Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λύκε, είσαι εδώ;


Περπατούσαμε εις τα δάση όταν ο λύκος δεν ήταν εδώ· τώρα που το κράτος επέβαλε καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, η άλλοτε ζωή σαν παραμύθι έγινε ξαφνικά παραμύθι σαν ζωή: Η Κοκκινοσκουφίτσα θα πρέπει να λάβει ειδική άδεια για να επισκεφτεί τη γιαγιά της, ενώ οι εφτά Νάνοι, κρίνεται εξαιρετικά δύσκολο, να καταφέρουν να αθληθούν όλοι μαζί σε εξωτερικό χώρο. Όσο για τον Χάνσελ και την Γκρέτελ θα τους παραχωρηθεί εφάπαξ ειδική άδεια να επισκεφτούν τον φούρνο! «Στο μυαλό της Νόρας άστραψε η σκέψη: “Θεέ μου! Τα παιδιά ξέρουν κάτι που δεν μπορούν να εκφράσουν· τους αρέσει η Κοκκινοσκουφίτσα στο κρεβάτι μαζί με το λύκο!”». Σε τέτοιες σκοτεινές καταστάσεις πρέπει να τα βρεις με τον εαυτό σου, διαβάζεις μόνο βιβλία που σε ανυψώνουν, είναι ακριβώς εκείνες οι στιγμές που σχεδόν όλοι δηλώνουν ότι ήρθε η στιγμή να διαβάσουν (ανεπιτυχώς, προφανώς!) τον «Οδυσσέα» του Τζόυς! Έλα όμως που σε τέτοιες δύσκολες στιγμές τα μόνα βιβλία που με παρηγορούν και με καθησυχάζουν είναι εκείνα του Τζόυς και του Πύντσον – τα οποία έχω στο πατρικό. Και αμέλησα προ Καραντίνας να προμηθευτώ κάποιο (το «Πορτραίτο του καλλιτέχνη», ας πούμε, σε μετάφραση Μπερλή, που συνεχώς γλυκοκοίταζα), γιατί κυρίως εστίασα στο πώς θα στοκάρω κωλόχαρτα. Η λογοτεχνία όμως σπανίως συμπαθεί τους χέστες αναγνώστες. Πώς λοιπόν θα αντιμετωπίσω τώρα, το δάσος της νύχτας;
 
Το «Δάσος της Νύχτας» της Τζούνα Μπαρνς είναι ένα απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό βιβλίο. Παιδί της εποχής και της λογοτεχνίας (Μοντερνισμός της δεκαετίας 1920 και 1930) που το γέννησε, δεν ενδείκνυται για όλους τους αναγνώστες ούτε για όλες τις στιγμές. Φορτισμένο με εξαιρετική εικονοκλαστική δύναμη και περίπλοκο αλλά φίνο στιλιστικό σώμα, είναι σίγουρο ότι θα γοήτευε καλλιτέχνες όπως τον Πάουντ και τον Τζόυς· ανθρώπους που συναναστράφηκε για χρόνια η ίδια η Μπαρνς και την επηρέασαν στο έργο της ή επηρέασε εκείνη το δικό τους, γιατί όχι. «Έμοιαζε πάντα να αφουγκράζεται στο αίμα της τον αντίλαλο κάποιας επιδρομής, που ήταν έξω από κάθε γνωστό ορίζοντα· κι όταν εκείνος άρχισε να την καταλαβαίνει, σ’ αυτό μονάχα μπορούσε να στηρίξει την οικειότητά του». Έτσι, αν νιώθεις ότι από τις πρώτες κιόλας σελίδες κάτι σε χαλάει, μην το συνεχίζεις, γιατί παρακάτω θα χαλάσει και άλλο.
 
