Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τώρα μας σώνει μόνο ένα θαύμα


 
 
Μπορεί ένα βιβλιοπωλείο να αποτελέσει καταφύγιο; Όχι καταφύγιο πολέμου, μην παρασύρεστε από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, δεν παίζει τέτοιο πράγμα∙ ούτε βέβαια να σταματήσει τον ίδιο τον πόλεμο, αυτό και αν θα ήταν θαύμα! Μπορεί ωστόσο να αποτελέσει πού και πού ένα ζεστό καταφύγιο μιας μεμονωμένης ζωής, που παρέα με δισεκατομμύρια άλλες συγκροτούν τον κόσμο γύρω μας, τα ακρότατα όρια του οποίου συχνότατα και εντελώς απροσδόκητα μπορεί να είναι οι πιο αναίτιες και ακραίες σφαγές. Oh yes! Το να διεξάγεις ακήρυχτο πόλεμο αλληλεγγύης μέσω social media, να φας μια μπριζόλα επειδή τυχαίνει να είναι Τσικνοπέμπτη στα μέρη σου ή να διαβάσεις ένα ανάλαφρο βιβλίο δεν μοιάζουν αρκετά. Αλλά και τι θα μπορούσε να μοιάζει αρκετό στη ζωή ενός ανθρώπου; «Φοβάμαι ότι αυτό είναι σαν εκείνα τα feelgood μυθιστορήματα που διαβάζει η Τζάσμιν, όπου το τέλος είναι πάντα χαρούμενο γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι αναγνώστες να αντισταθμίσουν τις κακές ειδήσεις και όλα αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά έξω από τα βιβλία τους;»
 
Παλιότερα με τραβούσαν περισσότερο τα βιβλία που είχαν ως θέμα τους άλλα βιβλία, βιβλιοπωλεία, βιβλιοφιλικές αναφορές κλπ. Ήταν ο ευκολότερος τρόπος να μάθω την αλφαβήτα σε έναν άγνωστο κόσμο που ανοιγόταν εμπρός μου. Γι’ αυτό και πάντα τέτοιου είδους βιβλία θα γοητεύουν τους αναγνώστες ανά τον κόσμο και αν είναι και καλογραμμένα, ίσως αποφέρουν και (τίμια) κέρδη στους συγγραφείς τους. Πλέον σταμάτησα να έλκομαι από αυτά γιατί αν βουτήξεις πιο βαθιά αυτά σου φαίνονται κάπως επιφανειακά. Δεν διάβασα ποτέ μου το «Χάρτινο σπίτι» και πλέον πέρασε η εποχή που θα μπορούσα να αντλήσω ευχαρίστηση από την ανάγνωσή του. Το συγκεκριμένο βιβλίο που παρουσιάζω μου το έκαναν δώρο και είπα να του δώσω μια ευκαιρία προσπαθώντας να παραβλέψω τις ατέλειες που με την αναγνωστική μου εμπειρία έμαθα να αναγνωρίζω σε αυτά. Και ξαφνιάστηκα ευχάριστα καθώς από τα περισσότερα βιβλιοφιλικά βιβλία που κυκλοφορούν, ετούτο αποδείχθηκε περισσότερο του γούστου μου και πέρασα πραγματικά καλά.
 
[…] «Συγγνώμη» απευθύνθηκε πολύ ευγενικά στον κύριο Λίβινγκστον. «Πρέπει να διαβάσω την Αλίκη, του Λιούις Κάρολ».
«Στη χώρα των θαυμάτων ή Μέσα απ’ τον καθρέφτη;»
«Θα προτιμούσα στο σπίτι μου».
«Α, μάλιστα! Θα σας βρω ένα αντίτυπο των δύο βιβλίων αμέσως. Αν κάποιος σε αυτή την πόλη αξίζει να διαβάσει Κάρολ, αυτός είστε εσείς». 
 

Όσο προχωρούσε η ανάγνωση βρήκα στο μυαλό μου μια αναλογία που με έκανε να το ευχαριστηθώ περισσότερο. Μου θύμισε έντονα τις ταινίες του Γούντι Άλεν, αυτές τις τελευταίες, τις γλυκανάλατες κομεντί που πολλοί τις πολεμάνε γιατί δεν θυμίζουν τον πρότερο βίο του δημιουργού αλλά που δεν παύουν να είναι υπέροχες. Είχε όλα εκείνα τα παρόμοια υλικά και η συγγραφέας του τα συνδύασε σωστά ώστε να δέσει το γλυκό. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο με έναν ιδιότροπο, μισάνθρωπο και οξυδερκή βιβλιοπώλη – τον ρόλο αυτόν θα τον κρατούσε ο ίδιος ο Γούντι – «Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Έντουαρντ είναι ιδιότροπος» ομολόγησε στη φίλη του «αν και προσπαθεί πολύ για να δίνει αυτή την εντύπωση». «Σουτ» τον προειδοποίησε η Άγκνες. «Μη σε ακούσει. Θέλει να πιστεύει ότι το πετυχαίνει». Μια αποπροσανατολισμένη νεαρή Ισπανίδα αρχαιολόγο που φτάνει στο Λονδίνο για να βρει δουλειά στο αντικείμενό της και λίγο πριν τελειώσουν τα λεφτά και οι ελπίδες της, μπαίνει στο βιβλιοπωλείο «Moonlight Books» περισσότερο για να κάνει μια τελευταία ευχή στην τύχη της πριν απελπιστεί ολότελα, και καταλήγει να γίνεται βοηθός βιβλιοπώλη. Έναν 8 χρονο Όλιβερ Τουίστ που εγκαταλείπεται κάθε μέρα για ώρες στο βιβλιοπωλείο από την πολυάσχολη και άτεγκτη δικηγόρο μητέρα του, αφού εγκαταλήφθηκε επίσης και η όποια ελπίδα να αγαπήσει κάποτε το παιδί τον Ντίκενς, σύμφωνα με τον βιβλιοπώλη, εξαιτίας του ονόματος που επέλεξε να του δώσει εκείνη. Και διάφορες άλλες εκκεντρικότητες που παρελαύνουν από το βιβλιοπωλείο∙ και το βιβλίο.

[…] «Ποτέ δεν θα έπιανα κουβέντα μαζί του αν δεν είχαμε γνωριστεί» εξεπλάγη η κυρία Ντρέσντεν. «Μου εκμυστηρεύτηκε ότι επρόκειτο να κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία ένα μυθιστόρημα τόσο ανιαρό, που όποιος το διάβαζε θα ήθελε να αυτοκτονήσει».
«Και γιατί ήθελε να το εκδώσει;»
«Είναι οικολόγος».


Το βιβλίο το διακατέχει και το συνέχει το χιούμορ και η ειρωνεία, παρέα με την ερωτική ιστορία που θα αποτελέσει και το κέντρο του. Το τρολάρισμα που ρίχνει ο βιβλιοπώλης είναι απολαυστικό χωρίς όμως να εμφανίζεται κούφιο, απορρέει από μία κοσμοθεωρία και βαθιά αντίληψη των πραγμάτων. Και οι υπόλοιποι ήρωες τον σιγοντάρουν μια χαρά. Μου άρεσε αρκετά ο τρόπος που γράφει η συγγραφέας∙ το σπιρτόζικο βλέμμα στην φωτογραφία της, κατά διαστήματα το βρίσκεις και μέσα στον λόγο της. Η έκδοση του «Μεταίχμιου» είναι όμορφη και η μετάφραση της Κάλλιας Ταβουλάρη δείχνει λειτουργική. Το εξώφυλλο κάπως του ταιριάζει αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότυπο. Αν σας αρέσουν οι ταινίες του Γούντι Άλεν που λέγαμε, τότε να το διαβάσετε. Αν όχι, ρωτήστε τους κατά τόπους βιβλιοπώλες σας να σας προτείνουν κάποιο άλλο∙ και να σας κουτσομπολέψουν μόλις φύγετε από εκεί! 
 

[…] «Πώς σας φάνηκε το Στόουνερ, κυρία Ντρέσντεν;»
«Λιγότερο ενδιαφέρον και απ’ το να κοιτάς φρεσκοβαμμένο τοίχο να στεγνώνει».
Ο κύριος Λίβινγκστον άπλωσε το χέρι του για να πάρει το αντίτυπο του βιβλίου του Τζον Γουίλλιαμς από τα χέρια της, αναζήτησε μία συγκεκριμένη σελίδα, και διάβασε: «Ήταν ένα μοναχικό σπίτι με μοναχοπαίδι εκείνον και συνεκτικό δεσμό την ανάγκη για σκληρή δουλειά». Έκλεισε το βιβλίο και κοίταξε την κυρία Ντρέσντεν πάνω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά του. «Αυτό είναι ο Στόουνερ. Ένα ολόκληρο σύμπαν σε μία μόνο φράση. Ο Τζον Γουίλλιαμς θα μπορούσε να συνοψίσει όλα τα έργα του Ντοστογιέφσκι σε μία παράγραφο κι εσείς θα του χρωστούσατε αιώνια ευγνωμοσύνη».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .