Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ιόλα ή τίποτα


 

 
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, θα ήταν θαρρώ 2018 ή και αρχές του 2019, είχα παρακολουθήσει μια έκθεση αφιερωμένη στον Αλέξανδρο Ιόλα, στο – and just like that – σαλονικιώτικο «MOMus» (στο άλλοτε «Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης»), το επαρχιώτικο ξαδερφάκι του μητροπολιτικού πρωτοτύπου. Μην ανησυχείτε, η ανέμπνευστη μετονομασία πασίγνωστων μπραντ είναι ενδημική. Ενθουσιάστηκα με όσα έμαθα και έσπευσα να διαβάσω κάποιο σχετικό βιβλίο με την δράση του και τη ζωή του. Το μόνο που βρήκα ήταν μια βιογραφία γραμμένη από τον Νίκο Σταθούλη (επανεκδόθηκε από «Οδός Πανός») που επέλεξε ο ίδιος ο Ιόλας για βιογράφο του. Απογοητεύτηκα πολύ νωρίς όταν από τις πρώτες σελίδες με μια ενοχλητική οίηση του ίδιου του βιογράφου, περιέγραφε πώς αποπλάνησε ένα αγόρι στην Αίγυπτο πίσω από κάτι σκάλες. Δεν προμήνυε τίποτα το αντικειμενικό για την συνέχεια και έτσι το παράτησα αδιάβαστο. Αυτό μου θύμισε μια φράση από την παρούσα βιογραφία, και με την σχετική γνώση που απέκτησα επί του θέματος, διαφωτίζει αρκετά πράγματα μέσα μου: «“Οι διαφορές μεταξύ ψευδών και πραγματικών αναμνήσεων είναι όπως τα κοσμήματα: πάντα τα ψεύτικα φαίνονται πιο αληθινά και λαμπερά” είχε πει ο Salvador Dali. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τις πληροφορίες του γραπτού Τύπου ή των social media. Όσο πιο ψευδείς είναι, τόσο πιο ελκυστικές γίνονται για το κοινό». Ευτυχώς να λέμε που δεν πέθανε την εποχή των σόσιαλ μίντια, ευτυχώς, ευτυχώς. Θα μου πείτε τώρα, η ανιψιά του ήταν ικανή να γράψει μια αποστασιοποιημένη, κατά το δυνατόν αντικειμενική και ειλικρινή βιογραφία; Μένει να το μάθετε.
 
Το πρώτο που έκανα όταν αγόρασα τη νέα βιογραφία που κυκλοφόρησε πρόσφατα ήταν να ανατρέξω στις τρισέλιδες ευχαριστίες της συγγραφέα και να δω αν υπήρχε κάπου, οπουδήποτε, αναφορά στο όνομα του Νίκου Σταθούλη. Η απουσία του, επιβεβαίωσε μεν μέσα μου την αρχική υποψία για μια αναξιόπιστη ή τουλάχιστον κακή βιογραφία εκ μέρους του, γέννησε αφετέρου την περιέργεια να μάθω γιατί άραγε λείπει σε μια τόσο εξαντλητικά τεκμηριωμένη βιογραφία όπως αυτή που παρουσιάζω. Να κάνουμε και λίγο κουτσομπολιό, όχι μόνο τεκμηρίωση! Τέλος πάντων, από όπου και να έχει ακούσει κανείς το όνομα Ιόλας, είτε από την επαγγελματική του ενασχόληση με τον χορό είτε από την γιγάντια προώθηση της σύγχρονης τέχνης στο β΄ μισό του 20ου αιώνα είτε από τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής τη δεκαετία του 80 είτε επειδή πέθανε από AIDS («Ο θείος σου ήταν πολύ προοδευτικός σε όλα, άρα μόνο με μια πάθηση του 20ου αιώνα μπορεί να φύγει από τη ζωή») αξίζει να διαβάσει αυτή την βιογραφία. Ο Αλέξανδρος Ιόλας μου φέρνει στο νου μια οσκαρική φιγούρα, έναν γοητευτικό αντικατοπτρισμό του Όσκαρ Γουάιλντ ριγμένο σαν συνέχειά του στον 20ο αιώνα, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και των διαφορών, ενός ανθρώπου που ζούσε για την τέχνη και την ομορφιά, πολύ πάνω από τις δυνατότητες και τις αντοχές της εποχής του, καλοπροαίρετος και πάντα αδιάφορος για τις μικρότητες των ανθρώπων οι οποίες ύπουλα και διαβρωτικά γιγαντώθηκαν και στο τέλος τον κατασπάραξαν. Τρόπος ζωής του οι παντοειδείς υπερβολές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ανάξια να την ζει και να την χαίρεται, ούτε σώνει και ντε ότι έπρεπε να στριμωχτεί στα στενότερα καλούπια άλλων ζωών. «Άλλωστε, ο Ιόλας λάτρευε τις υπερβολές. Κατά την γνώμη του, ήταν ένδειξη πάθους και θεωρούσε πως αυτό ήταν το μαγικό κλειδί της επιτυχίας». 
 
Εκκινώντας το ταξίδι του από την καβαφική Αλεξάνδρεια – ένας ολότελα χαμένος παράδεισος που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος πλέον την επιρροή που ασκούσε στους ανθρώπους του πνεύματος, ουσιαστικά πολυπολιτισμικός και ανεκτικός – με μια συστατική επιστολή του ποιητή προς τον Άγγελο Σικελιανό, φτάνει Ελλάδα και σιγά σιγά σαν επίμονος θαλασσοπόρος γυρίζει τον κόσμο, για να επιστρέψει μετά από χρόνια πίσω, περισσότερο ως ναυάγιο για τους ομοεθνείς του και όχι ως εξερευνητής νέων τόπων και τρόπων που ήταν. Η ανιψιά του Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα αφήνει την συναισθηματική της εμπλοκή στην άκρη – σε σημεία του βιβλίου αφήνει κυριολεκτικά και την πένα της – και γράφει μια βιογραφία βασισμένη σε αδιάψευστα και τεκμηριωμένα στοιχεία. Χοντρικά η βιογραφία χωρίζεται σε 5 μέρη: τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια, τους κοντινούς συγγενείς, την επιστροφή στην Ελλάδα, το σπίτι της Αγίας Παρασκευής (που θα παίξει και σημαντικό ρόλο στις κατηγορίες και τις δικαστικές διαμάχες του τέλους)∙ στην επαγγελματική του χορευτική καριέρα∙ στην στροφή του προς τον κόσμο της τέχνης∙ στο απόγειο της δόξας του∙ και στο άδοξο τέλος και τις τρομερές δίκες που ακολούθησαν. Μέσα σε όλα αυτά, εμφιλοχωρούν διακριτικά υποκειμενικές ματιές της ανιψιάς του που δημιουργούν ένα όμορφο συναίσθημα στον αναγνώστη αλλά πάντα με σεβασμό στα απόλυτα τεκμήρια. Το αγαπημένο μου κομμάτι είναι εκείνο που μιλάει για τις εικαστικές τέχνες και για το πόσο σημαντικός υπήρξε ο Ιόλας για τον κόσμο της τέχνης όπως τον ξέρουμε τώρα (αν και έκτοτε έχει αλλάξει αρκετά πρόσωπα και πάντα προς το αποκρουστικότερο). Αλλά δε θα πω τίποτα περισσότερο για να τα ανακαλύψετε διαβάζοντας την βιογραφία. Θα σταθώ μόνο σε ό,τι με εξόργισε. «Το μόνο που μπορώ να σχολιάσω μετά βεβαιότητος είναι ότι από τους τέσσερις πέντε καλλιτέχνες με τους οποίους διεκόπη η συνεργασία, οι τρεις ήταν ελληνικής καταγωγής». Μπορεί να συμβαίνει και στους Σουηδούς, Πολωνούς και Νοτιοκορεάτες αλλά αφού είμεθα Έλληνες με πιστοποίηση αίματος ΑΒ (γιατί οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν ορθογραφία!) ας επικεντρωθούμε εδώ∙ δε ξέρω κατά πόσο η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, γιατί πολλοί από εμάς είμαστε και αχώνευτοι, αλλά μερικές δυνατές δαγκωματιές τις καταφέρνει μια χαρά. «Ούτε ο δύσμοιρος Κάφκα δεν θα μπορούσε να περιγράψει το βάθος και το εύρος της ταλαιπωρίας που προκαλείται στον Έλληνα πολίτη». 
 

Στο κεφάλαιο με τις δίκες και την διαχείριση της κληρονομιάς, την εξιστόρηση αναλαμβάνει ο άνδρας της συγγραφέα, Γκυ Νατάν, ο οποίος μπορούσε να σταθεί λίγο πιο αποστασιοποιημένος συναισθηματικά και με πιο ξεκάθαρη λογική απέναντι στις αδυσώπητες δικαστικές μάχες (ο πιο σκληρός εχθρός σου μπορεί να είναι ένας από τους πιο κοντινούς σου συγγενείς) και το τέρας του Δημοσίου. Αυτό το κεφάλαιο εκτυλίσσεται σε ένα συναρπαστικό δικαστικό θρίλερ που αν δεν είχα κατά διαστήματα την σκέψη ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά, θα το απολάμβανα ακόμα περισσότερο. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο ξεκαθαρίζει μια και καλή σε όλους, τι νομίζουν οι περισσότεροι ότι υπήρξε ο Αλέξανδρος Ιόλας και τι υπήρξε στην πραγματικότητα. Σημαντικότατο και διαφωτιστικότατο. […] «Όταν ακούω ή διαβάζω “γιατί δεν έγινε καμιά δωρεά από τους κληρονόμους για να δικαιωθεί ο Ιόλας”, λυπάμαι που μιλούν χωρίς γνώση των γεγονότων. Δεν χρειάζεται ο Ιόλας δικαίωση. Γνώριζε ο ίδιος ποιος ήταν και οι άνθρωποι που τον ενδιέφεραν. Η δωρεά προς το ελληνικό κράτος είχε άλλο σκοπό. Όχι για ξέπλυμα ονόματος. Έχουν περάσει 33 χρόνια. Δεν μπορείς να κυνηγάς για να χαρίσεις, ούτε να μην μπορείς να επιλέξεις τι θα δωρίσεις. Η στάση των μουσείων στην Αθήνα ήταν λυπηρή: κράτησαν στις αποθήκες τους όλα τα έργα για δεκαετίες και εξέθεσαν ένα το 2019».
 
Η βιογραφία του Ιόλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίνωας» σε μία, το λιγότερο, φανταστική έκδοση. Κομψή, με χαρτί πολυτελείας, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αρχειακό υλικό, σωστά ευρετήρια (πόσο συνηθισμένα και άχρηστα είναι τα λάθος ευρετήρια, ούτε που το φαντάζεστε), κλπ. Αυτό που δεν μου άρεσε μόνο και το έχω συναντήσει σε πολλά βιβλία είναι η επιμονή να αναγράφονται τα ονόματα των καλλιτεχνών κυρίως καθώς και λοιπών προσώπων με λατινικούς χαρακτήρες. Θα ήταν σωστότερο η πρώτη φορά που εμφανίζεται ένα όνομα να υπάρχει σε παρένθεση η ελληνική του γραφή και ύστερα να αναπαράγεται με λατινική γραφή. Γιατί ειδάλλως γίνεται αποτρεπτικό στο να μάθει κάποιος καλλιτέχνες που ίσως τον ενδιαφέρουν. Ναι υπάρχει το ίντερνετ, θα πουν πικρόχολα κάποιοι εκδότες και το μόνο που έχω να αντιτείνω είναι να αντιγυρίσω την ερώτηση – δε σας άρεσε αυτό, έτσι; Θα μεταφράζονται όλα – ή όλα ή τίποτα –, αλλιώς ας έμεναν και οι επιστολές στην γλώσσα πρωτοτύπου, γιατί όχι; Το google translate κλέφτης θα γίνει; Τέλος γκρίνιας. Αγοράστε την βιογραφία του Ιόλα, και διαβάστε την σαν την παθιασμένη αλληλογραφία ενός εραστή της τέχνης. Και αφήστε τα σοκολατάκια και τα λουλούδια μέρα που είναι, κοστίζουν τα διπλά από αυτό το υπέροχο βιβλίο, αυτό το ανεπίδοτο γράμμα της Ελενίτσας προς τον αγαπημένο θείο της ταυτόχρονα με εκείνο μιας ώριμης ματιάς προς όλους τους αναγνώστες που μπορεί να ενδιαφέρονται για μια σπάνια προσωπικότητα. 
 

[…] «Το βιβλίο ολοκληρώθηκε την περίοδο του κορονοϊού. Στην αρχή βίωσα διάχυτη ανακούφιση. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες, άρχισε να με περιτριγυρίζει βαθιά θλίψη. Είχε έρθει η ώρα ενός ετεροχρονισμένου αποχαιρετισμού.
Το ταξίδι με τόσα μαθήματα ζωής δεν ήταν εύκολο. Μέσα όμως από την πολυπλοκότητα του οικογενειακού μοντέλου, εκπαιδεύτηκα στην επιλογή του τρόπου ζωής που εγώ ήθελα να ζήσω. 
 

Σε ευχαριστώ για όλα 

Μου λείπεις 

Η Ελενίτσα σου

15 Ιουλίου 2020»

Σχόλια

  1. Σας ξέφυγε ένα "να". Θαρρώ ότι πωλούν μερικά στου ΑΒ και του πουλιού το γάλα(Σε πάω, "να το ξες", που λένε και εκεί που το κρύο θυμίζει Σαντεφιορδ, μπρο). Του τρολ(λ) ορ νοτ του τρολ(λ);
    Keep on rocking bro.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αφού βρήκες το χαμένο «να» σημαίνει ότι διάβασες την ανάρτηση με προσοχή και αυτό με χαροποιεί. Βρήκα ένα σε προσφορά και το κότσαρα. Ευχαριστώ.

      Διαγραφή
  2. Πως αλλιώς να την διαβάσω;
    Εγώ σε ευχαριστώ για τα καλούδια που μας παρουσιάζεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!