A long time ago in a galaxy (στην επαρχία) far, far away… όταν περνούσα την emo φάση μου και έκλαιγα χωρίς λόγο καθώς να καθάριζα κρεμμύδια είχα ανακαλύψει τυχαία ένα βιβλιαράκι που το αγόρασα με τα πρώτα λεφτά που είχα αποταμιεύσει σε ένα βιβλιάριο τραπέζης που είχε δεν είχε μέσα 30 δραχμαί. Εκείνο το βιβλίο ήτο κάποιου ψιλοάγνωστου Χόφμαν μεταφρασμένο υπό του σπουδαίου Καρυωτάκη – αργότερα, όταν οι ισορροπίες άλλαξαν εντός μου, κατάλαβα ότι ο Χόφμαν λειτούργησε κάπως σαν το… καρυωθραυστικό του ποιητή∙ ξέρω, ξέρω, πάγωσε η θάλασσα μέσα σας, μακάρι να βρείτε ένα βιβλίο να πέσει πάνω της σαν τσεκούρι – «το λογοπαίγνιο είναι ένα καυτό σίδερο για μπούκλες στο χέρι της τρέλας και με δαύτο λυγίζει τις σκέψεις». Ο λόγος είναι ότι ο Χόφμαν αποδείχθηκε μια εξαίσια διαβολική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τα παιδιά του κυκλοφορούν ελεύθερα γύρω μας – ευτυχώς για αυτά, και για εμάς, είχε πάντοτε δουλειά, και μάλιστα σημαντική, να γράφει αριστουργήματα.
Από την μια τείνεις να παραδεχτείς ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής του συγγραφέα του, από την άλλη σκέφτεσαι κιόλας ότι ακόμα και η κόλαση μπορεί κάποτε να παγώσει (ειδικά, με κυβέρνηση Μητσοτάκη) αλλά η μεγάλη λογοτεχνία πάντα θα ζεσταίνει τους ανθρώπους κάθε εποχής. Μα τω θεώ, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. «Έι, αγαπητέ μου κύριε Λεονάρδε», αποκρίθηκε ο γιατρός, «πολλές παράξενες ιδέες μπορεί να μας έρθουν, αλλά τους αντιστεκόμαστε εύκολα, αρκεί να έχουμε καθαρή καρδιά». «Και ποιος μπορεί να καυχηθεί για κάτι τέτοιο σ’ αυτόν τον κόσμο;» ρώτησα εγώ, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. Στα περίχωρα του γερμανικού Χολαργού, την εποχή του Χόφμαν, ήταν μάλλον περισσότερο συνηθισμένο να συναντάς τον διάβολο στις βόλτες σου. Η Σοφία Αυγερινού στο 20σέλιδο σημαντικό επίμετρο σας τα εξηγεί ωραία, μάθετε μπαλίτσα. Ο καντιανός δυισμός (και μόνο που έγραψα αυτή την φράση έκαψα εγκεφαλικά κύτταρα, παραλίγο και το πληκτρολόγιο) έδωσε πνοή στο κίνημα του Ρομαντισμού και πολλά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά αποτελέσματα, ύψιστο δείγμα των οποίων αποτελεί το βιβλίο του Χόφμαν. Αυτό που λέγεται ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας σωσίας μας ή ακόμα χειρότερα μια δίδυμη ψυχή, τότε το έτρωγαν για πρωινό και σε έσχατες περιπτώσεις, πέθαιναν να το αποδείξουν. «Διχασμένος με τον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ, ήμουν για μένα τον ίδιο αμφίσημος, φρίκη βαθιά είχε τυλίξει την ίδια την ουσία της ύπαρξής μου με μια δύναμη ολέθρια».
Σε αντίθεση με τις εξωτερικές μεταμφιέσεις του «Μεγάλου Απατεώνα» του Μέλβιλ, αλλά και σε κάποια σύγκλιση με αυτό, καθώς και στα δύο στόχος είναι το Εγώ (σόρι Κατερίνα Γώγου, plot twist), ο Χόφμαν υποβάλει τους ήρωές του στο βασανιστήριο των ακραίων εσωτερικών αλλαγών, την σύγκρουση με τον εαυτό, αυτόν τον παντοτινά γνωστό άγνωστο, μια ταυτότητα που κατακερματίζεται, ανασυγκροτείται, και κατακερματίζεται εκ νέου, ένας φαύλος κύκλος που προσομοιάζει στο βάσανο της αμαρτίας και στην ανακούφιση της μετάνοιας, ή ίσως στην ανακούφιση της αμαρτίας και στο βάσανο της μετάνοιας, ανάλογα από ποια μεριά στέκεστε. Με λίγα λόγια και απλά, ο μοναχός Μεδάρδος μπάνισε και ξεχώρισε ένα θεϊκό γκομενάκι από το ποίμνιο και πίνοντας ένα διαβολικό ένερτζι ντριγκ για να πάρει θάρρος, τα έβαλε με θεούς και δαίμονες να το κάνει δικό του, όπου άλλοτε του μιλούσε ο θεός και άλλοτε ο διάβολος – ακραίες καταστάσεις αμφότερες. Η γοητευτική πολυπλοκότητα και η ομορφιά της σύνθεσης του Χόφμαν όμως σε αφήνει άφωνο, όσο και αν δεν σου αρέσει ενδεχομένως το θέμα του βιβλίου. Στο τέλος του υπάρχει ένα αρκετά πολύπλοκο γενεαλογικό δέντρο που δεν καταλαβαίνεις χριστό τουλάχιστον μέχρι να φτάσεις στην 330 σελίδα. Κι όμως, όσες φορές πας να αναρωτηθείς, τι διάολο συμβαίνει εδώ μέσα, ο Χόφμαν έχει την απάντηση έτοιμη∙ λογοτεχνία συμβαίνει. Απίστευτο βιβλίο, έπαθα την πλάκα μου. Βρε τον σατανά.
[…] «Μα είναι, λοιπόν, τόσο ανόητα αυτά που λέω όταν έχω έμπνευση;» «Αυτό είναι το δυστύχημα» αποκρίθηκα εγώ, «ότι πολλές φορές αυτά τα απίθανα πράγματα που λες έχουν βαθύτερο νόημα, αλλά τα χαλάς και τα ακυρώνεις όλα με τις ανοησίες σου. Ακόμα κι αν έχεις μια σκέψη καλή και ξεκάθαρη, καταντάει γελοία, και κανείς δεν μπορεί να τη δει, σαν ένα ωραίο ρούχο σκεπασμένο με ρετάλια και κουρελάκια. Λες κι είσαι μεθυσμένος, δεν μπορείς να περπατήσεις ίσια, πηδάς από ’δω κι από ’κει, η κατεύθυνσή σου είναι λοξή!» «Και τι σημαίνει κατεύθυνση;» με διέκοψε ο Σένφελντ με σιγανή φωνή και συνεχίζοντας να χαμογελάει με ύφος γλυκόπικρο. «Τι είναι η κατεύθυνση, αξιοσέβαστε Καπουτσίνε; Η έννοια της κατεύθυνσης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός στόχου, προς τον οποίο κατευθυνόμαστε. Εσείς είστε σίγουρος για τον στόχο σας, καλέ μου μοναχέ; Δεν φοβάστε μήπως καμιά φορά τρώτε πολύ μικρές ποσότητες μυαλού και αντί γι’ αυτό πηγαίνετε στο πανδοχείο και κάθεστε δίπλα στο τεντωμένο σκοινί του κάπελα, πίνετε πολλά οινοπνευματώδη και, σαν ζαλισμένος καπνοδοχοκαθαριστής, βλέπετε δύο στόχους και δεν ξέρετε ποιος είναι ο σωστός; Εξάλλου, Καπουτσίνε! Είμαι κομμωτής, συγχωρήστε με αν κουβαλάω μέσα μου την τάση για γελοιότητες, πείτε πως είναι ένα πικάντικο πιάτο, σαν κουνουπίδι με ισπανικό πιπέρι. Χωρίς αυτό, ο κομμωτής είναι μια αξιοθρήνητη φιγούρα, ένας βλάκας κακομοίρης, που κουβαλάει το προνόμιο στην τσέπη του χωρίς να το χρησιμοποιεί για τη χαρά και τη διασκέδασή του».
Ξεχωρίζοντας και διαβάζοντας κάποια δείγματα του Ρομαντισμού, και συγκεκριμένα μιλώντας για τον Χόφμαν, εντυπωσιάζομαι βαθιά από τον τρόπο που είναι γραμμένα. Τα «Ελιξίρια του Διαβόλου» είναι ένα κομψοτέχνημα γοτθικού τρόμου που σε συναρπάζει. Είναι όμως και μια φιλοσοφική ακτινογραφία ιδεών. Μα πρωτίστως και κυρίως, για μένα είναι ένα δείγμα απίστευτης λογοτεχνίας, ανθρώπων μιας εποχής που εν μέσω πολυποίκιλων ασχολιών (χωρίς ίντερνετ ωστόσο, τους το δίνω και αυτό) έγραφαν βιβλία που νιώθεις ότι βγήκαν εντελώς αβίαστα – έγραψε το πρώτο μέρος σε 4 βδομάδες, λέει το επίμετρο, όσο χρόνο περίπου θέλουμε οι περισσότεροι να αποφασίσουμε τι θα δούμε στο Νέτφλιξ – λογοτεχνία που προκρίνει την αφήγηση, ενσταλάζοντας παράλληλα ό,τι πιο μοντέρνο έχει να καταθέσει. Μακάρι να μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα τέτοια βιβλία. Αλλά δεν νομίζω πια να γίνεται, αυτή η εποχή φαίνεται να έχει παρέλθει οριστικά, παραείμαι ρομαντικός!
Η έκδοση των εκδόσεων «Μάγμα» είναι υπέροχη, το εξώφυλλο δεν το χόρταινα, μου άρεσε πολύ η χρωματική σύνθεση. Η μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού φαίνεται να είναι αρτιότατη, περισσότερα θα πουν οι γνώστες της γερμανικής, αποπνέει πάντως πληρότητα. Επίσης, φαίνεται να έχει γίνει και σοβαρή επιμέλεια, σπανιότατο φαινόμενο πλέον, 2 φορές τον χρόνο το συναντάς, σαν χιόνια στην Αθήνα και για αυτό άλλωστε σου κάνει φοβερή εντύπωση. Ένα μικρό «ψεγάδι» της έκδοσης που εντόπισα, το οποίο όμως έχει να κάνει καθαρά με τα προσωπικά μου γούστα, αλλά θα μπορούσε να ωφελήσει και άλλους αναγνώστες αν το αναφέρω, είναι η κάπως μικρότερη του συνηθισμένου γραμματοσειρά και η αίσθηση της πυκνής σελίδας – συν ότι το βιβλίο δεν λυγίζει εύκολα (λόγω της γενικότερης καλοφτιαγμένης έκδοσης) όταν το κρατάς ανοιχτό. Αυτές είναι μικρές ενοχλήσεις που κατά διαστήματα με κάνουν να παρατήσω ένα βιβλίο αν δεν μπορεί και το εσωτερικό του να τις καταστήσει επουσιώδεις στο μυαλό μου. Γι’ αυτό συνήθως δεν έχω κανένα πρόβλημα με το χαρτί εφημερίδας, το χαρτονένιο εξώφυλλο, κλπ. Προτιμώ απερίφραστα από την εμφάνιση όταν το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη, την άνεση καθώς το διαβάζεις. Σίγουρα όμως, και οι καλαίσθητες εκδόσεις μου προκαλούν ευχαρίστηση και χαρά να τις χαζεύω και να τις κρατάω. Τέλος πάντων, Χόφμαν και «Μάγμα» τα πήγαν περίφημα, τι κάθομαι και τα σκαλίζω, ήταν μια ανόητη σκέψη που ξεπήδησε από το ασυνείδητό μου, συμβαίνουν και αυτά καμιά φορά στους εαυτούς μας!
[…] «Αν υπάρχω μόνο μέσω της δικής μου συνείδησης, το ζήτημα είναι να βγάλει η συνείδησή μου τον ζουρλομανδύα από το συνειδητό μου και θα με δείτε να στέκω ανάμεσά σας κύριος σωστός».
Υ.Γ. 2-666 Τίτλος ανάρτησης: Πες την ηλικία σου χωρίς να πεις την ηλικία σου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.