Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Dance with the Devil


 
A long time ago in a galaxy (στην επαρχία) far, far away… όταν περνούσα την emo φάση μου και έκλαιγα χωρίς λόγο καθώς να καθάριζα κρεμμύδια είχα ανακαλύψει τυχαία ένα βιβλιαράκι που το αγόρασα με τα πρώτα λεφτά που είχα αποταμιεύσει σε ένα βιβλιάριο τραπέζης που είχε δεν είχε μέσα 30 δραχμαί. Εκείνο το βιβλίο ήτο κάποιου ψιλοάγνωστου Χόφμαν μεταφρασμένο υπό του σπουδαίου Καρυωτάκη – αργότερα, όταν οι ισορροπίες άλλαξαν εντός μου, κατάλαβα ότι ο Χόφμαν λειτούργησε κάπως σαν το… καρυωθραυστικό του ποιητή∙ ξέρω, ξέρω, πάγωσε η θάλασσα μέσα σας, μακάρι να βρείτε ένα βιβλίο να πέσει πάνω της σαν τσεκούρι – «το λογοπαίγνιο είναι ένα καυτό σίδερο για μπούκλες στο χέρι της τρέλας και με δαύτο λυγίζει τις σκέψεις». Ο λόγος είναι ότι ο Χόφμαν αποδείχθηκε μια εξαίσια διαβολική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τα παιδιά του κυκλοφορούν ελεύθερα γύρω μας – ευτυχώς για αυτά, και για εμάς, είχε πάντοτε δουλειά, και μάλιστα σημαντική, να γράφει αριστουργήματα.
 
Από την μια τείνεις να παραδεχτείς ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής του συγγραφέα του, από την άλλη σκέφτεσαι κιόλας ότι ακόμα και η κόλαση μπορεί κάποτε να παγώσει (ειδικά, με κυβέρνηση Μητσοτάκη) αλλά η μεγάλη λογοτεχνία πάντα θα ζεσταίνει τους ανθρώπους κάθε εποχής. Μα τω θεώ, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. «Έι, αγαπητέ μου κύριε Λεονάρδε», αποκρίθηκε ο γιατρός, «πολλές παράξενες ιδέες μπορεί να μας έρθουν, αλλά τους αντιστεκόμαστε εύκολα, αρκεί να έχουμε καθαρή καρδιά». «Και ποιος μπορεί να καυχηθεί για κάτι τέτοιο σ’ αυτόν τον κόσμο;» ρώτησα εγώ, μιλώντας πιο πολύ στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. Στα περίχωρα του γερμανικού Χολαργού, την εποχή του Χόφμαν, ήταν μάλλον περισσότερο συνηθισμένο να συναντάς τον διάβολο στις βόλτες σου. Η Σοφία Αυγερινού στο 20σέλιδο σημαντικό επίμετρο σας τα εξηγεί ωραία, μάθετε μπαλίτσα. Ο καντιανός δυισμός (και μόνο που έγραψα αυτή την φράση έκαψα εγκεφαλικά κύτταρα, παραλίγο και το πληκτρολόγιο) έδωσε πνοή στο κίνημα του Ρομαντισμού και πολλά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά αποτελέσματα, ύψιστο δείγμα των οποίων αποτελεί το βιβλίο του Χόφμαν. Αυτό που λέγεται ότι κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας σωσίας μας ή ακόμα χειρότερα μια δίδυμη ψυχή, τότε το έτρωγαν για πρωινό και σε έσχατες περιπτώσεις, πέθαιναν να το αποδείξουν. «Διχασμένος με τον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ, ήμουν για μένα τον ίδιο αμφίσημος, φρίκη βαθιά είχε τυλίξει την ίδια την ουσία της ύπαρξής μου με μια δύναμη ολέθρια».
 
