Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο


Επειδή ο «Ροβινσώνας» ήταν το βιβλίο του 2018 για μένα, αποφάσισα να κλείσω την αναγνωστική χρονιά με μερικές παραλλαγές πάνω στον σπουδαίο μύθο του. Επέλεξα το βιβλίο του Τζ. Μ. Κούτσι «Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα»· ωραίο τίτλο διάλεξε, ποιος;, ο συγγραφέας σίγουρα όχι! Δείτε τον πρωτότυπο τίτλο, «FOE», – μοιάζει σχεδόν με αρκτικόλεξο – ενώ η μετάφρασή του είναι ένα flash διήγημα σαν εκείνα που φημολογείται ότι έγραφε ο Χέμινγουει για να τον κερνάνε Daiquiri στα μπαρ («For sale, Baby shoes, Never worn»). Τέλος πάντων, ας μην γίνω αιτία να χάσουν κάποιοι άνθρωποι την δουλειά τους, χρονιάρες μέρες! Ας μπούμε λοιπόν γρήγορα στις λεπτομέρειες της ιστορίας, γιατί ο Παρασκευάς σίγουρα θα έχει βαρεθεί να κρατάει τόση ώρα το φανάρι. 

«Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ που είχα διαβάσει πολύ παλιά και πλέον δεν θυμάμαι τίποτα. Ο τίτλος όμως μου έμεινε και τον ανακαλούσα κάθε τόσο με ευχαρίστηση – ηρεμήστε, τσέκαρα και τον πρωτότυπο, «Qui de nous deux invental l’ autre?», μοιάζει να είναι πιστός, όχι σαν τους αστείους πειραματισμούς του Μεταίχμιου. Αυτή η φράση μού ήρθε αμέσως στο μυαλό όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα που επινόησε ο Κούτσι για το βιβλίο του. Η κυρία Μπάρτον ναυαγεί στο νησί του Ροβινσώνα και στις πρώτες σελίδες μάς εξιστορεί το πώς ζούσε εκεί ο Ροβινσώνας παρέα με τον Παρασκευά. Όσοι έχουμε διαβάσει την (πλήρη) έκδοση του «Ροβινσώνα» αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι όσα μας εξιστορεί η κυρία Μπάρτον είναι πολύ διαφορετικά από όσα μας έχει εξιστορήσει ο Ντιφόου στο δικό του. Στα μισά του βιβλίου (του Κούτσι, για να μην μπερδεύουμε τα βιβλία!) μαθαίνουμε ότι η εξιστόρηση της κυρίας Μπάρτον γίνεται απευθείας στον Ντιφόου (ή Φόε/Foe όπως αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά εγώ θα επιμένω να τον λέω Ντιφόου) μέσω επιστολών που του στέλνει, ο οποίος θα την αναδιαμορφώσει στην γνωστή ιστορία που όλοι ξέρουμε. 

[…] «Ήταν σαν να ευχόταν η ιστορία του να είχε αρχίσει με τον ερχομό του στο νησί, και η δική μου να είχε αρχίσει με τον δικό μου ερχομό, και η ιστορία μας μαζί να τελείωνε κι αυτή στο νησί. Που να μην έσωνε να σωνόταν ο Κρούσος, συλλογίστηκα. Γιατί ο κόσμος περιμένει ιστορίες από τους ταξιδευτές και τους τυχοδιώκτες του, ιστορίες καλύτερες από υπολογισμούς για το πόσες πέτρες μετακίνησαν μέσα στα δεκαπέντε χρόνια κι από πού μέχρι πού τις κουβάλησαν. Ένας Κρούσος διασωθείς θα είναι μια μεγάλη απογοήτευση για τον κόσμο. Η ιδέα ενός Κρούσου πάνω στο νησί του είναι καλύτερη από τον αυθεντικό, λιγόλογο και σκυθρωπό Κρούσο σε μια Αγγλία ξένη». 

