Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι Έλληνες είμαστε τεμπέλ


Είδες; Η προκατάληψη καλά κρατεί. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Σηκωθείτε από καναπέδες, κρεβάτια, ντιβανοκασέλες, φορέστε στραβά το (κίτρινο) γιλεκάκι και βγείτε στους δρόμους με όπλα στους ώμους. Ή μήπως όχι; Ωχ αδερφέ μου, ποιος τρέχει τώρα! Ψιλοβαριέμαι! […] «Η δράση είναι συνώνυμο της προόδου, η εργασία προϋπόθεση της καταξίωσης, η σκέψη αιχμάλωτη του θετικισμού. «Άνευ όρων, άνευ ορίων» η κοινωνία διατυπώνει αιτήματα, ορίζει δικαιώματα, κυρώνει υποχρεώσεις: ένας ολόκληρος νέος κόσμος οραματίζεται, ανακαλύπτει, εξερευνά τις νέες ουτοπίες. Το «σύνδρομο της ουτοπικής σκέψης» είναι διάχυτο, σχεδόν ολοκληρωτικό, καθώς οι αριστοκρατικές δομές και παραδόσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους (συχνά, όχι πρόθυμα) στον αστικό ριζοσπαστισμό (κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό) που αναδύεται μέσα από επαναστάσεις και εξεγέργεις («Aux armes, citoyens!» προτρέπει η «Μασσαλιώτιδα»), που άλλες θα πνιγούν στο αίμα, άλλες θα εμπεδώσουν κράτη-έθνη και άλλες θα εκθρέψουν τον ιακωβινισμό ή την τρομοκρατία». Ποια η θέση του αργόσχολου μέσα σ’ όλα αυτά; Άκου μάνα, αυτό το βιβλίο γράφτηκε για σένα, για όλες εκείνες τις φορές που είπες τον γιο σου τεμπελχανά και αχαΐρευτο. Θα στο κάνω δώρο στις γιορτές – μόνο μην μου πεις ότι βαριέσαι να το διαβάσεις. 

Τα μικρά δοκίμια των Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον και Καζιμίρ Μαλέβιτς φαίνεται να εκπηγάζουν από «Το δικαίωμα στη τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ αλλά οι κοίτες τους ακολουθούν διαφορετικές διαδρομές. Ας τα πάρω ξεχωριστά και με τη σειρά – δεν είμαι και τόσο τεμπέλης. Ο Στήβενσον με το γνώριμο πλέον παθιασμένο και ευθύβολο ύφος του, γράφει μία απολογία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη υπέροχη φράση του: «Δεν υπάρχει υποχρέωση πιο υποτιμημένη, από την υποχρέωση της ευτυχίας» (ενδεχομένως και υπερτιμημένης, αν την μελετήσεις σε άλλο συγκείμενο, όπως αυτό που στηλιτεύει ο Στήβενσον στο κείμενό του). Διυλίζοντας από την μια τα καλύτερα μέρη της επικούρειας φιλοσοφίας (όπως ήταν ή όπως εμείς πιστεύουμε πως ήταν) και λοξοκοιτώντας το σύμπαν, από την άλλη (όπως θεωρούσε ο Φόρστερ ότι έκανε ο Καβάφης: «(…) έχει μια λοξή ματιά προς το σύμπαν»), μας υπενθυμίζει τα πλέον αυτονόητα, ότι το να είναι κανείς αργόσχολος είναι το μεγάλο Θεώρημα της Βιωσιμότητας της Ζωής

[…] «Η υπεραπασχόληση, στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, στην εκκλησία ή στην αγορά, είναι σύμπτωμα ανεπαρκούς ζωτικότητας· η ικανότητα για φυγοπονία υποδηλώνει την επιθυμία για το καθολικό και μια ισχυρή αίσθηση προσωπικής ταυτότητας. Υπάρχει γύρω μας ένα είδος νεκροζώντανων, ζεμένων στον ζυγό ανθρώπων, που μόλις και μετά βίας συνειδητοποιούν ότι ζουν, εκτός και αν απασχολούνται με κάτι ολωσδιόλου συμβατικό. Φέρε αυτούς τους τύπους στην εξοχή, ή μπαρκάρισέ τους σ’ ένα πλοίο και θα δεις πώς μαραζώνουν μακριά από το γραφείο ή το σπουδαστήριό τους. Δεν έχουν περιέργεια· δεν μπορούν να αφεθούν στις τυχαίες προκλήσεις· δεν αντλούν καμιά ευχαρίστηση από την άσκηση των φυσικών τους ικανονήτων· και αν η Αναγκαιότητα δεν τους κέντριζε με το ραβδί της, θα μπορούσαν να μείνουν εντελώς ασάλευτοι». 

Στον αντίποδα (του βιβλίου), ο Μαλέβιτς ο οποίος με το «Μαύρο τετράγωνο» παρουσίασε το άκρον άωτον της τεμπελιάς, μας διακηρύττει ότι η τεμπελιά είναι η πραγματική αλήθεια του ανθρώπου – και τον πιστεύουμε, εννοείται! Καθώς ο Μαλέβιτς υπήρξε στρατεύμενος καλλιτέχνης, τουλάχιστον μέχρι να… αποστρατευθεί, η θεωρία του συνορεύει αρκετά με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και θυμίζει περισσότερο το κείμενο του Λαφάργκ από όσο το κάνει ο Στήβενσον, παρόλα αυτά δεν στερείται πάθους και οξυδέρκειας. Ωστόσο, το κείμενο του Μαλέβιτς μού φάνηκε πολύ διφορούμενο και πολιτικό για τα γούστα μου, σαν να διάβαζα την «Φάρμα των ζώων», και έτσι και γιουβέτσι, φαίνεται ότι το 1921 που γράφτηκε ήταν ακόμα υπό την επήρεια της κομματικής ντόπας. Τέλος πάντων, το ζουμί της υπόθεσης είναι ότι «το χρήμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κομματάκι τεμπελιάς» και ο άνθρωπος είτε βρίσκεται στο σύστημα του καπιταλισμού είτε στο σοσιαλιστικό σύστημα στοχεύει στην πραγματική αλήθεια που είναι η τεμπελιά. Στοιχηματίστε σε ποιο από τα δύο οικονομικά συστήματα πίστευε ο Μαλέβιτς για την επίτευξη του στόχου! 

[…] «Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός έχουν την ίδια έγνοια: να φτάσουν στη μοναδική αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης: την τεμπελιά. Αυτή είναι η αλήθεια που κρύβεται βαθιά στο υποσυνείδητο, αλλά – ποιος ξέρει γιατί – κανείς δεν την παραδέχεται και πουθενά δεν υπάρχει το παραμικρό εργασιακό σύστημα που να έχει για σλόγκαν: «Η αλήθεια της προσπάθειάς σου είναι ο δρόμος προς την τεμπελιά». Αντ’ αυτού, υπάρχουν παντού σλόγκαν που εγκωμιάζουν την εργασία, από όπου προκύπτει ότι η εργασία είναι αναπόφευκτη, ότι είναι αδύνατον να την καταργήσουμε, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν τα σοσιαλιστικά συστήματα: να ξαλαφρώσουν τον άνθρωπο από την εργασία. Όσο περισσότεροι άνθρωποι θα εργάζονται τόσο λιγότερες ώρες εργασίας θα υπάρχουν, άρα περισσότερες ώρες αργίας». 

Τεμπέληδες όλου του κόσμου ενωθείτε!! Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ τον Μαλέβιτς περισσότερο ως ζωγράφο παρά ως στοχαστή. Όσοι μένετε Θεσσαλονίκη να επισκεφτείτε την «Μονή Λαζαριστών» και την ενδιαφέρουσα και μόνιμη «Συλλογή Κωστάκη» που έφερε στην επιφάνεια πολλά έργα του Μαλέβιτς. Εννοείται ότι τα σπουδαιότερα έργα του δεν βρίσκονται εδώ – σιγά μην βρίσκονταν! Σε αυτό το σημείο, ως γνήσιος αργόσχολος, θέλω να κάνω μια παρέκκλιση. Σήμερα βρέθηκα σε ένα σεμινάριο στο «Μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης» και εκεί έμαθα από τους φορείς του μουσείου ότι θα δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας 5 μουσείων (που θα περιλαμβάνει και μεμονωμένες μετονομασίες ήδη γνώριμων ιδρυμάτων, όπως του μουσείου στη «Μονή Λαζαριστών») και θα φέρει την γενική ονομασία «Momus»! Όταν αναφέρθηκε προβοκατόρικα από κάποιον ότι αυτό… κάτι θυμίζει, οι φορείς παραδέχθηκαν με χαρά ότι αυτός ήταν και ο στόχος τους. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να παραπέμπει στο «MoMA» (ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι και το όνομα που σκέφτηκαν είναι αρκετά εύηχο). Είναι πλέον τόσο δύσκολο να σκεφτείς κάτι πρωτότυπο ή έστω να προσποιηθείς ότι το σκέφτηκες; Τόση τεμπελιά πια! 

Το μικρό και κομψό βιβλιαράκι είναι από τις εκδόσεις «Ποταμός» σε πάντοτε καλαίσθητη εμφάνιση. Το δοκίμιο του Στήβενσον μετέφρασε η Κατερίνα Σχινά (συν ένας δικός της πρόλογος), ενώ το αντίστοιχο του Μαλέβιτς η Σόνια Βλάντη. Ένα εισαγωγικό σχόλιο, μέρος του οποίου αντιγράφω στην αρχή της ανάρτησης, έκανε και ο Κώστας Καλφόπουλος. Για μένα, το δοκίμιο του Στήβενσον αποδείχθηκε ψυχωφελές ανάγνωσμα και χαίρομαι που κατάφερα και το διάβασα χωρίς να με πιάσει η γνώριμη τεμπελιά μου. Δεν ξέρω κάτα πόσο είστε ευεπίφοροι σε ξένες ιδέες ή επιμένετε να σκέφτεστε (καθαρόαιμα) ελληνικά, γιατί και εμείς, στην τελική, δεν πρέπει να ξεχνάμε και αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός μας, «Δουλειά δεν είχε ο διάολος...» και είναι πασίγνωστο ότι η Ελλάδα… τα παιδιά της! 

[…] «Κατά συνέπεια, αν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος παρά μόνο μένοντας αργόσχολος, αργόσχολος πρέπει να παραμείνει».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!