Ένα περιζήτητο βιβλίο που έμεινε για πολλά χρόνια στο ράφι (γόνιμα αστεία, τι να λέμε!) αποδέχτηκε επιτέλους την πρότασή μου να διαβαστεί και να παντρευτεί με την στείρα κριτική μου. Ακριβώς όπως η ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στους εκφραστικά λιτούς στίχους του Γιάννη Καλαμίτση και στην ακόμα πιο λιτή μουσική του Σπανού είναι ένα σύνολο που δύσκολα μπορεί να παίζει στο κεφάλι σου για καιρό χωρίς να σε θλίψει αλλά που όταν το ακούς σποραδικά δεν παύει να σε συγκινεί σε βάθος, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα 12 υπέροχα διηγήματα του Ουίλλιαμ Τρέβορ. Από την περιγραφή και μόνο φανταζόμουν το βιβλίο υπερβολικά δύσθυμο και αργοκίνητο και έτσι εγώ διαρκώς αναζητούσα κάτι στον αντίποδα∙ αλλά αν ο συγγραφέας είναι μάστορας η πραγματικότητα τελικά κυριαρχεί και βάζει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. «Όταν αφήνεις την φαντασία σου να καλπάζει, κάνεις συνήθως λάθος».
«Όχι πως τα καταλάβαινε όλα. Στο σενάριο έλεγε ότι ο κύριος Χανς έπαιζε βώλους μαζί της, ένα παιχνίδι που κανένας απ’ όσους ήξερε η Μπι δεν το έπαιζε, ούτε και ενδιέφερε κανέναν. «Είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος», είχε πει η Άιρις, αλλά φαινόταν παράξενο στην Μπι που ένας μοναχικός άνθρωπος δεν πήγαινε στην παμπ ή στο μπιλιάρδο και έπαιζε βώλους σε ένα πάρκινγκ μ’ ένα παιδί. Σύμφωνα με το σενάριο, ήταν και η ίδια μοναχική». Σύμφωνα με το σενάριο του Τρέβορ σχεδόν όλοι οι ήρωές του είναι μοναχικοί, με έναν επιφανειακό αλλά ταυτόχρονα και βαθύ τρόπο∙ όσα κάνουν γρατζουνάνε την επιφάνεια της μοναξιάς άλλα όσα αποσιωπούν χτυπάνε εκκωφαντικά τον πάτο της. Και ο Τρέβορ αποδεικνύεται τόσο στιλίστας σε αυτά τα διηγήματα που όπως λέει σωστά και το οπισθόφυλλο «η σιωπή ουρλιάζει». Δεν είναι όλοι οι ήρωες του σαν ξερόκλαδα σπασμένα και ερημωμένα ξωκλήσια (η καλή λογοτεχνία οφείλει να αποφεύγει τα πολλά κλισέ. «Γιατί απομακρύνθηκε τόσο πολύ προς λάθος κατεύθυνση, αρπάζοντας με τέτοια ετοιμότητα ένα τόσο βολικό κλισέ;»), αν και υπάρχουν και κάποιοι τέτοιοι, η μοναξιά τους μπορεί να γεννηθεί κάλλιστα και από ένα εγκλωβισμένο μυστικό μιας παιδικής κακοποίησης. Και αυτό είναι το συνεκτικό μοτίβο όλων των διηγημάτων∙ ένα ανείπωτο μυστικό που γιγαντώνει, ορμητικά ή παχύρρευστα, την μοναξιά των φορέων του και πνίγει τις φωνές τους. «Ήθελε να το ξέρει εκείνη. Ήθελε τουλάχιστον ένας άνθρωπος να το ξέρει». Γιατί αν το ξέρουν τουλάχιστον δύο, το μυστικό ίσως δεν θα είναι ασφαλές, ούτε καν μυστικό, αλλά δεν θα είναι πια σαρκοφάγο και αυτοάνοσο. Η φράση «κοινό μυστικό» έχει συνήθως αρνητικές συνδηλώσεις αλλά μερικές φορές έχει και λυτρωτικά αποτελέσματα.
Μετρημένη συγκίνηση χωρίς εκείνα τα γελοία κρεσέντο που συνήθως κάνουν τα μάτια μας να πονάνε (κοινό μυστικό της κακής λογοτεχνίας!) και με μια γραφή που απαλύνει την βαριά θεματική, ο Τρέβορ γράφει τα διηγήματά του με τέτοιο τρόπο που επιζητά την προσεκτική ματιά του επαρκούς αναγνώστη που έλεγε ο Ναμπόκοφ και σε μια ευτυχή συγκυρία ένας γκρούπι του έτυχε να γράψει ένα μικρό κειμενάκι που το βρήκα ιδιαιτέρως ταιριαστό με αυτή την συλλογή του Τρέβορ∙ η Αργυρώ Μαντόγλου στο αναλυτικό της επίμετρο δείχνει τον χαρακτηριστικό τρόπο που επιλέγει να δουλέψει ο Τρέβορ, ενίοτε απαλείφοντας ρήματα ή φράσεις που προσφέρουν ελλειπτικότητα στις περιγραφές, λακωνικότητα στους διαλόγους, ίσως και μία σύγχυση στον (απρόσεκτο, φυσικά) αναγνώστη που σκέφτεται για μια στιγμή τι τρέχει εδώ, και σε συνδυασμό με τους ίδιους τους ήρωες που τραβάνε τα δεινά τους, μας προσφέρει ένα λογοτεχνικό σύνολο που φανερώνεται άρτιο και απολύτως δικαιολογημένο. «Όλοι όμως έχουν σοβαρές δικαιολογίες: διεκδικούν τον δικό τους τρόπο κατάρρευσης αλλά και αποκατάστασης, τα μυστικά του σπαραγμού τους δεν είναι προσιτά αλλά μας δίνεται ο απόηχος, γιατί η κάθοδος στα βάθη απαιτεί τη σιωπή, την αναστολή των δονήσεων, ακόμα και των αντιδράσεων».
Οι μεταφράσεις των διηγημάτων μοιράζονται ισόποσα στις Δέσπω Παπαγρηγοράκη, Κατερίνα Παπαδημάτου και Μαίρη Σαρατσιώτη χωρίς να διακρίνεται κάποια παραφωνία που σημαίνει ότι έγινε πολύ καλή δουλειά (ή πολύ κακή, ok παίζει και αυτό το σενάριο, αλλά όχι σε αυτή την περίπτωση!). Η έκδοση έρχεται από μια αλλοτινή ποιοτική εποχή των «Ελληνικών Γραμμάτων», γιατί τώρα αρκετά συχνά… #$@#% με μεγάλα γράμματα. Στη ξεθωριασμένη απόδειξη που βρήκα εντός του βιβλίου, λέει ότι το αγόρασα 7/5/15, εφτά χρόνια φαγούρα, έχουν δίκιο τελικά οι σχετικές έρευνες. Τυχερός είσαι ρε Τρέβορ γιατί η στατιστική μου λέει ότι βιβλία που δεν διάβαζα έως και 5 μήνες μετά την αγορά τους, δεν τα διάβασα και ποτέ (εκτός και αν ήταν απολύτως must read – όχι, δεν εννοώ την «Εποχή των τυφώνων», σοβαρευτείτε). Love him tender. Λογοτεχνία στα καλύτερά της. Δεν είναι δα και μυστικό.
[…] «Μήπως η αγάπη επώαζε θύματα; αναρωτιόταν η Λίζε. Μήπως το συμβάν δεν ήταν παρά προειδοποίηση για δυσάρεστες καταστάσεις τις οποίες δεν είχαν προς το παρόν αντιμετωπίσει; Γιατί τα τυχαία περιστατικά φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επίδραση στη ζωή των ανθρώπων και στις σχέσεις τους από ό,τι η έχθρα ή η φιλία των χωρών τους; Για μια στιγμή, η Λίζε θέλησε να μιλήσει γι’ αυτό, και παραλίγο να το κάνει προτού αποφασίσει να κρατήσει το στόμα της κλειστό.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.