Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Dance with the Devil


 
A long time ago in a galaxy (στην επαρχία) far, far away… όταν περνούσα την emo φάση μου και έκλαιγα χωρίς λόγο καθώς να καθάριζα κρεμμύδια είχα ανακαλύψει τυχαία ένα βιβλιαράκι που το αγόρασα με τα πρώτα λεφτά που είχα αποταμιεύσει σε ένα βιβλιάριο τραπέζης που είχε δεν είχε μέσα 30 δραχμαί. Εκείνο το βιβλίο ήτο κάποιου ψιλοάγνωστου Χόφμαν μεταφρασμένο υπό του σπουδαίου Καρυωτάκη – αργότερα, όταν οι ισορροπίες άλλαξαν εντός μου, κατάλαβα ότι ο Χόφμαν λειτούργησε κάπως σαν το… καρυωθραυστικό του ποιητή∙ ξέρω, ξέρω, πάγωσε η θάλασσα μέσα σας, μακάρι να βρείτε ένα βιβλίο να πέσει πάνω της σαν τσεκούρι – «το λογοπαίγνιο είναι ένα καυτό σίδερο για μπούκλες στο χέρι της τρέλας και με δαύτο λυγίζει τις σκέψεις». Ο λόγος είναι ότι ο Χόφμαν αποδείχθηκε μια εξαίσια διαβολική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τα παιδιά του κυκλοφορούν ελεύθερα γύρω μας – ευτυχώς για αυτά, και για εμάς, είχε πάντοτε δουλειά, και μάλιστα σημαντική, να γράφει αριστουργήματα.
 
Από την μια τείνεις να παραδεχτείς ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής του συγγραφέα του, από την άλλη σκέφτεσαι κιόλας ότι ακόμα και η κόλαση μπορεί κάποτε να παγώσει (ειδικά, με κυβέρνηση Μητσοτάκη) αλλά η μεγάλη λογοτεχνία πάντα θα ζεσταίνει τους ανθρώπους κάθε εποχής. Μα τω θεώ, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. «Έι, αγαπητέ μου κύριε Λεονάρδε», αποκρίθηκε ο γιατρός, «πολλές παράξενες ιδέες μπορεί να μας έρθουν, αλλά τους αντιστεκόμαστε εύκολα, αρκεί να έχουμε καθαρή καρδιά». «Και ποιος μπορεί να καυχηθεί για κάτι τέτοιο σ’ αυτόν τον κόσμο;» ρώτησα εγώ, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. Στα περίχωρα του γερμανικού Χολαργού, την εποχή του Χόφμαν, ήταν μάλλον περισσότερο συνηθισμένο να συναντάς τον διάβολο στις βόλτες σου. Η Σοφία Αυγερινού στο 20σέλιδο σημαντικό επίμετρο σας τα εξηγεί ωραία, μάθετε μπαλίτσα. Ο καντιανός δυισμός (και μόνο που έγραψα αυτή την φράση έκαψα εγκεφαλικά κύτταρα, παραλίγο και το πληκτρολόγιο) έδωσε πνοή στο κίνημα του Ρομαντισμού και πολλά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά αποτελέσματα, ύψιστο δείγμα των οποίων αποτελεί το βιβλίο του Χόφμαν. Αυτό που λέγεται ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας σωσίας μας ή ακόμα χειρότερα μια δίδυμη ψυχή, τότε το έτρωγαν για πρωινό και σε έσχατες περιπτώσεις, πέθαιναν να το αποδείξουν. «Διχασμένος με τον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ, ήμουν για μένα τον ίδιο αμφίσημος, φρίκη βαθιά είχε τυλίξει την ίδια την ουσία της ύπαρξής μου με μια δύναμη ολέθρια».
 
