτα Βιετνάμ, αυτός ο κριτικός δε θα αλλάξει ποτέ!
 
Υ.Γ. 2666 Μετά την ανάρτηση για το Χαίρε Μαρία, ήταν αναμενόμενο να ακολουθήσει και μία για τον Κούτσι, είχατε αμφιβολίες; «Σκίσ’ το αυτό, Κούτσι, είναι ένα υστερόγραφο, προορίζεται για σένα, άκουσέ με».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!