Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Winter is coming


Εγώ όταν ακούω για το «Game of Thrones» παθαίνω αναφυλαξία, βγάζω… φολίδες σε όλο μου το σώμα. Μόλις όμως διάβασα ένα μικρό απόσπασμα από την εισαγωγή της μεταφράστριας Αγορίτσας Μπακοδήμου, ένα εκδικητικό χαιρέκακο καμπανάκι ήχησε μέσα μου σε γιορτινούς τόνους! «Η υπόθεση του Μαύρου Βέλους εκτυλίσσεται σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της Ιστορίας, που έγινε γνωστή ως ο Πόλεμος των Ρόδων. Ο ρομαντικός αυτός τίτλος δόθηκε στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1459 στην Αγγλία ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους οίκους ευγενών. Ο oίκος των Γιορκ, που είχε ως έμβλημα το λευκό ρόδο, και ο οίκος των Λάνκαστερ, που είχε το κόκκινο ρόδο, διεκδικούσαν τον θρόνο της Αγγλίας, επειδή ο Ερίκκος ο Ε’ βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης και δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η βασίλισσα όμως αρνούνταν να ορίσει το δούκα του Γιορκ επίτροπο του θρόνου, φοβούμενη ότι θα απέκλειε από τη διαδοχή τον ανήλικο γιο της και θα ανακηρυσσόταν ο ίδιος βασιλιάς». Από την αμετροέπεια και την πλήξη του Τζορτζ Μάρτιν προτιμώ χίλιες φορές την θαυμαστή οικονομία του Στήβενσον. Traitor at the Wall! 

Τρία μόλις χρόνια μετά το «Νησί του θησαυρού» ο συγγραφέας αποδεικνύει και επιδεικνύει περίτρανα την συγγραφική του ωριμότητα. Κρατάει όλα τα καλά στοιχεία της γραφής του και προσθέτει άλλα τόσα. Κάπου διάβασα σε ένα άρθρο στη Wikipedia ότι ο Στήβενσον για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα θεωρούνταν συγγραφέας δευτέρας διαλογής, σχετιζόμενος μόνο με παιδική λογοτεχνία και λογοτεχνία τρόμου. Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ (κόρη του μέντορά του Λέσλι Στέφεν) και ο σύζυγός της Λέοναρντ, τον καταδίκασαν στη λήθη, εξαιρώντας τον από τον κανόνα της διδακτέας σε σχολεία λογοτεχνίας. Ο αποκλεισμός του έφτασε στα άκρα όταν στα 1973, η 2000 σελίδων Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης ούτε καν τον ανέφερε. Επιπλέον απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στον Στήβενσον από την Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας του Νόρτον από το 1968 έως το 2000 (1η – 7η έκδοση), αναφεροντάς τον για πρώτη φορά στην 8η έκδοση (2006). Μοιάζει κάπως αναμενόμενο στον αιώνα του μοντέρνου/μεταμοντέρνου στη λογοτεχνία που αναζητά διακαώς το εξεζητημένο να παραγκωνιστεί ο Στήβενσον, αλλά αν το καλοσκεφτεί κάποιος, τι πιο εξεζητημένο από την καλή λογοτεχνία! Και ο Στήβενσον κάνει ακριβώς αυτό, παράγει αδιανόητα καλή λογοτεχνία. Εκτοξεύεται στην εκτίμησή μου με την επιβλητικότητα του «Μαύρου Βέλους»! 

Κοιτάω το βιβλίο, το ξανακοιτάω, και δεν μπορώ να το χωνέψω. Μόλις και μετά βίας 300 σελίδες και όμως τόσο μεστές, και ταυτόχρονα με μία εκπληκτική οικονομία λόγου, που σε αποσβολώνει. Σαν ένα γκουρμέ πιάτο που σε κάνει να αναρωτιέσαι στο τέλος, Αποκλείεται να χόρτασα τόσο τρώγοντας εκείνη την κουτσουλιά που μου σερβίρανε στην αρχή. Ή σαν ένα καλό κρασί που αφήνει μακρές και έντονες επιγεύσεις. Μέσα σε αυτές τις μετά… βίας (γιατί χύνεται πολύ αίμα) 300 σελίδες διαβάζεις όλο το «Game of Thrones» όπως θα έπρεπε να είχε γραφτεί αν δεν είχαν την τάση οι εκάστοτε δημιουργοί να ξεχειλώνουν καθετί όμορφο για να ευχαριστηθεί ο όχλος μέχρι να γκώσει. Αυτό λοιπόν με εντυπωσιάζει στον Στήβενσον – δεν ξεχειλώνει τίποτα, κρατάει τεντωμένο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως οι τοξότες στο βιβλίο του κρατούν τα τόξα τους. «Αν ήταν τόσο επιδέξιος με τα όπλα όσο είναι και με την πένα, θα ήταν πράγματι ένας γενναίος πολεμιστής», αναφέρει με υπόγεια αυτοσαρκαστική επίγνωση κάπου μέσα στο βιβλίο του ο Στήβενσον. Και το κυριότερο, στοχεύει μόνο μέχρι εκεί που φτάνει το τόξο του! Ευτυχώς για μας, φτάνει πολύ μακριά. 


[…] «Κι αυτός!» σκέφτηκε ο Ντικ. «Αυτός που μου δίδαξε την ευσέβεια! Μα τι κόσμος είναι αυτός, όταν όλοι όσοι με νοιάστηκαν και με φρόντισαν είναι ένοχοι για το θάνατο του πατέρα μου; Εκδίκηση! Αλίμονο! Τι σκληρή που είναι η μοίρα μου, αν πρέπει να πάρω εκδίκηση από αυτούς που θεωρώ φίλους μου!» 

Αίμα, δάκρυα και ιδρωτάς διαποτίζουν αυτή την ιπποτική ιστορία. Ο Ριχάρδος Σέλτον (για τους κολλητούς, Ντικ!) υπό την κηδεμονία του αφέντη του Σερ Ντάνιελ, στην αιματηρή διαμάχη ανάμεσα στους οίκους των Λάνκαστερ και των Γιορκ για την τελική επικράτηση, επιβεβαιώνει κάποιες ισχνές υποψίες ότι ο κηδεμόνας του είχε κάποια ανάμειξη στην δολοφονία του πατέρα του. Περνάει στην παρανομία αλλά δεν ξεχνάει ότι πίσω στον πύργο του κηδεμόνα του ξεμένει η «Δουλτσινέα» του που θα κάνει τα πάντα για να την ελευθερώσει. Προδοσία, εκδίκηση, έρωτας, όλα τα πάθη φιλτράρονται μέσα από την οξυδερκή ματιά του συγγραφέα. Όλη η σκοτεινή γοητεία του Εδιμβούργου και της Σκωτίας γενικότερα, έγινε από πολύ νωρίς μέρος της αναπτυσσόμενης φαντασίας του συγγραφέα, και σε αυτό το βιβλίο διαβάζετε το αποτύπωμά της. 

[…] «Τέτοια πράγματα δε γίνονται από τους απλούς ανθρώπους, σ’ αυτό συμφωνούν όλα τα χρονικά. Μια επανάσταση ξεκινάει από τους σημαντικούς και μετά ακολουθεί ο λαός. Όταν κάποιοι φουκαράδες παίρνουν τα όπλα, πρέπει να ψάξεις καλά ποιος άρχοντας ωφελείται απ’ αυτό».


Και ένα χριστουγεννιάτικο δώρο από μένα! Πάνω στην ώρα εκδόθηκε, μην το προσπεράσετε. Οι «ιπποτικές» εκδόσεις που μου πρόσφεραν αυτή την ανάγνωση είναι και πάλι οι «Εκδόσεις Ντέτσικα». Η άψογη μετάφραση ανήκει στην θαραλλέα Αγορίτσα Μπακοδήμου. Με την Αγορίτσα Μπακοδήμου αρχίζει να μου συμβαίνει ό,τι και με την Έφη Καλλιφατίδη. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, κάθε φορά που βλέπω το όνομά της πάνω σε ένα βιβλίο, επεξεργάζομαι σοβαρά και την αγορά του βιβλίου, ακόμα και αν η αρχική μου σκέψη ήταν να το αγνοήσω. Είναι μια κατ’ επάγγελμα μεταφράστρια (χωρίς τους ιδιοτελείς σκοπούς άλλων «συναδέλφων» της για να εκδώσουν παράλληλα τα ανοσιοπονήματά τους και να εδραιώσουν έρποντας λυκοφιλίες στο σαθρό πεδίο της εκδοτικής μάχης), που εκτιμά τον κόπο της και κυρίως τον κόπο των αναγνωστών της. Ένα μικρό μειονέκτημα των κατά τ’ άλλα θαυμαστών «Εκδόσεων Ντέτσικα» είναι οι ολιγοσέλιδες εισαγωγές τους, αν αφιέρωναν εκτενείς πληροφορίες και αναλύσεις για τα βιβλία και τους συγγραφείς που παρουσίαζαν, θα άγγιζαν την τελειότητα. Ωστόσο, στην τρισέλιδη εισαγωγή της, η μεταφράστρια πρόλαβε και έκανε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το μεγαλείο του Στήβενσον, πράγμα που φανερώνει και το μεγαλείο της ίδιας. 

[…] «Ο Στήβενσον βρίσκει την ευκαιρία – διηγούμενος τις αλεπάλληλες περιπέτειες του ήρωά του – να ζωγραφίσει με συναρπαστικές σκηνές τον τρόμο του πολέμου, καθώς και τη βία και την καταστροφή που σκορπίζει. Όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Μας υπενθυμίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι τελείως καλός ή κακός, ενώ η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει πολλές φορές τις επιλογές μας. (…) Το σωστό δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ούτε εύκολο να το επιλέξεις, ειδικά όταν οι δικές σου πράξεις έχουν αντίκτυπο στις ζωές άλλων ανθρώπων». 

Ο Στήβενσον γράφει ένα εντυπωσιακά περιπετειώδες βιβλίο προσβάσιμο στην συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών και αυτό είναι «κακό», αλλά ταυτόχρονα γράφει και ένα βιβλίο με βάθος, ιδιοφυία και πίστη και αυτό είναι πολύ καλό για την λογοτεχνία· και τη φήμη του. 

[…] «Ο ήρωάς μας συνειδητοποιεί σιγά σιγά ότι η διαφορά μεταξύ καλού και κακού δεν είναι πάντα ούτε απόλυτη ούτε φανερή». 

Υ.Γ. 2666 Ο Δόκτωρ… Τζέκυλ πέθανε μια μέρα σαν την σημερινή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1894, μόλις στα 44 χρόνια του. Ο Μίστερ… Χάιντ κρύβεται αιωνίως και αιώνιος στις χιλιάδες σελίδες φανταστικών και τρομακτικών περιπετειών.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!