«Το ξέρω, αγαπητέ Μίλαν, δεν πρέπει να προβάλλουμε τίποτα βιογραφικό στο έργο σου». Βιογραφία… τι ιδέα κι αυτή! Ο Κούντερα να λέει ότι όλη η ζωή του βρίσκεται στα έργα του, ταυτόχρονα να παροτρύνει την φίλη του και βιογράφο(!) να μην προβάλλει τίποτα το βιογραφικό εκεί μέσα, να έχει κόψει εντελώς δεσμούς με την δημοσιότητα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80, και να είναι τόσο οικείος σε εκατομμύρια αναγνώστες ανά τον κόσμο – πλην Τσεχοσλοβακίων!! Τι γελοίο χάος. «Ξανασκέφτομαι αυτό που δεν θα πάψει να επαναλαμβάνει ποτέ ο Μίλαν. Πως η βιογραφία είναι δηλητήριο. Πως ο συγγραφέας πρέπει να πασχίζει να μην έχει ζήσει. Ή, κάτι που είναι ένα και το αυτό, πως οφείλει να εξαφανιστεί πίσω απ’ το έργο του. Μου ξανάρχεται στον νου η φράση από την Τέχνη του μυθιστορήματος: “Απ’ τη στιγμή που ο Κάφκα τραβάει την προσοχή περισσότερο από τον Γιόζεφ Κ., έχει ξεκινήσει η διαδικασία του μεταθανάτιου θανάτου του”». Ρε παιδιά, τι ήρθαμε τότε να κάνουμε εδώ πέρα;
Μήπως λοιπόν δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ, αν έχουμε διαβάσει σχεδόν όλο το έργο του Μίλαν Κούντερα; Οι άνθρωποι συνήθως λατρεύουν το κουτσομπολιό, τις καθημερινές γιορτές της ασημαντότητας, τις παρανοήσεις. «Υπάρχουν τόσες και τόσες στη ζωή και στο έργο του Κούντερα, που αυτό το θέμα επιβάλλεται σχεδόν σαν λάιτμοτίβ. “Η επιτυχία κάποιου οφείλεται σχεδόν πάντα στο γεγονός ότι τον έχουν παρανοήσει” θα εκμυστηρευτεί αργότερα». Μείνετε μαζί μου γιατί αυτό που θα αποκαλύψω στο τέλος είναι το πιο σημαντικό! Η Φλοράνς Νουαβίλ, κοντινή φίλη του Μίλαν Κούντερα, ανασυνθέτει διακριτικά τα σημεία της ζωής του προσέχοντας να μην προδώσει το κουντερικό ιδεώδες: «Να γελάς και να λησμονάς: πρόγραμμα ζωής. (…) Να λησμονάς και να γελάς. Μ’ αυτή την έννοια η λήθη του Κούντερα είναι εκούσια πράξη». Με τον τρόπο που είναι δομημένο το βιβλίο μοιάζει με ένα άχρονο χρονικό που πηγαίνει πέρα δώθε σαν εκκρεμές και στο τέλος επικρεμάται πάνω σου σαν σπάθη. Στην αρχή λες ότι μάλλον δε θα προσφέρει κάτι νέο σε όσα γνωρίζουμε μέσα και έξω από το έργο του Κούντερα, αλλά στο τέλος τείνει να αυτονομείται και να σε παρασέρνει στο ρυθμό του. «Στον Μίλαν Κούντερα υπάρχει πάντα αυτή η βαθιά σκέψη στο ερώτημα: πού τοποθετεί κανείς την αρχή στο έργο ενός καλλιτέχνη; Από πότε είναι πραγματικά ο εαυτός του ένας καλλιτέχνης;». Αυτό ίσως θα μπορούσε να το αναρωτηθεί και η ίδια η συγγραφέας που έχει ήδη γράψει τρεις βιογραφίες σπουδαίων καλλιτεχνών. Εν ολίγοις, η ζωή του είναι η ανασκόπηση της ζωής και της μοίρας της Κεντρικής Ευρώπης∙ τίποτα λιγότερο άγνωστο, κι όμως επίφοβο κάθε φορά να περάσει στην λήθη και να επαναληφθεί. Όσο δύσκολο είναι να περιγράψεις τι συμβαίνει στα βιβλία του Κούντερα (εξαιρούνται κάπως τα άψογα δοκίμιά του), τόσο δύσκολο είναι και να περιγράψεις το βιβλίο της Νουαβίλ∙ πρέπει να την ακολουθήσεις στις προσιτές της διαδρομές κυρίως μεταξύ δύο χωρών, Τσεχίας και Γαλλίας, στις ενίοτε σχεδόν απρόσιτες διαδρομές μεταξύ μνήμης και λήθης, για να καταλήξεις μέσω παρακάμψεων και στις δυσπρόσιτες αλλά πάντα γοητευτικές αναλύσεις των βιβλίων του Κούντερα.
[…] «Αυτό που εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο στην Αθανασία είναι η οραματική πλευρά του Κούντερα. Το 1987, σε εποχή που δεν υπάρχουν ακόμα οι λέξεις selfie και buzz, περιγράφει έναν κόσμο όπου ο θόρυβος και η ασχήμια είναι πανταχού παρούσες. Όπου η ουτοπία του σοβιετικού “εμείς” έχει πεθάνει, αλλά την αντικατέστησε η ξέφρενη λατρεία του “εγώ”. Γι’ αυτόν η “εικονολογία”, δηλαδή η ιδεοληψία της εικόνας και της επικοινωνίας, υποκατέστησε την ιδεολογία. Η αδιακρισία, η αναισχυντία και η οφθαλμολαγνεία κάνουν σπάνιες πολυτέλειες τη σιωπή, τη μοναξιά και την ιδιωτικότητα. Ζούμε, γράφει ο Κούντερα, σ’ έναν κόσμο όπου “κανένας δεν μπορεί πια να κρυφτεί πουθενά” και όπου “ο καθένας είναι στο έλεος των πάντων”».
Αυτοί που δεν βρίσκουν ωραία ή ικανοποιητικά τα βιβλία του, θεωρούν ότι η φιλοσοφία του είναι για γέλια – όμως ας ξέρουν ότι αυτή η αντιμετώπιση πιθανόν να τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Η λογοτεχνία του με μια πρόχειρη ματιά ίσως να φαντάζει ελλιπής και αδιάφορη, αλλά αν κάποιος την παρακολουθήσει με πιο αποστασιοποιημένο μάτι, όπως στο σκίτσο που εξωφύλλου που φιλοτέχνησε ο ίδιος (μαζί με δεκάδες ανάλογα σκίτσα), θα διακρίνει ότι έχει βάθος και ουσία, παρά την φαινομενική ελαφρότητά της – που εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει και τίποτα πιο σοβαρό στην ζωή.
[…] «Σκέφτεται κανείς τον αφορισμό του Πολωνού Χένρυκ Έλτσενμπεργκ: “Αν αφαιρούσαμε από την κουλτούρα μας όλα όσα της έφεραν άνθρωποι που δεν πίστευαν ούτε στον άνθρωπο ούτε στο μέλλον του, δε θα ’μεναν σπουδαία πράματα”.
Ο Κούντερα δεν πιστεύει ούτε στον άνθρωπο ούτε στο μέλλον του. Κι όμως, αγαπάει τη ζωή. Να γελάει και να την περιγελάει. Όταν τον σκέφτομαι, βλέπω έναν άνθρωπο που γελάει. Υπάρχει ηδονή, απόλαυση, ακόμα και μια κάποια ομορφιά στην απόλυτη απουσία ελπίδας που τον διακρίνει».
Ο Κούντερα δεν πιστεύει ούτε στον άνθρωπο ούτε στο μέλλον του. Κι όμως, αγαπάει τη ζωή. Να γελάει και να την περιγελάει. Όταν τον σκέφτομαι, βλέπω έναν άνθρωπο που γελάει. Υπάρχει ηδονή, απόλαυση, ακόμα και μια κάποια ομορφιά στην απόλυτη απουσία ελπίδας που τον διακρίνει».
Κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Εστία» σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη και με πλούσιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό.
Υ.Γ. 2023 «Γιατρεύεται ποτέ κανείς από το ανατολικοευρωπαϊκό σύνδρομο; Ξεκολλάει ποτέ κανείς από την προηγούμενη ζωή του;
“Μπρνο”, “μάμινκα” (μαμάκα), ήταν οι δυο τελευταίες λέξεις του Μίλαν Κούντερα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.