Σε αντίθεση με τις εξωτερικές μεταμφιέσεις του «Μεγάλου Απατεώνα» του Μέλβιλ, αλλά και σε κάποια σύγκλιση με αυτό, καθώς και στα δύο στόχος είναι το Εγώ (σόρι Κατερίνα Γώγου, plot twist), ο Χόφμαν υποβάλει τους ήρωές του στο βασανιστήριο των ακραίων εσωτερικών αλλαγών, την σύγκρουση με τον εαυτό, αυτόν τον παντοτινά γνωστό άγνωστο, μια ταυτότητα που κατακερματίζεται, ανασυγκροτείται, και κατακερματίζεται εκ νέου, ένας φαύλος κύκλος που προσομοιάζει στο βάσανο της αμαρτίας και στην ανακούφιση της μετάνοιας, ή ίσως στην ανακούφιση της αμαρτίας και στο βάσανο της μετάνοιας, ανάλογα από ποια μεριά στέκεστε. Με λίγα λόγια και απλά, ο μοναχός Μεδάρδος μπάνισε και ξεχώρισε ένα θεϊκό γκομενάκι από το ποίμνιο και πίνοντας ένα διαβολικό ένερτζι ντριγκ για να πάρει θάρρος, τα έβαλε με θεούς και δαίμονες να το κάνει δικό του, όπου άλλοτε του μιλούσε ο θεός και άλλοτε ο διάβολος – ακραίες καταστάσεις αμφότερες. Η γοητευτική πολυπλοκότητα και η ομορφιά της σύνθεσης του Χόφμαν όμως σε αφήνει άφωνο, όσο και αν δεν σου αρέσει ενδεχομένως το θέμα του βιβλίου. Στο τέλος του υπάρχει ένα αρκετά πολύπλοκο γενεαλογικό δέντρο που δεν καταλαβαίνεις χριστό τουλάχιστον μέχρι να φτάσεις στην 330 σελίδα. Κι όμως, όσες φορές πας να αναρωτηθείς, τι διάολο συμβαίνει εδώ μέσα, ο Χόφμαν έχει την απάντηση έτοιμη∙ λογοτεχνία συμβαίνει. Απίστευτο βιβλίο, έπαθα την πλάκα μου. Βρε τον σατανά. 
 

[…] «Μα είναι, λοιπόν, τόσο ανόητα αυτά που λέω όταν έχω έμπνευση;» «Αυτό είναι το δυστύχημα» αποκρίθηκα εγώ, «ότι πολλές φορές αυτά τα απίθανα πράγματα που λες έχουν βαθύτερο νόημα, αλλά τα χαλάς και τα ακυρώνεις όλα με τις ανοησίες σου. Ακόμα κι αν έχεις μια σκέψη καλή και ξεκάθαρη, καταντάει γελοία, και κανείς δεν μπορεί να τη δει, σαν ένα ωραίο ρούχο σκεπασμένο με ρετάλια και κουρελάκια. Λες κι είσαι μεθυσμένος, δεν μπορείς να περπατήσεις ίσια, πηδάς από ’δω κι από ’κει, η κατεύθυνσή σου είναι λοξή!» «Και τι σημαίνει κατεύθυνση;» με διέκοψε ο Σένφελντ με σιγανή φωνή και συνεχίζοντας να χαμογελάει με ύφος γλυκόπικρο. «Τι είναι η κατεύθυνση, αξιοσέβαστε Καπουτσίνε; Η έννοια της κατεύθυνσης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός στόχου, προς τον οποίο κατευθυνόμαστε. Εσείς είστε σίγουρος για τον στόχο σας, καλέ μου μοναχέ; Δεν φοβάστε μήπως καμιά φορά τρώτε πολύ μικρές ποσότητες μυαλού και αντί γι’ αυτό πηγαίνετε στο πανδοχείο και κάθεστε δίπλα στο τεντωμένο σκοινί του κάπελα, πίνετε πολλά οινοπνευματώδη και, σαν ζαλισμένος καπνοδοχοκαθαριστής, βλέπετε δύο στόχους και δεν ξέρετε ποιος είναι ο σωστός; Εξάλλου, Καπουτσίνε! Είμαι κομμωτής, συγχωρήστε με αν κουβαλάω μέσα μου την τάση για γελοιότητες, πείτε πως είναι ένα πικάντικο πιάτο, σαν κουνουπίδι με ισπανικό πιπέρι. Χωρίς αυτό, ο κομμωτής είναι μια αξιοθρήνητη φιγούρα, ένας βλάκας κακομοίρης, που κουβαλάει το προνόμιο στην τσέπη του χωρίς να το χρησιμοποιεί για τη χαρά και τη διασκέδασή του».
 
Ξεχωρίζοντας και διαβάζοντας κάποια δείγματα του Ρομαντισμού, και συγκεκριμένα μιλώντας για τον Χόφμαν, εντυπωσιάζομαι βαθιά από τον τρόπο που είναι γραμμένα. Τα «Ελιξίρια του Διαβόλου» είναι ένα κομψοτέχνημα γοτθικού τρόμου που σε συναρπάζει. Είναι όμως και μια φιλοσοφική ακτινογραφία ιδεών. Μα πρωτίστως και κυρίως, για μένα είναι ένα δείγμα απίστευτης λογοτεχνίας, ανθρώπων μιας εποχής που εν μέσω πολυποίκιλων ασχολιών (χωρίς ίντερνετ ωστόσο, τους το δίνω και αυτό) έγραφαν βιβλία που νιώθεις ότι βγήκαν εντελώς αβίαστα – έγραψε το πρώτο μέρος σε 4 βδομάδες, λέει το επίμετρο, όσο χρόνο περίπου θέλουμε οι περισσότεροι να αποφασίσουμε τι θα δούμε στο Νέτφλιξ – λογοτεχνία που προκρίνει την αφήγηση, ενσταλάζοντας παράλληλα ό,τι πιο μοντέρνο έχει να καταθέσει. Μακάρι να μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα τέτοια βιβλία. Αλλά δεν νομίζω πια να γίνεται, αυτή η εποχή φαίνεται να έχει παρέλθει οριστικά, παραείμαι ρομαντικός! 
 
Η έκδοση των εκδόσεων «Μάγμα» είναι υπέροχη, το εξώφυλλο δεν το χόρταινα, μου άρεσε πολύ η χρωματική σύνθεση. Η μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού φαίνεται να είναι αρτιότατη, περισσότερα θα πουν οι γνώστες της γερμανικής, αποπνέει πάντως πληρότητα. Επίσης, φαίνεται να έχει γίνει και σοβαρή επιμέλεια, σπανιότατο φαινόμενο πλέον, 2 φορές τον χρόνο το συναντάς, σαν χιόνια στην Αθήνα και για αυτό άλλωστε σου κάνει φοβερή εντύπωση. Ένα μικρό «ψεγάδι» της έκδοσης που εντόπισα, το οποίο όμως έχει να κάνει καθαρά με τα προσωπικά μου γούστα, αλλά θα μπορούσε να ωφελήσει και άλλους αναγνώστες αν το αναφέρω, είναι η κάπως μικρότερη του συνηθισμένου γραμματοσειρά και η αίσθηση της πυκνής σελίδας – συν ότι το βιβλίο δεν λυγίζει εύκολα (λόγω της γενικότερης καλοφτιαγμένης έκδοσης) όταν το κρατάς ανοιχτό. Αυτές είναι μικρές ενοχλήσεις που κατά διαστήματα με κάνουν να παρατήσω ένα βιβλίο αν δεν μπορεί και το εσωτερικό του να τις καταστήσει επουσιώδεις στο μυαλό μου. Γι’ αυτό συνήθως δεν έχω κανένα πρόβλημα με το χαρτί εφημερίδας, το χαρτονένιο εξώφυλλο, κλπ. Προτιμώ απερίφραστα από την εμφάνιση όταν το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη, την άνεση καθώς το διαβάζεις. Σίγουρα όμως, και οι καλαίσθητες εκδόσεις μου προκαλούν ευχαρίστηση και χαρά να τις χαζεύω και να τις κρατάω. Τέλος πάντων, Χόφμαν και «Μάγμα» τα πήγαν περίφημα, τι κάθομαι και τα σκαλίζω, ήταν μια ανόητη σκέψη που ξεπήδησε από το ασυνείδητό μου, συμβαίνουν και αυτά καμιά φορά στους εαυτούς μας!
 
[…] «Αν υπάρχω μόνο μέσω της δικής μου συνείδησης, το ζήτημα είναι να βγάλει η συνείδησή μου τον ζουρλομανδύα από το συνειδητό μου και θα με δείτε να στέκω ανάμεσά σας κύριος σωστός».
 
Υ.Γ. 2-666 Τίτλος ανάρτησης: Πες την ηλικία σου χωρίς να πεις την ηλικία σου.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !