Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τώρα μας σώνει μόνο ένα θαύμα


 
 
Μπορεί ένα βιβλιοπωλείο να αποτελέσει καταφύγιο; Όχι καταφύγιο πολέμου, μην παρασύρεστε από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, δεν παίζει τέτοιο πράγμα∙ ούτε βέβαια να σταματήσει τον ίδιο τον πόλεμο, αυτό και αν θα ήταν θαύμα! Μπορεί ωστόσο να αποτελέσει πού και πού ένα ζεστό καταφύγιο μιας μεμονωμένης ζωής, που παρέα με δισεκατομμύρια άλλες συγκροτούν τον κόσμο γύρω μας, τα ακρότατα όρια του οποίου συχνότατα και εντελώς απροσδόκητα μπορεί να είναι οι πιο αναίτιες και ακραίες σφαγές. Oh yes! Το να διεξάγεις ακήρυχτο πόλεμο αλληλεγγύης μέσω social media, να φας μια μπριζόλα επειδή τυχαίνει να είναι Τσικνοπέμπτη στα μέρη σου ή να διαβάσεις ένα ανάλαφρο βιβλίο δεν μοιάζουν αρκετά. Αλλά και τι θα μπορούσε να μοιάζει αρκετό στη ζωή ενός ανθρώπου; «Φοβάμαι ότι αυτό είναι σαν εκείνα τα feelgood μυθιστορήματα που διαβάζει η Τζάσμιν, όπου το τέλος είναι πάντα χαρούμενο γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν οι αναγνώστες να αντισταθμίσουν τις κακές ειδήσεις και όλα αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά έξω από τα βιβλία τους;»
 
Παλιότερα με τραβούσαν περισσότερο τα βιβλία που είχαν ως θέμα τους άλλα βιβλία, βιβλιοπωλεία, βιβλιοφιλικές αναφορές κλπ. Ήταν ο ευκολότερος τρόπος να μάθω την αλφαβήτα σε έναν άγνωστο κόσμο που ανοιγόταν εμπρός μου. Γι’ αυτό και πάντα τέτοιου είδους βιβλία θα γοητεύουν τους αναγνώστες ανά τον κόσμο και αν είναι και καλογραμμένα, ίσως αποφέρουν και (τίμια) κέρδη στους συγγραφείς τους. Πλέον σταμάτησα να έλκομαι από αυτά γιατί αν βουτήξεις πιο βαθιά αυτά σου φαίνονται κάπως επιφανειακά. Δεν διάβασα ποτέ μου το «Χάρτινο σπίτι» και πλέον πέρασε η εποχή που θα μπορούσα να αντλήσω ευχαρίστηση από την ανάγνωσή του. Το συγκεκριμένο βιβλίο που παρουσιάζω μου το έκαναν δώρο και είπα να του δώσω μια ευκαιρία προσπαθώντας να παραβλέψω τις ατέλειες που με την αναγνωστική μου εμπειρία έμαθα να αναγνωρίζω σε αυτά. Και ξαφνιάστηκα ευχάριστα καθώς από τα περισσότερα βιβλιοφιλικά βιβλία που κυκλοφορούν, ετούτο αποδείχθηκε περισσότερο του γούστου μου και πέρασα πραγματικά καλά.
 
[…] «Συγγνώμη» απευθύνθηκε πολύ ευγενικά στον κύριο Λίβινγκστον. «Πρέπει να διαβάσω την Αλίκη, του Λιούις Κάρολ».
«Στη χώρα των θαυμάτων ή Μέσα απ’ τον καθρέφτη;»
«Θα προτιμούσα στο σπίτι μου».
«Α, μάλιστα! Θα σας βρω ένα αντίτυπο των δύο βιβλίων αμέσως. Αν κάποιος σε αυτή την πόλη αξίζει να διαβάσει Κάρολ, αυτός είστε εσείς». 
 

Όσο προχωρούσε η ανάγνωση βρήκα στο μυαλό μου μια αναλογία που με έκανε να το ευχαριστηθώ περισσότερο. Μου θύμισε έντονα τις ταινίες του Γούντι Άλεν, αυτές τις τελευταίες, τις γλυκανάλατες κομεντί που πολλοί τις πολεμάνε γιατί δεν θυμίζουν τον πρότερο βίο του δημιουργού αλλά που δεν παύουν να είναι υπέροχες. Είχε όλα εκείνα τα παρόμοια υλικά και η συγγραφέας του τα συνδύασε σωστά ώστε να δέσει το γλυκό. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο με έναν ιδιότροπο, μισάνθρωπο και οξυδερκή βιβλιοπώλη – τον ρόλο αυτόν θα τον κρατούσε ο ίδιος ο Γούντι – «Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Έντουαρντ είναι ιδιότροπος» ομολόγησε στη φίλη του «αν και προσπαθεί πολύ για να δίνει αυτή την εντύπωση». «Σουτ» τον προειδοποίησε η Άγκνες. «Μη σε ακούσει. Θέλει να πιστεύει ότι το πετυχαίνει». Μια αποπροσανατολισμένη νεαρή Ισπανίδα αρχαιολόγο που φτάνει στο Λονδίνο για να βρει δουλειά στο αντικείμενό της και λίγο πριν τελειώσουν τα λεφτά και οι ελπίδες της, μπαίνει στο βιβλιοπωλείο «Moonlight Books» περισσότερο για να κάνει μια τελευταία ευχή στην τύχη της πριν απελπιστεί ολότελα, και καταλήγει να γίνεται βοηθός βιβλιοπώλη. Έναν 8 χρονο Όλιβερ Τουίστ που εγκαταλείπεται κάθε μέρα για ώρες στο βιβλιοπωλείο από την πολυάσχολη και άτεγκτη δικηγόρο μητέρα του, αφού εγκαταλήφθηκε επίσης και η όποια ελπίδα να αγαπήσει κάποτε το παιδί τον Ντίκενς, σύμφωνα με τον βιβλιοπώλη, εξαιτίας του ονόματος που επέλεξε να του δώσει εκείνη. Και διάφορες άλλες εκκεντρικότητες που παρελαύνουν από το βιβλιοπωλείο∙ και το βιβλίο.

[…] «Ποτέ δεν θα έπιανα κουβέντα μαζί του αν δεν είχαμε γνωριστεί» εξεπλάγη η κυρία Ντρέσντεν. «Μου εκμυστηρεύτηκε ότι επρόκειτο να κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία ένα μυθιστόρημα τόσο ανιαρό, που όποιος το διάβαζε θα ήθελε να αυτοκτονήσει».
«Και γιατί ήθελε να το εκδώσει;»
«Είναι οικολόγος».


Το βιβλίο το διακατέχει και το συνέχει το χιούμορ και η ειρωνεία, παρέα με την ερωτική ιστορία που θα αποτελέσει και το κέντρο του. Το τρολάρισμα που ρίχνει ο βιβλιοπώλης είναι απολαυστικό χωρίς όμως να εμφανίζεται κούφιο, απορρέει από μία κοσμοθεωρία και βαθιά αντίληψη των πραγμάτων. Και οι υπόλοιποι ήρωες τον σιγοντάρουν μια χαρά. Μου άρεσε αρκετά ο τρόπος που γράφει η συγγραφέας∙ το σπιρτόζικο βλέμμα στην φωτογραφία της, κατά διαστήματα το βρίσκεις και μέσα στον λόγο της. Η έκδοση του «Μεταίχμιου» είναι όμορφη και η μετάφραση της Κάλλιας Ταβουλάρη δείχνει λειτουργική. Το εξώφυλλο κάπως του ταιριάζει αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότυπο. Αν σας αρέσουν οι ταινίες του Γούντι Άλεν που λέγαμε, τότε να το διαβάσετε. Αν όχι, ρωτήστε τους κατά τόπους βιβλιοπώλες σας να σας προτείνουν κάποιο άλλο∙ και να σας κουτσομπολέψουν μόλις φύγετε από εκεί! 
 

[…] «Πώς σας φάνηκε το Στόουνερ, κυρία Ντρέσντεν;»
«Λιγότερο ενδιαφέρον και απ’ το να κοιτάς φρεσκοβαμμένο τοίχο να στεγνώνει».
Ο κύριος Λίβινγκστον άπλωσε το χέρι του για να πάρει το αντίτυπο του βιβλίου του Τζον Γουίλλιαμς από τα χέρια της, αναζήτησε μία συγκεκριμένη σελίδα, και διάβασε: «Ήταν ένα μοναχικό σπίτι με μοναχοπαίδι εκείνον και συνεκτικό δεσμό την ανάγκη για σκληρή δουλειά». Έκλεισε το βιβλίο και κοίταξε την κυρία Ντρέσντεν πάνω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά του. «Αυτό είναι ο Στόουνερ. Ένα ολόκληρο σύμπαν σε μία μόνο φράση. Ο Τζον Γουίλλιαμς θα μπορούσε να συνοψίσει όλα τα έργα του Ντοστογιέφσκι σε μία παράγραφο κι εσείς θα του χρωστούσατε αιώνια ευγνωμοσύνη».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!