Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πειρατικό του Captain Jimmy


Μετά την τρελή πορεία που διαγράψαμε, αφότου σαλπάραμε με τις «Περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου», αγκυροβολήσαμε για ανεφοδιασμό σε έναν άλλο αγγλοσάξονα συγγραφέα με εξίσου σπουδαίες συγγραφικές ναυσιπλοΐες. Ο Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον και το διάσημο «Νησί του θησαυρού» του – και όχι «των θησαυρών» όπως το θέλουν διάφορες εκδόσεις/διασκευές που κυκλοφορούν, ένας ήταν ο θησαυρός. Μεταξύ μας, μακάρι να ήταν πολλοί, μπας και περίσσευε τίποτα και για μας! Βέβαια, το πλοίο δεν ήταν πειρατικό, οι συνθήκες το έφεραν έτσι μιας και βγήκε να αναζητήσει πειρατικό θησαυρό· ούτε ο Τζιμ Χόκινς ο νεαρός πρωταγωνιστής του βιβλίου ήταν ο καπετάνιος, οι συνθήκες το έφεραν έτσι και η τρελή φαντασία του Στήβενσον. Άντε, να λύσουμε, να ξεκινήσουμε.
 
Το μόνιμο παράπονό μου με τις διασκευές βιβλίων που οι συγγραφείς τους επέλεξαν να είναι λίγο πιο «παιδικά» (ή μπορεί και να μην επέλεξαν!), είναι ότι, οι διασκευές που τους γίνονται τα εγκλωβίζουν δια παντός σε μια παιδικότητα και δεν τα αφήνουν να κάνουν το ενήλικο άλμα. Γιατί, σχεδόν όλα αυτά τα βιβλία, έχουν την ικανότητα να κάνουν το ενήλικο άλμα! Δυστυχώς, το «Νησί του θησαυρού», ακόμα και στην πλήρη του μορφή, δεν μπορεί να κάνει αυτό το άλμα. Και θα εξηγηθώ πάραυτα πριν βγουν τα σπαθιά και οι πιστόλες. 

Σαφέστατα το αδικώ κατάφωρα μιας και έτυχε να το διαβάσω αμέσως μετά τον «Ροβινσώνα Κρούσο», βιβλίο που με εντυπωσίασε με τις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ήρωα παράλληλα με τις ενδιαφέρουσες και αγωνιώδεις περιπέτειές του. Με τον Στήβενσον μού συνέβη κάτι διαφορετικό αλλά εξίσου εντυπωσιακό. Ο Στήβενσον είναι δεινός παραμυθάς με τη βούλα (όχι τη μαύρη βούλα, που δίνουν ως τελεσίγραφο οι πειρατές μεταξύ τους όταν θέλουν να λύσουν τις προστριβές και τις διαμάχες). Πάει πάντα την πλοκή του βιβλίου βήματα μπροστά, το προικίζει με δεκάδες ανατροπές, το γεμίζει με εκατοντάδες διαλόγους που λειτουργούν άψογα, και χρησιμοποιεί ένα διαυγές ύφος γραφής που σε μαγνητίζει από την αρχή έως το τέλος. Μου φάνηκε σαν ένα μικρό εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής. Σαν να λέει σε αρχάριους συγγραφείς, μην αγχώνεστε, να, δείτε 4-5 κόλπακια για το πώς θα κάνετε την ιστορία σας ελκυστική. Η ένσταστή μου είναι η εξής: ο Στήβενσον, ναι, ξέρει τους κανόνες. Μπορεί να τους παραβεί όμως; 

Από τα βιβλία που διαβάζω συνηθίζω να σημειώνω μερικά αποσπάσματα ώστε να τα ενσωματώσω σε μια ανάρτηση, καλή ώρα, ή να τα έχω για προσωπική χρήση, τα αποθησαυρίζω, σαν να λέμε. Τα αποσπάσματα αυτά είτε συμπυκνώνουν φιλοσοφικές σκέψεις είτε είναι ενδεικτικά της δραματουργικής έντασης του εκάστοτε βιβλίου είτε περιέχουν γοητευτικές μεταφορές, αναγνωριστικά σημάδια του ύφους κάθε συγγραφέα. Στο βιβλίο του Στήβενσον σημείωσα μόλις ένα απόσπασμα και δεν νομίζω ότι θα επέλεγα να το αντιγράψω εδώ, αλλά ελλείψει καλύτερου, ή μάλλον εναλλακτικού, το κάνω αμέσως τώρα: 


[…] Η ψυχραιμία με την οποία ο Τζον είπε όσα ήξερε για το νησί με είχε καταπλήξει· και ομολογώ ότι τρόμαξα, όταν τον είδα να με πλησιάζει. Μόλο που δεν ήξερε ότι τον είχα κρυφακούσει μέσα από το βαρέλι με τα μήλα, τόσο πολύ με είχαν τρομοκρατήσει η απανθρωπιά, η διπροσωπία και η επιρροή του στο υπόλοιπο πλήρωμα που, νιώθοντας το χέρι του να αγγίζει τον ώμο μου, στάθηκα ανίκανος να συγκρατήσω ένα δυνατό ρίγος. 

Από την άλλη, παρά την φαινομενική απουσία βαθύτητας στο βιβλίο του Στήβενσον, εκείνος κατάφερε εντέχνως να ψυχογραφήσει τους ήρωές του έτσι ώστε στο τέλος, ο αναγνώστης να λάβει ολοκληρωμένη απόλαυση. Δεν ξέρω κατά πόσο διαβάζετε απογοήτευση ανάμεσα στις γραμμές μου, αλλά δεν είναι έτσι. Απόλαυσα πολύ την ιστορία του, όμως δεν ξέρω αν θα επέλεγα κάποτε να την ξαναδιαβάσω. Γι’ αυτό λέω ότι δεν μπορεί να κάνει το ενήλικο άλμα. Με τον «Γκιούλιβερ» ή τον «Ροβινσώνα» δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στο άλμα. Είναι σαν τα επιτραπέζια παιχνίδια που αναγράφουν από 9 εώς 99 ετών! Για έφηβους αναγνώστες όμως είναι ό,τι καλύτερο, θα μάθουν πώς γράφεται η σοβαρή λογοτεχνία και θα μπαρκάρουν ενθουσιασμένοι να ανακαλύψουν και άλλους θησαυρούς της. Τέλος πάντων, θα συνεχίσω με το «Μαύρο βέλος», ξανά του Στήβενσον, μια στεριανή ιστορία αυτή τη φορά, γραμμένη μεταγενέστερα από έναν ωριμότερο συγγραφέα. Έκει θα βγάλω τα τελεσίδικα συμπεράσματά μου. Για να δούμε την πρόοδό του! Η άψογη μετάφραση για το «Νησί του θησαυρού» ανήκει στη Βανέσσα Α. Λάππα. Οι εκδόσεις-θησαυρός… «Ντέτσικα», φυσικά. 

Σκαντζάραμε. Ξαμοληθείτε στο μόλο τώρα.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !