Εγώ όταν ακούω για το «Game of Thrones» παθαίνω αναφυλαξία, βγάζω… φολίδες σε όλο μου το σώμα. Μόλις όμως διάβασα ένα μικρό απόσπασμα από την εισαγωγή της μεταφράστριας Αγορίτσας Μπακοδήμου, ένα εκδικητικό χαιρέκακο καμπανάκι ήχησε μέσα μου σε γιορτινούς τόνους! «Η υπόθεση του Μαύρου Βέλους εκτυλίσσεται σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της Ιστορίας, που έγινε γνωστή ως ο Πόλεμος των Ρόδων. Ο ρομαντικός αυτός τίτλος δόθηκε στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1459 στην Αγγλία ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους οίκους ευγενών. Ο oίκος των Γιορκ, που είχε ως έμβλημα το λευκό ρόδο, και ο οίκος των Λάνκαστερ, που είχε το κόκκινο ρόδο, διεκδικούσαν τον θρόνο της Αγγλίας, επειδή ο Ερίκκος ο Ε’ βρισκόταν σε κατάσταση παραφροσύνης και δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Η βασίλισσα όμως αρνούνταν να ορίσει το δούκα του Γιορκ επίτροπο του θρόνου, φοβούμενη ότι θα απέκλειε από τη διαδοχή τον ανήλικο γιο της και θα ανακηρυσσόταν ο ίδιος βασιλιάς». Από την αμετροέπεια και την πλήξη του Τζορτζ Μάρτιν προτιμώ χίλιες φορές την θαυμαστή οικονομία του Στήβενσον. Traitor at the Wall!
Τρία μόλις χρόνια μετά το «Νησί του θησαυρού» ο συγγραφέας αποδεικνύει και επιδεικνύει περίτρανα την συγγραφική του ωριμότητα. Κρατάει όλα τα καλά στοιχεία της γραφής του και προσθέτει άλλα τόσα. Κάπου διάβασα σε ένα άρθρο στη Wikipedia ότι ο Στήβενσον για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα θεωρούνταν συγγραφέας δευτέρας διαλογής, σχετιζόμενος μόνο με παιδική λογοτεχνία και λογοτεχνία τρόμου. Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ (κόρη του μέντορά του Λέσλι Στέφεν) και ο σύζυγός της Λέοναρντ, τον καταδίκασαν στη λήθη, εξαιρώντας τον από τον κανόνα της διδακτέας σε σχολεία λογοτεχνίας. Ο αποκλεισμός του έφτασε στα άκρα όταν στα 1973, η 2000 σελίδων Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης ούτε καν τον ανέφερε. Επιπλέον απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στον Στήβενσον από την Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας του Νόρτον από το 1968 έως το 2000 (1η – 7η έκδοση), αναφεροντάς τον για πρώτη φορά στην 8η έκδοση (2006). Μοιάζει κάπως αναμενόμενο στον αιώνα του μοντέρνου/μεταμοντέρνου στη λογοτεχνία που αναζητά διακαώς το εξεζητημένο να παραγκωνιστεί ο Στήβενσον, αλλά αν το καλοσκεφτεί κάποιος, τι πιο εξεζητημένο από την καλή λογοτεχνία! Και ο Στήβενσον κάνει ακριβώς αυτό, παράγει αδιανόητα καλή λογοτεχνία. Εκτοξεύεται στην εκτίμησή μου με την επιβλητικότητα του «Μαύρου Βέλους»!
Κοιτάω το βιβλίο, το ξανακοιτάω, και δεν μπορώ να το χωνέψω. Μόλις και μετά βίας 300 σελίδες και όμως τόσο μεστές, και ταυτόχρονα με μία εκπληκτική οικονομία λόγου, που σε αποσβολώνει. Σαν ένα γκουρμέ πιάτο που σε κάνει να αναρωτιέσαι στο τέλος, Αποκλείεται να χόρτασα τόσο τρώγοντας εκείνη την κουτσουλιά που μου σερβίρανε στην αρχή. Ή σαν ένα καλό κρασί που αφήνει μακρές και έντονες επιγεύσεις. Μέσα σε αυτές τις μετά… βίας (γιατί χύνεται πολύ αίμα) 300 σελίδες διαβάζεις όλο το «Game of Thrones» όπως θα έπρεπε να είχε γραφτεί αν δεν είχαν την τάση οι εκάστοτε δημιουργοί να ξεχειλώνουν καθετί όμορφο για να ευχαριστηθεί ο όχλος μέχρι να γκώσει. Αυτό λοιπόν με εντυπωσιάζει στον Στήβενσον – δεν ξεχειλώνει τίποτα, κρατάει τεντωμένο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως οι τοξότες στο βιβλίο του κρατούν τα τόξα τους. «Αν ήταν τόσο επιδέξιος με τα όπλα όσο είναι και με την πένα, θα ήταν πράγματι ένας γενναίος πολεμιστής», αναφέρει με υπόγεια αυτοσαρκαστική επίγνωση κάπου μέσα στο βιβλίο του ο Στήβενσον. Και το κυριότερο, στοχεύει μόνο μέχρι εκεί που φτάνει το τόξο του! Ευτυχώς για μας, φτάνει πολύ μακριά.
[…] «Κι αυτός!» σκέφτηκε ο Ντικ. «Αυτός που μου δίδαξε την ευσέβεια! Μα τι κόσμος είναι αυτός, όταν όλοι όσοι με νοιάστηκαν και με φρόντισαν είναι ένοχοι για το θάνατο του πατέρα μου; Εκδίκηση! Αλίμονο! Τι σκληρή που είναι η μοίρα μου, αν πρέπει να πάρω εκδίκηση από αυτούς που θεωρώ φίλους μου!»
Αίμα, δάκρυα και ιδρωτάς διαποτίζουν αυτή την ιπποτική ιστορία. Ο Ριχάρδος Σέλτον (για τους κολλητούς, Ντικ!) υπό την κηδεμονία του αφέντη του Σερ Ντάνιελ, στην αιματηρή διαμάχη ανάμεσα στους οίκους των Λάνκαστερ και των Γιορκ για την τελική επικράτηση, επιβεβαιώνει κάποιες ισχνές υποψίες ότι ο κηδεμόνας του είχε κάποια ανάμειξη στην δολοφονία του πατέρα του. Περνάει στην παρανομία αλλά δεν ξεχνάει ότι πίσω στον πύργο του κηδεμόνα του ξεμένει η «Δουλτσινέα» του που θα κάνει τα πάντα για να την ελευθερώσει. Προδοσία, εκδίκηση, έρωτας, όλα τα πάθη φιλτράρονται μέσα από την οξυδερκή ματιά του συγγραφέα. Όλη η σκοτεινή γοητεία του Εδιμβούργου και της Σκωτίας γενικότερα, έγινε από πολύ νωρίς μέρος της αναπτυσσόμενης φαντασίας του συγγραφέα, και σε αυτό το βιβλίο διαβάζετε το αποτύπωμά της.
[…] «Τέτοια πράγματα δε γίνονται από τους απλούς ανθρώπους, σ’ αυτό συμφωνούν όλα τα χρονικά. Μια επανάσταση ξεκινάει από τους σημαντικούς και μετά ακολουθεί ο λαός. Όταν κάποιοι φουκαράδες παίρνουν τα όπλα, πρέπει να ψάξεις καλά ποιος άρχοντας ωφελείται απ’ αυτό».
Και ένα χριστουγεννιάτικο δώρο από μένα! Πάνω στην ώρα εκδόθηκε, μην το προσπεράσετε. Οι «ιπποτικές» εκδόσεις που μου πρόσφεραν αυτή την ανάγνωση είναι και πάλι οι «Εκδόσεις Ντέτσικα». Η άψογη μετάφραση ανήκει στην θαραλλέα Αγορίτσα Μπακοδήμου. Με την Αγορίτσα Μπακοδήμου αρχίζει να μου συμβαίνει ό,τι και με την Έφη Καλλιφατίδη. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, κάθε φορά που βλέπω το όνομά της πάνω σε ένα βιβλίο, επεξεργάζομαι σοβαρά και την αγορά του βιβλίου, ακόμα και αν η αρχική μου σκέψη ήταν να το αγνοήσω. Είναι μια κατ’ επάγγελμα μεταφράστρια (χωρίς τους ιδιοτελείς σκοπούς άλλων «συναδέλφων» της για να εκδώσουν παράλληλα τα ανοσιοπονήματά τους και να εδραιώσουν έρποντας λυκοφιλίες στο σαθρό πεδίο της εκδοτικής μάχης), που εκτιμά τον κόπο της και κυρίως τον κόπο των αναγνωστών της. Ένα μικρό μειονέκτημα των κατά τ’ άλλα θαυμαστών «Εκδόσεων Ντέτσικα» είναι οι ολιγοσέλιδες εισαγωγές τους, αν αφιέρωναν εκτενείς πληροφορίες και αναλύσεις για τα βιβλία και τους συγγραφείς που παρουσίαζαν, θα άγγιζαν την τελειότητα. Ωστόσο, στην τρισέλιδη εισαγωγή της, η μεταφράστρια πρόλαβε και έκανε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις για το μεγαλείο του Στήβενσον, πράγμα που φανερώνει και το μεγαλείο της ίδιας.
[…] «Ο Στήβενσον βρίσκει την ευκαιρία – διηγούμενος τις αλεπάλληλες περιπέτειες του ήρωά του – να ζωγραφίσει με συναρπαστικές σκηνές τον τρόμο του πολέμου, καθώς και τη βία και την καταστροφή που σκορπίζει. Όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Μας υπενθυμίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι τελείως καλός ή κακός, ενώ η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει πολλές φορές τις επιλογές μας. (…) Το σωστό δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ούτε εύκολο να το επιλέξεις, ειδικά όταν οι δικές σου πράξεις έχουν αντίκτυπο στις ζωές άλλων ανθρώπων».
Ο Στήβενσον γράφει ένα εντυπωσιακά περιπετειώδες βιβλίο προσβάσιμο στην συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών και αυτό είναι «κακό», αλλά ταυτόχρονα γράφει και ένα βιβλίο με βάθος, ιδιοφυία και πίστη και αυτό είναι πολύ καλό για την λογοτεχνία· και τη φήμη του.
[…] «Ο ήρωάς μας συνειδητοποιεί σιγά σιγά ότι η διαφορά μεταξύ καλού και κακού δεν είναι πάντα ούτε απόλυτη ούτε φανερή».
Υ.Γ. 2666 Ο Δόκτωρ… Τζέκυλ πέθανε μια μέρα σαν την σημερινή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1894, μόλις στα 44 χρόνια του. Ο Μίστερ… Χάιντ κρύβεται αιωνίως και αιώνιος στις χιλιάδες σελίδες φανταστικών και τρομακτικών περιπετειών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.