Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Απ’ όλα με ρώσικη


Ο Ναμπόκοφ μιλάει πάντα για λίγο απ’ όλα ακόμα και όταν φαίνεται ότι μιλάει μόνο και εμμονικά για τη λογοτεχνία. Παρόλα αυτά, μιλάει πάντα με την κομψή του αλαζονεία, με το απαράμιλλο στυλ του, με τον παιγνιώδη κυνισμό του, με τις οξυδερκείς αναλύσεις του. Μιλάει απολαυστικά για ιστορίες και μας δείχνει πώς αυτές μετατρέπονται μπροστά στα μάτια μας σε απολαυστικές ιστορίες! «Άλλωστε, η άποψη ότι τελικά η μαγεία που αποπνέει η μεγάλη λογοτεχνία πρέπει να αποσκοπεί στην απόλαυση του αναγνώστη ενισχύεται και από το ακόλουθο περιστατικό: Όταν τον Σεπτέμβριο του 1953, στο Cornell, ο Ναμπόκοφ ζήτησε από τους φοιτητές του να γράψουν σε μια κόλλα χαρτί γιατί είχαν επιλέξει το μάθημά του, με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσε ότι ένας φοιτητής είχε απαντήσει: “Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες”». Φημολογείται ότι αυτός ο φοιτητής ήταν ο Τόμας Πύντσον! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει αλλά μετά τον θάνατο του Πύντσον μπορώ να το κοινοποιήσω με άνεση ως αληθές, γιατί δείχνει πολύ κουλ(ο) στα κοινωνικά δίκτυα να πουλάς μούρη ότι κατέχεις προσωπικές πληροφορίες για τους αγαπημένους σου συγγραφείς, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχεται η πληροφορία αν έχεις έστω και κάποια βιβλία τους στη βιβλιοθήκη σου – δεν συζητάμε καν, να τα έχεις διαβάσει κιόλας!
 
Χάρηκα πολύ με την έκδοση και αξίζει να επισημανθεί στην αρχή. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις «Πατάκη». Ελπίζω να βγάλουν και τις υπόλοιπες διαλέξεις του Ναμπόκοφ, καθώς και τα κριτικά δοκίμια του Τζόυς – καιρός είναι. Δεν νομίζω να περιμένετε να κάνω κριτική… της κριτικής ικανότητας του Ναμπόκοφ. Ο καθένας μπορεί να σχηματίσει την άποψή του για τον Ναμπόκοφ είτε ως συγγραφέα είτε ως κριτικό. Το ζουμί (zoom in) είναι αλλού. Ας πούμε ότι όλο το ανά χείρας βιβλίο αξίζει μόνο και μόνο για την γνώμη που έχει ο Ναμπόκοφ για το έργο του Ντοστογέφσκι. Όχι τόσο για την καλλιτεχνική του άποψη αυτή καθαυτήν (που έτσι και αλλιώς πολλοί θα διαφωνούν) αλλά, για το θάρρος να την εκφράζει (που έτσι και αλλιώς πολλοί θα διαφωνούν, επίσης). Το πλέον ψυχωφελές στο βιβλίο του Ναμπόκοφ με τις διαλέξεις για τη ρωσική λογοτεχνία, είναι αυτό. Η διπλή του αξιοθαύμαστη ιδιότητα, να τους γράφει την γνώμη του και παράλληλα να τους γράφει στα παπάρια του!
 
«Η άποψή μου για τον Ντοστογέφσκι είναι αρκετά ασυνήθιστη και “ανορθόδοξη”. Στις διαλέξεις μου προσεγγίζω πάντα τη λογοτεχνία από τη σκοπιά εκείνη που με ενδιαφέρει πρωτίστως: από τη σκοπιά της καλλιτεχνικής αξίας αυτής καθαυτήν, της ιδιοφυίας και της έμπνευσης του λογοτέχνη. Από αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, ο Ντοστογέφσκι δεν είναι μεγάλος αλλά μέτριος συγγραφέας, με σελίδες που διακρίνονται για το υψηλής ποιότητας χιούμορ τους, αλλά και με σελίδες όπου κυριαρχούν η φλυαρία και οι κοινοτοπίες».
 
Να πω εδώ ότι και εγώ συμφωνώ εν πολλοίς με την άποψη του Ναμπόκοφ για τον Ντοστογέφσκι, ότι επίσης θεωρώ όπως και αυτός, τον «Σωσία» του, ένα από τα καλύτερα βιβλία που έγραψε («Αυτή η ιστορία, που ξεχωρίζει για την έμφασή της στις λεπτομέρειες (σε κάποια σημεία σχεδόν θυμίζει Τζόυς) και για τη φωνητική και ρυθμική της εκφραστικότητα αλλά χαίρει ελάχιστης εκτίμησης μεταξύ των θαυμαστών του Ντοστογέφσκι-προφήτη…»), σκαμπρόζικο και ευφυές πριν καταντήσει να γίνει ο Ντοστογέφσκι αυτό που τελικά έγινε, όπως και ότι ήταν ένας καταπιεσμένος θεατρικός συγγραφέας που αν διοχέτευε το δραματουργικό του ταλέντο σε κείμενα πιο συμβατά με τις θεατρικές συμβάσεις, θα ήταν μεγαλοφυής – ακόμα και εγώ που βαριέμαι το θέατρο καταλαβαίνω την δραματουργική ένταση των μυθιστορημάτων του και ίσως γι’ αυτό πλέον δεν αντέχω να τον διαβάζω. Υπάρχει και ένα απόσπασμα που αφορά την κράτηση του Ντοστογέφσκι στην φυλακή και το αναφέρω εδώ γιατί μοιάζει περισσότερο ως επινοημένη ιστορία ή κάτι σαν χαιρέκακη υπογράμμιση – αλλά μάλλον είναι απλώς ξερό γεγονός. «Μάλιστα, διοικητής του φρουρίου τότε ήταν κάποιος στρατηγός Ναμπόκοφ, πρόγονός μου, του οποίου η αλληλογραφία με τον τσάρο Νικόλαο Α΄, με θέμα τους κρατούμενους στο φρούριο, είναι αρκετά διασκεδαστική».

Υπάρχει πανδημία σπόιλερ στο βιβλίο, γι’ αυτό όσοι αρρωσταίνετε με κάτι τέτοια, ρίξτε αντισηπτικό στα μάτια για προσωρινή τύφλωση! Ο λόγος που παρουσιάζονται σελίδες επί σελίδων από τα αναλυόμενα βιβλία είναι μάλλον επειδή οι διαλέξεις προορίζονταν για φοιτητές και ίσως να θυμάστε όταν ήμασταν φοιτητές πόση προσοχή δίναμε στις παραδόσεις. Προσωπικά, θα ήθελα λιγότερες σελίδες από αυτά τα έργα και περισσότερη κριτική συμπύκνωση εκ μέρους του Ναμπόκοφ, αλλά από την άλλη μεριά, μην έχοντας διαβάσει αρκετά από αυτά τα κείμενα, κρίνω έτσι με περισσότερη επάρκεια ποιο ενδεχομένως θα μου άρεσε να διαβάσω στο μέλλον, καθώς επίσης μπορώ και παρατηρώ περισσότερα για τη δομή των κειμένων, τους χαρακτήρες, την πλοκή, κλπ, στοιχεία σημαντικά για αναγνώστες και συγγραφείς. Εξάλλου, για να δούμε τις πεταλούδες να πεταρίζουν ξανά ολόλαμπρες, οφείλουμε να …ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΟΥΚΟΎΛΙ λίγο περισσότερο από όσο ίσως θα θέλαμε!
 
