Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένοχη απόλαυση


 

Τα βιβλία δεν είναι κρούσματα να τα μετράμε, λένε πολλοί, πρέπει πάνω από όλα να τα απολαμβάνουμε, δεν έχει νόημα η ποσότητα, πρωτίστως να μιλάνε βαθιά μέσα μας, και όπως λένε και τα επίσημα χείλη, επειδή η ανάγνωση είναι μοναχική διαδικασία, για καλύτερα αποτελέσματα, να σπρώχνουμε βαθύτερα! Κάτι βαθύτερο αναδύθηκε ανέλπιστα από την πρώτη, παραδοσιακά πλέον, ανάγνωση του νέου έτους. Πριν από πολλά χρόνια κάπου είχα σκαρφιστεί και σημειώσει ένα χαζοευφυολόγημα που πάνω κάτω έλεγε το εξής: «Ο ένοχος νιώθει τύψεις για κάτι που έκανε, ενώ ο ενοχικός για κάτι που δεν έκανε» – όχι με την έννοια της μη δράσης που αν γινόταν ίσως θα του έδινε αργότερα και την ευκαιρία να νιώσει τύψεις, αλλά με την έννοια μιας καταστατικής δυναμικής, που του γεννά αληθινές τύψεις εκ του μηδενός. «Το ότι ακόμα κι ένας αθώος, αν νομίζει ότι τον υποπτεύονται, μπορεί να αρχίσει να συμπεριφέρεται λίγο πολύ σαν ένοχος, αυτό ήταν κάτι που δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό του Σάιλας, όπως μάλλον δεν θα περνούσε και από το μυαλό των περισσοτέρων αν τυχόν βρίσκονταν στη θέση του».
 
Ξεφτίδια αυτών των σκέψεων έχω συναντήσει σε διάφορα λογοτεχνικά κείμενα αλλά έπρεπε να έρθει το 2022 και το ωραίο ημερολόγιο του Σ.Μ.Ε.Δ. για να μου εμφανίσει ένα διήγημα που θα είναι κομμένο και ραμμένο ακριβώς στα μέτρα του μυαλού μου. Ο συγγραφέας που τιμάται φέτος είναι ο Έντουαρντ Μπέλαμι, πολιτικός ακτιβιστής, γνωστός για το έργο του «Κοιτώντας το παρελθόν», ένα βιβλίο κάπως συγκαλυμμένης επιστημονικής φαντασίας που κατέληξε να γίνει σοσιαλιστικό μανιφέστο ευαγγελιζόμενο μια ουτοπική και ιδανική κοινωνία. Επηρέασε πολύ κόσμο τότε, χωρίς να ξέρω αν η αξία του αντέχει ακόμα, και χωρίς να είμαι σίγουρος αν θα με ενδιέφερε και να το διαβάσω. Το διήγημα όμως που φιλοξενείται εδώ είναι εντελώς άλλου ύφους και θεματολογίας, και όπως γράφουν και οι εκδότες στην εισαγωγή, «σε πείσμα ωστόσο του πιο επιφανούς λογοτεχνικού είδους που ανέπτυξε ο Μπέλαμι, αλλά και σε συνέχεια του περσινού κειμένου της Πέρκις, μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε στο ελληνικό κοινό ένα μικρό έργο του, που κινείται στις παρυφές της αστυνομικής λογοτεχνίας και το οποίο εμφανίζεται να εκπροσωπεί επάξια το λογοτεχνικό είδος της χιουμοριστικής ιστορίας που ανέδειξε με τη γραφή του και ο Μαρκ Τουέιν, είδος που άκμαζε τότε στον αγγλόφωνο κόσμο». Το διήγημά του «Δυο μέρες στην απομόνωση», πέρα από την επίφαση αστυνομικής πλοκής και της χιουμοριστικής διάθεσης, είναι ένα κομψοτέχνημα ύφους και ουσίας – εκτός και αν το βλέπω πολύ προσωπικά επειδή τυχαίνει να δικαιολογεί κάποιες σκέψεις μου. Αλλά πάλι, δεν το νομίζω, η καλή λογοτεχνία δεν θέλει δικαιολογίες.
 
[…] «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει» σκέφτηκε ανατριχιάζοντας «αν μια λέξη που λέει, ο δρόμος που ακολουθεί, το ραντεβού που κλείνει ή οποιαδήποτε άλλη αθώα πράξη την οποία εκτελεί τώρα δεν θα αποδειχτεί ο τελευταίος βρόχος στο θανάσιμο δίχτυ που έπλεξε ο ίδιος, ο οριστικός κρίκος μιας αλυσίδας καταδικαστικών στοιχείων που, με τρόπο σατανικά ανεπαίσθητο, σχεδόν θα έπειθε μέχρι και τον ίδιο για την ενοχή του, όπως θα είχε πείσει εντελώς και τους άλλους». 
 
Στο παραπάνω απόσπασμα κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει ήρωες του Κάφκα ή τον ουσιώδη αλλά βαρετά γραμμένο «Ξένο» του Καμύ. Και διάφορα άλλα κείμενα. Στο διήγημά μας, ο ήρωας ταλαιπωρείται από γρίπη (ή florona, who knows?) και ξεκουράζεται στη βιβλιοθήκη, παραδομένος σε ένα παράξενο βιβλίο και μια ασυμπτωματική φανταστική κατάσταση που τον υποβάλει, έτσι ώστε όταν μπαίνει η νύφη του και του λέει ότι ανακαλύφθηκε ένα πτώμα στον στάβλο τους, εκείνος αναφωνεί μισοαστεία μισοσοβαρά, «Δεν το έκανα εγώ!» και ευθύς αρχίζει να μεταμορφώνεται σε ελέφαντα που προσπαθεί να βγει από το δωμάτιο! Ο αδερφός του, η γυναίκα του και εκείνος, πρωταγωνιστούν έκτοτε σε ένα σιωπηλό δικαστήριο που παγώνει το αίμα τους και τρώει τις σάρκες τους είτε βρίσκονται από την μεριά του ενάγοντος είτε του εναγόμενου, και όλοι μα όλοι, το έχουμε βιώσει κατά περιόδους – δε πέρασε δα και πολύς καιρός που τρώγαμε χαρούμενοι στο οικογενειακό τραπέζι, για να αναφέρω μόνο μία περιπτωσάρα. «Δεν υπάρχει παγωμάρα σαν αυτή που πέφτει μεταξύ φίλων και όσο πιο κοντινοί είναι οι φίλοι τόσο πιο θανάσιμη είναι η παγωνιά».
 
Το διήγημα το βρήκα καταπληκτικό, μια ωδή στην Υποψία, την ερμαφρόδιτη θεά που ενίοτε μπορεί να γεννηθεί μόνη της αλλά πάντα προτιμά να πεθαίνει με παρέα. Και η χρονιά που ξεκινά θα είναι τίγκα στις υποψίες. Αγοράστε το όμορφο ημερολόγιό τους και σημειώστε με ανακούφιση τις μέρες που δεν πέσατε θύμα της! Η μετάφραση των «Suspicious Innocents» δεν ήταν καθόλου ύποπτη – και ίσως ούτε αθώα. «Εξάλλου, πώς θα μπορούσε μια άρνηση χωρίς αποδείξεις να διαλύσει μια υποψία που γεννήθηκε χωρίς αποδείξεις; Ήταν κάτι με το οποίο δεν άξιζε να καταπιαστεί».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!