Σε αντίθεση με τις εξωτερικές μεταμφιέσεις του «Μεγάλου Απατεώνα» του Μέλβιλ, αλλά και σε κάποια σύγκλιση με αυτό, καθώς και στα δύο στόχος είναι το Εγώ (σόρι Κατερίνα Γώγου, plot twist), ο Χόφμαν υποβάλει τους ήρωές του στο βασανιστήριο των ακραίων εσωτερικών αλλαγών, την σύγκρουση με τον εαυτό, αυτόν τον παντοτινά γνωστό άγνωστο, μια ταυτότητα που κατακερματίζεται, ανασυγκροτείται, και κατακερματίζεται εκ νέου, ένας φαύλος κύκλος που προσομοιάζει στο βάσανο της αμαρτίας και στην ανακούφιση της μετάνοιας, ή ίσως στην ανακούφιση της αμαρτίας και στο βάσανο της μετάνοιας, ανάλογα από ποια μεριά στέκεστε. Με λίγα λόγια και απλά, ο μοναχός Μεδάρδος μπάνισε και ξεχώρισε ένα θεϊκό γκομενάκι από το ποίμνιο και πίνοντας ένα διαβολικό ένερτζι ντριγκ για να πάρει θάρρος, τα έβαλε με θεούς και δαίμονες να το κάνει δικό του, όπου άλλοτε του μιλούσε ο θεός και άλλοτε ο διάβολος – ακραίες καταστάσεις αμφότερες. Η γοητευτική πολυπλοκότητα και η ομορφιά της σύνθεσης του Χόφμαν όμως σε αφήνει άφωνο, όσο και αν δεν σου αρέσει ενδεχομένως το θέμα του βιβλίου. Στο τέλος του υπάρχει ένα αρκετά πολύπλοκο γενεαλογικό δέντρο που δεν καταλαβαίνεις χριστό τουλάχιστον μέχρι να φτάσεις στην 330 σελίδα. Κι όμως, όσες φορές πας να αναρωτηθείς, τι διάολο συμβαίνει εδώ μέσα, ο Χόφμαν έχει την απάντηση έτοιμη∙ λογοτεχνία συμβαίνει. Απίστευτο βιβλίο, έπαθα την πλάκα μου. Βρε τον σατανά. 
 

[…] «Μα είναι, λοιπόν, τόσο ανόητα αυτά που λέω όταν έχω έμπνευση;» «Αυτό είναι το δυστύχημα» αποκρίθηκα εγώ, «ότι πολλές φορές αυτά τα απίθανα πράγματα που λες έχουν βαθύτερο νόημα, αλλά τα χαλάς και τα ακυρώνεις όλα με τις ανοησίες σου. Ακόμα κι αν έχεις μια σκέψη καλή και ξεκάθαρη, καταντάει γελοία, και κανείς δεν μπορεί να τη δει, σαν ένα ωραίο ρούχο σκεπασμένο με ρετάλια και κουρελάκια. Λες κι είσαι μεθυσμένος, δεν μπορείς να περπατήσεις ίσια, πηδάς από ’δω κι από ’κει, η κατεύθυνσή σου είναι λοξή!» «Και τι σημαίνει κατεύθυνση;» με διέκοψε ο Σένφελντ με σιγανή φωνή και συνεχίζοντας να χαμογελάει με ύφος γλυκόπικρο. «Τι είναι η κατεύθυνση, αξιοσέβαστε Καπουτσίνε; Η έννοια της κατεύθυνσης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός στόχου, προς τον οποίο κατευθυνόμαστε. Εσείς είστε σίγουρος για τον στόχο σας, καλέ μου μοναχέ; Δεν φοβάστε μήπως καμιά φορά τρώτε πολύ μικρές ποσότητες μυαλού και αντί γι’ αυτό πηγαίνετε στο πανδοχείο και κάθεστε δίπλα στο τεντωμένο σκοινί του κάπελα, πίνετε πολλά οινοπνευματώδη και, σαν ζαλισμένος καπνοδοχοκαθαριστής, βλέπετε δύο στόχους και δεν ξέρετε ποιος είναι ο σωστός; Εξάλλου, Καπουτσίνε! Είμαι κομμωτής, συγχωρήστε με αν κουβαλάω μέσα μου την τάση για γελοιότητες, πείτε πως είναι ένα πικάντικο πιάτο, σαν κουνουπίδι με ισπανικό πιπέρι. Χωρίς αυτό, ο κομμωτής είναι μια αξιοθρήνητη φιγούρα, ένας βλάκας κακομοίρης, που κουβαλάει το προνόμιο στην τσέπη του χωρίς να το χρησιμοποιεί για τη χαρά και τη διασκέδασή του».
 