 
[…] «Το λογοτεχνικό εύρημα του εσωτερικού μονολόγου και της συνειδησιακής ροής το οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, στον Τολστόι, αρκετά χρόνια πριν εμφανιστεί ο Τζέιμς Τζόυς, με τους ήρωές του, στο μυαλό των οποίων εντυπώσεις από τον εξωτερικό κόσμο, αναμειγνύονται με προσωπικές τους σκέψεις και με τα συναισθήματά τους. Παρακολουθούμε έτσι μια ροή εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων χωρίς ο συγγραφέας να θεωρεί σκόπιμο οποιονδήποτε σχολιασμό εκ μέρους του. Βέβαια, στον Τολστόι αυτή η τεχνική υπάρχει σε εμβρυακή κατά κάποιον τρόπο μορφή, με τον συγγραφέα να μην αποφεύγει εντελώς τον σχολιασμό· με τον Τζόυς, όμως, ο εσωτερικός μονόλογος και η συνειδησιακή ροή θα οδηγηθούν στις έσχατες συνέπειές τους».
 
Σαφώς και ο Ναμπόκοφ κάνει εμφανέστατες τις προτιμήσεις του καθώς και τις απαρέσκειές του σε συγγραφείς, μην ξεχνώντας όμως χάρη στην «υποκειμενική» αντικειμενικότητά του να βρίσκει μειονεκτήματα στους πρώτους και προτερήματα στους δεύτερους. Μεγαλύτερη εκτίμηση δίνει ξεκάθαρα στον Τολστόι και έπειτα στον Γκόγκολ. «Αν αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος τους προδρόμους Πούσκιν και Λέρμοντοφ, θα λέγαμε ότι οι μεγαλύτεροι Ρώσοι πεζογράφοι είναι, κατά σειρά, ο Τολστόι, ο Γκόγκολ, ο Τσέχοφ και ο Τουργκένιεφ». Ουπς! [Ντοστογέφσκι: Κάνε με αντ, είμαι πλοκ! – Ναμπόκοφ: …διαβάστηκε…)! Ο Ναμπόκοφ μαζί με τις, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένες, παραδόσεις του μας παραδίδει και κάποια κομμάτια κριτικής έμπνευσης που δεν τα χορταίνεις. Πράγματα που φωτίζοντας το έργο των άλλων, φωτίζουν κατ’ επέκταση και το δικό του έργο, όπως φωτίζουν και σένα στην προσπάθειά σου να βγεις από τα αναγνωστικά σου σκοτάδια.
 
[…] «Πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στον «συναισθηματισμό» και στην «ευαισθησία». Ένας συναισθηματικός άνθρωπος μπορεί να είναι εξαιρετικά βάναυσος στην ιδιωτική του ζωή. Από την άλλη, ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν είναι ποτέ βίαιος ή σκληρός στη συμπεριφορά του. Ο συναισθηματικός Ρουσσό, που μπορούσε να δακρύσει αν άκουγε μια προοδευτική ιδέα, παρατούσε τα εξώγαμα παιδιά του σε ορφανοτροφεία και δεν έδινε δεκάρα για την τύχη τους. Μια συναισθηματική κυρία μιας κάποιας ηλικίας μπορεί να λατρεύει τον παπαγάλο της, αλλά να δηλητηριάσει την ανιψιά της. Ένας συναισθηματικός πολιτικός δεν ξεχνάει ποτέ τη Γιορτή της Μητέρας, αλλά δεν έχει ενδοιασμούς να συντρίψει αμείλικτα έναν αντίπαλό του. Ο Στάλιν λάτρευε τα μωρά. Ο Λένιν έβαζε τα κλάματα στην όπερα, και ιδιαίτερα στην Τραβιάτα. Γενεές ολόκληρες συγγραφέων εκθειάζουν την απλή ζωή των φτωχών και όλα τα σχετικά. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, πως όταν γίνεται λόγος για συγγραφείς που δίνουν έμφαση στο συναισθηματικό στοιχείο, όπως είναι ο Ρίτσαρντσον, ο Ρουσσό ή ο Ντοστογέφσκι, εννοούμε την ελάχιστης καλλιτεχνικής αξίας έμφαση σε συναισθήματα ικανά να προκαλέσουν αυτόματα τη συγκίνηση και τη συμπόνια του αναγνώστη».
 
Μεγάλε Δάσκαλε σ’ ευχαριστώ πραγματικά για αυτή την παράγραφο. Ειλικρινά, θα σου έσφιγγα το χέρι σε καιρό πανδημίας! Τόσο πολύ, σ’ ευχαριστώ. Δεν φαντάζεσαι πόσο έχει κατακλύσει ο συναισθηματισμός την σύγχρονη λογοτεχνία – τρου στόρι. Αλλά και όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Ρίξτε μια ματιά στη διασπορά αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα αυτή την περίοδο της πανδημίας· μπορείτε να μαντέψετε με επάρκεια ποιες είναι αποτέλεσμα συναισθηματισμού και ποιες αποτέλεσμα ευαισθησίας; Αν ναι, συγχαρητήρια – σας χειροκροτώ από το μπαλκόνι μου! – ίσως πλέον μπορείτε να απολαύσετε και ένα σπουδαίο βιβλίο. Η ευαισθησία ενίοτε μπορεί να είναι ασυμπτωματική, ο συναισθηματισμός ποτέ!
 
Η έκδοση του «Πατάκη» είναι πολύ όμορφη – μου αρέσει πολύ, εξωτερικά και εσωτερικά, παρόλο που τα χρώματα του εξωφύλλου ξεθωριάζουν πολύ γρήγορα, ακόμα και αυτό όμως το θεωρώ μέρος της γοητείας και δεν με χαλάει καθόλου. Η μετάφραση του Ανδρέα Παππά υπέροχη και λειτουργική, περιέχεται επίσης χορταστική εισαγωγή του Fredson Bowers, και 2-3 ξέχωρα αλλά ιδιαιτέρως σημαντικά άρθρα του Ναμπόκοφ, που περικλείουν ιδανικά τις διαλέξεις του. Ένα μειονέκτημα βρήκα. Η διάλεξη για τον Τολστόι είναι η εκτενέστερη από τις παρουσιαζόμενες, περίπου 140 σελίδες (όταν η δεύτερη μεγαλύτερη δεν ξεπερνά τις εκατό), κι όμως, στο εξώφυλλο δεν αναγράφεται το όνομά του ανάμεσα στους άλλους συγγραφείς! Δε ξέρω ειλικρινά τι σόι μάρκετινγκ είναι αυτό! Αν κάποιος αναγνώστης είναι θαυμαστής του Τολστόι αλλά δεν έχει την δυνατότητα να ξεφυλλίσει το βιβλίο παρά μόνο να δει το εξώφυλλο, ενδέχεται να το προσπεράσει, την στιγμή κιόλας που η συγκεκριμένη διάλεξη είναι η πιο άρτια από όλες και άρα θα τον ενδιέφερε ούτως ή άλλως. Τέλος πάντων, ας θεωρήσουμε ότι ήταν λάθος του εκδοτικού, αν και εμένα θα μου άρεσε η σκέψη ότι αυτή η απόκρυψη του ονόματος έκρυβε μαζί της και κάποιες μυστήριες νοητικές συνδηλώσεις· αυτά όμως είναι εγκεφαλικές ακροβασίες που αρεσκόταν να κάνει ο Ναμπόκοφ και διάφοροι ονειροπαρμένοι σαν ελόγου μου, και δύσκολα θα επέφεραν οικονομικά θετικό αποτέλεσμα στα ταμεία του εκδοτικού οίκου.
 
«Άλλωστε, τόσο εδώ όσο και με άλλες ευκαιρίες, επανειλημμένα έχω υπογραμμίσει ότι για μένα η λογοτεχνία δεν ανήκει στην επικράτεια των ιδεών, της έκθεσής τους και της ανάπτυξής τους, αλλά στην επικράτεια των λέξεων και των εικόνων». до свидания!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !