Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο


Επειδή ο «Ροβινσώνας» ήταν το βιβλίο του 2018 για μένα, αποφάσισα να κλείσω την αναγνωστική χρονιά με μερικές παραλλαγές πάνω στον σπουδαίο μύθο του. Επέλεξα το βιβλίο του Τζ. Μ. Κούτσι «Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα»· ωραίο τίτλο διάλεξε, ποιος;, ο συγγραφέας σίγουρα όχι! Δείτε τον πρωτότυπο τίτλο, «FOE», – μοιάζει σχεδόν με αρκτικόλεξο – ενώ η μετάφρασή του είναι ένα flash διήγημα σαν εκείνα που φημολογείται ότι έγραφε ο Χέμινγουει για να τον κερνάνε Daiquiri στα μπαρ («For sale, Baby shoes, Never worn»). Τέλος πάντων, ας μην γίνω αιτία να χάσουν κάποιοι άνθρωποι την δουλειά τους, χρονιάρες μέρες! Ας μπούμε λοιπόν γρήγορα στις λεπτομέρειες της ιστορίας, γιατί ο Παρασκευάς σίγουρα θα έχει βαρεθεί να κρατάει τόση ώρα το φανάρι. 

«Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ που είχα διαβάσει πολύ παλιά και πλέον δεν θυμάμαι τίποτα. Ο τίτλος όμως μου έμεινε και τον ανακαλούσα κάθε τόσο με ευχαρίστηση – ηρεμήστε, τσέκαρα και τον πρωτότυπο, «Qui de nous deux invental l’ autre?», μοιάζει να είναι πιστός, όχι σαν τους αστείους πειραματισμούς του Μεταίχμιου. Αυτή η φράση μού ήρθε αμέσως στο μυαλό όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα που επινόησε ο Κούτσι για το βιβλίο του. Η κυρία Μπάρτον ναυαγεί στο νησί του Ροβινσώνα και στις πρώτες σελίδες μάς εξιστορεί το πώς ζούσε εκεί ο Ροβινσώνας παρέα με τον Παρασκευά. Όσοι έχουμε διαβάσει την (πλήρη) έκδοση του «Ροβινσώνα» αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι όσα μας εξιστορεί η κυρία Μπάρτον είναι πολύ διαφορετικά από όσα μας έχει εξιστορήσει ο Ντιφόου στο δικό του. Στα μισά του βιβλίου (του Κούτσι, για να μην μπερδεύουμε τα βιβλία!) μαθαίνουμε ότι η εξιστόρηση της κυρίας Μπάρτον γίνεται απευθείας στον Ντιφόου (ή Φόε/Foe όπως αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά εγώ θα επιμένω να τον λέω Ντιφόου) μέσω επιστολών που του στέλνει, ο οποίος θα την αναδιαμορφώσει στην γνωστή ιστορία που όλοι ξέρουμε. 

[…] «Ήταν σαν να ευχόταν η ιστορία του να είχε αρχίσει με τον ερχομό του στο νησί, και η δική μου να είχε αρχίσει με τον δικό μου ερχομό, και η ιστορία μας μαζί να τελείωνε κι αυτή στο νησί. Που να μην έσωνε να σωνόταν ο Κρούσος, συλλογίστηκα. Γιατί ο κόσμος περιμένει ιστορίες από τους ταξιδευτές και τους τυχοδιώκτες του, ιστορίες καλύτερες από υπολογισμούς για το πόσες πέτρες μετακίνησαν μέσα στα δεκαπέντε χρόνια κι από πού μέχρι πού τις κουβάλησαν. Ένας Κρούσος διασωθείς θα είναι μια μεγάλη απογοήτευση για τον κόσμο. Η ιδέα ενός Κρούσου πάνω στο νησί του είναι καλύτερη από τον αυθεντικό, λιγόλογο και σκυθρωπό Κρούσο σε μια Αγγλία ξένη». 

Και κάπου σε αυτό το σημείο, το βιβλίο (του Κούτσι, λέμε!) αρχίζει να παίρνει την μοντέρνα όψη του, μετατρέπεται σε μια αλληγορία που εξερευνά μεταξύ άλλων και τα μυστήρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κυρία Μπάρτον, η Γυναίκα, γίνεται το όχημα της δημιουργίας, μεταμορφώνεται στην Έμπνευση, στην ίδια την Δημιουργία. «Μπορείτε πάντως να έχετε κατά νου ότι η ζωή μου είναι φριχτά μετέωρη έως ότου ολοκληρωθεί η συγγραφή σας;» Ζει πλέον στην Αγγλία παρέα με έναν σαστισμένο από τον πολιτισμό Παρασκευά, ο Κρουσός είναι νεκρός, και ο Ντιφόου μετά από μια πρώτη σύντομη συνάντηση με την γυναίκα, αόρατος πια, μετέρχεται όλα τα συγγραφικά του όπλα για να καταφέρει να αποδώσει την ιστορία της γυναίκας όσο το δυνατόν καλύτερα, όχι τόσο πιστή στην πραγματικότητα όμως όσο στην τέχνη και στα αλλόκοτα μυστήριά της. «Σας εκπλήσσει όσο και μένα αυτή η αντιστοίχιση ανάμεσα στα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα και στις εικόνες που έχουμε γι’ αυτά μες στο μυαλό μας;» 

Είναι από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει και που ασχολούνται με το θέμα της συγγραφής και τα μυστικά της. Εμένα δε θα με χάλαγε να διαβάσω οποιοδήποτε βιβλίο κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα της δημιουργίας, γιατί έχω την πετριά της συγγραφής, στο ευρύ κοινό όμως ένα ανάλογο εγχείρημα θα φαινόταν τουλάχιστον ελιτίστικο. Σε αυτό το βιβλίο όμως, ο Κούτσι χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ροβινσώνα, χτίζει μια ιστορία τρυφερή και παιγνιώδη και έναν εκπληκτικό γυναικείο χαρακτήρα. Μια υπενθύμιση ότι η Γυναίκα είναι σημαντική, είτε ως στήριγμα είτε ως έμπνευση είτε ως κινητήριος μοχλός είτε ως οτιδήποτε άλλο, ακόμα και όταν ο κόσμος την κάνει να φαίνεται και να φέρεται ως αόρατη. 

[…] «Μια μέρα που θα έχουμε φύγει, θα τα ξετρυπώσετε και θα τους ρίξετε μια ματιά. «Καλύτερα να ήταν μόνο ο Κρούσος και ο Παρασκευάς» θα μουρμουρίσετε από μέσα σας. «Καλύτερα χωρίς τη γυναίκα». Κι όμως, σε ποιο σημείο θα βρισκόσασταν χωρίς τη γυναίκα; Θα σας είχε πλησιάσει με δική του πρωτοβουλία ο Κρούσος; Θα μπορούσατε να συναρμολογήσετε την εικόνα με τον Κρούσο και τον Παρασκευά και το νησί με τους ψύλλους του, με τους πιθήκους και τις σαύρες του; Νομίζω πως όχι. Έχετε πολλά δυνατά σημεία, αλλά η ευρηματικότητα δεν είναι ένα απ’ αυτά». 

Είναι απαραίτητο να έχετε διαβάσει πρώτα τον «αυθεντικό» Ροβινσώνα για να απολαύσετε το βιβλίο του Κούτσι; Η απάντηση είναι όχι και ναι: Όχι δεν είναι απαραίτητο και Ναι πανάθεμά σας, ο Ροβινσώνας είναι σημαντικότατο βιβλίο για να εκτιμήσεις και να επανεκτιμήσεις πολλά και διαφορετικά βιβλία! Όσοι όμως έχει τύχει και το διαβάσατε θα χαρείτε λίγο παραπάνω το βιβλίο του Κούτσι γιατί θα βρίσκετε τις διαφορές ανάμεσα στον «άχρωμο» Ροβινσώνα που συναντά η γυναίκα και σε εκείνον που τελικά καταλήγει να γίνει στα χέρια του Ντιφόου. Οι πίθηκοι του νησιού θα μετατραπούν σε κατσίκια, το μοναδικό μαχαίρι που έχει ο Ροβινσώνας θα μετατραπεί σε πανδαισία εργαλείων που θα σώσει από το ναυάγιο, η απροθυμία του να κρατήσει ημερολόγιο θα μετατραπεί σε παθιασμένη σειρά εξομολογήσεων κλπ. Ωραία πινελιά του Κούτσι είναι και όταν οι επιστολές που βάζει την γυναίκα να στέλνει στον Ντιφόου με την ημερολογιακή καταγραφή πάνω πάνω, παραπέμπουν σαφώς στο ημερολόγιο που (θα) κρατούσε και ο αυθεντικός Ροβινσώνας! 

Ένα μικρό παράπτωμα του Κούτσι είναι όταν βάζει την κυρία Μπάρτον να λέει ότι είναι ανίκανη να γράψει η ίδια τις εμπειρίες που έζησε. Διαβάζοντας όμως τις παθιασμένες επιστολές που στέλνει στον Ντιφόου, διακρίνουμε ένα γλαφυρότατο ύφος και μια εκτεταμένη χρήση εικόνων και μεταφορών που μας κάνει να απορούμε γιατί να μην μπορούσε η ίδια να γράψει το βιβλίο. Νομίζω ότι ο Κούτσι παρασύρθηκε από την γραφή του, χαλώντας σε κείνο το σημείο την λογική της πλοκής του. «Αυτό όμως που μπορούμε να δεχτούμε στη ζωή δεν μπορούμε να το δεχτούμε στην ιστορία». Είναι σχεδόν αμελητέο το παράπτωμα, ωστόσο. Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου (χρόνια της πολλά και σήμερα, για την ονομαστική της εορτή!) και είναι πολύ καλή. Όπως και η γενικότερη έκδοση του Μεταίχμιου. Ακόμα και το εξώφυλλο δείχνει να αποπνέει μια κάποια καλαισθησία. Συγκρίνετε την έκδοση αυτή, του 2004, με τις τελευταίες εκδόσεις του και θα καταλάβετε τον ξεπεσμό. Για την διαστρέβλωση του τίτλου, τα είπαμε στην αρχή. 

[…] «Είμαι εξίσου εξοικειωμένη όσο κι εσείς με τους πολλούς, πάμπολλους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξαπατήσουμε τους εαυτούς μας. Πώς όμως μπορούμε να ζήσουμε αν δεν πιστέψουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι υπήρξαμε κάποτε;» 

Εν τέλει, δεν του το είχα του Κούτσι. Δεν με έπειθε να διαβάσω κάποιο βιβλίο του και τον θεωρούσα ένα ακόμα αποτυχημένο νόμπελ λογοτεχνίας μέσα στα υπόλοιπα. Έτυχε να μάθω για αυτό το βιβλίο με την παραλλαγή του Ροβινσώνα και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Ομολογώ ότι η γραφή του δεν με ξετρέλανε, μέσα στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως, έδενε τέλεια με την ιστορία. Θα του δώσω ακόμα μια ευκαιρία, Χριστούγεννα έρχονται, δεν είμαι δα και τόσο σκατόψυχος! Το βιβλίο του Κούτσι, παρά την εύκολη αφήγηση και το μικρό μέγεθος, δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβάσει και η κουτσή Μαρία, προϋποθέτει μια πολύπλευρη ευαισθησία και μια εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση της λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι πολύ καλό και αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τον εξής απλό καβαφικό κανόνα: θέτει παραπάνω ερωτήματα από όσα προτίθεται ή μπορεί να απαντήσει. «Έχεις όμως υπολογίσει ότι οι αμφιβολίες σου μπορεί να είναι κομμάτι της ιστορίας που ζεις, και να μην έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε άλλη περιπέτειά σου; Εγώ απλώς θέτω την ερώτηση». Ο μύθος του Ροβινσώνα, ακόμα και φιλτραρισμένος, συνεχίζει να προσφέρει σε όλους την όμορφη φιλοσοφία του – ήδη θα το κατάλαβες η Ροβινσώνες τι σημαίνουν. 


[…] «Μερικές φορές ξυπνάω μην ξέροντας πού βρίσκομαι. Ο κόσμος είναι γεμάτος νησιά, είπε κάποτε ο Κρούσος. Τα λόγια του κάθε μέρα ηχούν και πιο αληθινά».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».