Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι Έλληνες είμαστε τεμπέλ


Είδες; Η προκατάληψη καλά κρατεί. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Σηκωθείτε από καναπέδες, κρεβάτια, ντιβανοκασέλες, φορέστε στραβά το (κίτρινο) γιλεκάκι και βγείτε στους δρόμους με όπλα στους ώμους. Ή μήπως όχι; Ωχ αδερφέ μου, ποιος τρέχει τώρα! Ψιλοβαριέμαι! […] «Η δράση είναι συνώνυμο της προόδου, η εργασία προϋπόθεση της καταξίωσης, η σκέψη αιχμάλωτη του θετικισμού. «Άνευ όρων, άνευ ορίων» η κοινωνία διατυπώνει αιτήματα, ορίζει δικαιώματα, κυρώνει υποχρεώσεις: ένας ολόκληρος νέος κόσμος οραματίζεται, ανακαλύπτει, εξερευνά τις νέες ουτοπίες. Το «σύνδρομο της ουτοπικής σκέψης» είναι διάχυτο, σχεδόν ολοκληρωτικό, καθώς οι αριστοκρατικές δομές και παραδόσεις δίνουν σταδιακά τη θέση τους (συχνά, όχι πρόθυμα) στον αστικό ριζοσπαστισμό (κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό) που αναδύεται μέσα από επαναστάσεις και εξεγέργεις («Aux armes, citoyens!» προτρέπει η «Μασσαλιώτιδα»), που άλλες θα πνιγούν στο αίμα, άλλες θα εμπεδώσουν κράτη-έθνη και άλλες θα εκθρέψουν τον ιακωβινισμό ή την τρομοκρατία». Ποια η θέση του αργόσχολου μέσα σ’ όλα αυτά; Άκου μάνα, αυτό το βιβλίο γράφτηκε για σένα, για όλες εκείνες τις φορές που είπες τον γιο σου τεμπελχανά και αχαΐρευτο. Θα στο κάνω δώρο στις γιορτές – μόνο μην μου πεις ότι βαριέσαι να το διαβάσεις. 

Τα μικρά δοκίμια των Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον και Καζιμίρ Μαλέβιτς φαίνεται να εκπηγάζουν από «Το δικαίωμα στη τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ αλλά οι κοίτες τους ακολουθούν διαφορετικές διαδρομές. Ας τα πάρω ξεχωριστά και με τη σειρά – δεν είμαι και τόσο τεμπέλης. Ο Στήβενσον με το γνώριμο πλέον παθιασμένο και ευθύβολο ύφος του, γράφει μία απολογία που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη υπέροχη φράση του: «Δεν υπάρχει υποχρέωση πιο υποτιμημένη, από την υποχρέωση της ευτυχίας» (ενδεχομένως και υπερτιμημένης, αν την μελετήσεις σε άλλο συγκείμενο, όπως αυτό που στηλιτεύει ο Στήβενσον στο κείμενό του). Διυλίζοντας από την μια τα καλύτερα μέρη της επικούρειας φιλοσοφίας (όπως ήταν ή όπως εμείς πιστεύουμε πως ήταν) και λοξοκοιτώντας το σύμπαν, από την άλλη (όπως θεωρούσε ο Φόρστερ ότι έκανε ο Καβάφης: «(…) έχει μια λοξή ματιά προς το σύμπαν»), μας υπενθυμίζει τα πλέον αυτονόητα, ότι το να είναι κανείς αργόσχολος είναι το μεγάλο Θεώρημα της Βιωσιμότητας της Ζωής

[…] «Η υπεραπασχόληση, στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, στην εκκλησία ή στην αγορά, είναι σύμπτωμα ανεπαρκούς ζωτικότητας· η ικανότητα για φυγοπονία υποδηλώνει την επιθυμία για το καθολικό και μια ισχυρή αίσθηση προσωπικής ταυτότητας. Υπάρχει γύρω μας ένα είδος νεκροζώντανων, ζεμένων στον ζυγό ανθρώπων, που μόλις και μετά βίας συνειδητοποιούν ότι ζουν, εκτός και αν απασχολούνται με κάτι ολωσδιόλου συμβατικό. Φέρε αυτούς τους τύπους στην εξοχή, ή μπαρκάρισέ τους σ’ ένα πλοίο και θα δεις πώς μαραζώνουν μακριά από το γραφείο ή το σπουδαστήριό τους. Δεν έχουν περιέργεια· δεν μπορούν να αφεθούν στις τυχαίες προκλήσεις· δεν αντλούν καμιά ευχαρίστηση από την άσκηση των φυσικών τους ικανονήτων· και αν η Αναγκαιότητα δεν τους κέντριζε με το ραβδί της, θα μπορούσαν να μείνουν εντελώς ασάλευτοι». 

Στον αντίποδα (του βιβλίου), ο Μαλέβιτς ο οποίος με το «Μαύρο τετράγωνο» παρουσίασε το άκρον άωτον της τεμπελιάς, μας διακηρύττει ότι η τεμπελιά είναι η πραγματική αλήθεια του ανθρώπου – και τον πιστεύουμε, εννοείται! Καθώς ο Μαλέβιτς υπήρξε στρατεύμενος καλλιτέχνης, τουλάχιστον μέχρι να… αποστρατευθεί, η θεωρία του συνορεύει αρκετά με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και θυμίζει περισσότερο το κείμενο του Λαφάργκ από όσο το κάνει ο Στήβενσον, παρόλα αυτά δεν στερείται πάθους και οξυδέρκειας. Ωστόσο, το κείμενο του Μαλέβιτς μού φάνηκε πολύ διφορούμενο και πολιτικό για τα γούστα μου, σαν να διάβαζα την «Φάρμα των ζώων», και έτσι και γιουβέτσι, φαίνεται ότι το 1921 που γράφτηκε ήταν ακόμα υπό την επήρεια της κομματικής ντόπας. Τέλος πάντων, το ζουμί της υπόθεσης είναι ότι «το χρήμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα κομματάκι τεμπελιάς» και ο άνθρωπος είτε βρίσκεται στο σύστημα του καπιταλισμού είτε στο σοσιαλιστικό σύστημα στοχεύει στην πραγματική αλήθεια που είναι η τεμπελιά. Στοιχηματίστε σε ποιο από τα δύο οικονομικά συστήματα πίστευε ο Μαλέβιτς για την επίτευξη του στόχου! 

[…] «Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός έχουν την ίδια έγνοια: να φτάσουν στη μοναδική αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης: την τεμπελιά. Αυτή είναι η αλήθεια που κρύβεται βαθιά στο υποσυνείδητο, αλλά – ποιος ξέρει γιατί – κανείς δεν την παραδέχεται και πουθενά δεν υπάρχει το παραμικρό εργασιακό σύστημα που να έχει για σλόγκαν: «Η αλήθεια της προσπάθειάς σου είναι ο δρόμος προς την τεμπελιά». Αντ’ αυτού, υπάρχουν παντού σλόγκαν που εγκωμιάζουν την εργασία, από όπου προκύπτει ότι η εργασία είναι αναπόφευκτη, ότι είναι αδύνατον να την καταργήσουμε, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν τα σοσιαλιστικά συστήματα: να ξαλαφρώσουν τον άνθρωπο από την εργασία. Όσο περισσότεροι άνθρωποι θα εργάζονται τόσο λιγότερες ώρες εργασίας θα υπάρχουν, άρα περισσότερες ώρες αργίας». 

Τεμπέληδες όλου του κόσμου ενωθείτε!! Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ τον Μαλέβιτς περισσότερο ως ζωγράφο παρά ως στοχαστή. Όσοι μένετε Θεσσαλονίκη να επισκεφτείτε την «Μονή Λαζαριστών» και την ενδιαφέρουσα και μόνιμη «Συλλογή Κωστάκη» που έφερε στην επιφάνεια πολλά έργα του Μαλέβιτς. Εννοείται ότι τα σπουδαιότερα έργα του δεν βρίσκονται εδώ – σιγά μην βρίσκονταν! Σε αυτό το σημείο, ως γνήσιος αργόσχολος, θέλω να κάνω μια παρέκκλιση. Σήμερα βρέθηκα σε ένα σεμινάριο στο «Μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης» και εκεί έμαθα από τους φορείς του μουσείου ότι θα δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας 5 μουσείων (που θα περιλαμβάνει και μεμονωμένες μετονομασίες ήδη γνώριμων ιδρυμάτων, όπως του μουσείου στη «Μονή Λαζαριστών») και θα φέρει την γενική ονομασία «Momus»! Όταν αναφέρθηκε προβοκατόρικα από κάποιον ότι αυτό… κάτι θυμίζει, οι φορείς παραδέχθηκαν με χαρά ότι αυτός ήταν και ο στόχος τους. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να παραπέμπει στο «MoMA» (ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι και το όνομα που σκέφτηκαν είναι αρκετά εύηχο). Είναι πλέον τόσο δύσκολο να σκεφτείς κάτι πρωτότυπο ή έστω να προσποιηθείς ότι το σκέφτηκες; Τόση τεμπελιά πια! 

Το μικρό και κομψό βιβλιαράκι είναι από τις εκδόσεις «Ποταμός» σε πάντοτε καλαίσθητη εμφάνιση. Το δοκίμιο του Στήβενσον μετέφρασε η Κατερίνα Σχινά (συν ένας δικός της πρόλογος), ενώ το αντίστοιχο του Μαλέβιτς η Σόνια Βλάντη. Ένα εισαγωγικό σχόλιο, μέρος του οποίου αντιγράφω στην αρχή της ανάρτησης, έκανε και ο Κώστας Καλφόπουλος. Για μένα, το δοκίμιο του Στήβενσον αποδείχθηκε ψυχωφελές ανάγνωσμα και χαίρομαι που κατάφερα και το διάβασα χωρίς να με πιάσει η γνώριμη τεμπελιά μου. Δεν ξέρω κάτα πόσο είστε ευεπίφοροι σε ξένες ιδέες ή επιμένετε να σκέφτεστε (καθαρόαιμα) ελληνικά, γιατί και εμείς, στην τελική, δεν πρέπει να ξεχνάμε και αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός μας, «Δουλειά δεν είχε ο διάολος...» και είναι πασίγνωστο ότι η Ελλάδα… τα παιδιά της! 

[…] «Κατά συνέπεια, αν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος παρά μόνο μένοντας αργόσχολος, αργόσχολος πρέπει να παραμείνει».


Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!