Επίκεντρο του βιβλίου (και φθηνό διαφημιστικό κόλπο των εκδοτών ώστε το βιβλίο να συνεχίζει να πουλάει και σήμερα) είναι η ερωτική σχέση της Νόρας Φλαντ (άλτερ έγκο της Μπαρνς) με την Ρόμπιν Βόουτ (Thelma Wood --> Nightwood). Κατά την γνώμη μου, αυτά τα 2-3 μεσαία κεφάλαια του βιβλίου, με την κατάκτηση της Ρόμπιν, την συμβίωση και ύστερα την εμφάνιση της καταπατήτριας και την ρήξη, είναι τα πλέον απολαυστικά, όπου η Μπαρνς επιδίδεται σε λογοτεχνία υψηλής κλάσης. Όσοι αναζητάτε, με το πονηρό σας μάτι κολλημένο στην κλειδαρότρυπα, λεσβιακές περιγραφές θα απογοητευτείτε οικτρά, κρατήστε τα λεφτά σας για καμιά πιο εικονοκλαστική συνδρομή. Σ’ αυτά τα κεφάλαια, η Μπαρνς επιστρατεύτοντας τη ζωντάνια του λόγου της, την πανδαισία μεταφορών και υπαινιγμών, την ακρίβεια του ύφους της, πετυχαίνει ένα αποτέλεσμα που σε κρατά στην τσίτα, διανοητική και συναισθηματική, και μου θύμισε πολύ έντονα ταινίες του Ντέιβιντ Λυντς – εκεί που κάπου στα μισά των ταινιών του, έχει ήδη γίνει η ονειρική μετάβαση, οι διάλογοι έχουν ελαχιστοποιηθεί, και εσύ προσπαθείς να μαντέψεις με όλες σου τις αισθήσεις, τι νιώθουν οι ήρωες των ταινιών του, κυρίως οι γυναικείοι χαρακτήρες, που αγαπά ιδιαιτέρως ο Λυντς. Η Μπαρνς λοιπόν, δίνει φωνή σε όλες εκείνες τις εναγώνιες ψυχικές διακυμάνσεις, που ο Λυντς προτιμά να ντύνει με τις υπέροχες μουσικές του! 
 

 
«Το πρόβλημα με σένα είναι πως δεν είσαι μονάχα δημιουργός, αλλά και καταστροφέας μύθων. Έφτιαξες ένα πανέμορφο παραμύθι κι έπειτα το ’βαλες να πλαγιάσει στο ίδιο κρεβάτι με τον Βολταίρο…» Ίσως η συνολική σύνθεση του βιβλίου να αποπνέει κάτι εξαιρετικά ολοκληρωμένο (που μάλλον θα εκτιμηθεί αν ακολουθήσουν δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις) αλλά η επιλογή της Μπαρνς να χρησιμοποιήσει την ορθολογική αναρθοδοξία του γιατρού νοθεύει λίγο την απόλαυση που σου προσφέρει η κεντρική ιστορία. Η φιγούρα του κυνικού και παράδοξου τρελο-Ιρλανδού γιατρού που έχει μια παράδοξη απάντηση για όλα και όλους, φαίνεται να κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις (όπως συνέβη και στον Έλιοτ την πρώτη φορά που διάβασε το βιβλίο) αλλά ίσως σε κάποιο δεύτερο επίπεδο να αποδυναμώνει την δυναμική του βιβλίου – εκτός και αν μου διαφεύγει κάτι πολύ ουσιώδες, που δεν αποκλείεται όντως να συμβαίνει αυτό. «Ήξερε ότι θα εξακολουθούσε να συμπαθεί το γιατρό, μολονότι είχε επίγνωση πως τούτο θα συνέβαινε παρά τις αλλεπάλληλες συσπάσεις της ψυχής του – ανάλογες προς τη μετατόπιση των υγρών του στρειδιού, που πρέπει να καλύψει τον ερεθισμό του μ’ ένα μαργαριτάρι». Ειδικά το προτελευταίο μεγαλούτσικο κεφάλαιο όπου ο γιατρός έχει μεθύσει από το ποτό και η Νόρα από τον οριστικά χαμένο έρωτά της, είναι ανυπόφορα αλλόκοτο. Του αναγνωρίζω μόνο το ελαφρυντικό, που συνέβαινε συχνά στα κείμενα του μοντερνισμού τότε, ότι επειδή οι πρωταγωνιστές του είναι μεθυσμένοι – για δικούς τους λόγους – έτσι και το ίδιο το κεφάλαιο αναδίδει μια, όχι μεθυστική, αλλά μεθυσμένη αίσθηση. Αλλά, εδώ που τα λέμε, αν δεν είσαι Τζόυς, τέτοια πειράματα είναι αρκετά παρακινδυνευμένα!
 
Παραδόξως το βιβλίο της Τζούνα Μπάρνς μου έφερε στο μυαλό την Κλαρίσε Λισπέκτορ. Μπήκα στη θέση δηλαδή μερικών αναγνωστών που ίσως θα επιφυλάσσουν απέναντι στο βιβλίο της Μπαρνς, εκείνη την στάση που είχα (και συνεχίζω να έχω) απέναντι στην Λισπέκτορ. Ωστόσο, για να λέμε και μερικές αλήθειες – τώρα που είμαστε σε καραντίνα και κανείς δεν μπορεί να μας αγγίξει – η Τζούνα Μπαρνς είναι απείρως καλύτερη από την ατάλαντη Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι «ακόμη και η μεγαλύτερη γενικότητα έχει κάτι το ειδικό» και αυτή η φράση ελέγχεται όχι τόσο για την αλήθεια της γενικά όσο για την απόλαυση που μπορεί να καταφέρει ειδικά και στο βιβλίο της Μπαρνς αυτή η απόλαυση επιτυγχάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. «Κανένας δεν είναι τρανός ή ασήμαντος, παρά μονάχα στο μυαλό κάποιου άλλου, γι’ αυτό πρόσεχε σε τι μυαλά θα μπεις». Μας αρέσει συχνά να θεοποιούμε το ύφος των συγγραφέων – και καλά κάνουμε – αλλά ας μην ξεχνάμε και το ύφος των αναγνωστών, πολύ σημαντικό στοιχείο για να απολαύσεις και να κριτικάρεις ένα βιβλίο. Ναι ρε, έχω υφάκι, τι θέλετε τώρα!
 
Εγώ διάβασα την έκδοση της «Αλεξάνδρειας» (βγήκε πρόσφατα και από τον «Gutenberg» ως «Νυχτοδάσος») και την χάρηκα πολύ. Η μετάφραση του Παναγιώτη Ι. Χατζηδάκη μου φάνηκε αρκετά καλή – ας πω εδώ, ότι στοιχεία του βιβλίου που μου φάνηκαν παράταιρα ή τρόπον τινά αχρείαστα και αναφέρω πιο πάνω, ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι βιβλία τέτοιου ύφους και λογοτεχνικού ρεύματος, αναδεικνύουν την συνολική ομορφιά τους στην γλώσσα του πρωτοτύπου, χωρίς να παραβλέπω ωστόσο ότι ακόμα και εκεί, μπορεί να έχουν κάποιες λογοτεχνικές αδυναμίες. Βρήκα υπέροχο το εξώφυλλο, όπως και εξαιρετικό τον πρόλογο του Τ.Σ. Ελιοτ που αν κάνετε τον κόπο να τον διαβάσετε άλλη μία και μετά το πέρας της ανάγνωσης, θα το βρείτε ακόμα καλύτερο. Η έκδοση συμπληρώνεται και με ένα σύντομο επίμετρο του μεταφραστή. Συμπερασματικά είναι ένα βιβλίο που δεν περνάει εύκολα απαρατήρητο. Δύσκολο αναγνωστικά για την εποχή που διανύουμε αλλά που τουλάχιστον μας υπενθυμίζει ότι για όσο διάστημα τα καφέ, η νυχτερινή ζωή και ο έρωτας βρίσκονται υπό απαγόρευση, το δάσος της νύχτας θα παραμένει πυκνό και σκοτεινό. Δεν είναι και λίγο να στο θυμίζει κάπου κάπου κάποιος αυτό. Πώς είναι η νύχτα, φύλακα;
 
«Κανένας άνθρωπος δεν χρειάζεται θεραπεία για την προσωπική του αρρώστια, εκείνο που θα έπρεπε να κοιτάξει είναι η καθολική του νόσος». Πάρ’ τα μωρή άρρωστη… ανθρωπότητα!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!