Ξεχωρίζοντας και διαβάζοντας κάποια δείγματα του Ρομαντισμού, και συγκεκριμένα μιλώντας για τον Χόφμαν, εντυπωσιάζομαι βαθιά από τον τρόπο που είναι γραμμένα. Τα «Ελιξίρια του Διαβόλου» είναι ένα κομψοτέχνημα γοτθικού τρόμου που σε συναρπάζει. Είναι όμως και μια φιλοσοφική ακτινογραφία ιδεών. Μα πρωτίστως και κυρίως, για μένα είναι ένα δείγμα απίστευτης λογοτεχνίας, ανθρώπων μιας εποχής που εν μέσω πολυποίκιλων ασχολιών (χωρίς ίντερνετ ωστόσο, τους το δίνω και αυτό) έγραφαν βιβλία που νιώθεις ότι βγήκαν εντελώς αβίαστα – έγραψε το πρώτο μέρος σε 4 βδομάδες, λέει το επίμετρο, όσο χρόνο περίπου θέλουμε οι περισσότεροι να αποφασίσουμε τι θα δούμε στο Νέτφλιξ – λογοτεχνία που προκρίνει την αφήγηση, ενσταλάζοντας παράλληλα ό,τι πιο μοντέρνο έχει να καταθέσει. Μακάρι να μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα τέτοια βιβλία. Αλλά δεν νομίζω πια να γίνεται, αυτή η εποχή φαίνεται να έχει παρέλθει οριστικά, παραείμαι ρομαντικός! 
 
Η έκδοση των εκδόσεων «Μάγμα» είναι υπέροχη, το εξώφυλλο δεν το χόρταινα, μου άρεσε πολύ η χρωματική σύνθεση. Η μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού φαίνεται να είναι αρτιότατη, περισσότερα θα πουν οι γνώστες της γερμανικής, αποπνέει πάντως πληρότητα. Επίσης, φαίνεται να έχει γίνει και σοβαρή επιμέλεια, σπανιότατο φαινόμενο πλέον, 2 φορές τον χρόνο το συναντάς, σαν χιόνια στην Αθήνα και για αυτό άλλωστε σου κάνει φοβερή εντύπωση. Ένα μικρό «ψεγάδι» της έκδοσης που εντόπισα, το οποίο όμως έχει να κάνει καθαρά με τα προσωπικά μου γούστα, αλλά θα μπορούσε να ωφελήσει και άλλους αναγνώστες αν το αναφέρω, είναι η κάπως μικρότερη του συνηθισμένου γραμματοσειρά και η αίσθηση της πυκνής σελίδας – συν ότι το βιβλίο δεν λυγίζει εύκολα (λόγω της γενικότερης καλοφτιαγμένης έκδοσης) όταν το κρατάς ανοιχτό. Αυτές είναι μικρές ενοχλήσεις που κατά διαστήματα με κάνουν να παρατήσω ένα βιβλίο αν δεν μπορεί και το εσωτερικό του να τις καταστήσει επουσιώδεις στο μυαλό μου. Γι’ αυτό συνήθως δεν έχω κανένα πρόβλημα με το χαρτί εφημερίδας, το χαρτονένιο εξώφυλλο, κλπ. Προτιμώ απερίφραστα από την εμφάνιση όταν το τοποθετείς στη βιβλιοθήκη, την άνεση καθώς το διαβάζεις. Σίγουρα όμως, και οι καλαίσθητες εκδόσεις μου προκαλούν ευχαρίστηση και χαρά να τις χαζεύω και να τις κρατάω. Τέλος πάντων, Χόφμαν και «Μάγμα» τα πήγαν περίφημα, τι κάθομαι και τα σκαλίζω, ήταν μια ανόητη σκέψη που ξεπήδησε από το ασυνείδητό μου, συμβαίνουν και αυτά καμιά φορά στους εαυτούς μας!
 
[…] «Αν υπάρχω μόνο μέσω της δικής μου συνείδησης, το ζήτημα είναι να βγάλει η συνείδησή μου τον ζουρλομανδύα από το συνειδητό μου και θα με δείτε να στέκω ανάμεσά σας κύριος σωστός».
 
Υ.Γ. 2-666 Τίτλος ανάρτησης: Πες την ηλικία σου χωρίς να πεις την ηλικία σου.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!