Πριν από πολλά πολλά χρόνια, θα ήταν θαρρώ 2018 ή και αρχές του 2019, είχα παρακολουθήσει μια έκθεση αφιερωμένη στον Αλέξανδρο Ιόλα, στο – and just like that – σαλονικιώτικο «MOMus» (στο άλλοτε «Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης»), το επαρχιώτικο ξαδερφάκι του μητροπολιτικού πρωτοτύπου. Μην ανησυχείτε, η ανέμπνευστη μετονομασία πασίγνωστων μπραντ είναι ενδημική. Ενθουσιάστηκα με όσα έμαθα και έσπευσα να διαβάσω κάποιο σχετικό βιβλίο με την δράση του και τη ζωή του. Το μόνο που βρήκα ήταν μια βιογραφία γραμμένη από τον Νίκο Σταθούλη (επανεκδόθηκε από «Οδός Πανός») που επέλεξε ο ίδιος ο Ιόλας για βιογράφο του. Απογοητεύτηκα πολύ νωρίς όταν από τις πρώτες σελίδες με μια ενοχλητική οίηση του ίδιου του βιογράφου, περιέγραφε πώς αποπλάνησε ένα αγόρι στην Αίγυπτο πίσω από κάτι σκάλες. Δεν προμήνυε τίποτα το αντικειμενικό για την συνέχεια και έτσι το παράτησα αδιάβαστο. Αυτό μου θύμισε μια φράση από την παρούσα βιογραφία, και με την σχετική γνώση που απέκτησα επί του θέματος, διαφωτίζει αρκετά πράγματα μέσα μου: «“Οι διαφορές μεταξύ ψευδών και πραγματικών αναμνήσεων είναι όπως τα κοσμήματα: πάντα τα ψεύτικα φαίνονται πιο αληθινά και λαμπερά” είχε πει ο Salvador Dali. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τις πληροφορίες του γραπτού Τύπου ή των social media. Όσο πιο ψευδείς είναι, τόσο πιο ελκυστικές γίνονται για το κοινό». Ευτυχώς να λέμε που δεν πέθανε την εποχή των σόσιαλ μίντια, ευτυχώς, ευτυχώς. Θα μου πείτε τώρα, η ανιψιά του ήταν ικανή να γράψει μια αποστασιοποιημένη, κατά το δυνατόν αντικειμενική και ειλικρινή βιογραφία; Μένει να το μάθετε.
Το πρώτο που έκανα όταν αγόρασα τη νέα βιογραφία που κυκλοφόρησε πρόσφατα ήταν να ανατρέξω στις τρισέλιδες ευχαριστίες της συγγραφέα και να δω αν υπήρχε κάπου, οπουδήποτε, αναφορά στο όνομα του Νίκου Σταθούλη. Η απουσία του, επιβεβαίωσε μεν μέσα μου την αρχική υποψία για μια αναξιόπιστη ή τουλάχιστον κακή βιογραφία εκ μέρους του, γέννησε αφετέρου την περιέργεια να μάθω γιατί άραγε λείπει σε μια τόσο εξαντλητικά τεκμηριωμένη βιογραφία όπως αυτή που παρουσιάζω. Να κάνουμε και λίγο κουτσομπολιό, όχι μόνο τεκμηρίωση! Τέλος πάντων, από όπου και να έχει ακούσει κανείς το όνομα Ιόλας, είτε από την επαγγελματική του ενασχόληση με τον χορό είτε από την γιγάντια προώθηση της σύγχρονης τέχνης στο β΄ μισό του 20ου αιώνα είτε από τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής τη δεκαετία του 80 είτε επειδή πέθανε από AIDS («Ο θείος σου ήταν πολύ προοδευτικός σε όλα, άρα μόνο με μια πάθηση του 20ου αιώνα μπορεί να φύγει από τη ζωή») αξίζει να διαβάσει αυτή την βιογραφία. Ο Αλέξανδρος Ιόλας μου φέρνει στο νου μια οσκαρική φιγούρα, έναν γοητευτικό αντικατοπτρισμό του Όσκαρ Γουάιλντ ριγμένο σαν συνέχειά του στον 20ο αιώνα, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών, ενός ανθρώπου που ζούσε για την τέχνη και την ομορφιά, πολύ πάνω από τις δυνατότητες και τις αντοχές της εποχής του, καλοπροαίρετος και πάντα αδιάφορος για τις μικρότητες των ανθρώπων οι οποίες ύπουλα και διαβρωτικά γιγαντώθηκαν και στο τέλος τον κατασπάραξαν. Τρόπος ζωής του οι παντοειδείς υπερβολές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ανάξια να την ζει και να την χαίρεται, ούτε σώνει και ντε ότι έπρεπε να στριμωχτεί στα στενότερα καλούπια άλλων ζωών. «Άλλωστε, ο Ιόλας λάτρευε τις υπερβολές. Κατά την γνώμη του, ήταν ένδειξη πάθους και θεωρούσε πως αυτό ήταν το μαγικό κλειδί της επιτυχίας».
Εκκινώντας το ταξίδι του από την καβαφική Αλεξάνδρεια – ένας ολότελα χαμένος παράδεισος που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος πλέον την επιρροή που ασκούσε στους ανθρώπους του πνεύματος, ουσιαστικά πολυπολιτισμικός και ανεκτικός – με μια συστατική επιστολή του ποιητή προς τον Άγγελο Σικελιανό, φτάνει Ελλάδα και σιγά σιγά σαν επίμονος θαλασσοπόρος γυρίζει τον κόσμο, για να επιστρέψει μετά από χρόνια πίσω, περισσότερο ως ναυάγιο για τους ομοεθνείς του και όχι ως εξερευνητής νέων τόπων και τρόπων που ήταν. Η ανιψιά του Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα αφήνει την συναισθηματική της εμπλοκή στην άκρη – σε σημεία του βιβλίου αφήνει κυριολεκτικά και την πένα της – και γράφει μια βιογραφία βασισμένη σε αδιάψευστα και τεκμηριωμένα στοιχεία. Χοντρικά η βιογραφία χωρίζεται σε 5 μέρη: τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια, τους κοντινούς συγγενείς, την επιστροφή στην Ελλάδα, το σπίτι της Αγίας Παρασκευής (που θα παίξει και σημαντικό ρόλο στις κατηγορίες και τις δικαστικές διαμάχες του τέλους)∙ στην επαγγελματική του χορευτική καριέρα∙ στην στροφή του προς τον κόσμο της τέχνης∙ στο απόγειο της δόξας του∙ και στο άδοξο τέλος και τις τρομερές δίκες που ακολούθησαν. Μέσα σε όλα αυτά, εμφιλοχωρούν διακριτικά υποκειμενικές ματιές της ανιψιάς του που δημιουργούν ένα όμορφο συναίσθημα στον αναγνώστη αλλά πάντα με σεβασμό στα απόλυτα τεκμήρια. Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι εκείνο που μιλάει για τις εικαστικές τέχνες και για το πόσο σημαντικός υπήρξε ο Ιόλας για τον κόσμο της τέχνης όπως τον ξέρουμε τώρα (αν και έκτοτε έχει αλλάξει αρκετά πρόσωπα και πάντα προς το αποκρουστικότερο). Αλλά δε θα πω τίποτα περισσότερο για να τα ανακαλύψετε διαβάζοντας την βιογραφία. Θα σταθώ μόνο σε ό,τι με εξόργισε. «Το μόνο που μπορώ να σχολιάσω μετά βεβαιότητος είναι ότι από τους τέσσερις πέντε καλλιτέχνες με τους οποίους διεκόπη η συνεργασία, οι τρεις ήταν ελληνικής καταγωγής». Μπορεί να συμβαίνει και στους Σουηδούς, Πολωνούς και Νοτιοκορεάτες αλλά αφού είμεθα Έλληνες με πιστοποίηση αίματος ΑΒ (γιατί οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν ορθογραφία!) ας επικεντρωθούμε εδώ∙ δε ξέρω κατά πόσο η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, γιατί πολλοί από εμάς είμαστε και αχώνευτοι, αλλά μερικές δυνατές δαγκωματιές τις καταφέρνει μια χαρά. «Ούτε ο δύσμοιρος Κάφκα δεν θα μπορούσε να περιγράψει το βάθος και το εύρος της ταλαιπωρίας που προκαλείται στον Έλληνα πολίτη».
Στο κεφάλαιο με τις δίκες και την διαχείριση της κληρονομιάς, την εξιστόρηση αναλαμβάνει ο άνδρας της συγγραφέα, Γκυ Νατάν, ο οποίος μπορούσε να σταθεί λίγο πιο αποστασιοποιημένος συναισθηματικά και με πιο ξεκάθαρη λογική απέναντι στις αδυσώπητες δικαστικές μάχες (ο πιο σκληρός εχθρός σου μπορεί να είναι ένας από τους πιο κοντινούς σου συγγενείς) και το τέρας του Δημοσίου. Αυτό το κεφάλαιο εκτυλίσσεται σε ένα συναρπαστικό δικαστικό θρίλερ που αν δεν είχα κατά διαστήματα την σκέψη ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά, θα το απολάμβανα ακόμα περισσότερο. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο ξεκαθαρίζει μια και καλή σε όλους, τι νομίζουν οι περισσότεροι ότι υπήρξε ο Αλέξανδρος Ιόλας και τι υπήρξε στην πραγματικότητα. Σημαντικότατο και διαφωτιστικότατο. […] «Όταν ακούω ή διαβάζω “γιατί δεν έγινε καμιά δωρεά από τους κληρονόμους για να δικαιωθεί ο Ιόλας”, λυπάμαι που μιλούν χωρίς γνώση των γεγονότων. Δεν χρειάζεται ο Ιόλας δικαίωση. Γνώριζε ο ίδιος ποιος ήταν και οι άνθρωποι που τον ενδιέφεραν. Η δωρεά προς το ελληνικό κράτος είχε άλλο σκοπό. Όχι για ξέπλυμα ονόματος. Έχουν περάσει 33 χρόνια. Δεν μπορείς να κυνηγάς για να χαρίσεις, ούτε να μην μπορείς να επιλέξεις τι θα δωρίσεις. Η στάση των μουσείων στην Αθήνα ήταν λυπηρή: κράτησαν στις αποθήκες τους όλα τα έργα για δεκαετίες και εξέθεσαν ένα το 2019».
Η βιογραφία του Ιόλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίνωας» σε μία, το λιγότερο, φανταστική έκδοση. Κομψή, με χαρτί πολυτελείας, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αρχειακό υλικό, σωστά ευρετήρια (πόσο συνηθισμένα και άχρηστα είναι τα λάθος ευρετήρια, ούτε που το φαντάζεστε), κλπ. Αυτό που δεν μου άρεσε μόνο και το έχω συναντήσει σε πολλά βιβλία είναι η επιμονή να αναγράφονται τα ονόματα των καλλιτεχνών κυρίως καθώς και λοιπών προσώπων με λατινικούς χαρακτήρες. Θα ήταν σωστότερο η πρώτη φορά που εμφανίζεται ένα όνομα να υπάρχει σε παρένθεση η ελληνική του γραφή και ύστερα να αναπαράγεται με λατινική γραφή. Γιατί ειδάλλως γίνεται αποτρεπτικό στο να μάθει κάποιος καλλιτέχνες που ίσως τον ενδιαφέρουν. Ναι υπάρχει το ίντερνετ, θα πουν πικρόχολα κάποιοι εκδότες και το μόνο που έχω να αντιτείνω είναι να αντιγυρίσω την ερώτηση – δε σας άρεσε αυτό, έτσι; Θα μεταφράζονται όλα – ή όλα ή τίποτα –, αλλιώς ας έμεναν και οι επιστολές στην γλώσσα πρωτοτύπου, γιατί όχι; Το google translate κλέφτης θα γίνει; Τέλος γκρίνιας. Αγοράστε την βιογραφία του Ιόλα, και διαβάστε την σαν την παθιασμένη αλληλογραφία ενός εραστή της τέχνης. Και αφήστε τα σοκολατάκια και τα λουλούδια μέρα που είναι, κοστίζουν τα διπλά από αυτό το υπέροχο βιβλίο, αυτό το ανεπίδοτο γράμμα της Ελενίτσας προς τον αγαπημένο θείο της ταυτόχρονα με εκείνο μιας ώριμης ματιάς προς όλους τους αναγνώστες που μπορεί να ενδιαφέρονται για μια σπάνια προσωπικότητα.
[…] «Το βιβλίο ολοκληρώθηκε την περίοδο του κορονοϊού. Στην αρχή βίωσα διάχυτη ανακούφιση. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες, άρχισε να με περιτριγυρίζει βαθιά θλίψη. Είχε έρθει η ώρα ενός ετεροχρονισμένου αποχαιρετισμού.
Το ταξίδι με τόσα μαθήματα ζωής δεν ήταν εύκολο. Μέσα όμως από την πολυπλοκότητα του οικογενειακού μοντέλου, εκπαιδεύτηκα στην επιλογή του τρόπου ζωής που εγώ ήθελα να ζήσω.
Σε ευχαριστώ για όλα
Μου λείπεις
Η Ελενίτσα σου
15 Ιουλίου 2020»
Σας ξέφυγε ένα "να". Θαρρώ ότι πωλούν μερικά στου ΑΒ και του πουλιού το γάλα(Σε πάω, "να το ξες", που λένε και εκεί που το κρύο θυμίζει Σαντεφιορδ, μπρο). Του τρολ(λ) ορ νοτ του τρολ(λ);
ΑπάντησηΔιαγραφήKeep on rocking bro.
Αφού βρήκες το χαμένο «να» σημαίνει ότι διάβασες την ανάρτηση με προσοχή και αυτό με χαροποιεί. Βρήκα ένα σε προσφορά και το κότσαρα. Ευχαριστώ.
ΔιαγραφήΠως αλλιώς να την διαβάσω;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σε ευχαριστώ για τα καλούδια που μας παρουσιάζεις.