Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Winter is coming


Εγώ όταν ακούω για το «Game of Thrones» παθαίνω αναφυλαξία, βγάζω… φολίδες σε όλο μου το σώμα. Μόλις όμως διάβασα ένα μικρό απόσπασμα από την εισαγωγή της μεταφράστριας Αγορίτσας Μπακοδήμου, ένα εκδικητικό χαιρέκακο καμπανάκι ήχησε μέσα μου σε γιορτινούς τόνους! «Η υπόθεση του Μαύρου Βέλους εκτυλίσσεται σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της Ιστορίας, που έγινε γνωστή ως ο Πόλεμος των Ρόδων. Ο ρομαντικός αυτός τίτλος δόθηκε στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1459 στην Αγγλία ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους οίκους ευγενών. Ο oίκος των Γιορκ, που είχε ως έμβλημα το λευκό ρόδο, και ο οίκος των Λάνκαστερ, που είχε το κόκκινο ρόδο, διεκδικούσαν τον θρόνο της Αγγλίας, επειδή ο Ερίκκος ο Ε’ βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης και δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η βασίλισσα όμως αρνούνταν να ορίσει το δούκα του Γιορκ επίτροπο του θρόνου, φοβούμενη ότι θα απέκλειε από τη διαδοχή τον ανήλικο γιο της και θα ανακηρυσσόταν ο ίδιος βασιλιάς». Από την αμετροέπεια και την πλήξη του Τζορτζ Μάρτιν προτιμώ χίλιες φορές την θαυμαστή οικονομία του Στήβενσον. Traitor at the Wall! 

Τρία μόλις χρόνια μετά το «Νησί του θησαυρού» ο συγγραφέας αποδεικνύει και επιδεικνύει περίτρανα την συγγραφική του ωριμότητα. Κρατάει όλα τα καλά στοιχεία της γραφής του και προσθέτει άλλα τόσα. Κάπου διάβασα σε ένα άρθρο στη Wikipedia ότι ο Στήβενσον για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα θεωρούνταν συγγραφέας δευτέρας διαλογής, σχετιζόμενος μόνο με παιδική λογοτεχνία και λογοτεχνία τρόμου. Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ (κόρη του μέντορά του Λέσλι Στέφεν) και ο σύζυγός της Λέοναρντ, τον καταδίκασαν στη λήθη, εξαιρώντας τον από τον κανόνα της διδακτέας σε σχολεία λογοτεχνίας. Ο αποκλεισμός του έφτασε στα άκρα όταν στα 1973, η 2000 σελίδων Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης ούτε καν τον ανέφερε. Επιπλέον απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στον Στήβενσον από την Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας του Νόρτον από το 1968 έως το 2000 (1η – 7η έκδοση), αναφεροντάς τον για πρώτη φορά στην 8η έκδοση (2006). Μοιάζει κάπως αναμενόμενο στον αιώνα του μοντέρνου/μεταμοντέρνου στη λογοτεχνία που αναζητά διακαώς το εξεζητημένο να παραγκωνιστεί ο Στήβενσον, αλλά αν το καλοσκεφτεί κάποιος, τι πιο εξεζητημένο από την καλή λογοτεχνία! Και ο Στήβενσον κάνει ακριβώς αυτό, παράγει αδιανόητα καλή λογοτεχνία. Εκτοξεύεται στην εκτίμησή μου με την επιβλητικότητα του «Μαύρου Βέλους»! 

Κοιτάω το βιβλίο, το ξανακοιτάω, και δεν μπορώ να το χωνέψω. Μόλις και μετά βίας 300 σελίδες και όμως τόσο μεστές, και ταυτόχρονα με μία εκπληκτική οικονομία λόγου, που σε αποσβολώνει. Σαν ένα γκουρμέ πιάτο που σε κάνει να αναρωτιέσαι στο τέλος, Αποκλείεται να χόρτασα τόσο τρώγοντας εκείνη την κουτσουλιά που μου σερβίρανε στην αρχή. Ή σαν ένα καλό κρασί που αφήνει μακρές και έντονες επιγεύσεις. Μέσα σε αυτές τις μετά… βίας (γιατί χύνεται πολύ αίμα) 300 σελίδες διαβάζεις όλο το «Game of Thrones» όπως θα έπρεπε να είχε γραφτεί αν δεν είχαν την τάση οι εκάστοτε δημιουργοί να ξεχειλώνουν καθετί όμορφο για να ευχαριστηθεί ο όχλος μέχρι να γκώσει. Αυτό λοιπόν με εντυπωσιάζει στον Στήβενσον – δεν ξεχειλώνει τίποτα, κρατάει τεντωμένο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως οι τοξότες στο βιβλίο του κρατούν τα τόξα τους. «Αν ήταν τόσο επιδέξιος με τα όπλα όσο είναι και με την πένα, θα ήταν πράγματι ένας γενναίος πολεμιστής», αναφέρει με υπόγεια αυτοσαρκαστική επίγνωση κάπου μέσα στο βιβλίο του ο Στήβενσον. Και το κυριότερο, στοχεύει μόνο μέχρι εκεί που φτάνει το τόξο του! Ευτυχώς για μας, φτάνει πολύ μακριά. 


[…] «Κι αυτός!» σκέφτηκε ο Ντικ. «Αυτός που μου δίδαξε την ευσέβεια! Μα τι κόσμος είναι αυτός, όταν όλοι όσοι με νοιάστηκαν και με φρόντισαν είναι ένοχοι για το θάνατο του πατέρα μου; Εκδίκηση! Αλίμονο! Τι σκληρή που είναι η μοίρα μου, αν πρέπει να πάρω εκδίκηση από αυτούς που θεωρώ φίλους μου!» 

Αίμα, δάκρυα και ιδρωτάς διαποτίζουν αυτή την ιπποτική ιστορία. Ο Ριχάρδος Σέλτον (για τους κολλητούς, Ντικ!) υπό την κηδεμονία του αφέντη του Σερ Ντάνιελ, στην αιματηρή διαμάχη ανάμεσα στους οίκους των Λάνκαστερ και των Γιορκ για την τελική επικράτηση, επιβεβαιώνει κάποιες ισχνές υποψίες ότι ο κηδεμόνας του είχε κάποια ανάμειξη στην δολοφονία του πατέρα του. Περνάει στην παρανομία αλλά δεν ξεχνάει ότι πίσω στον πύργο του κηδεμόνα του ξεμένει η «Δουλτσινέα» του που θα κάνει τα πάντα για να την ελευθερώσει. Προδοσία, εκδίκηση, έρωτας, όλα τα πάθη φιλτράρονται μέσα από την οξυδερκή ματιά του συγγραφέα. Όλη η σκοτεινή γοητεία του Εδιμβούργου και της Σκωτίας γενικότερα, έγινε από πολύ νωρίς μέρος της αναπτυσσόμενης φαντασίας του συγγραφέα, και σε αυτό το βιβλίο διαβάζετε το αποτύπωμά της. 

[…] «Τέτοια πράγματα δε γίνονται από τους απλούς ανθρώπους, σ’ αυτό συμφωνούν όλα τα χρονικά. Μια επανάσταση ξεκινάει από τους σημαντικούς και μετά ακολουθεί ο λαός. Όταν κάποιοι φουκαράδες παίρνουν τα όπλα, πρέπει να ψάξεις καλά ποιος άρχοντας ωφελείται απ’ αυτό».


Και ένα χριστουγεννιάτικο δώρο από μένα! Πάνω στην ώρα εκδόθηκε, μην το προσπεράσετε. Οι «ιπποτικές» εκδόσεις που μου πρόσφεραν αυτή την ανάγνωση είναι και πάλι οι «Εκδόσεις Ντέτσικα». Η άψογη μετάφραση ανήκει στην θαραλλέα Αγορίτσα Μπακοδήμου. Με την Αγορίτσα Μπακοδήμου αρχίζει να μου συμβαίνει ό,τι και με την Έφη Καλλιφατίδη. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, κάθε φορά που βλέπω το όνομά της πάνω σε ένα βιβλίο, επεξεργάζομαι σοβαρά και την αγορά του βιβλίου, ακόμα και αν η αρχική μου σκέψη ήταν να το αγνοήσω. Είναι μια κατ’ επάγγελμα μεταφράστρια (χωρίς τους ιδιοτελείς σκοπούς άλλων «συναδέλφων» της για να εκδώσουν παράλληλα τα ανοσιοπονήματά τους και να εδραιώσουν έρποντας λυκοφιλίες στο σαθρό πεδίο της εκδοτικής μάχης), που εκτιμά τον κόπο της και κυρίως τον κόπο των αναγνωστών της. Ένα μικρό μειονέκτημα των κατά τ’ άλλα θαυμαστών «Εκδόσεων Ντέτσικα» είναι οι ολιγοσέλιδες εισαγωγές τους, αν αφιέρωναν εκτενείς πληροφορίες και αναλύσεις για τα βιβλία και τους συγγραφείς που παρουσίαζαν, θα άγγιζαν την τελειότητα. Ωστόσο, στην τρισέλιδη εισαγωγή της, η μεταφράστρια πρόλαβε και έκανε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το μεγαλείο του Στήβενσον, πράγμα που φανερώνει και το μεγαλείο της ίδιας. 

[…] «Ο Στήβενσον βρίσκει την ευκαιρία – διηγούμενος τις αλεπάλληλες περιπέτειες του ήρωά του – να ζωγραφίσει με συναρπαστικές σκηνές τον τρόμο του πολέμου, καθώς και τη βία και την καταστροφή που σκορπίζει. Όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Μας υπενθυμίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι τελείως καλός ή κακός, ενώ η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει πολλές φορές τις επιλογές μας. (…) Το σωστό δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ούτε εύκολο να το επιλέξεις, ειδικά όταν οι δικές σου πράξεις έχουν αντίκτυπο στις ζωές άλλων ανθρώπων». 

Ο Στήβενσον γράφει ένα εντυπωσιακά περιπετειώδες βιβλίο προσβάσιμο στην συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών και αυτό είναι «κακό», αλλά ταυτόχρονα γράφει και ένα βιβλίο με βάθος, ιδιοφυία και πίστη και αυτό είναι πολύ καλό για την λογοτεχνία· και τη φήμη του. 

[…] «Ο ήρωάς μας συνειδητοποιεί σιγά σιγά ότι η διαφορά μεταξύ καλού και κακού δεν είναι πάντα ούτε απόλυτη ούτε φανερή». 

Υ.Γ. 2666 Ο Δόκτωρ… Τζέκυλ πέθανε μια μέρα σαν την σημερινή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1894, μόλις στα 44 χρόνια του. Ο Μίστερ… Χάιντ κρύβεται αιωνίως και αιώνιος στις χιλιάδες σελίδες φανταστικών και τρομακτικών περιπετειών.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!