Όλοι οι καλλιτέχνες κλέβουν. Τι πιο σύνηθες από αυτό, που θα έλεγε και ο Ευαγγελάτος. Απλώς κάποιοι παίρνουν τις δάφνες και κάποιοι άλλοι την πίκρα. Κανείς δεν το κάνει σοβαρό θέμα – ίσως μόνο θέμα Πανελληνίων, μέχρι εκεί. Αν ωστόσο έχεις το θάρρος και την καλοσύνη να το παραδεχτείς, απαλύνεις κάπως την πίκρα του θύματος, και αμβλύνεις τις όποιες καλλιτεχνικές αιχμές πρόκειται να εκτοξευθούν. Ο Τζόυς λοιπόν, για την συγγραφή του «Οδυσσέα» του εκτός από τα λάφυρα της πιο βαθιάς προσωπικής του ζωής και τα ξεφτίδια του κοινωνικού του περίγυρου, έκλεψε και την μέθοδο από ένα βιβλίο του Ντυζαρντέν. Μας ενδιαφέρει πώς θα ήταν ο «Οδυσσέας» χωρίς αυτή την μέθοδο; Όχι. Μας νοιάζει πόσο πολύ την τελειοποίησε ο Τζόυς, καθιστώντας την σχεδόν αγνώριστη; Ούτε αυτό. Τα δυο βιβλία στα μάτια ενός επαρκούς – κατά Ναμπόκοφ – αναγνώστη επικοινωνούν ήδη, βρίσκονται στο ίδιο γενέθλιο πάρτι της αγέραστης λογοτεχνίας και (μας) διασκεδάζουν με τον τρόπο τους. Σήμερα, το θρυλικό βιβλίο του Τζόυς σβήνει τα 100 κεράκια του – όμως και εκείνο του Ντυζαρντέν σίγουρα αξίζει το δωράκι του∙ την ανάρτησή μου εννοώ, τον υποχρέωσα!
Μπορεί ο Ναμπόκοφ στη μελέτη του για την ρώσικη λογοτεχνία να εντοπίζει την αρχή του εσωτερικού μονολόγου στην «Άννα Καρένινα» πριν το τέλος το δικό της και του βιβλίου, (μπορεί ξεφτίδια του να ανιχνεύονται στην «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ και να φτάνουν μέχρι πίσω στον Μονταίνιο), αλλά ήταν ο Τζόυς που τον ανέδειξε στην τελική και πιο τέλεια μορφή του. Και λίγο πιο πίσω από τον Τζόυς (χρονικά μιλώντας πάντα), στέκει ο Εντουάρ Ντυζαρντέν με ετούτο το μικρό και γοητευτικό βιβλιαράκι του. Αλλά και πόσο βαρετό! Βαρετό, σωστά διαβάσατε, αυτό δεν είναι εξάλλου στην συντριπτική πλειονότητά του το ανθρώπινο μυαλό με τα παράγωγά του; – τα έχει λύσει ο Στάινερ εδώ και καιρό αυτά. Ακούστε για λίγο τον ήχο (τον θόρυβο, καλύτερα) στο κεφάλι σας. Ποιον θα ενδιέφερε πραγματικά να τον ακούσει, περισσότερο ίσως από εσάς τον ίδιο; – και πάλι, το τελευταίο, μένει να επαληθευτεί. Αν κάποτε η απάντηση είναι Yes i said yes i will yes, θα με ενδιέφερε να τον ακούσω, τότε δεν χρειάζεστε τίποτα περισσότερο για να απολαύσετε τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Ούτε οδηγούς, ούτε ανόητες σκέψεις που σας φρενάρουν.
Όσοι έχετε διαβάσει τον «Οδυσσέα» (σήμερα επιτρέπεται να πείτε ψέματα, σας πιστεύουμε όλους) και την «Βιογραφία» του από τον Έλμαν, θα καταλάβετε γιατί το βιβλίο του Ντυζαρντέν γοήτευσε τόσο τον Τζόυς. «Να αγαπάς∙ και να τιμάς την αγάπη σου, να σέβεσαι την αγάπη σου, να αγαπάς την αγάπη σου». Love loves to love love, έτσι δεν είναι; Το βιβλίο περιγράφει τις αποτυχημένες προσπάθειες ενός νεαρού να κατακτήσει την καρδιά μιας ηθοποιού του θεάτρου, η οποία του απομυζά μικροποσά, συντηρώντας με αριστοτελικές μεθόδους τον πλατωνικό του έρωτα. Λίγα χρόνια αργότερα, περίπου στην ηλικία των σαράντα ετών, εκείνος ο άλλοτε νεαρός θα έχει οικειοποιηθεί απροσδόκητα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάποιου Λεοπόλδου Μπλουμ!
Και η μέθοδος του Ντυζαρντέν όμως, ο οποίος έχει αρκετό ενδιαφέρον ως προσωπικότητα όπως μας πληροφορεί το επίμετρο του μεταφραστή, αποδεικνύεται καινοφανής. Πάντοτε αγαπούσα την άνω τελεία∙ ίσως να μην έμαθα ποτέ να την χρησιμοποιώ σωστά, με βάση τους κανόνες, αλλά δεν με νοιάζει κιόλας. Την ξεχωρίζω από όλα τα σημεία στίξης, και πάνω της κάδρο στερεώνω τα διαπιστευτήρια της αφοσίωσής μου. Γιατί στο βιβλίο του Ντυζαρντέν λειτουργεί ακριβώς έτσι, σαν μια σειρά δεκάδων εκατοντάδων καρφιών που πασχίζουν κάπως επισφαλώς να σταθεροποιήσουν τις σκέψεις που σφυροκοπούν ανελέητα το κεφάλι του νεαρού Ντανιέλ Πρενς. Θα μπορούσε σε ένα μυαλό που σκέφτεται να μπει τελεία;… για σκεφτείτε το.
Το βιβλίο μάς προσφέρουν οι «Νησίδες» σε ωραία μετάφραση του Μιχάλη Αρβανίτη που για μένα τουλάχιστον, έδρεψε δάφνες, δικαίως – είδαμε και άλλες μεταφράσεις που έδρεψαν ευρωπαϊκές δάφνες και πλέον δεν κάνουν ούτε για τις φακές, που εξάλλου είναι αριστουργηματικό φαγητό και δεν μπορεί να ανέχεται κακής ποιότητας υλικά. Τέλος πάντων, ας μην λέω πολλά γιατί ήδη πέρασε η επετειακή 2 Φεβρουαρίου – πάλι έχασα το deadline, γαμώτο – και θα με κατηγορείτε για ανακολουθίες. Και δεν μπορώ την αδικία, καθόλου! Το βιβλίο του είναι κομψοτέχνημα∙ (άνω) τελεία και παύλα.
[…] «Χωρίζουμε. Πάει κατά κει. Ω! Μα δεν είναι ευτυχισμένος; Ζει μία ολοκληρωτική αγάπη, μία αμοιβαία αγάπη. Φαντάζεται ότι φλερτάρω με κοπέλες. Αμοιβαία αγάπη! Α! το πιστεύει, άρα είναι ευτυχισμένος: ευτυχισμένος, ίσως, όπως κανένας άλλος∙ να ’ναι ο μόνος που γνώρισε τι είναι αγάπη; Βέβαια, αυτό πιστεύει. Κι όμως, είναι φοβερό να πιστεύεις κάτι τέτοιο∙ και πού το στηρίζει! Οδός ντε Κουρσέλ∙ η Ελίζ∙ η μαμά∙ και ποια, Θεέ μου; Μια δεσποινίδα, που την συνάντησε τυχαία, μια ωραία πρωία∙ που συχνάζει με δυο φίλες της σε έναν δημόσιο κήπο∙ που την πήρε από πίσω∙ που έλαβε τα ραβασάκια του∙ που, έξι μήνες τώρα, μέσα στο σπίτι της, του παριστάνει την αγνή∙ και που θα του είχε πει αμέσως το ναι, αν είχε τολμήσει. Και η μαμά∙ μια γυναίκα με μικρό εισόδημα∙ μια χήρα, σίγουρα∙ χήρα αξιωματικού∙ η μαμά που κάνει ότι παίζει Ίανσεν∙ το ρομάντζο της αιώνιας αγάπης∙ θα γίνω γυναίκα σας∙ γιατί όχι, γραμμή στην κρεβατοκάμαρα; τι θα έλεγε τότε ο φίλος μας; Ω! Ω! Ω! Τον στρίμωξαν. Κι αυτός που θα φαντάζεται, φαντάζεται, μπορεί να φανταστεί ότι αγαπά∙ δεν βλέπει ότι είναι το κοροϊδάκι της∙ δεν μαντεύει ότι σε δυο μήνες θα του περάσει αυτό το καπρίτσιο∙ και παντρεύεται. Δεν είναι έτσι οι αληθινοί έρωτες, δεν δημιουργούνται έτσι, δεν γεννιούνται έτσι, και μια καρδιά δεν κερδίζεται στο πάρκο Μονσώ, μια μέρα που σεργιανάμε αμέριμνα και που παίρνουμε από πίσω μοδιστρούλες και κόρες χηρών, για να παίξουμε μπροστά σε τρεις καλλονές τον ρόλο του Πάρι… Η πόρτα του σπιτιού μου, να∙ έφτασα…»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.