Ο Ναμπόκοφ μιλάει πάντα για λίγο απ’ όλα ακόμα και όταν φαίνεται ότι μιλάει μόνο και εμμονικά για τη λογοτεχνία. Παρόλα αυτά, μιλάει πάντα με την κομψή του αλαζονεία, με το απαράμιλλο στυλ του, με τον παιγνιώδη κυνισμό του, με τις οξυδερκείς αναλύσεις του. Μιλάει απολαυστικά για ιστορίες και μας δείχνει πώς αυτές μετατρέπονται μπροστά στα μάτια μας σε απολαυστικές ιστορίες! «Άλλωστε, η άποψη ότι τελικά η μαγεία που αποπνέει η μεγάλη λογοτεχνία πρέπει να αποσκοπεί στην απόλαυση του αναγνώστη ενισχύεται και από το ακόλουθο περιστατικό: Όταν τον Σεπτέμβριο του 1953, στο Cornell, ο Ναμπόκοφ ζήτησε από τους φοιτητές του να γράψουν σε μια κόλλα χαρτί γιατί είχαν επιλέξει το μάθημά του, με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσε ότι ένας φοιτητής είχε απαντήσει: “Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες”». Φημολογείται ότι αυτός ο φοιτητής ήταν ο Τόμας Πύντσον! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει αλλά μετά τον θάνατο του Πύντσον μπορώ να το κοινοποιήσω με άνεση ως αληθές, γιατί δείχνει πολύ κουλ(ο) στα κοινωνικά δίκτυα να πουλάς μούρη ότι κατέχεις προσωπικές πληροφορίες για τους αγαπημένους σου συγγραφείς, ενώ στην πραγματικότητα ελέγχεται η πληροφορία αν έχεις έστω και κάποια βιβλία τους στη βιβλιοθήκη σου – δεν συζητάμε καν, να τα έχεις διαβάσει κιόλας!
Χάρηκα πολύ με την έκδοση και αξίζει να επισημανθεί στην αρχή. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις «Πατάκη». Ελπίζω να βγάλουν και τις υπόλοιπες διαλέξεις του Ναμπόκοφ, καθώς και τα κριτικά δοκίμια του Τζόυς – καιρός είναι. Δεν νομίζω να περιμένετε να κάνω κριτική… της κριτικής ικανότητας του Ναμπόκοφ. Ο καθένας μπορεί να σχηματίσει την άποψή του για τον Ναμπόκοφ είτε ως συγγραφέα είτε ως κριτικό. Το ζουμί (zoom in) είναι αλλού. Ας πούμε ότι όλο το ανά χείρας βιβλίο αξίζει μόνο και μόνο για την γνώμη που έχει ο Ναμπόκοφ για το έργο του Ντοστογέφσκι. Όχι τόσο για την καλλιτεχνική του άποψη αυτή καθαυτήν (που έτσι και αλλιώς πολλοί θα διαφωνούν) αλλά, για το θάρρος να την εκφράζει (που έτσι και αλλιώς πολλοί θα διαφωνούν, επίσης). Το πλέον ψυχωφελές στο βιβλίο του Ναμπόκοφ με τις διαλέξεις για τη ρωσική λογοτεχνία, είναι αυτό. Η διπλή του αξιοθαύμαστη ιδιότητα, να τους γράφει την γνώμη του και παράλληλα να τους γράφει στα παπάρια του!
«Η άποψή μου για τον Ντοστογέφσκι είναι αρκετά ασυνήθιστη και “ανορθόδοξη”. Στις διαλέξεις μου προσεγγίζω πάντα τη λογοτεχνία από τη σκοπιά εκείνη που με ενδιαφέρει πρωτίστως: από τη σκοπιά της καλλιτεχνικής αξίας αυτής καθαυτήν, της ιδιοφυίας και της έμπνευσης του λογοτέχνη. Από αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, ο Ντοστογέφσκι δεν είναι μεγάλος αλλά μέτριος συγγραφέας, με σελίδες που διακρίνονται για το υψηλής ποιότητας χιούμορ τους, αλλά και με σελίδες όπου κυριαρχούν η φλυαρία και οι κοινοτοπίες».
Να πω εδώ ότι και εγώ συμφωνώ εν πολλοίς με την άποψη του Ναμπόκοφ για τον Ντοστογέφσκι, ότι επίσης θεωρώ όπως και αυτός, τον «Σωσία» του, ένα από τα καλύτερα βιβλία που έγραψε («Αυτή η ιστορία, που ξεχωρίζει για την έμφασή της στις λεπτομέρειες (σε κάποια σημεία σχεδόν θυμίζει Τζόυς) και για τη φωνητική και ρυθμική της εκφραστικότητα αλλά χαίρει ελάχιστης εκτίμησης μεταξύ των θαυμαστών του Ντοστογέφσκι-προφήτη…»), σκαμπρόζικο και ευφυές πριν καταντήσει να γίνει ο Ντοστογέφσκι αυτό που τελικά έγινε, όπως και ότι ήταν ένας καταπιεσμένος θεατρικός συγγραφέας που αν διοχέτευε το δραματουργικό του ταλέντο σε κείμενα πιο συμβατά με τις θεατρικές συμβάσεις, θα ήταν μεγαλοφυής – ακόμα και εγώ που βαριέμαι το θέατρο καταλαβαίνω την δραματουργική ένταση των μυθιστορημάτων του και ίσως γι’ αυτό πλέον δεν αντέχω να τον διαβάζω. Υπάρχει και ένα απόσπασμα που αφορά την κράτηση του Ντοστογέφσκι στην φυλακή και το αναφέρω εδώ γιατί μοιάζει περισσότερο ως επινοημένη ιστορία ή κάτι σαν χαιρέκακη υπογράμμιση – αλλά μάλλον είναι απλώς ξερό γεγονός. «Μάλιστα, διοικητής του φρουρίου τότε ήταν κάποιος στρατηγός Ναμπόκοφ, πρόγονός μου, του οποίου η αλληλογραφία με τον τσάρο Νικόλαο Α΄, με θέμα τους κρατούμενους στο φρούριο, είναι αρκετά διασκεδαστική».
[…] «Το λογοτεχνικό εύρημα του εσωτερικού μονολόγου και της συνειδησιακής ροής το οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, στον Τολστόι, αρκετά χρόνια πριν εμφανιστεί ο Τζέιμς Τζόυς, με τους ήρωές του, στο μυαλό των οποίων εντυπώσεις από τον εξωτερικό κόσμο, αναμειγνύονται με προσωπικές τους σκέψεις και με τα συναισθήματά τους. Παρακολουθούμε έτσι μια ροή εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων χωρίς ο συγγραφέας να θεωρεί σκόπιμο οποιονδήποτε σχολιασμό εκ μέρους του. Βέβαια, στον Τολστόι αυτή η τεχνική υπάρχει σε εμβρυακή κατά κάποιον τρόπο μορφή, με τον συγγραφέα να μην αποφεύγει εντελώς τον σχολιασμό· με τον Τζόυς, όμως, ο εσωτερικός μονόλογος και η συνειδησιακή ροή θα οδηγηθούν στις έσχατες συνέπειές τους».
Σαφώς και ο Ναμπόκοφ κάνει εμφανέστατες τις προτιμήσεις του καθώς και τις απαρέσκειές του σε συγγραφείς, μην ξεχνώντας όμως χάρη στην «υποκειμενική» αντικειμενικότητά του να βρίσκει μειονεκτήματα στους πρώτους και προτερήματα στους δεύτερους. Μεγαλύτερη εκτίμηση δίνει ξεκάθαρα στον Τολστόι και έπειτα στον Γκόγκολ. «Αν αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος τους προδρόμους Πούσκιν και Λέρμοντοφ, θα λέγαμε ότι οι μεγαλύτεροι Ρώσοι πεζογράφοι είναι, κατά σειρά, ο Τολστόι, ο Γκόγκολ, ο Τσέχοφ και ο Τουργκένιεφ». Ουπς! [Ντοστογέφσκι: Κάνε με αντ, είμαι πλοκ! – Ναμπόκοφ: …διαβάστηκε…)! Ο Ναμπόκοφ μαζί με τις, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένες, παραδόσεις του μας παραδίδει και κάποια κομμάτια κριτικής έμπνευσης που δεν τα χορταίνεις. Πράγματα που φωτίζοντας το έργο των άλλων, φωτίζουν κατ’ επέκταση και το δικό του έργο, όπως φωτίζουν και σένα στην προσπάθειά σου να βγεις από τα αναγνωστικά σου σκοτάδια.
[…] «Πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στον «συναισθηματισμό» και στην «ευαισθησία». Ένας συναισθηματικός άνθρωπος μπορεί να είναι εξαιρετικά βάναυσος στην ιδιωτική του ζωή. Από την άλλη, ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν είναι ποτέ βίαιος ή σκληρός στη συμπεριφορά του. Ο συναισθηματικός Ρουσσό, που μπορούσε να δακρύσει αν άκουγε μια προοδευτική ιδέα, παρατούσε τα εξώγαμα παιδιά του σε ορφανοτροφεία και δεν έδινε δεκάρα για την τύχη τους. Μια συναισθηματική κυρία μιας κάποιας ηλικίας μπορεί να λατρεύει τον παπαγάλο της, αλλά να δηλητηριάσει την ανιψιά της. Ένας συναισθηματικός πολιτικός δεν ξεχνάει ποτέ τη Γιορτή της Μητέρας, αλλά δεν έχει ενδοιασμούς να συντρίψει αμείλικτα έναν αντίπαλό του. Ο Στάλιν λάτρευε τα μωρά. Ο Λένιν έβαζε τα κλάματα στην όπερα, και ιδιαίτερα στην Τραβιάτα. Γενεές ολόκληρες συγγραφέων εκθειάζουν την απλή ζωή των φτωχών και όλα τα σχετικά. Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, πως όταν γίνεται λόγος για συγγραφείς που δίνουν έμφαση στο συναισθηματικό στοιχείο, όπως είναι ο Ρίτσαρντσον, ο Ρουσσό ή ο Ντοστογέφσκι, εννοούμε την ελάχιστης καλλιτεχνικής αξίας έμφαση σε συναισθήματα ικανά να προκαλέσουν αυτόματα τη συγκίνηση και τη συμπόνια του αναγνώστη».
Μεγάλε Δάσκαλε σ’ ευχαριστώ πραγματικά για αυτή την παράγραφο. Ειλικρινά, θα σου έσφιγγα το χέρι σε καιρό πανδημίας! Τόσο πολύ, σ’ ευχαριστώ. Δεν φαντάζεσαι πόσο έχει κατακλύσει ο συναισθηματισμός την σύγχρονη λογοτεχνία – τρου στόρι. Αλλά και όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Ρίξτε μια ματιά στη διασπορά αναρτήσεων στα κοινωνικά δίκτυα αυτή την περίοδο της πανδημίας· μπορείτε να μαντέψετε με επάρκεια ποιες είναι αποτέλεσμα συναισθηματισμού και ποιες αποτέλεσμα ευαισθησίας; Αν ναι, συγχαρητήρια – σας χειροκροτώ από το μπαλκόνι μου! – ίσως πλέον μπορείτε να απολαύσετε και ένα σπουδαίο βιβλίο. Η ευαισθησία ενίοτε μπορεί να είναι ασυμπτωματική, ο συναισθηματισμός ποτέ!
Η έκδοση του «Πατάκη» είναι πολύ όμορφη – μου αρέσει πολύ, εξωτερικά και εσωτερικά, παρόλο που τα χρώματα του εξωφύλλου ξεθωριάζουν πολύ γρήγορα, ακόμα και αυτό όμως το θεωρώ μέρος της γοητείας και δεν με χαλάει καθόλου. Η μετάφραση του Ανδρέα Παππά υπέροχη και λειτουργική, περιέχεται επίσης χορταστική εισαγωγή του Fredson Bowers, και 2-3 ξέχωρα αλλά ιδιαιτέρως σημαντικά άρθρα του Ναμπόκοφ, που περικλείουν ιδανικά τις διαλέξεις του. Ένα μειονέκτημα βρήκα. Η διάλεξη για τον Τολστόι είναι η εκτενέστερη από τις παρουσιαζόμενες, περίπου 140 σελίδες (όταν η δεύτερη μεγαλύτερη δεν ξεπερνά τις εκατό), κι όμως, στο εξώφυλλο δεν αναγράφεται το όνομά του ανάμεσα στους άλλους συγγραφείς! Δε ξέρω ειλικρινά τι σόι μάρκετινγκ είναι αυτό! Αν κάποιος αναγνώστης είναι θαυμαστής του Τολστόι αλλά δεν έχει την δυνατότητα να ξεφυλλίσει το βιβλίο παρά μόνο να δει το εξώφυλλο, ενδέχεται να το προσπεράσει, την στιγμή κιόλας που η συγκεκριμένη διάλεξη είναι η πιο άρτια από όλες και άρα θα τον ενδιέφερε ούτως ή άλλως. Τέλος πάντων, ας θεωρήσουμε ότι ήταν λάθος του εκδοτικού, αν και εμένα θα μου άρεσε η σκέψη ότι αυτή η απόκρυψη του ονόματος έκρυβε μαζί της και κάποιες μυστήριες νοητικές συνδηλώσεις· αυτά όμως είναι εγκεφαλικές ακροβασίες που αρεσκόταν να κάνει ο Ναμπόκοφ και διάφοροι ονειροπαρμένοι σαν ελόγου μου, και δύσκολα θα επέφεραν οικονομικά θετικό αποτέλεσμα στα ταμεία του εκδοτικού οίκου.
«Άλλωστε, τόσο εδώ όσο και με άλλες ευκαιρίες, επανειλημμένα έχω υπογραμμίσει ότι για μένα η λογοτεχνία δεν ανήκει στην επικράτεια των ιδεών, της έκθεσής τους και της ανάπτυξής τους, αλλά στην επικράτεια των λέξεων και των εικόνων». до свидания!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.