Και κάπου σε αυτό το σημείο, το βιβλίο (του Κούτσι, λέμε!) αρχίζει να παίρνει την μοντέρνα όψη του, μετατρέπεται σε μια αλληγορία που εξερευνά μεταξύ άλλων και τα μυστήρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κυρία Μπάρτον, η Γυναίκα, γίνεται το όχημα της δημιουργίας, μεταμορφώνεται στην Έμπνευση, στην ίδια την Δημιουργία. «Μπορείτε πάντως να έχετε κατά νου ότι η ζωή μου είναι φριχτά μετέωρη έως ότου ολοκληρωθεί η συγγραφή σας;» Ζει πλέον στην Αγγλία παρέα με έναν σαστισμένο από τον πολιτισμό Παρασκευά, ο Κρουσός είναι νεκρός, και ο Ντιφόου μετά από μια πρώτη σύντομη συνάντηση με την γυναίκα, αόρατος πια, μετέρχεται όλα τα συγγραφικά του όπλα για να καταφέρει να αποδώσει την ιστορία της γυναίκας όσο το δυνατόν καλύτερα, όχι τόσο πιστή στην πραγματικότητα όμως όσο στην τέχνη και στα αλλόκοτα μυστήριά της. «Σας εκπλήσσει όσο και μένα αυτή η αντιστοίχιση ανάμεσα στα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα και στις εικόνες που έχουμε γι’ αυτά μες στο μυαλό μας;» 

Είναι από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει και που ασχολούνται με το θέμα της συγγραφής και τα μυστικά της. Εμένα δε θα με χάλαγε να διαβάσω οποιοδήποτε βιβλίο κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα της δημιουργίας, γιατί έχω την πετριά της συγγραφής, στο ευρύ κοινό όμως ένα ανάλογο εγχείρημα θα φαινόταν τουλάχιστον ελιτίστικο. Σε αυτό το βιβλίο όμως, ο Κούτσι χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ροβινσώνα, χτίζει μια ιστορία τρυφερή και παιγνιώδη και έναν εκπληκτικό γυναικείο χαρακτήρα. Μια υπενθύμιση ότι η Γυναίκα είναι σημαντική, είτε ως στήριγμα είτε ως έμπνευση είτε ως κινητήριος μοχλός είτε ως οτιδήποτε άλλο, ακόμα και όταν ο κόσμος την κάνει να φαίνεται και να φέρεται ως αόρατη. 

[…] «Μια μέρα που θα έχουμε φύγει, θα τα ξετρυπώσετε και θα τους ρίξετε μια ματιά. «Καλύτερα να ήταν μόνο ο Κρούσος και ο Παρασκευάς» θα μουρμουρίσετε από μέσα σας. «Καλύτερα χωρίς τη γυναίκα». Κι όμως, σε ποιο σημείο θα βρισκόσασταν χωρίς τη γυναίκα; Θα σας είχε πλησιάσει με δική του πρωτοβουλία ο Κρούσος; Θα μπορούσατε να συναρμολογήσετε την εικόνα με τον Κρούσο και τον Παρασκευά και το νησί με τους ψύλλους του, με τους πιθήκους και τις σαύρες του; Νομίζω πως όχι. Έχετε πολλά δυνατά σημεία, αλλά η ευρηματικότητα δεν είναι ένα απ’ αυτά». 

Είναι απαραίτητο να έχετε διαβάσει πρώτα τον «αυθεντικό» Ροβινσώνα για να απολαύσετε το βιβλίο του Κούτσι; Η απάντηση είναι όχι και ναι: Όχι δεν είναι απαραίτητο και Ναι πανάθεμά σας, ο Ροβινσώνας είναι σημαντικότατο βιβλίο για να εκτιμήσεις και να επανεκτιμήσεις πολλά και διαφορετικά βιβλία! Όσοι όμως έχει τύχει και το διαβάσατε θα χαρείτε λίγο παραπάνω το βιβλίο του Κούτσι γιατί θα βρίσκετε τις διαφορές ανάμεσα στον «άχρωμο» Ροβινσώνα που συναντά η γυναίκα και σε εκείνον που τελικά καταλήγει να γίνει στα χέρια του Ντιφόου. Οι πίθηκοι του νησιού θα μετατραπούν σε κατσίκια, το μοναδικό μαχαίρι που έχει ο Ροβινσώνας θα μετατραπεί σε πανδαισία εργαλείων που θα σώσει από το ναυάγιο, η απροθυμία του να κρατήσει ημερολόγιο θα μετατραπεί σε παθιασμένη σειρά εξομολογήσεων κλπ. Ωραία πινελιά του Κούτσι είναι και όταν οι επιστολές που βάζει την γυναίκα να στέλνει στον Ντιφόου με την ημερολογιακή καταγραφή πάνω πάνω, παραπέμπουν σαφώς στο ημερολόγιο που (θα) κρατούσε και ο αυθεντικός Ροβινσώνας! 

Ένα μικρό παράπτωμα του Κούτσι είναι όταν βάζει την κυρία Μπάρτον να λέει ότι είναι ανίκανη να γράψει η ίδια τις εμπειρίες που έζησε. Διαβάζοντας όμως τις παθιασμένες επιστολές που στέλνει στον Ντιφόου, διακρίνουμε ένα γλαφυρότατο ύφος και μια εκτεταμένη χρήση εικόνων και μεταφορών που μας κάνει να απορούμε γιατί να μην μπορούσε η ίδια να γράψει το βιβλίο. Νομίζω ότι ο Κούτσι παρασύρθηκε από την γραφή του, χαλώντας σε κείνο το σημείο την λογική της πλοκής του. «Αυτό όμως που μπορούμε να δεχτούμε στη ζωή δεν μπορούμε να το δεχτούμε στην ιστορία». Είναι σχεδόν αμελητέο το παράπτωμα, ωστόσο. Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου (χρόνια της πολλά και σήμερα, για την ονομαστική της εορτή!) και είναι πολύ καλή. Όπως και η γενικότερη έκδοση του Μεταίχμιου. Ακόμα και το εξώφυλλο δείχνει να αποπνέει μια κάποια καλαισθησία. Συγκρίνετε την έκδοση αυτή, του 2004, με τις τελευταίες εκδόσεις του και θα καταλάβετε τον ξεπεσμό. Για την διαστρέβλωση του τίτλου, τα είπαμε στην αρχή. 

[…] «Είμαι εξίσου εξοικειωμένη όσο κι εσείς με τους πολλούς, πάμπολλους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξαπατήσουμε τους εαυτούς μας. Πώς όμως μπορούμε να ζήσουμε αν δεν πιστέψουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι υπήρξαμε κάποτε;» 

Εν τέλει, δεν του το είχα του Κούτσι. Δεν με έπειθε να διαβάσω κάποιο βιβλίο του και τον θεωρούσα ένα ακόμα αποτυχημένο νόμπελ λογοτεχνίας μέσα στα υπόλοιπα. Έτυχε να μάθω για αυτό το βιβλίο με την παραλλαγή του Ροβινσώνα και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Ομολογώ ότι η γραφή του δεν με ξετρέλανε, μέσα στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως, έδενε τέλεια με την ιστορία. Θα του δώσω ακόμα μια ευκαιρία, Χριστούγεννα έρχονται, δεν είμαι δα και τόσο σκατόψυχος! Το βιβλίο του Κούτσι, παρά την εύκολη αφήγηση και το μικρό μέγεθος, δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβάσει και η κουτσή Μαρία, προϋποθέτει μια πολύπλευρη ευαισθησία και μια εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση της λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι πολύ καλό και αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τον εξής απλό καβαφικό κανόνα: θέτει παραπάνω ερωτήματα από όσα προτίθεται ή μπορεί να απαντήσει. «Έχεις όμως υπολογίσει ότι οι αμφιβολίες σου μπορεί να είναι κομμάτι της ιστορίας που ζεις, και να μην έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε άλλη περιπέτειά σου; Εγώ απλώς θέτω την ερώτηση». Ο μύθος του Ροβινσώνα, ακόμα και φιλτραρισμένος, συνεχίζει να προσφέρει σε όλους την όμορφη φιλοσοφία του – ήδη θα το κατάλαβες η Ροβινσώνες τι σημαίνουν. 


[…] «Μερικές φορές ξυπνάω μην ξέροντας πού βρίσκομαι. Ο κόσμος είναι γεμάτος νησιά, είπε κάποτε ο Κρούσος. Τα λόγια του κάθε μέρα ηχούν και πιο αληθινά».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!